Μουσικη

Χρήστος Κολοβός: Η Εθνική μας Μουσική Σχολή

«Ελληνική μουσική είναι η παράδοσή μας. Η βυζαντινή, η δημοτική και η όπερα με την συμφωνική μας μουσική, με τους εκπροσώπους τους οι οποίοι μεσουράνησαν σε όλον τον κόσμο και συνεχίζουν να είναι στην πρώτη γραμμή»

Θανάσης Δρίτσας
Θανάσης Δρίτσας
17’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο μαέστρος και μουσικόςερευνητής Χρήστος Κολοβός
Ο μαέστρος και μουσικόςερευνητής Χρήστος Κολοβός

Μια συνομιλία με τον μαέστρο και μουσικό ερευνητή Χρήστο Κολοβό για την ελληνική κλασική μουσική δημιουργία και την Εθνική Μουσική Σχολή.

Ο Χρήστος Κολοβός (*) είναι ένας εξαιρετικά ταλαντούχος νέος Έλληνας μουσικός. Μαέστρος με διεθνείς καταξιωμένες σπουδές, βιολιστής αλλά και εμβριθής στοχαστής και ερευνητής της ελληνικής μουσικής. Από εικοσαετίας αφιερώθηκε στο έργο του αείμνηστου συνθέτη και μουσικού παιδαγωγού Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη, ερευνά ιδιαίτερα μάλιστα την Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική, γράφει και δημοσιεύει τακτικά εντός και εκτός συνόρων, δίνει διαλέξεις, εργάζεται ως επιμελητής σε ελληνικούς και ξένους εκδοτικούς μουσικούς οίκους.
Οι συζητήσεις μου με τον Χρήστο Κολοβό είναι πάντα φωτεινές και γόνιμες, πέραν του μουσικού του ταλέντου διαθέτει επιπλέον την ικανότητα να επικοινωνεί διάφανα και αποτελεσματικά τις γνώσεις και τις απόψεις του. Ο Χρήστος είναι γόνος μιας σπουδαίας μουσικής οικογένειας: κυριολεκτικά γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στη μουσική, η ζωή του είναι «η μουσική», ενώ βέβαια οι πρώιμες μουσικές του εμπειρίες τον έχουν καθορίσει απόλυτα. Για εμένα οι όροι έντεχνη και μη-έντεχνη μουσική προκαλούν σύγχυση, θεωρώ ότι η μουσική δημιουργία ανεξαρτήτως προέλευσης ή εξωμουσικών ορισμών είναι δύο πράγματα: καλότεχνη ή κακότεχνη. Με τον Χρήστο Κολοβό συζητήσαμε ευρύτερα για την νεοελληνική (έντεχνη) μουσική, όπως το διατυπώνει ακριβώς εκείνος επί το απλούστερον: την «ελληνική κλασική μουσική».

