Life in Athens

Οι απόκριες στην Αθήνα μιας άλλης εποχής

Ήταν μία από τις σημαντικότερες γιορτές της παλιάς Αθήνας

125052-280643.jpg
Έλενα Ντάκουλα
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Οι απόκριες στην Αθήνα μιας άλλης εποχής
Κούλουμα στις Κολώνες. Έργο της Άρτεμις Χατζηγιαννάκη

Οι απόκριες στην παλιά Αθήνα, οι «χοροί μεταμφιεσμένων» και τα έθιμα

Οι Απόκριες στην Ελλάδα, το έθιμο της «μεταμφίεσης», του γλεντιού, της κραιπάλης και της ελευθερίας έχει στις ρίζες του σε γιορτές της αρχαιότητας, όπως τα Διονύσια ή τα Κρόνια, καθώς και σε παγανιστικές τελετουργίες των αρχαίων Ελλήνων. Με την πάροδο των χρόνων άλλαξε μορφή, δέχθηκε ξένες επιρροές, αλλά εξακολουθεί να παραμένει ένα μεγάλο πανηγύρι χαράς και ξεφαντώματος. Μέσω δε της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της ανακάλυψης της Αμερικής, η παράδοση αυτή εξαπλώθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου και αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό γεγονός. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της Αποκριάς ήταν και εξακολουθεί να είναι η προσωρινή αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων και συμπεριφορών.

Η «αποκρέα» προσδιόριζε την τελευταία μέρα κατανάλωσης κρέατος (από + κρέας), εν όψει της επερχόμενης νηστείας της Σαρακοστής, ενώ την ίδια έννοια έχει και η λέξη «carnival», η οποία, κατά μία εκδοχή, προέρχεται από το λατινικό «carnem levare» ή «carnis levamen», που σημαίνει «διακοπή βρώσης κρέατος». 

Οι Απόκριες θεωρούντο μία από τις σημαντικότερες γιορτές της παλιάς Αθήνας και «η μικρή τότε πόλις των πρώτων ετών του αιώνα τις πρόσμενε κάθε χρόνο, όπως το νεαρό κορίτσι, τον πρώτο του χορό» γράφει ο Δ. Σκουζές.

Από τον αθηναιογράφο Δ. Καμπούρογλου σώζονται ορισμένες πληροφορίες για τα δρώμενα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και ένα απ' αυτά ήταν το παιχνίδι του «χάσκα» (αργότερα «ψαρά») που γινόταν συνήθως την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Κάποιος κρεμούσε σε ένα καλάμι ψαρέματος ένα καθαρισμένο αυγό (αργότερα κουλούρι ή ξερό σύκο) και τα παιδιά προσπαθούσαν να το αρπάξουν με το στόμα τους, ενώ αυτός το τραβούσε μακριά. 

Σύμφωνα πάντα με τον Καμπούρογλου, οι μεταμφιεσμένοι, οι σημερινοί μασκαράδες, που φορούσαν απαραιτήτως μάσκα, τότε λεγόντουσαν «είδωλα» και «εξετέλουν διαφόρους σατυρικάς σκηνάς», αλλά δύο έχουν εθνολογική σημασία: τα ταράματα και τα ξόανα.

Τα ταράματα παρομοιάζονται με λείψανα «βακχικής πομπής». Ένας δηλαδή, άνδρας, μουτζουρωμένος και μεταμφιεσμένος σε ζώο, έτρεχε στους δρόμους και «δαιμονιωδώς παρηκολούθουν αυτόν άλλοι, κραυγάζοντας και κρατούντες διάφορα αντικείμενα». Το δρώμενο αυτό συμβόλιζε το διώξιμο του κακού από την κοινότητα. 

Τα ξόανα ήταν «ξύλινα ανδρείκελα» (ένα είδος μαριονέτας) που έκαναν τον γύρο της πόλης, αναπαράγοντας μορφές και σκηνές από την καθημερινή ζωή, σε παραπήγματα που στήνονταν στην Πλάκα ή στου Ψυρρή.

