Θεατρο - Οπερα

Χριστιάνα Σούλου: Ένα θέατρο χημικά καθαρό

Η διεθνής εικαστικός γράφει στην Athens Voice γιατί την άγγιξε η παράσταση των Μιχαήλ Μαρμαρινού - Ακύλλα Καραζήση

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 803
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει το μέλλον» των Μιχαήλ Μαρμαρινού- Ακύλλα Καραζήση στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
© Βαλέρια Ισάεβα

Η εικαστικός Χριστιάνα Σούλου γράφει για την παράσταση «Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει το μέλλον» των Μιχαήλ Μαρμαρινού- Ακύλλα Καραζήση στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ

«Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει το μέλλον. Γυναίκες προετοιμάζονται για την επανάσταση κι εγώ, κάτι θα σκέφτομαι»

Σε αυτή τη θεατρική παράσταση υπάρχει το κενό. Η κυριαρχία, τα πρωτεία του κενού. Αυτό το κενό δεν είναι άδειο. Είναι μια μεταμφίεση. Από αυτή την αντίληψη και πέρα, η οποία δεσμεύεται να περικλείσει την αναγκαιότητα μιας τέτοιας έννοιας, η παράσταση χτίζεται με τη βοήθεια του αέρα –αυτό το κενό– που είναι απαραίτητο για να αναπνεύσει, να διασχίσει τα νοήματα, να τους αντισταθεί και να κάνει εν τέλει να περάσει το οικοδόμημα που είναι το έργο – η παράσταση.

Η αδιαμφισβήτητη παρουσία ενός κενού που γίνεται χάσμα, ρωγμή, άβυσσος, είναι ήδη η πόρτα που χωρίζει τη δράση των ηθοποιών από την «τοποθεσία» των θεατών. Ένας τοίχος ορθώνεται – μια πόρτα – πύλη (όπως αυτή των καθεδρικών) που είναι σαν να διερωτάται για τα όρια της οικειότητας όπως επίσης και για τον χρόνο της δράσης: Άραγε βλέπουμε κάτι που συμβαίνει τώρα, αυτή τη στιγμή; Είμαστε οι θεατές μιας ιδιωτικής πράξης; Ο τοίχος επαναπροσδιορίζει επίσης τη σημασία της εγγύτητας: Μήπως θα καταλαβαίναμε καλύτερα αν ήμαστε τοποθετημένοι πιο κοντά; Πού βρίσκεται η διαφορά, πού τοποθετείται το διακριτό σημείο που μας χωρίζει, μας απομακρύνει από τη δράση;

Όμως η πόρτα είναι ένα εύρημα: Το κενό μεταμφιεσμένο σε παρουσία υποδύεται μια παρουσία η οποία έχει μεταμφιεστεί σε κενό. Όταν ο ηθοποιός, σε μια στιγμή, φροντίζει προσεκτικά να κλείσει την τζαμαρία της πόρτας, δεν απομονώνει μόνο τους ηθοποιούς ή τους θεατές από κάτι που δεν υπάρχει, διορθώνει επίσης και μια δράση των θεατών που ποτέ δεν συνέβη: Μήπως είδαμε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε; Αυτή η ανεπαίσθητη στιγμή όπου η πόρτα κλείνει, ταράζει την ησυχία του θεατή, κλονίζει τη θέση του, τη βολή του. Τον επαναφέρει σε μια τάξη. Από ποια αταξία; Αυτή η στιγμή επαναφέρει το θέατρο. Τη σιγή του θεάτρου. Η υπενθύμιση έχει να κάνει με τον τρόπο που πρέπει να βλέπουμε, να μάθουμε να βλέπουμε το θέατρο. Κάθε στιγμή μετράει. Όπως σ’ έναν ωρολογιακό μηχανισμό.

«Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει το μέλλον» των Μιχαήλ Μαρμαρινού- Ακύλλα Καραζήση στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
© Ε. Ζαχαροπούλου

Η παράσταση παίζει το κενό.

Παίζει κάτι που δεν είναι. Υποδύεται κάτι που δεν είναι. Ένα κορίτσι κάνει την κίνηση να φορέσει τα παπούτσια του. Φοράει το ένα από τα δυο· η κίνησή του όμως είναι σαν να έχει φορέσει και τα δυο.

