Κοσμος

Τι έκανε η Νέα Υόρκη για να μειώσει τη ρύπανση από spray can

Η διαμάχη για τα γκραφίτι και τα προγράμματα για την εξάλειψή τους

portrait-322469_1920_2.jpg
Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
H αντιμετώπιση της ρύπανσης των γκραφίτι
© Barbara Alper/Getty Images

Η αντιμετώπιση των γκράφιτι στη Νέα Υόρκη από το 1970 μέχρι σήμερα

Aν και μερικά γκραφίτι θεωρούνται τέχνη του δρόμου, η κάλυψη μεγάλων δημόσιων επιφανειών με συνθήματα, tags και σχέδια spray can art θεωρούνται βανδαλισμός ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μερικές πόλεις έχουν προηγηθεί στον χαρακτηρισμό τους ως παράβαση του νόμου και ως ρύπανση, με αποτέλεσμα να πάρουν πρωτοβουλίες αντιμετώπισης του προβλήματος. Η μείωση των γκραφίτι, ιδιαίτερα εκείνων που δεν έχουν καλλιτεχνικό ισχυρισμό, έγινε μέρος της αποστολής ολόκληρων κοινοτήτων, ιδιαίτερα σε συνοικίες οι οποίες θεωρήθηκαν hot spots: σταθμοί, βαγόνια και σήραγγες μετρό και τρένου, πάρκα, αθλητικοί χώροι και περιοχές χαμηλού εισοδήματος. Αν και έχουν παρακμάσει, τα γκραφίτι επιβαρύνουν ακόμα πολλές γειτονιές προκαλώντας τη λεγόμενη εντύπωση «eye sore» -το αίσθημα ανησυχίας που προκύπτει από την ασχήμια, από οδυνηρά ακαλαίσθητα αστικά τοπία- χαμηλώνουν τις τιμές των ακινήτων, δημιουργούν μεγάλα κόστη επισκευής και ενθαρρύνουν πρόσθετη εγκληματική δραστηριότητα. 

1970s SPECIAL REPORT: "NYC GRAFFITI"