Χαλκογραφία του A. Gasparini © scuoladiatene.it
Χαλκογραφία του A. Gasparini © scuoladiatene.it

Οι απόκριες στην παλιά Αθήνα, οι «χοροί μεταμφιεσμένων» και τα έθιμα

Η Αθηναϊκή Αποκριά πήρε μία πιο συγκεκριμένη μορφή από τότε που η πόλη ορίστηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους και άκμασε από τα τέλη της δεκαετίας του 1880 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Αρκετά έθιμα των οθωμανικών χρόνων διατηρήθηκαν, χωρίς να μένουν όμως ανεπηρέαστα από τα αντίστοιχα της δυτικοευρωπαϊκής αστικής κουλτούρας. Εξακολουθούσε να έχει έναν λαϊκό χαρακτήρα, με την σάτιρα ελληνικών και διεθνών γεγονότων να είναι το νέο στοιχείο της. Η πιο συνηθισμένη μεταμφίεση ήταν του «Μακεδόνα» και οτιδήποτε φράγκικο ήταν αντικείμενο σάτιρας. Μέσω των αφηγήσεων περιηγητών ή ιστορικών διαβάζουμε για τις αποκριάτικες φιγούρες καθώς και για τους «χορούς μεταμφιεσμένων», σε αρχοντικά της Αθήνας εκείνης της εποχής, όπως στην οικία Παπαρρηγοπούλου (Κυδαθηναίων 27, στη Πλάκα), όπου έμενε ο πρέσβης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, Κατακάζης με τη σύζυγό του.

Διασκεδαστικό είναι το περιστατικό που περιγράφει στα Απομνημονεύματά του ο τότε Υπουργός Εκκλησιαστικών & Εκπαιδεύσεως, Αλέξανδρος Ραγκαβής, καλεσμένος στον χορό, με αρχαιοελληνικό θέμα, που οργανώθηκε από το ζεύγος Κατακάζη και εκείνος μεταμφιέστηκε άνεμος Ζέφυρος: «Επί τέλους ενέδωκα και ενεδύθην βραχύν χιτώνα, αιθερίως διαφανή και λευκά μεταξωτά πέδιλα αρχαϊκώς περιδεδεμένα και εις τα νώτα ποικιλόχροα πτερά εκ σύρματος και λεπτοφυούς υφάσματος χρωματισμένου και ούτως προσείλκυσα εις τον χορόν πάντων την προσοχήν...». Η μεταμφίεση, αν και υπήρξε επιτυχής, προκάλεσε σχόλια και ιδιαίτερα ο Όθωνας δεν έδειξε πολύ ενθουσιασμένος με αυτή την εμφάνιση του υπουργού του. Ο Ραγκαβής αντιλήφθηκε αμέσως τη δυσαρέσκεια του βασιλιά και ζήτησε από τον υπασπιστή του Όθωνα να του... κόψει τα πτερά για να ησυχάσουν και εκείνος και οι καλεσμένοι... Όταν λίγο αργότερα ο Όθωνας τον ρώτησε ειρωνικά τι τα έκανε τα φτερά, ο Ραγκαβής απάντησε με ετοιμότητα: «Τα κατέθεσα δια του υπασπιστηρίου εις την διάθεσιν της Μεγαλειότητός σας!»

Ο Γάλλος αρχαιολόγος Edmond About, στα 1852, ερχόμενος στην Αθήνα, ομολογεί: «Δεν είχα δει ποτέ κόσμο να χορεύει με μεγαλύτερη μανία απ' όσο η καλή ελληνική κοινωνία!... Είναι αλήθεια ότι δεν ταξίδεψα στην Ισπανία... Οι γυναίκες προπάντων είναι ακούραστες...». Στους αποκριάτικους χορούς των τελών του 19ου αιώνα, η μαζούρκα που είχε ξετρελάνει τους Αθηναίους, χορευόταν με τέτοια μανία που η περίοδος εκείνη ονομάστηκε «περίοδος ποδόλυσσας».