Ακολουθεί αναλυτικά η συνομιλία με τον Χρήστο Κολοβό

Οι Έλληνες πολίτες δεν αναγνωρίζουν ως ελληνική μουσική κάτι άλλο από τραγούδια όπως φαίνεται. Υπάρχει μεγάλη σύγχυση. Έχουν μπερδευτεί πίσω από τους όρους λαϊκό, έντεχνο κ.λπ. Τι θα έλεγες εσύ ότι είναι τελικά η ελληνική μουσική;
Δυστυχώς συμβαίνει αυτό που περιγράφετε με αποκορύφωμα στην «ελληνική μουσική» να μην υπάρχει καν η Νεοελληνική μας Έντεχνη Μουσική. Επί το απλούστερον, η ελληνική κλασική μουσική. Να σας διηγηθώ κάτι. Στον σεισμό της Καλαμάτας, η Ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής, δηλαδή το Σωματείο των Μουσικών της, διοργάνωσε μια μεγάλη συναυλία για να μαζέψει χρήματα για τους σεισμόπληκτους, με δυο κορυφαίους καλλιτέχνες μας. Τη μέτζο-σοπράνο Αγνή Μπάλτσα και τον Μαέστρο μας από την Κάρπαθο, Άντζελο Καβαλλάρο. Έγινε μια εκπομπή στην ΕΡΤ τότε -αφιέρωμα- και ο ρεπόρτερ βγήκε στο κέντρο της Αθήνας και ρωτούσε εάν ξέρει ο κόσμος την Μπάλτσα και τον Καβαλλάρο. Κάποιοι τους ήξεραν, διότι τους είχαν δει στη Λυρική και το Ηρώδειο. Μετά ο ρεπόρτερ ρώτησε τον κόσμο εάν ξέρουν άλλους Έλληνες λυρικούς καλλιτέχνες. Και ο κόσμος απάντησε την Μορφονιού, τον Πασχάλη, τον Ντουφεξιάδη, την Ζαχαράτου και τη Φώφη Σαραντοπούλου. Και έβλεπες ότι επρόκειτο για ανθρώπους της βιοπάλης, που έτρεχαν να προλάβουν να μπουν στο τρόλεϊ πρωί-πρωί για να πάνε στη δουλειά τους. Πιστεύετε ότι, εάν ένας ρεπόρτερ βγει σήμερα και κάνει τις ίδιες ερωτήσεις, θα έχει την ίδια επιτυχία; Επιτρέψτε μου εγώ να διατηρώ μεγάλες επιφυλάξεις.
Έτσι λοιπόν η ελληνική μουσική είναι ΚΑΙ αυτό. Και η κλασική μας μουσική παράδοση των τελευταίων 200 ετών, για την οποία το επίσημο κράτος δεν κάνει απολύτως τίποτε για να μάς το διδάξει, παρά κάνει ό,τι μπορεί για να τη θάψει όλο και πιο βαθιά και να μας πείσει πως η Ελλάς δεν έχει παράδοση στην κλασική μουσική ή την όπερα. Μάλιστα ο φιλόσοφος Χρήστος Γιανναράς το έχει γράψει αυτό στο παρελθόν στην «Καθημερινή». Και αυτός ο «Νεκροθάφτης» της ελληνικής μας μουσικής, όπως θα τον αποκαλούσε ο Βάρβογλης, πλάθει συνειδήσεις ανθρώπων και υποτίθεται ότι ανοίγει ορίζοντες.
Για εμένα λοιπόν, ελληνική μουσική είναι οτιδήποτε απορρέει από Έλληνες και επιστρέφει σε αυτούς, ανεξαρτήτως της ποιότητάς της βέβαια, η οποία καθορίζεται από την μόρφωση ή την αμορφωσιά, την ημιμάθεια και την πλύση εγκεφάλου των ΜΜΕ για να βαφτίζουν χρυσό τα σκουπίδια. Ελληνική μουσική είναι η παράδοσή μας εκατοντάδων ετών. Η βυζαντινή, η δημοτική και η όπερα με την συμφωνική μας μουσική, με τους εκπροσώπους τους οι οποίοι μεσουράνησαν σε όλον τον κόσμο και συνεχίζουν να είναι στην πρώτη γραμμή.

Τι εννοούμε όταν λέμε Εθνική Σχολή συνθετών όσον αφορά την ελληνική δημιουργία; Ποιοι συνθέτες περιλαμβάνονται μέσα σε αυτό τον όρο κατά την άποψή σου;
Κατ’ αρχάς, θα μου επιτρέψετε να αλλάξω τον όρο σε Εθνική Μουσική Σχολή. Εν συνεχεία, εννοούμε ό,τι και σε όλες τις ευρωπαϊκές αντίστοιχες Εθνικές Σχολές Μουσικής. Ένα κίνημα καλλιτεχνικό, το οποίο δημιουργείται από τη βαθιά ανάγκη των εμπνευστών και δημιουργών του για κοινή έκφραση σε γενικό πλαίσιο με κοινούς κανόνες και κοινά οράματα.
Για εμένα η Εθνική μας Σχολή ξεκινάει από την Επτανησιακή. Συνεπώς μέσα σε αυτήν έχουμε τους πρωτοπόρους κορυφαίους Επτανησίους συνθέτες μας, τον Πατριάρχη της Εθνικής μας Σχολής, τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο, τους οπερατικούς συνθέτες μας Παύλο Καρρέρ, Σπυρίδωνα Ξύνδα, Σπύρο Σαμάρα και Διονύσιο Λαυράγκα, τους περισσότερους Επτανησίους του 19ου αι. (λόγω χώρου δεν τους αναφέρω όλους) αλλά και στον 20ό αι. τον Μανώλη Καλομοίρη, ο οποίος πρωτοδημιούργησε, κατ’ αυτόν, στις αρχές του 20ού αι. την Εθνική Μουσική Σχολή, διαγράφοντας τους Επτανησίους και έχοντας σαν αρχή το περιβόητο μανιφέστο του, τού 1908. Συνέχεια κατά τη γνώμη μου της Εθνικής μας Σχολής, πάντα αρχής γενομένης από τον Μάντζαρο, αποτελούν στον 20ο αι. οι συνθέτες μας Πέτρος Πετρίδης, Γεώργιος Λαμπελέτ, Αιμίλιος Ριάδης, Γεώργιος Πονηρίδης, Γεώργιος Σκλάβος, Θ. Καρυωτάκης, Μάριος Βάρβογλης, Γεώργιος Καζάσογλου, Κων/νος Κυδωνιάτης, Αντίοχος Ευαγγελάτος και Ανδρέας Νεζερίτης, Σόλων Μιχαηλίδης, Διονύσιος Βισβάρδης, αλλά και ο Νίκος Σκαλκώτας.

Έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η ελληνική εθνική σχολή ή τα έργα αποτελούν απλές μιμήσεις άλλων μεγάλων Ευρωπαίων συνθετών παράλληλων περιόδων;
Κατηγορηματικά όχι. Κανένα έργο της Εθνικής μας Σχολής δεν αποτελεί μίμηση άλλων μεγάλων ή μικρών ευρωπαίων συνθετών παράλληλων περιόδων. Όλα τα έργα της Εθνικής μας Σχολής είναι πρωτότυπα, βγαλμένα από την καρδιά και την ψυχή των συνθετών μας και επηρεασμένα με διάφορους τρόπους από τη δημοτική μας και τη βυζαντινή μας παράδοση, τους σκοπούς και τις μελωδίες της ελληνικής μας υπαίθρου, τους δικούς μας ρυθμούς (5/8, 7/8 κ.λπ.), διάφορα διαστήματα, όπως το βουκολικό τριημιτόνιο, αλλά και τραγούδια της πατρίδας μας που φεύγουν από τον παραδοσιακό δυτικό μείζονα και ελάσσονα, από τις επιρροές που οι συνθέτες μας δέχτηκαν στη ζωή τους από τον τόπο τους και τους δασκάλους τους. Φυσικά, όλα αυτά είναι δοσμένα με τους κανόνες της δυτικής ευρωπαϊκής μουσικής, χτισμένα αρχιτεκτονικά μουσικά, όπως ορίζει η πάνω από 400 χρόνια παράδοση και γνώση της δυτικής μουσικής. Και αυτό προέρχεται, από το γεγονός πως από την εποχή του Μάντζαρου έως σήμερα, όλοι σχεδόν οι συνθέτες μας σπουδάζουν στα μεγάλα ευρωπαϊκά μουσικά κέντρα αφομοιώνοντας τους χρυσούς κανόνες της σύνθεσης των εκατοντάδων ετών που διαβιούν οι περίφημες Σχολές συνθέσεως που μαζί με την παράδοσή μας συνιστούν την Εθνική μας Μουσική Σχολή.

