Κοινωνια

Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου: Δυστυχώς οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις δεν έγιναν

Η καθηγήτρια Πολιτικής Φιλοσοφίας μιλάει για όσα έχουν κακοφορμίσει στο ελληνικό πανεπιστήμιο από το 1974

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου: Όσα έχουν κακοφορμίσει στο ελληνικό πανεπιστήμιο από το 1974

Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου: Συνέντευξη με την καθηγήτρια Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πολλοί καθηγητές στα ελληνικά ΑΕΙ παρατηρούν με αμηχανία όσα εκτυλίσσονται γύρω τους: βανδαλισμοί, καταλήψεις, αυταρχισμός των φοιτητικών ομάδων, παρουσία εξωπανεπιστημιακών ταραχοποιών στις πανεπιστημιουπόλεις —την απάθεια ενός Κατεστημένου που έχει απαξιώσει τις πανεπιστημιακές σπουδές εδώ και πολλές δεκαετίες. Μερικοί αντιδρούν· άλλοι δεν αντιδρούν. Η καθηγήτρια φιλοσοφίας Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου έχει εκφραστεί δημοσίως πολλές φορές για την κατάσταση της τριτοβάθμιας παιδείας.

Τι έχει αλλάξει στο πανεπιστήμιο τα τελευταία πενήντα χρόνια; Τι έχει αλλάξει στους φοιτητές, στο ΔΕΠ, στην οργάνωση και ζωή των ΑΕΙ;
Στα ΑΕΙ, πριν από πενήντα χρόνια, είχαμε την παντοδυναμία της έδρας. Αυτό σήμαινε ότι όλοι όσοι την υπηρετούσαν ήταν απόλυτα υποταγμένοι στη βούληση του Καθηγητή στον οποίο αυτή ανήκε. Έτσι, η πόρτα του Πανεπιστημίου παρέμενε κλειστή για όσους νέους επιστήμονες δεν παροικούσαν την Ιερουσαλήμ, δεδομένου ότι η πρόσληψη βοηθών, επιμελητών, υφηγητών ή η κατάληψη μιας έδρας ήταν αποτέλεσμα αδιαφανών διαδικασιών και αυθαίρετων επιλογών. Με την κατάργηση της έδρας το 1981, η μονοκρατορία του τακτικού Καθηγητή τερματίσθηκε, οπότε άνοιξαν οι πύλες για νέους ερευνητές και το πανεπιστήμιο αναμφίβολα εκδημοκρατίσθηκε. Όμως, αυτή η μεγάλη ευκαιρία για ένα υψηλού επιπέδου αξιοκρατικό πανεπιστήμιο έπεσε θύμα, όσον αφορά τα παλαιά ΑΕΙ, της αναξιοκρατίας που επέβαλε ο συνδικαλισμός των όσων ήδη υπηρετούσαν, και η πλήρης, θα έλεγα, κομματικοποίηση. Έτσι, την αδιαφάνεια των προσλήψεων την αντικατέστησε, στις πλείστες των περιπτώσεων, και με τη βοήθεια των σχετικών νόμων που ίσχυαν τότε, ο αμφιβόλου επιστημονικής αντικειμενικότητας τρόπος συγκρότησης των εκλεκτορικών για την πρόσληψη των μελών ΔΕΠ όλων των βαθμίδων. Συν τοις άλλοις, μέχρι πριν από κάποια χρόνια, οι φοιτητικές παρατάξεις ψήφιζαν για όλα τα όργανα διοίκησης (από τον Πρόεδρο του Τμήματος έως τον Πρύτανη). Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε έναν άκρατο φοιτητοπατερισμό, εφόσον η εγκαθίδρυση πελατειακών σχέσεων με τις εν λόγω κομματικές παρατάξεις τις κατέστησε κράτος εν κράτει. Εξ αυτού, διαμορφώθηκε, μέσα στα ΑΕΙ, ένας τρόπος σκέψης που τον πληρώνουμε μέχρι σήμερα, και ο οποίος, παρέα και με τις υφιστάμενες ιδεολογικές αγκυλώσεις, είναι η αιτία της ακατανόητης, για τους εκτός πανεπιστημίου, ανοχής απέναντι στις γνωστές ανεπίτρεπτες συμπεριφορές.