Οι ηθοποιοί κάνουν πως περπατούν κανονικά. Όμως προχωρούν στο κενό. Με το ένα πόδι βουτάνε σε μια υπόγεια πασαρέλα, ξαναβγαίνουν. Τίποτα δεν συνέβη… Συνεχίζουν να υποδύονται ότι περπατούν κανονικά.
Ή μήπως αυτές οι τρύπες –τα ανοίγματα στο πάτωμα– είναι το τοπίο; Ένας γκρεμός που δεν υπάρχει. Μπορεί να είναι απλώς τα βουνά που τα ανεβοκατεβαίνουν, που οι ηθοποιοί τα διασχίζουν. Η άδεια σκηνή αποκτά την πλήρη μορφολογία της ελληνικής γης. Το τοπίο γίνεται ρεαλιστικό και συγκεκριμένο. Αυτό εδώ, είναι ένα θέατρο της αντι-αυταπάτης: Τα φώτα, τα αντικείμενα, οι ήχοι, η μουσική μάς φανερώνουν έναν τόπο. Γεμάτο.
Είναι το παράδοξο ενός θεάτρου καθαρού. Όλα σ’ αυτή την παράσταση είναι σημεία και παραβολή. Όλα είναι συγχρόνως πραγματικά και εξωπραγματικά, ψεύτικα και αληθινά και αδυνατούμε να πούμε από ποια πλευρά του καθρέφτη έχουμε βρεθεί, σαν να είναι όλα αντανάκλαση.
Η παρουσία της πόρτας που χωρίζει τους θεατές από τη δράση των ηθοποιών είναι μια παρουσία φαντασματική που καταφέρνει να στρίβει και να περιστρέφει τη θέση των συμβάντων: Σε μια κανονική παράσταση οι θεατές βλέπουν μπροστά τους, ξεχνούν ότι οι ηθοποιοί μπορεί κι αυτοί να βλέπουν τους θεατές. Και το ξεχνούν γιατί ξέρουν ότι οι ηθοποιοί είναι απασχολημένοι με το παίξιμό τους. Εδώ όμως οι ηθοποιοί είναι κάπως αφηρημένοι, παίζουν απερίσκεπτα; Γιατί η πόρτα/τζαμαρία, το διακριτό σημείο που τους χωρίζει από τους θεατές, υποδεικνύει επίσης και το σημείο απ’ όπου μπορούν ελεύθερα να κοιτάζουν το θέαμα των θεατών.

Το τοπίο βλέπει.

(Οι ηθοποιοί μεταμφιεσμένοι σε θεατές υποδύονται τους θεατές που έχουν μεταμφιεστεί σε ηθοποιούς).

Σε μια στιγμή, ένα ξανθό κορίτσι, εύθραυστο –φιγούρα Μπελμερική– εγκαταλελειμμένο εδώ και ώρα στη γωνία του, ξαφνικά σηκώνεται. Συνεπαρμένο από μια αιφνίδια περιέργεια να δει την εξέλιξη, τις λεπτομέρειες της δράσης, πλησιάζει την πόρτα, στήνει αυτί. Όμως η ίδια αυτή η πράξη μιας επείγουσας αφύπνισης έχει πάνω της το στοιχείο της εγκατάλειψης, καθώς απευθύνεται σε μια δράση, που με τη σειρά της είναι εδώ και ώρα εγκαταλελειμμένη, παραδομένη σ’ ένα εσωτερικό στροβίλισμα μεταξύ των ηθοποιών που μετά βίας ακούγονται. Διπλή εγκατάλειψη –τόσο ισχυρή– ενός κοριτσιού παρατημένου που εγκαταλείπεται σε μια άηχη ακρόαση…

Το κενό συνεχίζει να τα συμπαρασύρει όλα στον δρόμο του, σε όλες τις εκφράσεις της ερμηνείας των ηθοποιών που κάθε στιγμή είναι μια ερμηνεία που μετατοπίζεται, παίζει τη διαφορά.

Το κενό – είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που είναι αναμενόμενο ότι θα παιζόταν και σε αυτό που τελικά παίζεται. Είναι η ρωγμή που ραγίζει αυτό που θεωρούσαμε ότι ξέραμε και ανατρέπει την τάξη. Το μικρό και το μεγάλο, το πάνω και το κάτω διαρκώς μετακινούνται, ανατρέπονται ή καταργούνται. Το ζήτημα είναι πάντα να απελευθερώνουμε τη ζωή απ’ ό,τι τη φυλακίζει ή να το αποτολμήσουμε σε μια αβέβαιη μάχη.