Μπορείς να ξεχωρίσεις κάποιους συνθέτες από την ελληνική σχολή συνθετών που υπήρξαν περισσότερο επιδραστικοί, π.χ. έχουν ακουστεί εκτός Ελλάδος;
Μεγάλη απήχηση στην Ευρώπη και δη την Ιταλία του 19ου αι., είχαν αναμφισβήτητα οι κορυφαίοι συνθέτες της όπερας, Παύλος Καρρέρ και Σπύρος Σαμάρας. Σε όλα τα μεγάλα θέατρα της Ιταλίας και ιδιαίτερα στη Σκάλα του Μιλάνου, ανέβηκαν πολλάκις έργα των δημιουργών μας αυτών. Μάλιστα πρέπει να ξέρουμε ότι ο Σαμάρας, που είναι και ο συνθέτης του Ολυμπιακού μας Ύμνου, με τον οποίον αρχίζει η όπερά του «Ρέα» και με την οποία ξεκίνησε τη δράση της στα παλαιά «Ολύμπια» της οδ. Ακαδημίας στα 1944 η Εθνική μας Λυρική Σκηνή, αλλά και με την οποία έκλεισε το θέατρό μας για να μεταφερθεί στο ΚΠΙΣΝ, υπήρξε (ενν. ο Σαμάρας) ο πατέρας, ο ιδρυτής του κινήματος του βερισμού. Τα έργα του εμφανίστηκαν πριν από εκείνα του Πουτσίνι και σώζονται και επιστολές τόσο του ιδίου, όσο και του Λεονκαβάλλο και του Μασκάνι, που τον αποκαλούν «μετρ» και αναγνωρίζουν ότι αυτός είναι ο ιδρυτής του βερισμού και ο «πατέρας» τους.
Κατόπιν στο εξωτερικό προπολεμικά και κατά τη διάρκεια του πολέμου η μουσική του Καλομοίρη ακούστηκε αρκετά σε διάφορα θέατρα της Γερμανίας, με εκπροσώπους το ζεύγος Θάνου Μπούρλου (βαρύτονος) και Άννας Τασσοπούλου (σοπράνο), οι οποίοι τότε πρωταγωνιστούσαν στα μεγαλύτερα θέατρα της Γερμανίας, αλλά και στη Γαλλία με τον Γκαμπριέλ Πιερνέ κ.ά. Μην ξεχνάμε τον Μάριο Βάρβογλη όσο ζούσε στο Παρίσι και ήταν μέλος του κύκλου του Ζαν Μωρεάς και του Μοντιλιάνι, ο οποίος τον φιλοτέχνησε με το διάσημο πορτραίτο του «le beau Marius », δηλαδή «ο ωραίος Μάριος», αλλά και τον Πατρινό Δημήτρη Λιάλιο στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αι. στο Μόναχο. Κατόπιν ερχόμαστε στον Σκαλκώτα και τη μεγάλη βήμα-βήμα αναγνώριση που γνωρίζει το έργο του κυρίως μετά το θάνατό του σε όλα τα ευρωπαϊκά μουσικά κέντρα του μοντερνισμού ως αποτέλεσμα της λαμπρής του μαθητείας δίπλα στον Σαίνμπεργκ, πηγαίνουμε για πολλές δεκαετίες στον Ηπειρώτη συνθέτη μας Ντίνο Κωνσταντινίδη, ο οποίος στην Αμερική επί 60 και βάλε χρόνια γνώρισε την αναγνώριση σε όλη τη χώρα, προεξάρχοντος του Κάρνεγκυ Χωλλ, όπου παρουσιάζονταν έργα του πάντα με επιτυχία καλλιτεχνική και εισπραχτική, δισκογραφούνταν και εξεδίδοντο επί μακρόν.
Δίπλα-δίπλα περπατά ο συμμαθητής του από το παλαιό Ωδείο (ενν. Αθηνών) της οδ. Πειραιώς, Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος αποτελεί κακά τα ψέματα, το δυνατότερο «σήμα κατατεθέν» της Ελληνικής Μουσικής των τελευταίων 70 ετών. Καιρός να δοθεί σημασία όπως αρμόζει, σε αυτόν τον κορυφαίο συνθέτη, και στα συμφωνικά του έργα και τις όπερές του. Όταν και αυτά γίνουν κτήμα του Λαού μας και του κόσμου ολάκερου, μόνον τότε ο Μίκης θα επιβεβαιώσει στους άσχετους με την συνθετική του μόρφωση και το καθαρό απόλυτο συμφωνικό του έργο, την αδιαμφισβήτητη μουσική του αξία, η οποία ξεφεύγει από τα χιλιάδες, ομολογουμένως μοναδικά, τραγούδια του. Μαζί, ας μην ξεχαστεί με κυρίως μη συμφωνικά έργα, η παγκόσμια αναγνώριση που έχει ο Μάνος Χατζιδάκις, απ’ άκρη σ’ άκρην του πλανήτη, αλλά και ο Θεόδωρος Αντωνίου, όντας επί δεκαετίες καθηγητής σύνθεσης στο Πανεπιστήμι οτης Βοστώνης, είχε την τιμή τα έργα του να παιχτούν από πολύ μεγάλες ορχήστρες σε παγκόσμια κλίμακα.
Πριν πάμε στους νεότερους, ας μην ξεχάσουμε ότι το στίγμα τους στη γης μας άφησαν και οι συνθέτες μας οι οποίοι έγραψαν ανάλογο έργο για διάφορους Ολυμπιακούς Αγώνες, μετά τον Σαμάρα και τον Λαυράγκα με το «Πένταθλόν» του. Ο ακριβώς επόμενος είναι ο Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης για τους Ολυμπιακούς του Μεξικό (1968), ο Αντωνίου (Μονάχου, 1972), ο Θεοδωράκης με το «Κάντο Ολύμπικο» (Βαρκελώνη, 1992) κ.ά.
Από τους νεότερους νομίζω, ότι αυτά τα τελευταία 20 χρόνια, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διεθνή μουσική σκηνή ο Ελληνοαμερικανός Γιώργος Τσοντάκης (δις υποψήφιος για Γκράμι) και ο Μηνάς Μπορμπουδάκης που ζει στη Γερμανία και τα έργα του παίζονται από όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές ορχήστρες. Σε ένα άλλο είδος μουσικής δε (βλ. κινηματογραφική), επί δεκατίες δεσπόζουν σε παγκόσμιο επίπεδο και με πολλές τιμές και βραβεία, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Alexandre Desplat (Έλλην εκ μητρός). Συγγνώμη εάν μού διαφεύγουν άλλοι συνάδελφοι αυτή τη στιγμή, ζώντες και μη.