Έγιναν πολλές προσπάθειες να μπει κάποια τάξη, να διορθωθούν τα θλιβερά αποτελέσματα των λανθασμένων αποφάσεων που οδήγησαν στην πλήρη κομματικοποίηση των σπουδών, στην αταξία και στην ασχήμια —αλλά δεν είχαν επιτυχία.
Πράγματι έγιναν δύο κατ’ εμέ πολύ σοβαρές προσπάθειες, από δύο εξαιρετικές Υπουργούς Παιδείας: Την Μαριέττα Γιαννάκου και την Άννα Διαμαντοπούλου. Με την Γιαννάκου, θεσπίσθηκαν σημαντικές ασφαλιστικές δικλείδες για την αντικειμενικότητα των εκλεκτορικών, οι οποίες ενισχύθηκαν στη συνέχεια. Με το νόμο της Διαμαντοπούλου το ελληνικό πανεπιστήμιο απέκτησε εξωστρέφεια και στράφηκε πολύ πιο αποφασιστικά στη διεθνή κοινότητα των πανεπιστημίων. Στο σημείο αυτό θέλω ακόμη να προσθέσω ότι ο νόμος Διαμαντοπούλου, του 2011, υπήρξε επί της ουσίας ο καλύτερος νόμος, ο οποίος έχει ποτέ ψηφισθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο, για την Ανώτατη Παιδεία και τον τρόπο διοίκησης των πανεπιστημίων, και μάλιστα με τη μοναδική στα χρονικά πλειοψηφία 255 ψήφων. Αν αυτός ο νόμος δεν είχε στη συνέχεια ξηλωθεί από τις επόμενες κυβερνήσεις και τελικά ενταφιασθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα θα μιλούσαμε για ένα δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο απαλλαγμένο από τις παθογένειες που το ταλανίζουν. Δυστυχώς, χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία. Η απώλειά της μας άφησε χωρίς αμυντικά μέσα ενάντια στην παρακμή και τη μπαχαλοποίηση που επιδιώκουν να επιφέρουν τα διάφορα γκρουπούσκουλα.

Το επίπεδο των σπουδών αντιστοιχεί στον βανδαλισμένο και καταθλιπτικό χώρο της πανεπιστημιούπολης; Ή μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον των συνθημάτων, των πανό και της βρομιάς αναπτύσσεται και μεταδίδεται γνώση;
Το ελληνικό πανεπιστήμιο, σήμερα, δεν έχει έλλειψη διδασκόντων ικανών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός υψηλού επιπέδου σπουδών. Όμως, είναι δυνατόν να πάρει κάποιος διδασκόμενος στα σοβαρά τις σπουδές του μέσα σ’ ένα κτήριο που βρίσκεται στο έλεος των αντιαισθητικών παρεμβάσεων των διάφορων ακραίων; Είναι δυνατόν να νιώσει μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας μέσα σ’ ένα περιβάλλον που μοιάζει να χλευάζει τα όσα κατ’ εξοχήν σημαίνει η Ανώτατη Παιδεία; Μάλιστα, αυτή η επιβολή της ασχήμιας και η αίσθηση του «Μπάτε σκύλοι αλέστε» έχουν ως εξαιρετικά αρνητική συνέπεια την προσαρμογή της συμπεριφοράς των φοιτητών στην κατάσταση των κτηρίων εντός των οποίων σπουδάζουν. Με αυτό θέλω να πω ότι, όταν βρεθούμε σε ένα μέρος που μοιάζει με τους χώρους που έχουν καταλάβει περιθωριοποιημένα στοιχεία, δεν θα αισθανθούμε καθόλου την ανάγκη να συμπεριφερθούμε με τον τρόπο που αξιώνει ένα Πνευματικό Ίδρυμα. 

Χάνονται πολλές ώρες διδασκαλίας εξαιτίας διάφορων «κινητοποιήσεων», καταλήψεων κτλ… Αναπληρώνονται ποτέ; Η ακαδημαϊκή χρονιά είναι σύντομη. Αν προστεθεί το χαμηλό επίπεδο των πανελλαδικών εξετάσεων σε πολλές σχολές, πιθανώς καταλήγουμε σε πτυχιούχους που δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα.

