Κοσμος

Τζιανφράνκο Μπεκίνα, ο Ιταλός έμπορος που πήγε να πουλήσει κλεμμένα ελληνικά αγγεία

Είχε καταδικαστεί για αρχαιοκαπηλία και κλοπή - Η δημοπρασία που δεν έγινε στο Λονδίνο

62224-137655.jpg
Newsroom
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
378510-781217.jpg

Στην υπόθεση με τα δύο κλεμμένα αρχαία ελληνικά αγγεία που Ιταλός έμπορος επιχείρησε να βγάλει στο σφυρί σε μεγάλη έκθεση τέχνης στο Λονδίνο, στις αρχές Οκτωβρίου, αναφέρεται η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt.

Ειδικότερα, κάνει λόγο για δύο αττικά αγγεία του 5ου αιώνα π.Χ. που είχαν τεθεί προς πώληση στην έκθεση «Frieze Masters» για λογαριασμό του ελβετικού καντονιού της Βασιλείας (Basel-Stadt). Η εφημερίδα του Ντίσελντορφ επικαλείται μεταξύ άλλων δημοσίευμα του βρετανικού Guardian σύμφωνα με το οποίο «υπάρχουν πληροφορίες ότι ο έμπορος αρχαιοτήτων Ζαν-Ντάβιντ Καν από τη Βασιλεία παρουσίασε ελληνικές αρχαιότητες από τη συλλογή του Τζιανφράνκο Μπεκίνα στη συγκεκριμένη έκθεση και τις έθεσε προς πώληση χωρίς στοιχεία για την προέλευσή τους».

«Ο Μπεκίνα είναι Ιταλός έμπορος που είχε καταδικαστεί για αρχαιοκαπηλία και κλοπή» σημειώνει η γερμανική εφημερίδα και προσθέτει πως ο Έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσιρογιάννης αναγνώρισε την προέλευση των δύο αγγείων με τη βοήθεια εγγράφων από το αρχείο Μπεκίνα.

(Ο Έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσιρογιάννης)

Η Handelsblatt υπογραμμίζει, ακόμη, τη σπουδαιότητα της ταυτοποίησης που έκανε ο Έλληνας αρχαιολόγος, ο οποίος μεταξύ άλλων διδάσκει στην Ένωση Έρευνας Εγκλημάτων κατά της Τέχνης, υπογραμμίζοντας ότι «η περίπτωση Μπεκίνα αποτελεί μια από τις σοβαρότερες υποθέσεις εμπορίας κλεμμένων και λαθραίων αρχαιοτήτων που υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη».

Γνωστός των ιταλικών αρχών

Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, ο γεννημένος στη Σικελία Μπεκίνα εμπορευόταν από τη δεκαετία του '70, μέσω μιας γκαλερί στη Βασιλεία, διάφορες αρχαιότητες που στην πλειονότητά τους είχαν εισαχθεί παράνομα στην Ελβετία. Εν συνεχεία -πριν από τη σύλληψή του και την κατάσχεση περισσότερων από 5.000 αντικειμένων- πωλούσε τις αρχαιότητες σε διακεκριμένα μουσεία, όπως για παράδειγμα το Μουσείου του Λούβρου.

Όπως σημειώνει η Handelblatt, «ο (έμπορος αρχαιοτήτων) Ζαν-Ντάβιντ Καν όχι μόνο επιβεβαίωσε στον Guardian ότι γνώριζε την προέλευση των αγγείων, αλλά και ότι τα έθεσε προς πώληση για λογαριασμό του καντονιού Stadt Basel». Ο ίδιος δήλωσε στη γερμανική εφημερίδα ότι ζήτησε μια ανεξάρτητη νομική γνωμάτευση σχετικά με τη νομιμότητα πιθανής πώλησης των αγγείων και -όπως είπε- ένα νομικό Ινστιτούτο στη Γενεύη επιβεβαίωσε το νόμιμο πιθανής πώλησής τους. Σύμφωνα πάντα με τον Καν, υπόλογο για την υπόθεση είναι αποκλειστικά το ελβετικό καντόνι. «Πάντως ο έμπορος έχει αποσύρει τα δύο αγγεία, τα οποία δεν είναι πλέον προς πώληση» αναφέρει το δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας.

«Μπορούν να πωλούνται νομίμως πιθανά προϊόντα λαθρεμπορίας, για τα οποία δεν έχει εγείρει αξιώσεις κανένας ιδιοκτήτης, και θα πρέπει να τίθενται προς πώληση σε κορυφαίες εκθέσεις; Εδώ τίθενται τουλάχιστον ηθικής φύσεως ερωτήματα» σχολιάζει η Handelsblatt και προσθέτει ότι το ελβετικό καντόνι της Βασιλείας «δεν θέλει ακόμη να επιστρέψει στην Ελλάδα τα αντικείμενα που δεν πωλήθηκαν στην έκθεση. Επιπλέον η Ελλάδα δεν έχει ακόμη διεκδικήσει τα δύο αγγεία».

Το δημοσίευμα κλείνει, επισημαίνοντας, ότι από τις 16 Οκτωβρίου στην υπόθεση εμπλέκεται και η Ιντερπόλ, η οποία -καθ' υπόδειξη του Χρήστου Τσιρογιάννη- ήρθε σε επαφή με την Ελλάδα και την Υπηρεσία Πολιτισμού στη Βέρνη. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