Πόσο έμφαση δίνει η ελληνική μουσική παιδεία στους Έλληνες συνθέτες σήμερα; Εννοώ σε βαθύτερο επίπεδο προσέγγισης από σπουδαστές και όχι στο μάθημα ιστορίας μουσικής ως απλές αναφορές;
Κατ’ αρχάς τι εννοείτε ως ελληνική μουσική παιδεία; Υπάρχει τέτοια; Αν υποθέσουμε, ότι πρόκειται για τα Ωδεία και τις Μουσικές Σχολές, τότε όλα τα υπόλοιπα παιδιά που πηγαίνουν 12 χρόνια υποχρεωτικά στο σχολείο, τι μαθαίνουν για την Νεοελληνική μας Έντεχνη Μουσική; Απολύτως τίποτε. Και μην μού πείτε για τα βιβλία της Μουσικής στο γυμνάσιο και το λύκειο, διότι όπως γίνεται το μάθημα, η «ώρα του παιδιού» που το χαρακτηρίζαμε παλιά, είναι επιεικής χαρακτηρισμός. Επικρατεί μια συστηματική και συντεταγμένη δολοφονία της Μουσικής μας παράδοσης, της Μουσικής ως επί το πλείστον που υπηρετούμε εμείς, η οποία ξεκινά από το κεντρικό κράτος και έρχεται στους αμόρφωτους δασκάλους και καθηγητές, όχι της Μουσικής, που αυτοί έχουν τελειώσει και κάποιο Ωδείο και ένα Πανεπιστήμιο, μα στους υπόλοιπους, που ακόμη και σήμερα, όταν βλέπουν παιδιά να κάνουν μουσική στο Ωδείο, τα θεωρούν κατώτερης συνεκπαιδευτικής δραστηριότητας από αυτά που μαθαίνουν εκτός σχολείου ξένες γλώσσες, στίβο κ.λπ. Πρόκειται για μια από αρχής κακοποίηση της Μουσικής μας, για μια ανύπαρκτη πολιτιστική πολιτική η οποία έχει ως «μότο» όλα τα σκουπίδια που βαφτίζονται λόγω μάρκετινγκ ως «τέχνη» που μπορεί να δει ένα παιδί το κουδούνι ενός «Μουσουργού» στο διπλανό διαμέρισμα της πολυκατοικίας του και να μην ξέρει καν, τι σημαίνει η λέξη «Μουσουργός». Μιλάμε, για να το πω πιο κατανοητά ακόμη, για ανθρώπους (οι λαμβάνοντες τις αποφάσεις κυρίως) οι οποίοι με αυθαίρετο τρόπο επιβάλλουν το απόλυτο μηδέν στη μουσική ως άριστα, μέσω ραδιοφώνου, τηλεοράσεως, περιοδικών κ.λπ. και με το «έτσι θέλω» διατηρούν αμόρφωτους όλους τους Έλληνες πολίτες, από το νηπιαγωγείο και εντεύθεν, σχετικά με την παράδοσή μας στην λεγόμενη κλασική μουσική και την όπερα, που ξεπερνά τα 200 χρόνια. Είναι εγκληματίες ενός ολόκληρου Έθνους, που κανείς δεν τους ακουμπά και σχεδόν όλοι τούς επαινούν, αφού είναι του ίδιου φυράματος, δηλαδή παρόμοιας μορφωσης. Και δεν καταλαβαίνω, γιατί δεν τολμά κανείς να αγγίξει και να δολοφονήσει τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Κ.Π. Καβάφη, τον Παλαμά και τον Σικελιανό, και όλοι τους δολοφονούν τη Μουσική μας; Τόσο μένος πια, τόση αμορφωσιά, τόση εκ των άνω οδηγία για να κρατηθεί ο λαός αμόρφωτος και να μην ξυπνήσει ποτέ του;
Όσο για τους σπουδαστές που λέτε, πιστεύω πως όταν σπουδάζεις, άρα μαθαίνεις κάτι πια, άνω των 18 χρόνων, με τη θέλησή σου, τότε εάν υπάρχουν τα ερεθίσματα στον πανεπιστημιακό σου χώρο που περνάς το μεγαλύτερο μέρος της εκούσιας σπουδής σου, τότε ενσκύπτεις και βαθύτερα στη γνώση που σού λείπει και που ο καθηγητής σου συμβουλεύει να λάβεις περαιτέρω. Και αυτό γίνεται πηγαίνοντας σε συναυλίες μικρές και μεγάλες, ξοδεύοντας χρήματα από το φοιτητικό υστέρημά σου για να αγοράζεις δίσκους και παρτιτούρες και να μπαίνεις λίγο-λίγο μέσα στην παράδοσή μας και λέξη τη λέξη, χρόνο το χρόνο, γραμμή τη γραμμή, να πηγαίνεις προς τα πίσω μπολιάζοντας το είναι σου με την παράδοσή μας στην Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική έως γενικά του 1800. 