Εξαιτίας των καταλήψεων, έχουν χαθεί τόσες πολλές ώρες διδασκαλίας που θα έπρεπε να έχουν επαναληφθεί τα εξάμηνα κατά τα οποία τα κτήρια παρέμεναν κλειδαμπαρωμένα. Να σημειώσω ότι στη Φιλοσοφική σπουδάζουν περίπου 25.000 φοιτητές, και οι αποφάσεις στις φοιτητικές συνελεύσεις λαμβάνονται από μειοψηφίες 200 ή στην καλύτερη περίπτωση 300 παρόντων. Σε αυτόν τον γενικό «ωχαδελφισμό», αναφορικά με την αυστηρή τήρηση του νόμου για τον αριθμό των μαθημάτων ανά εξάμηνο, έρχεται να προστεθεί και ο τραγέλαφος με τους αιωνίους επί πτυχίω, καθώς βεβαίως και το πρόβλημα με το χαμηλό επίπεδο των φοιτητών. Στην πραγματικότητα, αυτά τα δύο καρφιά στο φέρετρο των τριτοβάθμιων σπουδών είναι αλληλένδετα. Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι η παρακολούθηση των παραδόσεων δεν είναι υποχρεωτική, οι χαμηλού επιπέδου φοιτητές, αδιαφορώντας για το αντικείμενο των σπουδών τους, λόγω της πολύ κακής σχέσης τους με τη γνώση εν γένει, και γνωρίζοντας ότι το πτυχίο τους είναι εξασφαλισμένο όσες φορές κι αν απορριφθούν στα εξεταζόμενα μαθήματα, προτιμούν να παραμένουν έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας. Έτσι, καταλήγουμε στο στοίβαγμα των μακροχρόνια επί πτυχίω φοιτητών και στη μετατροπή του πανεπιστημίου σε εξεταστικό κέντρο. Πιο συγκεκριμένα:

Όσον αφορά τους επί πτυχίω, τους παρέχεται η δυνατότητα να εξετάζονται σε κάθε εξάμηνο στα μαθήματα και των δύο εξαμήνων, όσες φορές θέλουν. Με άλλα λόγια, όσο αδυνατείς να ολοκληρώσεις τις σπουδές σου τόσο ευνοείσαι και επιβραβεύεσαι. Αυτό σημαίνει ότι ένας άνθρωπος που έχει αποκοπεί χρόνια από την επιστήμη που υποτίθεται ότι σπουδάζει δεν πρόκειται να χάσει τη φοιτητική του ιδιότητα, παρά μόνον αν το θελήσει ο ίδιος. Έτσι, όσον αφορά στα πτυχία, ο άριστος εξισώνεται τυπικά με τον άσχετο! Μάλιστα, επειδή ψυχολογικά δεν αντέχει κανείς να κόβει κάποιον συνέχεια, το αποτέλεσμα είναι να έχουμε πτυχιούχους με χαμηλότατο βαθμό πτυχίου, που ακόμη κι αυτός δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό επιστημονικό τους επίπεδο. Ωστόσο, αυτοί οι χωρίς πραγματικά προσόντα πτυχιούχοι έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με εκείνον που φοίτησε πραγματικά και ουσιαστικά. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που, ενώ έχει θεσπισθεί ο νόμος περί δικαιολογημένης μερικής φοίτησης ή αναστολής, ώστε το ν+2, δηλαδή η περάτωση των σπουδών έως δύο έτη επιπλέον από τα προβλεπόμενα, να μην δημιουργεί ανυπέρβλητες δυσκολίες στους εργαζόμενους φοιτητές, εντούτοις η σημασία αυτής της δυνατότητας υποβαθμίζεται με την καταφυγή σε έωλα επιχειρήματα. Θέλω ακόμα να σημειώσω ότι, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον της χαλάρωσης των σπουδών, εκείνοι που χάνονται είναι οι μέτριοι, εφόσον οι επικρατούσες συνθήκες τους ενθαρρύνουν να επιλέξουν την ήσσονα προσπάθεια.