H εμπειρία της Νέας Υόρκης, όπου τα γκραφίτι πήραν μορφή και ένταση αλλοίωσης του αστικού χώρου, ήταν χρήσιμη για πολλές μεγαλουπόλεις που θέλησαν να απαλλαγούν από τέτοιες εκδηλώσεις βανδαλισμού. Τα γκραφίτι πρωτοεμφανίστηκαν στην πόλη της Νέας Υόρκης με τις λέξεις «Bird Lives» αλλά πέρασαν καμιά δεκαπενταριά χρόνια μέχρι να γίνουν αισθητά από τους κατοίκους: το 1970-1971, ο TAKI 183 και ο Tracy 168 άρχισαν να βάζουν την υπογραφή τους στους τοίχους και στα βαγόνια του υπογείου, ενώ παραλλήλως σε γειτονιές του Μπρονξ εμφανίστηκαν γράμματα σε φούσκες, όπως στα κόμικς, τα οποία αντικαταστάθηκαν σύντομα από το στιλ «wildstyle», μια αιχμηρή γραμματοσειρά που έδειχνε «αντίσταση». Εκείνη την εποχή διάφοροι καλλιτέχνες δρόμου υπέγραφαν με ονόματα που ακούγονται σαν τα σημερινά των ράπερς και των χιπ-χοπάδων και, στη συνέχεια, καθώς τα γκραφίτι γίνονταν όλο και πιο ανταγωνιστικά, γύρω στο 1974, ο Tracy 168, ο CLIFF 159 και ο BLADE ONE άρχισαν να προσθέτουν εικονογραφήσεις• σκηνικά και χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων με αποτέλεσμα τη σύνθεση ολόκληρων τοιχογραφιών. Η εξάπλωση των γκραφίτι συνέπεσε με ένα πρωτοφανές κύμα εγκληματικότητας στη Νέα Υόρκη -όπως και στις περισσότερες αμερικανικές μεγαλουπόλεις- καθώς βεβαίως κι από τη διάδοση της ραπ μουσικής πέρα από τα πρώτα της θεμέλια στο Μπρονξ.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι συρμοί του νεοϋρκέζικου μετρό ήταν ζωγραφισμένοι και βανδαλισμένοι, χωρίς ούτε μια σπιθαμή άδεια. Η πόλη είχε χρεοκοπήσει και δεν είχε τα μέσα να αφαιρεί γκραφίτι και να συντηρεί τις υποδομές. Αν και ο δήμαρχος John Lindsay κήρυξε πόλεμο κατά του γκραφίτι ήδη από το 1972, πέρασε πολύ καιρός μέχρι να μπορέσει η Νέα Υόρκη να διοχετεύσει πόρους στην επίλυση του προβλήματος. Στη συνέχεια, ο διάδοχός του Lindsay, ο Abraham Beame, δημιούργησε μια ομάδα 10 αστυνομικών ειδικά για την αντιμετώπιση των γκραφίτι, αλλά, αν και αναφέρθηκαν 4.500 συλλήψεις βανδάλων μεταξύ 1972 και 1974, 998 το 1976, 578 το 1977, 272 το 1978, 205 το 1979, η ομάδα δεν κατάφερε να ελέγξει την ξέφρενη δραστηριότητα των γκραφιτάδων. Σιγά-σιγά, αυτή τη δραστηριότητα υπονόμευσε η κοινή γνώμη που, με τη διάδοση της θεωρίας των σπασμένων παραθύρων, πείστηκε ότι τα γκραφίτι αποτελούσαν παράγοντα αύξησης της εγκληματικότητας: έτσι, οι κοινότητες απαίτησαν αυξημένη αστυνομική επιτήρηση, εφαρμογή μέτρων ασφαλείας και αδιάκοπες προσπάθειες καθαρισμού. Όλα αυτά οδήγησαν στην αποδυνάμωση της υποκουλτούρας του γκραφίτι της Νέας Υόρκης, κυρίως στο μετρό -βαγόνια και σήραγγες- όπου η «ζωγραφική» ήταν δυσκολότερη, αλλά ταυτοχρόνως στη διάδοση της εν λόγω δραστηριότητας στους δρόμους - οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έγιναν ακόμα πιο επικίνδυνοι εξαιτίας της επιδημίας του κρακ και λίγο αργότερα του AIDS. Στο μεταξύ, καθώς η εγκληματικότητα στη Νέα Υόρκη φαινόταν εκτός ελέγχου, η νομοθεσία αποκρίθηκε με αυστηρότερες ποινές για τους καλλιτέχνες γκραφίτι και έθεσε περιορισμούς ακόμα και στην πώληση χρωμάτων και υλικών. Πολλοί καλλιτέχνες γκραφίτι είδαν αυτούς τους περιορισμούς ως πρόκληση και υιοθέτησαν στάση αψηφισιάς στην εξουσία: οι περισσότεροι έγιναν ανοιχτά «εδαφικοί» εκπροσωπώντας συμμορίες που με τα γκραφίτι χάραζαν τα σύνορα της επικράτειάς τους.