Καθ' όλο το διάστημα της Αποκριάς, βασικός πυρήνας των εκδηλώσεων ήταν η Πλάκα και οι Αθηναίοι διασκέδαζαν με διάφορα θεάματα και δρώμενα, όπως την γκαμήλα, τον Φασουλή, τα ρόπαλα, το γαϊτανάκι, τις απαγγελίες του ποιητή του κάρου, την πομπή του «γάμου». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες για πολλά χρόνια δεν συμμετείχαν ενεργά στους εορτασμούς της Αποκριάς και παρακολουθούσαν τα δρώμενα από τα μπαλκόνια ή τα κατώφλια των σπιτιών, μια και η έξοδός τους στον δημόσιο χώρο, ειδικά χωρίς συνοδεία, ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.

Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Δροσίνης, «Οι απόκριες στην Πλάκα ήταν η γενική σύναξη των μασκράδων και θυμούμαι ακόμα πως τις δύο τελευταίες Κυριακές, εμείς τα παιδιά, ζητούσαμε να μας φέρουν το μεσημεριανό φαΐ στο παράθυρο για να μη χάσουμε ούτε για λίγη ώρα το ατελείωτο πέρασμά τους. Και τι δεν περνούσε από το παράθυρό μας εκείνο! Η φοβερή καμήλα, […], το γαϊτανάκι με πολλά καλοντυμένα ζευγάρια που το έπλεκαν και το ξέμπλεκαν χορεύοντας πόλκα […].Εκείνο που ξετρέλλαινε τα παιδιά, ήταν η Αρπαγή της Ωραίας Ελένης, με τους χρυσοντυμένους Τρωαδίτες ολόγυρα στην ασπροφόρετη και στεφανωμένη βασίλισσα της Σπάρτης, και τους κονταροφόρους Αχαιούς, που ακολουθούσαν για να πολεμήσουν και να πάρουν πίσω την αρπαγμένη. Και την Καθαρή Δευτέρα γενικό πέρασμα των μασκαράδων, με τις προσωπίδες φορεμένες πίσω από το κεφάλι σαν υπακοή στο τραγούδι που αποτελούσε το πρόσταγμα τής ημέρας που το αντιλαλούσαν πίπιζες και νταούλια.»

Ένα κατ' εξοχήν σύμβολο των αθηναϊκών απόκρεω ήταν η «γκαμήλα», συνοδευόμενη από την καμηλιέρη με το ντέφι του. Επρόκειτο για μία κατασκευή, με ψεύτικο κεφάλι ζώου, με μεγάλα σαγόνια, που ανοιγόκλειαν με την βοήθεια ενός σπάγκου, στηριγμένο σ' ένα ψηλό ξύλο, που το κρατούσαν δύο-τρεις νεαροί, σκεπασμένοι με προβιά και κουρελούδες, που "σχημάτιζαν" το σώμα της. Αυτοί, με τον ήχο της μουσικής, χόρευαν και με τις κινήσεις τους "ζωντάνευαν" την γκαμήλα, μεταφέροντάς την μέσα στην πόλη. Καθώς η «γκαμήλα» περνούσε από τα στενά σοκάκια της Πλάκας, οι κινούμενοι άνθρωποι, μέσα από τα σωθικά της, άπλωναν τα χέρια τους και άρπαζαν τα κουλούρια του κουλουρτζή και τα πορτοκάλια του πλανόδιου μανάβη.

Ο πρώτος και πιο γνωστός κατασκευαστής της αποκριάτικης γκαμήλας ήταν ο Βαγγελάρας, ένας δημοφιλής τύπος από τα Πετράλωνα, για τον οποίον ο Τίμος Μωραϊτίνης είχε γράψει: «Ο Βαγγελάρας άρρωστος, ο γέρω γκαμηλιέρης!/Πού να τον ξέρεις;/Πάντα μουτζούρης έβγαινε με κόκκινο γελέκι/μπρος η γκαμήλα, πίσω αυτός, βαρώντας τουμπελέκι/και τραγουδώντας στα πολλά της γειτονιάς στενά:/"Σιναϊνά! Σιναϊνα! "»