Όσον αφορά τώρα το χαμηλό εν γένει επίπεδο, αυτό οφείλεται και στην κάκιστη ψηφοθηρική πρακτική της απεριόριστης ίδρυσης πανεπιστημίων και πανεπιστημιακών Τμημάτων σε κάθε πόλη της Ελλάδας. Προκειμένου αυτά τα πανεπιστήμια και τα Τμήματά τους να έχουν φοιτητές, έπρεπε να μπορεί να εισάγεται σ’ αυτά ο κάθε αποδεδειγμένα ανίκανος για πανεπιστημιακές σπουδές. Αυτή η απαξίωση των σπουδών σε ανώτατο επίπεδο, γιατί περί απαξίωσης πρόκειται, συμπαρέσυρε, σε ανησυχητικό βαθμό, και τα παλαιά πανεπιστήμια. Μάλιστα, η μεγαλύτερη μαχαιριά έχει δοθεί στις ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη Μέση εκπαίδευση. Με αυτό θέλω να πω ότι στην εποχή της αποθέωσης των τεχνοεπιστημών, οι ανθρωπιστικές σπουδές έχουν υποβαθμισθεί διεθνώς. Η εν λόγω θλιβερή απαξίωση εντείνεται και από το γεγονός ότι δεν πρόκειται για επιστήμες από τις οποίες μπορούν ποτέ να πλουτίσουν όσοι τις υπηρετούν. Αυτό έχει ως συνέπεια να τις επιλέγουν, συγκριτικά οι λιγότεροι. Εξ αυτού, τα Τμήματα στα οποία θεραπεύονται αναγκάζονται να χαμηλώνουν την ελάχιστη βάση εισαγωγής, προκειμένου να μην κλείσουν. Όμως, μας διαφεύγει, δυστυχώς, ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των ανθρώπων που κάνουν τέτοιες σπουδές προορίζεται για την εκπαίδευση. Έτσι, δημιουργείται μια αλυσίδα παραγωγής αμόρφωτων ανθρώπων, δηλαδή ανθρώπων χωρίς γλωσσική επάρκεια, βασικές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και δυνατότητα για κριτική σκέψη και κατανόηση αφηρημένων εννοιών. Έχω πολλές φορές πει ότι, για να σταματήσει η κατρακύλα, χρειάζεται η Πολιτεία να ενισχύσει εκείνα εκ των Τμημάτων που υπηρετούν αυτά τα γνωστικά αντικείμενα, και των οποίων το υψηλό επίπεδο έχει πιστοποιηθεί με αντικειμενικές αδιάβλητες διαδικασίες. Μέσω αυτής της ενίσχυσης, θα αντισταθμίσει την αδυναμία τους να εισφέρουν στον προϋπολογισμό του πανεπιστημίου τους σημαντικά χρηματικά ποσά, τα οποία εξασφαλίζει η συμμετοχή σε κερδοφόρα διεθνή ερευνητικά προγράμματα, όπως αυτό συμβαίνει, π.χ., με την ιατρική και τους κλάδους αιχμής των τεχνολογικών επιστημών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Σχολές των ανθρωπιστικών σπουδών θα πάψουν να αντιμετωπίζονται ως θνησιγενές άχθος αρούρης, αναδεικνυόμενες σε αξιόμαχους θεματοφύλακες ενός είδους γνώσης και σκέψης που τείνουν να εξαλειφθούν υπέρ της κατάρτισης και του αλγοριθμικού σκέπτεσθαι. Υπό αυτούς τους όρους, οι εν λόγω Σχολές θα έχουν την άνεση να επιλέγουν, χωρίς τον φόβο του αριθμού, εκείνους τους φοιτητές που θα είναι απολύτως ικανοί να παρακολουθήσουν ένα απαιτητικό πρόγραμμα σπουδών. Έτσι, θα παράγονται πτυχιούχοι που, ως εκπαιδευτικοί, δεν θα «αγωνίζονται» ενάντια στην αυστηρή τους αξιολόγηση, κυρίως, αν αυτή σχετίζεται και με τη βελτίωση των αμοιβών τους.