Σε επίπεδο ηχογραφήσεων και δισκογραφίας πόσο διαθέσιμα είναι τα έργα συνθετών της εθνικής μουσικής σχολής; Και τι γίνεται από πλευράς εκδόσεων της μουσικής αυτής;
Δυστυχώς, σε γενικές γραμμές δεν υπάρχουν διαθέσιμες ηχογραφήσεις έργων συνθετών της Εθνικής μας Σχολής. Ίσως υπάρχουν ελάχιστες. Αλήθεια είναι, πως έχουν ηχογραφηθεί μερικές δεκάδες έργων υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού και ερευνητού Βύρωνος Φιδετζή κυρίως, ο οποίος τα τελευταία 45 χρόνια έχει αφιερώσει τη ζωή του θα λέγαμε, στην έρευνα, μελέτη, αποκατάσταση, διάδοση και παρουσίαση μέσω συναυλιών έργων των Ελλήνων συνθετών της Εθνικής μας Σχολής, αλλά και νεότερων και τέλος στην αποτύπωση σε δίσκους και CDs. Ένας κούκος όμως, δεν φέρνει την άνοιξη. Η επίσημη πολιτεία δεν κάνει τίποτε για την συνεχή ύπαρξη των δισκογραφημάτων αυτών και μιλάμε για ολόκληρες όπερες των Σαμάρα, Καρρέρ, Μάντζαρου, Καλομοίρη, Λιάλου κ.ά. και έργα συμφωνικά του Λιάλου, του Πετρίδη, του Καλομοίρη, του Γεωργίου Αξιώτη (αν θυμάμαι καλά ακυκλοφόρητα ακόμη), του Ριάδη, του Ροδοθεάτου, του Σκαλκώτα πλήθος έργων —σε παγκόσμια πρώτη ηχογράφηση και οι «36 Ελληνικοί Χοροί» από τη «Λύρα», η οποία θα ξανακυκλοφορήσει σε Β’ έκδοση από τη γαλλική ετικέττα « Melism » (πού είναι οι Έλληνες;..) και δεκάδες ακόμη έργα σε ελληνικές και ξένες εταιρείες (βλ. Naxos, Bis κ.ά.). Μια ζωή ολάκερη έφαγε αυτός ο άνθρωπος και εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ένα ή δύο CDs με την ΚΟΑ υπό τη μπαγκέτα του, δεν τον εκμεταλλεύτηκε καμμιά άλλη ελληνική ορχήστρα για να ηχογραφήσει έργα Ελλήνων συνθετών, αλλά και στα διάφορα ιστορικά σημειώματα που εσωκλείονται σε δίσκο της NAXOS με ηχογράφηση χορών του Σκαλκώτα από την ΚΟΑ, υπό τον Τσιαλή, δεν αναφέρεται ούτε μια λέξη για την Πρώτη Παγκόσμια Ηχογράφηση όλων των Χορών, αλλά και την πρώτη παγκόσμια εκτέλεσή τους ως σύνολο από την Ορχήστρα του συνθέτη, την ΚΟΑ.
Ακολουθείται συγκεκριμένη μηδενιστική πολιτική, αλαζονικά κατά του Φιδετζή, η οποία βλάπτει και την ΚΟΑ και τον Σκαλκώτα. Άρα, ολόκληρη την Νεοελληνική μας Έντεχνη Μουσική. Όλα λοιπόν ο Φιδετζής τα έγραψε με ξένες ορχήστρες. Η Λυρική θα μπορούσε πχ να έχει ηχογραφήσει ακόμη και πριν τον Φιδετζή, με τον Παρίδη, τον Χωραφά, τον Μ. Καρύδη, τον Καβαλλάρο ή και τον Οδυσσέα Δημητριάδη, αλλά και νωρίτερα με τον Λενίδα Ζώρα και τον Αντίοχο Ευαγγελάτο, τον Βύρωνα Κολάση και το Δημήτρη Μιχαηλίδη, όλο το ελληνικό ρεπερτόριο γράφοντας μια όπερα το χρόνο και μια οπερέττα του τρέχοντος ρεπερτορίου και έτσι θα είχαμε την παράδοσή μας από τους δημιουργούς της απ’ ευθείας, αλλά και όλους τους Έλληνες λυρικούς καλλιτέχνες που στις πλάτες τους στήριξαν την ελληνική όπερα όλον τον 20ό αι. Τις διοικήσεις όμως (ενν. της Λυρικής) δεν τις απασχόλησαν τέτοια έργα επιμόρφωσης του κόσμου. Πιθανά διάφορα προσωπικά ζητήματα των διευθυντών και ιθυνόντων με τον Φιδετζή (δυστυχώς) στερούν την δυνατότητα να επιμορφωθεί μουσικά ο ελληνικός λαός. Εδώ όμως μιλάμε για ένα έγκλημα εθνικό, «καραμπινάτο», που λένε. Εγείρει ακόμη και επερώτησης στη Βουλή. Αν σκεφτούμε δε, ότι ο διευθυντής της Λυρικής έδωσε στο παγκόσμιο μουσικό κανάλι Mezzo, να μεταδώσει τον «Βότσεκ», μια όπερα του Βιβάλντι και τη δική του «Φόνισσα», τη στιγμή που είχε ηχογραφηθεί το διαμάντι του «μπελ-κάντο» («όμορφο τραγούδι») του Παύλου Καρρέρ «η Κυρά Φροσύνη» και είχε ανεβεί και η «Δέσπω, ηρωΐς του Σουλίου» του ίδιου συνθέτη, τότε πώς εμείς θέλουμε να γίνει γνωστή η παράδοσή μας και να μάθουμε όσα δεν ξέρουμε; Ας μην αναφέρω ότι κάποιοι ημιμαθείς «a priori» τα χαρακτηρίζουν ως απλά εργάκια, ή ιταλίζοντα ή μιμήσεις των Ιταλών και άλλες τέτοιες ασυναρτησίες.
Το ευχάριστο της υποθέσεως είναι τώρα πια, ότι ο Φιδετζής ηχογραφεί ως επί το πλείστον με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, της οποίας είναι και ο καλ/κός δ/ντής της ενώ αναμένονται διάφορα εθνικά κειμήλια (έργα των Καλομοίρη, Γ.Α. Παπαϊωάννου, Στρατίκου κ.ά.) και από την άλλη η ετικέτα «Melism», έχει ξεκινήσει στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων της, μια σειρά με Έλληνες συνθέτες είτε επανεκδίδοντας ιστορικές ηχογραφήσεις, είτε εγγράφοντας εκ νέου με διαπρεπείς Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες (βλ. Κυπριανός Κατσαρής, Christophe Sirodeau, Νικόλαος Σαμαλτάνος, Αγγελική Καθαρίου κ.ά.), αλλά και την «ανάσταση» του Κων/νου Κυδωνιάτη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αναφορικά στις εκδόσεις που ρωτάτε, αυτές είναι ελάχιστες. Δυστυχώς ξανά. Ξέρετε, τα προβλήματα αυτά πχ στις ανατολικές χώρες, ήταν λυμένα. Όλα τα έργα των συνθετών στις χώρες αυτές εξεδίδοντο από τις κρατικές εκδόσεις. Έτσι, υπήρχε πληθώρα εκδόσεων εθνικού ενδιαφέροντος με αποτέλεσμα να γίνεται το έργο γνωστό όχι μόνο εντός των τειχών, αλλά και εκτός. Στην Ελλάδα τέτοιο ενδιαφέρον, κρατικό, δεν υπήρχε, ούτε υπάρχει και οι εκδόσεις που συμβαίνουν, γίνονται τελικά κατόπιν μεγάλου αγώνα κάποιων ανθρώπων, πολλές φορές μάλιστα με ίδια έξοδα. Για να είμαστε δίκαιοι, κάποτε πριν 45 χρόνια, το Υπ. Παιδείας και Πολιτισμού, εξέδωσε κάποια έργα Ελλήνων συνθετών, μα τώρα πια δεν υπάρχει τίποτε και πουθενά. Ας μην μιλήσω για το Γαλλικό Ινστιτούτο (πριν από 70 χρόνια περίπου) που εξέδωσε κι αυτό κάποια ελάχιστα. Σήμερα αποτελούν σπάνια συλλεκτικά τεκμήρια. Δεν διδασκόμεθα, ότι το συνθετικό έργο είναι εθνική κληρονομιά, όπως η ποίηση και η λογοτεχνία και μόνον με κρατικούς πόρους μπορούν να εκδοθούν σε υψηλής ποιότητας εκδόσεις και να γίνουν κοινό κτήμα. Με τον αποτρόπαιο αυτόν τρόπο στέρησής της εθνικής μας μουσικής κληρονομιάς, ξεχνάμε ότι η μουσική είναι για να ακούγεται και εάν δεν εκδοθεί για να ηχογραφηθεί, τότε παραμένει νεκρή και ανύπαρκτη και ο κόσμος άκαρδος και άνευ ψυχής και καλλιεργημένου πνεύματος.