Η Αποκριάτικη γκαμήλα σε δρόμο των Αθηνών, αρχές 20ού αιώνα. Η φωτογραφία είναι από «Τα Αθηναϊκά»
Η Αποκριάτικη γκαμήλα σε δρόμο των Αθηνών, αρχές 20ού αιώνα. Η φωτογραφία είναι από «Τα Αθηναϊκά»

Το «γαϊτανάκι» είχε βασικό ρόλο στα αποκριάτικα πανηγύρια. Σύμφωνα με μία εκδοχή, κατάγεται από την βόρειο Ιταλία ενώ σύμφωνα με μία άλλη «ήρθε» στην Ελλάδα μαζί με τους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Το γαϊτανάκι ήταν ένα ωραίο θέαμα με 12 νέους ντυμένους με παραδοσιακές φορεσιές ή αποκριάτικες στολές, οι οποίοι, υπό τον ήχο της μουσικής, χόρευαν πλέκοντας και ξεπλέκοντας χρωματιστές κορδέλες (τα γαϊτάνια), κρεμασμένες από ένα πανύψηλο κοντάρι, δημιουργώντας χρωματικούς συνδυασμούς. Πολλές φορές πήγαιναν να χορέψουν και μπροστά στο παλάτι, κάτι που ήταν ιδιαίτερα τιμητικό για αυτούς. Οι 12 κορδέλες συμβολίζουν τους δώδεκα μήνες του χρόνου ή τις δώδεκα μυθικές θεές Ώρες, ενώ ο κυκλικός χορός, τον κύκλο της ζωής.

Τα ρόπαλα, μία ομάδα από ακροβάτες που πολλοί εξ αυτών είχαν εργαστεί σε τσίρκα του εξωτερικού, γύριζαν από συνοικία σε συνοικία και σε μεγάλες πλατείες και έκαναν τα εντυπωσιακά νούμερά τους, προκαλώντας τον θαυμασμό μεγάλων και μικρών.

Ο δε «γάμος» ήταν μία παρέλαση μασκαράδων που γελοιοποιούσαν την πομπή του γάμου. Παρίσταναν τους συμπέθερους, βαμμένοι με έντονα χρώματα στο πρόσωπο, ντυμένοι με παλιά και σκισμένα ρούχα, φορεμένα από την ανάποδη και στην μέση είχαν την νύφη και τον γαμπρό με τα στεφάνια στα κεφάλια τους φτιαγμένα από σκόρδα και κρεμμύδια. Η παρέλαση έκλεινε με τα προικιά (σπασμένες καρέκλες, τρύπια κιλίμια, κατσαρόλια, τενεκέδες κά.) φορτωμένα πάνω σε γέρικα γαϊδούρια. 

Παναγιώτης Θεοδοσίους: Ο «ποιητής του κάρρου»

Αθηναϊκή Αποκριά χωρίς τον ευρηματικό και υπερδραστήριο Παναγιώτη Θεοδοσίου, τον «ποιητή του κάρρου», όπως τον αποκαλούσαν, δεν εννοείτο. Αυτός ήταν ένας πνευματώδης, μποέμ τύπος, καλλιτέχνης, επιγραφοποιός, σατυρικός ποιητής, θιασάρχης, εκδότης της λαϊκής σατυρικής εφημερίδας ο "Μικρός Ρωμιός" και από τους πρώτους που είχε διακοσμήσει αποκριάτικο άρμα, το οποίο το έσερνε ένα αδύνατο άλογο, ονόματι... Πήγασος. 

Κατά την διάρκεια την Αποκριάς, ο Θεοδοσίου, φορώντας ένα ψηλό μαύρο μουσαμαδένιο καπέλο σαν φουγάρο και μία ξασπρισμένη βελάδα, μετέτρεπε το κάρο του σε υπαίθρια σκηνή και με τον ολιγομελή θίασό του (μπουλούκι), γύριζε στις αθηναϊκές γειτονιές, ανεβάζοντας λαϊκά μονόπρακτα και απαγγέλλοντας αυτοσχέδιους στίχους, σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, κάνοντας τους Αθηναίους να ξεκαρδίζονται από τα γέλια.