Οκνηρία και άγρια ήθη…
Αναφερόμενη στα καθ’ ημάς, θεωρώ ότι το χαμηλό επίπεδο και η εξασφάλιση του πτυχίου, ανεξαρτήτως του πόσο λίγο προσπαθείς, φέρνει την οκνηρία. Αυτό το κοκτέιλ αμορφωσιάς και βαρεμάρας σε περιβάλλον πλήρους ατιμωρησίας εξαγριώνει. Αυτά τα παιδιά που είναι ανίκανα να κατανοήσουν τη διαφορά μεταξύ χούντας και δημοκρατίας, που έχουν μπερδέψει τον πολιτικό διάλογο με τις κραυγές μιας συνεχούς διαμαρτυρίας, που, λόγω της πλήρους άγνοιας εκ μέρους τους της ιστορικής εμπειρίας, συγχέουν τον επαναστατικό ηρωισμό με την εκ του ασφαλούς προσφυγή στη βία, ενώ υποκαθιστούν το αίσθημα πολιτικής ανημποριάς του μεμονωμένου ατόμου με την ψευδαίσθηση της εξουσιαστικής δύναμης που προκαλεί η ένταξη στην αγέλη, είναι βούτυρο στο ψωμί όσων επιδιώκουν να τους μυήσουν στη νέα μορφή των ολοκληρωτικών ιδεολογιών που απειλούν και πάλι τις Δυτικές κοινωνίες. Με τους όρους της Hannah Arendt, και σε γενικότερο τώρα πλαίσιο, θα έκανα λόγο για την αγριότητα που γεννά η σύγχρονη απο-πολιτικοποίηση, σημαντική έκφανση της οποίας είναι η αποψίλωση των δημοκρατικών θεσμών από το κύρος τους, η αυτάρεσκη αμφισβήτηση του «συστήματος» και η απαξίωση των πολιτικών οι οποίοι θεωρείται ότι το υπηρετούν. Θα έλεγα ότι ζούμε, υπό μορφή φαρσοκωμωδίας, τη «διαρκή επανάσταση» των προνομιούχων του πλανήτη, οι οποίοι δεν αναγνωρίζουν ότι η «μελαγχολία» που γεννά η αντι-ηρωική ασφάλεια που παρέχει η δημοκρατία έχει ως αντίδοτο την επαγρύπνηση για τη διάσωση των θεμελιακών αρχών της και τη συνεχή μέριμνα για την όλο και πιο πιστή σ’ αυτές θεσμική της θωράκιση. Περιφρονώντας τα όρια που θέτει η έννοια της πολιτικής ελευθερίας, τα άγρια ήθη προδίδουν την λατρεία για την απόλυτη εξουσίαση. Εν ολίγοις, η νοηματική ταύτιση της πολιτικής ελευθερίας με την ασυδοσία παραπέμπει, τρόπον τινά, στον τρόπο με τον οποίο όριζε ο Χομπς την ελευθερία του ατόμου στη φυσική κατάσταση, διακρίνοντας, ο ίδιος, το απεριόριστο δικαίωμα του προ-πολιτικού ατόμου σε όλα (jus in omnia) από τον νόμο ο οποίος τίθεται σε ισχύ με την ίδρυση της πολιτικής κοινότητας. Μέσω αυτού του παραλληλισμού, αναφέρομαι στην υιοθέτηση ενός άνευ όρων δικαιωματισμού, ο οποίος αγνοεί τη διάκριση μεταξύ του «θέλω» χωρίς προϋποθέσεις και του «μπορώ» υπό τους όρους της ανθρώπινης συνύπαρξης. Με άλλα λόγια, η αναγωγή της οποιασδήποτε αβάσιμης διεκδίκησής μου σε «δικαίωμά μου», η οποία, ως τέτοια, πρέπει οπωσδήποτε να ικανοποιηθεί σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζω τον περιορισμό που μου θέτει η ύπαρξη των υπολοίπων. Επομένως, καταλύω την αδιάσπαστη σχέση μεταξύ δικαιώματος και υποχρέωσης. Λειτουργώ ερήμην του κοινού ανθρώπινου κόσμου και επειδή, με αριστοτελικούς όρους, δεν είμαι θεός, γίνομαι θηρίο. Ακριβώς γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι τα άγρια ήθη συνδέονται με την αποπολιτικοποίηση. Υπό τη συγκεκριμένη προοπτική, θα ήταν δυνατόν να να ορισθούν ως η δημόσια εμφάνιση της «προγλωσσικής» έσω βαρβαρότητας, όπου η ομιλία γίνεται συνθηματολογία και όπλο, ο λόγος εκχυδαΐζεται, η αλήθεια θυσιάζεται στο βωμό της μετα-αλήθειας, ο πραγματικός κόσμος αντικαθίσταται από το μανιχαϊστικό σύμπαν όπου κατοικεί ο συνωμοσιολόγος και οι άλλοι που μου στέκονται de facto και de jure εμπόδιο αντιμετωπίζονται ως αντικείμενο θανάσιμου μίσους.