Πόσο σημαντικός συνθέτης ήταν κατά την άποψή σου ο Μανώλης Καλομοίρης; νομίζω ότι υπήρξε θα έλεγα και πολιτικά επιδραστικός στο γενικότερο χώρο του πολιτισμού της εποχής του.
Νομίζω πως εάν δεν είχε τραβήξει μια μονοκοντυλιά και να σβήσει ή καλύτερα να ταλαιπωρήσει πολύ την ύπαρξη των Επτανησίων, δηλ. ενός αιώνα μουσικής παράδοσης, θα είχε ακόμη καλύτερη υστεροφημία. Υστεροφημία και ως συνθέτης, διότι καλώς ή κακώς, στο έργο του καλλιτέχνη, αντανακλά και η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Άλλωστε, το μόνο που κατάφερε, νομίζω, ήταν ότι απλά τους βασάνισε με τον μηδενισμό του, διότι οι Επτανήσιοί μας έζησαν και δημιούργησαν ακόμη και όσοι είχαν πεθάνει, το έργο τους έμεινε στην ιστορία και μάλιστα με χρυσά γράμματα γραμμένο.
Για δεκαετίες ολόκληρες και πολιτικά καθοδήγησε τη μουσική ζωή του τόπου μας. Θαυμαστής του Ελευθέριου Βενιζέλου. Υπήρξε διευθυντής ή πρόεδρος νευραλγικών καλλιτεχνικών οργανισμών σε δύσκολες εποχές (κατοχή λ.χ.), όπου κατηγορήθηκε ακόμη και για προδοσία. Σήμερα, σώζεται μαρτυρία του συνθέτη της Αντίστασης Αλέκου Ξένου στο λαϊκό δικαστήριο της Κλαυθμώνος, που αθωώνει τον Καλομοίρη για κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό. Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρουν διάφοροι μουσικοί μας ιστορικοί, δεν έπαιξε πάντοτε καθαρό ρόλο.
Παρά ταύτα όμως, έχει το δικό του δρόμο χαράξει πολύ ικανά και πολύ βαθιά, με κάποια υπέροχα έργα, πατριωτικά ή μη, που μιλάνε αμέσως στην ψυχή του ανθρώπου, όπως η «Συμφωνία της Λεβεντιάς» ή «τα Μαγιοβότανα» του Παλαμά, «ο Θάνατος της Αντρειωμένης» ή το «Ξημέρωμα των Χριστουγέννων» από το «Δαχτυλίδι της Μάνας» ή το «Νανούρισμα» της Μάνας από το ίδιο έργο, ένα συγκλονιστικό μέρος που τραγούδησε μεταξύ άλλων μοναδικά η Κική Μορφονιού πριν από 65 περίπου χρόνια, κ.ά. Είναι κάποιες σελίδες στην ελληνική μας μουσική παράδοση, οι οποίες αξίζει να διδαχθούν και να μάς ποτίσουν ροδόσταμο.