Μία από τις πιο επιτυχημένες αναπαραστάσεις ήταν εκείνη του «Πανεπιστημίου», με το κάρο να' χει μετατραπεί σε φούρνο-καμίνι και μέσα σ' αυτό ο Θεοδοσίου έβαζε κούτσουρα και ο συνεργάτης του, ο Γρίβας, ξεφούρνιζε τούβλα. Οι έξυπνες φάρσες του, οι επιθεωρησιακού τύπου παραστάσεις του, έχουν αφήσει το στίγμα τους στην συλλογική μνήμη του αθηναϊκού παρελθόντος, καθώς επίσης και στην ιστορία του λαϊκού θεάτρου.

Γελοιογραφία από μία παράσταση του Ποιητή του Κάρρου. Φωτογραφία από το βιβλίο του Ελ. Σκιαδά, "Ο Ποιητής του Κάρρου"
Γελοιογραφία από μία παράσταση του Ποιητή του Κάρρου. Φωτογραφία από το βιβλίο του Ελ. Σκιαδά, "Ο Ποιητής του Κάρρου"

Οι πρώτες επίσημες Αποκριές στην Αθήνα

Οι πρώτες επίσημες Αποκριές γιορτάστηκαν στην Αθήνα το 1887 και οργανώθηκαν από το αποκριάτικο "Κομιτάτο" - μία πολιτιστική κίνηση λογίων, δημοσιογράφων, διανοούμενων, αντιπροσώπων σωματείων και εκλεκτών μελών της αθηναϊκής κοινωνίας που επιθυμούσαν να δώσουν ένα ευρωπαϊκό χρώμα και έναν πιο εξευγενισμένο χαρακτήρα στις Αποκριές, διατηρώντας μεν το λαϊκό στοιχείο, ξεφεύγοντας όμως από την «γκαμήλα», τα ρόπαλα, τον Φασουλή, το γαϊτανάκι, την χονδροειδή σάτιρα ή την χυδαία διακωμώδηση, στοχεύοντας συνάμα στην προσέλκυση επισκεπτών στην πόλη. 

Η ιδιωτική αυτή προσπάθεια είχε την αμέριστη συμπαράσταση του τότε δημάρχου Αθηναίων, Δ. Σούτσου. Ζητήθηκε η βοήθεια του λαού και υλική συνδρομή από τραπεζίτες, εμπόρους και πλουσίους. Υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση και άριστη συνεργασία μεταξύ λαού και μεγαλοαστών. Καθορίστηκαν αμοιβές και βραβεία για τις καλύτερες μεταμφιέσεις και παραστάσεις, εξελέγη Ελλανόδικος Επιτροπή και στήθηκε η εξέδρα απ' όπου τα μέλη της θα παρακολουθούσαν την παρέλαση καθώς και μεγάλες εξέδρες για το κοινό που πλήρωνε ένα ποσό για να δει τις παρελάσεις. 

Η Βασίλισσα της Αποκριάς και ο Βασιλιάς Καρνάβαλος

Στις 21 Φεβρουαρίου 1888 εγκαινιάστηκε το έθιμο της «Βασίλισσας της Αποκριάς» που μπήκε στην πόλη πάνω σε ένα στολισμένο άρμα. Οι κάτοικοι της Αθήνας την υποδέχθηκαν, προσφωνώντας στίχους του Σουρή: βασίλισσα της ζευζεκιάς/βασίλισσα της τρέλας/των τραγουδιών, των νταουλιών/της τσότρας, της βαρέλας/εμείς οι αντιπρόσωποι/εκάστης συνοικίας/πάσης φυλής και τάξεως/και πάσης ηλικίας/σε υποδεχόμαστε θερμώς/με ανοικτάς αγκάλας/με όλους σου τους υπουργούς/με όλους σου το άλας....