Επιπλέον, οι επιστήμες του ανθρώπου —κοινωνιολογία, φιλοσοφία, ανθρωπολογία, ιστορία κτλ.— έχουν αλωθεί από την αριστερή ιδεοληψία. Και τις τελευταίες δεκαετίες από την κριτική θεωρία του φύλου και της φυλής, από διάφορες μόδες και μανίες χωρίς επιστημονικό αλλά με ιδεολογικό υπόβαθρο…
Αυτή η άλωση είναι από τα μεγαλύτερα πλήγματα που έχουν υποστεί τα συγκεκριμένα πεδία. Το πάντρεμα των θεωριών της αποδόμησης με την αριστερή περιφρόνηση για τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας και την ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας τείνουν να τινάξουν στον αέρα τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της Δυτικής πολιτισμικής και πολιτικής παράδοσης. Η καταδίκη της καθολικότητας στο όνομα του «καθαγιασμένου» δικαιώματος στη διαφορά οδήγησε στον κατακερματισμό των σύγχρονων κοινωνιών, αντικαθιστώντας την άνευ όρων πάλη των τάξεων με την άνευ όρων εχθρότητα ανάμεσα σε ταυτοτικές ανθρώπινες ομάδες. Με γνώμονα την απόλυτη ενοχή του λευκού άνδρα, ενσάρκωση του καταδυναστευτικού φαλλο-Λογο-κεντρισμού, οι τελευταίες ταξινομούνται και αξιολογούνται με βάση τη διάκριση ανάμεσα σε θύτη και θύμα, καταπιεστή και καταπιεζόμενο. Φθάσαμε να μιλάμε για «ισλαμικό φεμινισμό» ως έκφανση της απελευθέρωσης από την αποικιοκρατία. Μέσα από «σκοτεινές», δοκησίσοφες διατυπώσεις, έχουμε αντικαταστήσει τη γνώση με τη διαμαρτυρία και την αμερόληπτη κριτική με τη στράτευση. Έχουμε φυλετικοποιήσει τον ορθό Λόγο και την αλήθεια, κρίνουμε την ορθότητα της σκέψης με ηθικίστικα κριτήρια, ενώ, στο όνομα της εναντίωσης στον οικουμενισμό, ως αποικιοκρατικό, έχουμε βαπτίσει τον ανεστραμμένο ρατσισμό σε αντιρατσισμό. Δεν υποτιμώ επίσης, όσον αφορά την επικινδυνότητά της, τη λογοκρισία στα σημαντικά κείμενα της φιλοσοφίας, κυρίως της αρχαίας, και της λογοτεχνίας, καθώς και την απόρριψη της ιστορικής γνώσης ως εθνο-δυτικο-κεντρικής. Εύκολα μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια προσπάθεια επαναφοράς, υπό νέα και καρικατουρίστικη μορφή, της φρικαλέας διάκρισης μεταξύ εκφυλισμένης και υγιούς κουλτούρας. Υπό τους ίδιους όρους κατανοώ και την προκρούστεια παρέμβαση στη γλώσσα, στο μέτρο που παραπέμπει ανησυχητικά στην προσπάθεια μετάλλαξης των σημασιών. Να επισημαίνω ότι αυτήν γνωρίζουμε πλέον ότι την επιχειρούν τα ολοκληρωτικά συστήματα, με στόχο τη γνωστή κατασκευή του «νέου ανθρώπου», μέσω της εκρίζωσής του από το παρελθόν. Πρόκειται για την εξάλειψη των νοημάτων τα οποία κατοικούν στον βυθό των λέξεων, και τα οποία έτσι μας συνδέουν με τις ιστορικές εμπειρίες που τα γέννησαν, διασφαλίζοντας την εκ μέρους μας κατανόηση του ανθρώπινου κόσμου. Άλλωστε, ένα κοινό χαρακτηριστικό με τις ανελεύθερες αντιλήψεις και καθεστώτα είναι ο εκ των έσω καταναγκασμός ο οποίος επιχειρείται να επικρατήσει, δηλαδή η επιβολή της αυτολογοκρισίας. Η τελευταία απειλεί πολύ σοβαρά να αναιρέσει το πιο αντι-εξουσιαστικό χαρακτηριστικό του δημοκρατικού τρόπου ζωής που είναι η σάτιρα και η αντιτοτεμιστική διάθεση. Υπό αυτή την προοπτική, πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με μια άλωση, η επικινδυνότητα της οποίας είναι ευθέως ανάλογη προς τη διάρκειά της. Μπορεί όλα αυτά να είναι μόδα ή μανία, οι απόψεις της οποίας πιστεύω ότι δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν για πολύ υπό το φως των αυστηρών επιστημονικών προσεγγίσεων. Άλλωστε, παρά τον πέπλο των γλωσσικών ταχυδακτυλουργιών, οι αντιφάσεις και η απουσία στέρεων επιχειρημάτων είναι συχνά άμεσα προφανείς. Αποδέχονται, για παράδειγμα, ότι η φυλή είναι κοινωνική κατασκευή και στη συνέχεια φυλετικοποιούν τα πάντα. Από την άλλη, δεν υποτιμώ το γεγονός ότι, μέσω αυτής της νέας μορφής αντιδυτικισμού που υιοθέτησε η αριστερά, μοιάζει να επαναλαμβάνουμε το ολέθριο εγχείρημα εργαλειοποίησης του αποκλειστικού προνομίου του δυτικού πολιτισμού. Αναφέρομαι στην εγγενή του ικανότητα να εξετάζει κριτικά τις αξίες και τα πεπραγμένα του και στο γεγονός ότι αυτή η αξιοθαύμαστη δυνατότητα δείχνει να έχει, πάλι σήμερα, μετατραπεί σε εκστρατεία για την εκμηδένισή του. Όπως είναι γνωστό, σε αντίθεση με τον ιουδαιο-χριστιανικό Θεό, οι άνθρωποι δεν μπορούν να δημιουργήσουν εκ του μηδενός. Συνεπώς, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να καταστρέψουν. 