Όταν παρακολουθούμε τον ηθοποιό να τοποθετεί σε διάταξη, με τρόπο σχολαστικό και μεθοδικό, τα βοτσαλάκια που αναπαριστούν τα αντίπαλα στρατεύματα, πάνω στον γεωγραφικό χάρτη της Ελλάδας, εστιασμένα ακριβώς στο σημείο όπου φέρεται να τοποθετείται η μάχη, για να μας εξηγήσει τους μηχανισμούς του πολέμου, βρισκόμαστε πιστεύω σ’ ένα σημείο κορύφωσης όπου φανερώνεται ο χαρακτήρας της τρέλας που οδηγεί την παράσταση. Είναι μια στιγμή μεταμόρφωσης. Τώρα πια δεν υπάρχει ούτε πάνω ούτε κάτω ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Τα μεγέθη έχουν καταργηθεί. Η όποια τάξη είναι μια τάξη τρέλας. Ο ουρανός και η γη έχουν βυθιστεί στον παραλογισμό του πολέμου.

Η κίνηση βλέπεται με δυο τρόπους: Στη φυσική της κλίμακα όπου είναι μετά βίας ορατή ή μεγεθυμένη στην οθόνη. Μικροσκοπικά ή τηλεσκοπικά, η σκηνή αποδίδει στα πρόσωπα και στα τοπία γιγάντιες διαστάσεις. «Κάθε μυθοποιία είναι κατασκευή γιγάντων».

Μπορεί κανείς να δει αυτή την παράσταση σαν ένα σύστημα από καθρέφτες όπου οι χειρονομίες γίνονται μεγάλες ή μικραίνουν όπως στον Jonathan Swift: «Αρκεί να μικρύνεις εκατό φορές έναν άνθρωπο ώστε οι πόλεμοι να γίνουν ένα τσίρκο από ψείρες. Αρκεί να μεγεθύνεις εκατό φορές ένα φιλί ώστε αυτό να γίνει μια τερατωδία».
Δεν πρόκειται όμως εδώ καθόλου για ένα παιχνίδι μεγεθών. Οι λόγοι τέτοιων παραμορφώσεων είναι ουσιαστικοί.
Θα ήθελα να σταθώ εδώ, και πιστεύω είναι σημαντικό, τουλάχιστον για μένα και για τη δουλειά μου του ζωγράφου. Να μείνω στην οπτική πλευρά, στην οπτική σύνθεση αυτής της παράστασης…

Οι φιγούρες των ηθοποιών, αρσενικών και θηλυκών, με την κινησιακή τους γλώσσα, τις θέσεις και τις στάσεις τους, με την ακρίβεια των κινήσεων της χορογραφίας τους, χτίζουν αυτή την παράσταση όπως τα κόκαλα του σκελετού μας χτίζουν το σώμα μας.

Για να το πω όπως το καταλαβαίνω καλύτερα, φτιάχνουν ένα σκαρί. Κι αυτό το σκαρί είτε στο σύνολό του, σε όλη του τη σύνθεση, είτε στην κάθε φιγούρα ξεχωριστά, έχει ακρίβεια κατασκευής που στέκει. Το σκαρί λοιπόν αυτό είναι η πραγματική οπτική εικόνα που βλέπουμε στη σκηνή και τα μεγέθη έχουν να δώσουν λόγο – αναλογία ως προς αυτό. Όλα όσα βλέπουμε συνθέτουν έναν κόσμο, ένα σύμπαν, και τα μεγέθη συμφωνούν ή υπερβαίνουν αυτό το σύμπαν. Δεν πρόκειται ποτέ για νατουραλιστική αναπαράσταση. Ύφος ονομάζουμε τη θέαση των πραγμάτων όπως συλλαμβάνονται στον χώρο και στον χρόνο, έλεγε ο Giacometti.

«Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει το μέλλον» των Μιχαήλ Μαρμαρινού- Ακύλλα Καραζήση στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
© Ε. Ζαχαροπούλου

Αυτός ο κόσμος-σύμπαν, μέσα από την κίνησή του, τα χρώματά του, τις αποχρώσεις των κοστουμιών της κάθε φιγούρας ξεχωριστά μέσα από τα σχήματα που έχουν σχεδιαστεί –από το άνοιγμα της φουστανέλας, στο στροβίλισμά της μέχρι το μέγεθος της φούντας των τσαρουχιών– έχει έναν λόγο – μια αναλογία που στέκει και συμπληρώνει αυτή τη σύνθεση.

Η εικόνα που διαμορφώνεται στο σύνολό της θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Bosch όπου οι άνθρωποι είναι πολύ μικροί γιατί αυτά που συμβαίνουν είναι μεγαλύτερα από τους ίδιους. Τα χρώματα των ρούχων που φορούν οι ηθοποιοί ανήκουν λιγότερο στο σώμα τους. Το πράσινο, το γαλάζιο είναι αντανακλάσεις από τις αποχρώσεις της φύσης, της θάλασσας και των βουνών. Το βυσσινί, το ροζ είναι σημάδια, λεκέδες από το αίμα του πολέμου. Το λευκό είναι το χρώμα της πείνας.