Δέκα χρόνια αργότερα (19/02/1899), έκανε την επίσημη εμφάνισή του στην Αθήνα ο Καρνάβαλος μετά της συζύγου του και για πρώτη φορά τα άρματα και οι μασκαράδες παρέλασαν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, με επικεφαλής το άρμα του βασιλιά Καρνάβαλου. Οι ντελάληδες είχαν σκορπιστεί από νωρίς στις γειτονιές και ειδοποιούσαν τους κατοίκους για την παρέλαση του Καρνάβαλου, φωνάζοντας: «Αθηναίοι και Αθηναίϊσες! Να κλείσετε τα σπίτια σας, τις πόρτες σας και να τρέξετε να υποδεχτείτε στις 2 το απόγευμα τον Καρνάβαλο, τον βασιλέα του γέλωτος, όστις θα μας κάνει την μεγάλη τιμή να επισκεφθεί τον τόπο μας».

Η παρέλαση άρχισε από την Ομόνοια και ανέβηκε την Σταδίου με κατεύθυνση προς το Σύνταγμα. Τα πεζοδρόμια είχαν κατακλυστεί από πλήθος κόσμου που έτρεξε να δει την φαντασμαγορική πομπή από μασκαράδες, παλιάτσους με σφυρίχτρες, ροκάνες και καραμούζες, ποδηλατιστές ντυμένους με φανταχτερές στολές, χορωδούς και το τεράστιο, εντυπωσιακό άρμα του Καρνάβαλου που το έσερναν 8 άλογα τα οποία οδηγούσαν ιπποκόμοι ντυμένοι με ομοιόμορφες στολές. Από τα γεμάτα κόσμο μπαλκόνια έπεφταν σαρπαντίνες, χαρτοπόλεμος και λουλούδια και γενικώς επικρατούσε ένας πανζουρλισμός. Την παρέλαση παρακολούθησε ολόκληρη η τότε βασιλική οικογένεια, από τους εξώστες του Υπουργείου Οικονομικών.

Καρναβάλι στην Ελλάδα του 1892, έργο του Νικολάου Γύζη. Ο πίνακας βρίσκεται στο Μουσείο της Πόλης των Αθηνών
Καρναβάλι στην Ελλάδα του 1892, έργο του Νικολάου Γύζη. Ο πίνακας βρίσκεται στο Μουσείο της Πόλης των Αθηνών

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, οι Αποκριές ήταν η αφορμή για γλέντια, τραγούδια, χορό, χαρτοπόλεμο και ανθοπόλεμο στους δρόμους και στις γειτονιές. Οι οργανωτές, φρόντιζαν να τηρούνται οι κανόνες, ώστε ν' επιτυγχάνεται το επιθυμητό, πιο εκλεπτυσμένο, σε σχέση με το παρελθόν, αισθητικό αποτέλεσμα. Πολλές φορές έδιναν οι ίδιοι το καλό παράδειγμα κατασκευάζοντας ή στολίζοντας δικά τους άρματα και άμαξες ή απονέμοντας, σαν επιτροπή, όχι ευκαταφρόνητα χρηματικά βραβεία στις καλύτερες μασκαράτες.

Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, έμπαιναν στο εύθυμο κλίμα της Αποκριάς. Οι συγκεντρώσεις που στήνονταν στα σπίτια, τα υφάσματα/αξεσουάρ των στολών αλλά και ο ρόλος που ο καθένας επέλεγε να υποδυθεί ήταν ανάλογα της κοινωνικο-οικονομικής του τάξης και οι διαφορές ήταν αρκετά εμφανείς.

Μεγαλοπρεπείς χοροί μεταμφιεσμένων ή «μπαλ κοστιμέ», όπως τους έλεγαν, δινόντουσαν σε δημόσιους χώρους, σε αίθουσες ξενοδοχείων ή σε πρεσβείες με καλεσμένους εκλεκτά μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας.