Πώς θα περιγράφατε το σημερινό Κατεστημένο στα ΑΕΙ;
Φοβικό! Επίσης, στο μέτρο που δεν επιθυμεί να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τα κακώς κείμενα που προανέφερα, θεωρώ ότι δεν χαρακτηρίζεται από ουσιαστική μέριμνα για το δημόσιο πανεπιστήμιο. Και μ’ αυτό εννοώ ότι, βεβαίως, είναι σημαντικές οι καλές διεθνείς κατατάξεις, αλλ’ αυτές έχουν πραγματικό νόημα, όταν έχεις όλο το πακέτο. Δεν μπορεί, από τη μια πλευρά, να υπερηφανεύεσαι για τις διεθνείς συνεργασίες σου, το υψηλό, σε πολύ ικανοποιητικό αριθμό, επιστημονικό επίπεδο των διδασκόντων σου, και από την άλλη, να μην υπάρχουν πειθαρχικά συμβούλια για τους φοιτητές που παραβιάζουν τις αρχές της ακαδημαϊκής κοινότητας, ούτε πραγματική φύλαξη των χώρων, να μην αγανακτείς για την κατάλυση μέσα στις Σχολές μιας πραγματικά ελεύθερης διακίνησης ιδεών, να μην ενοχλείσαι με την εξαθλίωση του περιβάλλοντος στο οποίο εργάζεσαι και σπουδάζουν οι νέοι άνθρωποι, να μην θέλεις να αντιληφθείς το πόσο αντίκειται στην ποιότητα των σπουδών η χαλάρωσή τους, να μην ξεσηκώνεσαι, όταν οι καθηγητές που εκφράζουν απόψεις ή παίρνουν μέτρα που δεν αρέσουν στα γκρουπούσκουλα, προπηλακίζονται, εκφοβίζονται και απειλούνται ακόμα και για τη ζωή τους. Αναφέρομαι εδώ και στην ευθεία απειλή κατά της ζωής του που δέχθηκε προσφάτως ο Πρύτανης του ΕΜΠ.