Graffiti Ad - Saturday Night Live

Το 1984, μπήκε σε εφαρμογή πενταετές πρόγραμμα για την εξάλειψη των γκραφίτι. Πολλά βανδαλισμένα βαγόνια του μετρό αποσύρθηκαν ως ξεπερασμένης τεχνολογίας, τα πυρπολημένα και ζωγραφισμένα οχήματα απομακρύνθηκαν από τους δρόμους και, παρότι τα γκραφίτι εξάγονταν στην Ευρώπη -αρχικά στο Λονδίνο και λίγο αργότερα στο Βερολίνο- το λεγόμενο Clean Train Movement σημείωσε σχετική επιτυχία: το 1989 βγήκε εκτός λειτουργίας το τελευταίο τρένο του υπογείου που ήταν καλυμμένο με γκραφίτι. Τότε, οι γκραφιτάδες μετέφεραν τη δραστηριότητά τους στις ταράτσες, στους τοίχους των κτιρίων, στις γέφυρες και στους αυτοκινητοδρόμους σε όλα τα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα από τη Φιλαδέλφεια μέχρι τη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια, το ετήσιο κόστος καθαρισμού να εκτιναχθεί σε δισεκατομμύρια. Τότε, ο δήμαρχος Ρούντολφ Τζουλιάνι δημιούργησε την αντι-γκραφίτι Task Force, μια πρωτοβουλία πολλών φορέων που ξεκίνησε εκστρατεία κατά των «εγκλημάτων ποιότητας ζωής» απαγορεύοντας την πώληση δοχείων σπρέι με αεροζόλ σε άτομα κάτω των 18 ετών. Ο νόμος απαιτούσε επίσης οι έμποροι υλικών σπρέι να κλειδώνουν τα εμπορεύματά τους ώστε να αποτρέπεται η κλοπή. Επιπλέον οι παραβιάσεις του νόμου κατά των γκραφίτι επέφεραν πρόστιμο 350 δολαρίων για κάθε περιστατικό: αυτό ισχύει μέχρι σήμερα. Το 2006, έγινε απόπειρα να αυξηθεί το ελάχιστο όριο ηλικίας για κατοχή μπογιάς ή μόνιμων μαρκαδόρων από 18 σε 21, αλλά εκπρόσωποι των φοιτητών καλλιτεχνικών σχολών και των «νόμιμων» καλλιτεχνών γκραφίτι μήνυσαν τον δήμαρχο Michael Bloomberg και στη δικαστική ακρόαση που ακολούθησε απαγορεύτηκε στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης να επιβάλει αυτό το όριο ηλικίας.

Είχε προηγηθεί δημόσιος διάλογος σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, σχετικά με το αν το γκραφίτι ήταν αληθινή τέχνη: το 1974, ο Norman Mailer δημοσίευσε ένα δοκίμιο, το «The Faith of Graffiti», που διερευνούσε το ζήτημα και περιελάμβανε συνεντεύξεις από γκραφιτάδες. Στη δεκαετία του 1980, τα μουσεία και οι γκαλερί άρχισαν να αντιμετωπίζουν τα γκραφίτι ως τέχνη που θα μπορούσε να πουληθεί και να φέρει κέρδη: κάπως έτσι έγιναν πλούσιοι και διάσημοι ο Jean-Michel Basquiat και ο Keith Haring, η τέχνη των οποίων εξετέθη σε mainstream γκαλερί.

Σήμερα, στη Νέα Υόρκη ο καθαρισμός των γκραφίτι είναι μια από τις κοινωφελείς εργασίες που καλούνται να κάνουν νεαροί παραβάτες υπό την επίβλεψη υπαλλήλων της κοινωνικής πρόνοιας. Παράλληλα, έχουν δημιουργηθεί δομές όπου καλλιτέχνες μπορούν να φτιάξουν τοιχογραφίες, οι οποίες εμπίπτουν σε διαφορετική κατηγορία και νομοθεσία από τα γκραφίτι. Όσο για τις μεθόδους καθαρισμού, έχουν γίνει κοινός τόπος μεταξύ των δημοτικών αρχών στον κόσμο: χημικό «σβήσιμο», χρώματα όπου δεν «πιάνει» το σπρέι, τρίψιμο κτλ. Οι πόλεις που έχουν αποφασίσει να καταπολεμήσουν τα γκραφίτι έχουν συνδυάσει το σβήσιμο από ειδικές ομάδες με αστυνομική επιτήρηση και καταστολή και με καθορισμό συγκεκριμένων επιφανειών που προορίζονται για τοιχογραφίες: στη Μελβούρνη, στο Κουήνς της Νέας Υόρκης, στο Βένις της Καλιφόρνιας, στην περιοχή Τέσνοβ της Πράγας, έχουν προβλεφθεί σημεία όπου μπορεί κανείς να δημιουργήσει τοιχογραφίες - αλλά όχι γκραφίτι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