Ιδιαίτερα δε δημοφιλείς ήταν οι δεξιώσεις μασκαράδων σε αθηναϊκά σαλόνια. Όπως διηγείται ο Γ. Καιροφύλας, «κατά τη διάρκεια της Αποκριάς στο σπίτι του ποιητή Σ. Σουρή - το σαλόνι του ήταν πάντα ανοικτό - πήγαιναν πολλοί μεταμφιεσμένοι γιατί ήθελαν να τον δουν από κοντά και να τον ακούσουν». Πολλά δε γνωστά μέγαρα Αθηναίων, κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, δεχόντουσαν μία φορά τη βδομάδα, παρέες μασκαράδων, οι οποίοι συχνά συγκροτούσαν μία ομάδα που σατίριζε κάτι επίκαιρο. Εποχή δε έχουν αφήσει τα «μπαλ καλικό» ή αλλιώς τσίτινοι χοροί (με κουστούμια κατασκευασμένα αυστηρά μόνο από τσίτια), σε διάφορα αρχοντόσπιτα, όπως του διπλωμάτη Ψύχα.

Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, η οικονομική αστάθεια, οι πολιτικές συγκρούσεις, δεν άφηναν ανεπηρέαστη την Αποκριά μια και ο λαός δεν είχε διάθεση για χορούς και πανηγύρια. Όμως, μόλις η κατάσταση κάπως εξομαλυνόταν το κέφι επανερχόταν, τα αποκριάτικα γλέντια και ξεφαντώματα άρχιζαν ξανά, με τους νέους χορούς από την Ευρώπη και την Αμερική, όπως το Τσάρλεστον, το One-Step, το φοξ-τροξ να ξετρελαίνουν τους Αθηναίους.

Το Αθηναϊκό Καρναβάλι από το 1906 έως το 1952 έκλεινε με τον λαμπρό χορό των Συντακτών που δινόταν αρχικά στο Δημοτικό θέατρο και αργότερα στο θέατρο Ολύμπια της οδού Ακαδημίας.

Τα γλέντια της Αποκριάς, μέχρι τον Μεσοπόλεμο, κορυφώνονταν την Καθαρή Δευτέρα, με την φωνή των ντελάληδων να διαλαλούν: «Μασκαράδες και πολίται, στις κολώνες να βρεθείτε!» και να τους καλούν να γιορτάσουν τα Κούλουμα στους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Παρέλαση καρναβαλιού στην Αιόλου, 1910
Παρέλαση καρναβαλιού στην Αιόλου, 1910

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αμπού Εντμοντ. Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΟΣ "Η σύγχρονη Ελλάδα" 1854, Εκδ.  Συλλογή Αφοι Τολίδη,  Αθήνα, 1980.
  • Γατόπουλος Δημήτρης, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΊΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, Εκδ. "ΑΕΤΟΣ", Αθήνα, 1942.
  • Δροσίνης Γεώργιος, Σκόρπια Φύλλα της ζωής μου, Τόμος Α'. Εκδ. ΣΔΩΒ, Αθήνα, 1985
  • Καιροφύλας Γιάννης, Η Αθήνα & οι Αθηναίοι. 1834-1934. Η ζωή στην πρωτεύουσα τα πρώτα εκατό της χρόνια, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1982
  • Καιροφύλας Γιάννης, Η Αθηναϊκή Αποκριά, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα,1990
  • Καμπούρογλου Γρ. Δημήτριος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ. Τουρκοκρατία Περίοδος πρώτη 1456-1687.  Εκδ. "ΠΑΛΜΟΣ",  Αθήνα,  1969
  • Λιδωρίκης Μίλτος. Εζησα την Αθήνα της Μπελ Εποκ.  Εκδ. POLARIS, Aθήνα, 2017.
  • Ποταμιάνος Νίκος, "της αναιδείας θεάματα". Κοινωνική ιστορία της Αποκριάς στην Αθήνα, 1800-1940.  Εκδ.  Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2020.
  • Σκιαδάς Ελευθέριος, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΡΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ « Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ» ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, Εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, Αθήνα, 2011.
  • Σκουζές Γ. Δημήτριος, Η Αθήνα που έφυγε. Ομορφιές που χάθηκαν. Αθήνα, 1964.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

  • taathinaika.gr: Η ιστορία της αποκριάτικης Γκαμήλας

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