Τον κακόβουλο ρόλο της αριστεράς τον ξέρουμε. Η δεξιά, οι φιλελεύθεροι, οι κεντρώοι τι ρόλο έπαιξαν όλα αυτά τα χρόνια;
Δυστυχώς, δεν τόλμησε να θίξει τα κακώς κείμενα. Θα έλεγα ότι έπεσε στην παγίδα του «ηθικού πανικού» τον οποίο έχει επιδέξια χρησιμοποιήσει η αριστερά. Έτσι, ακόμα και άνθρωποι με καλές προθέσεις και σωστές απόψεις, φοβούμενοι την ταμπέλα του ακροδεξιού και του φασίστα, αδρανοποιήθηκαν και συνεχίζουν να το κάνουν σε απογοητευτικό βαθμό. Θα ήθελα να τους πω ότι ο μιθριδατισμός, εν προκειμένω, μπορεί να διασφαλίζει την ηρεμία σου, αλλά μετατρέπει σε συγκατάθεση την εναντίωσή σου στις παθογένειες. 

Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να διασωθεί το δημόσιο πανεπιστήμιο, ότι είναι πολύ αργά, ότι είναι χαμένος κόπος. Ότι ίσως θα έπρεπε να παραιτηθούμε από την έγνοια του και να το αφήσουμε στην τύχη του, δίνοντας βάρος σε μη δημόσια ιδρύματα. Αλλά, καθώς η Ελλάδα και οι Έλληνες είναι αυτοί που είναι, τίποτα δεν μας εγγυάται πως θα είναι αξιόπιστα και θα μεταδίδουν γνώση υψηλού επιπέδου.
Οι πολιτικο-φιλοσοφικές απόψεις που έχω υιοθετήσει βδελύσσονται τους «ντετερμινισμούς». Τα συμβάντα, ως αμιγώς ανθρώπινη υπόθεση, δεν προκαθορίζονται. Για μένα, έτσι, ένας κόπος είναι χαμένος όταν οι άνθρωποι δεν θέλουν να κοπιάσουν μέχρι τέλους. Υπό αυτή την προοπτική, θεωρώ ότι τίποτε δεν είναι χαμένο, αν υπάρχει η βούληση να διασωθεί. Το αν το δημόσιο πανεπιστήμιο χάσει ανεπιστρεπτί το τραίνο και μετατραπεί σε ένα χώρο σπουδών τρίτης κατηγορίας, αυτό θα οφείλεται στην απόφαση της Πολιτείας και των μελών του. Προσωπικά, αρνούμαι να πάρω τέτοια απόφαση.

Πώς αποτιμάτε την πολιτική της Παιδείας της κυβέρνησης κ. Μητσοτάκη; Έκανε κάτι χρήσιμο για το περιεχόμενο των σπουδών και για την ευταξία; Είχε υποσχεθεί πανεπιστημιακή αστυνομία και είχε ψηφιστεί από πολλούς με την ελπίδα των τολμηρών μεταρρυθμίσεων.
Δυστυχώς, οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις που προσμένω, δηλαδή η αποφασιστική αντιμετώπιση των παθογενειών που χρονίζουν, δεν έγιναν. Περίμενα, πράγματι, έναν καλύτερο νόμο για τον τρόπο διοίκησης των ΑΕΙ, περίμενα η σοβαρή φύλαξη των πανεπιστημιακών χώρων να γίνει επιτέλους πραγματικότητα, περίμενα να σταματήσει η υποχωρητική στάση απέναντι στις αντιστάσεις των πολιτικών δυνάμεων που θέλουν ένα κομματικοποιημένο, εσωστρεφές και χαμηλών προσδοκιών πανεπιστήμιο.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.