Την κάθε φιγούρα του ηθοποιού ξεχωριστά τη διατρέχει, τη διαπερνά και τη συνταράζει κάτι που την ξεπερνά. Δεν εκφράζει δικά της προσωπικά συναισθήματα αλλά κάτι μεγαλύτερο από την ίδια. Με αυτό τον τρόπο παράγει ένα αίσθημα. Ένα πάθημα που στέκει από μόνο του. Από τις φιγούρες αυτές έχει εξαλειφθεί κάθε τι χαμένο, περιττό, κάθε τι που προσκολλάται στις τρέχουσες και βιωμένες αντιλήψεις μας. Έχει κρατηθεί μόνο ένα υλικό που περνάει στο αίσθημα.

Ο τρόπος που η κάθε φιγούρα του ηθοποιού ξεπροβάλλει αιφνίδια στη σκηνή, ο τρόπος που τη διατρέχει, η χάρη και η ωρολογιακή ακρίβεια της κάθε χορογραφίας δεν είναι μακριά από τη χάρη που διατρέχει το σύμπαν του Kleist. Στις μαριονέτες η φιγούρα οφείλει τη χάρη της στο γεγονός ότι είναι ένας άνθρωπος-νευρόσπαστο. Με άλλα λόγια, ο διαμελισμός της είναι ο λόγος αυτός που συνεπάγεται την ακεραιότητά της, την ταύτιση του σώματος και της ψυχής της. Στον Kleist, όπως κι εδώ, σε αυτή την παράσταση, υπάρχει η ισχύς ενός βάθους σκηνής ικανού να διαλύσει τις μορφές που καλεί σε μια ζωγραφική που έχει ανάγκη από κάτι άλλο πέρα από την επιδεξιότητα του σχεδιαστή ο οποίος θα σημείωνε την ομοιότητα της ανθρώπινης μορφής.

Στην κορυφή αυτής της οπτικής βρίσκεται η φιγούρα του ξανθού κοριτσιού. Φιγούρα ξεμαλλιασμένη, εξαρθρωμένη, όμοια με την κούκλα του Hans Bellmer. Στο γιορτινό της ντύσιμο μαρτυράει όλη την ερημιά της και συμπυκνώνει, στο εύθραυστο σώμα της, όλη την ωμότητα και τον ερωτισμό αυτής της παράστασης.

Επίλογος:

Η ωμότητα της ελληνικής επανάστασης είναι μια ωμότητα φιλοσοφική. Καμία δραματουργική απόπειρα νατουραλιστική ή ρομαντική δεν μπορεί να την αποδώσει. Έχω την ξεκάθαρη εντύπωση ότι οι ηθοποιοί έχουν πλήρη γνώση αυτής της διαπίστωσης.

Στο σημείωμά τους για την παράσταση, οι σκηνοθέτες της Ακύλλας Καραζήσης και Μιχαήλ Μαρμαρινός τονίζουν την ανάγκη μιας θραυσματικής ιστορίας. Πιστεύω αντίστοιχα ότι τα θραύσματα της ιστορίας είναι αυτά που μπορούν να φωτίσουν, να γελοιοποιήσουν ακόμα, το απόλυτο μιας ιστορίας. Είναι αυτά που μπορούν να γδύσουν το βίωμα της επανάστασης, να το ξεφλουδίσουν μέχρι τέλους, μέχρι αυτό το τίποτα – που υποφέρει.
Η παράσταση ξεφορτώνει την επανάσταση από κάθε δράση, απ’ οτιδήποτε εξωτερικό για να την ξαναπεί μέσα στην πλήρη απογύμνωσή της.
Η έννοια του ανθρώπου –αυτό είναι το θέμα– έχει περιοριστεί, όλες οι καταστάσεις (επανέρχονται), μαζεύονται σε μια ανθρώπινη κατάσταση μοναδική και τελευταία, ολοκληρωτική που τις περιέχει όλες. Είναι το κενό στον άνθρωπο του Giacometti. Είναι το κλέφτικο που παραθέτουν οι σκηνοθέτες-ηθοποιοί σαν υστερόγραφο για την ανάσα τους.

Ο άνθρωπος έχει αποκεφαλιστεί, όμως μιλάει ακόμα και απαντάει. Από τα μαλλιά του.
Δεν είναι τίποτα πια – παρά άνθρωπος.
Το τίποτα είναι ακόμα σε θέση να αποκρίνεται.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους συντελεστές αυτής της παράστασης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