Μέσα στον 20ο αιώνα ποιοι Έλληνες συνθέτες κατά την άποψή σου έχουν αφήσει δημιουργικό ίχνος; Θα ήθελα να αναφέρεις και ονόματα που δεν έχουν ακουστεί τόσο αλλά έχουν καταθέσει αξιόλογο έργο.
Αυτή είναι μια πολλή δύσκολη ερώτηση. Παγίδα κυριολεκτικά. Διότι θα ξεχάσω κάποιους. Επιτρέψτε μου να σάς απαντήσω ως εξής. Σίγουρα όσους έχω προαναφέρει σε οποιαδήποτε απάντησή μου. Και μάλιστα με τη σφραγίδα τους πολύ βαθιά στη ζωή μας και την τέχνη μας (ξαναδείτε τους και θα καταλάβετε). Επίσης, για διάφορους λόγους ο καθένας τους, ο Τάκης Καλογερόπουλος, ο Νίκος Ξανθούλης, εσείς με την ίαση καρδιαγγειακών ασθενειών με μουσική, ο Δημήτρης Λεβίδης, ο Δημήτρης Δραγατάκης, ο Μικρούτσικος, ο Σπύρος ο Προσωπάρης (κυρίως 21ος αι.), ο Σακελλαρίδης και ο Χατζηαποστόλου, αλλά και ο Αττίκ με τον Γιάννη Κωνσταντινίδη ή Κώστα Γιαννίδη, τον Ιωσήφ Ριτσιάρδη κ.ά. Στο δε μοντερνισμό-δωδεκαφθογγισμό σε μια κορυφή στέκεται και ο πολύς Δημήτρης Μητρόπουλος. Προσέξτε ότι όλοι όσους έχω αναφέρει εδώ ή παραπάνω, έχουν απόλυτα κατανοητό στυλ γραψίματος και μόλις μάθεις κάποια έργα τους, μετά, ό,τι και να ακούσεις δικό τους, ξέρεις, ότι μόνο δικό τους μπορεί να είναι. Είναι απόλυτα αναγνωρίσιμοι. Κάτι σαν τους μεγάλους ερμηνευτές. Τον Όιστραχ, τον Κόγκαν, τον Χάιφετς, την Κάλλας, τον Σαλιάπιν, τον Κολάση, τον Πολίτη…

Είναι κατά την άποψή σου ο Νίκος Σκαλκώτας ο πλέον επιδραστικός Έλληνας συνθέτης σε διεθνές επίπεδο; Τουλάχιστον αυτή την άποψη είχε ο αείμνηστος μαέστρος και παιδαγωγός Γιώργος Χατζηνίκος. Εννοούσε, ότι ο Σκαλκώτας είχε μια ταυτότητα ύφους που τον ταξινομεί στους μεγάλους συνθέτες χωρίς να χρειάζεται να προσδιοριστεί η εθνική του καταγωγή.
Έτσι, όπως το θέτει ο Χατζηνίκος, πιστεύω ότι είναι. Βέβαια, πιστεύω, πως μεγάλο δεν σε κάνει η καταγωγή σου κι ούτε χρειάζεται να την επικαλεστείς για να δείξεις το διαμέτρημά σου. Ο Σκαλκώτας μετά θάνατον πήρε την ανιούσα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναγνώρισης με τις προσπάθειες του Ινστιτούτου Σκαλκώτα και δη του μουσικολόγου Γ.Γ. Παπαϊωάννου (του γνωστού μας «Νανάκου») παρ’ όλο που ο ίδιος δημιούργησε και πολλά προβλήματα σε πολύ κόσμο που ήθελε να παίξει τα έργα του Σκαλκώτα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες άργητες, λάθη σε εκδόσεις που διαιωνίζονται ως τα σήμερα και εγωισμοί που δεν τον απαγκίστρωναν να δει μόνο την προώθηση του έργου του Σκαλκώτα. Ο Σκαλκώτας στέκεται δίπλα στον Σαίνμπεργκ, τον Μπεργκ και τον Βέμπερν. Το γράφει ο ίδιος ο Δάσκαλός του, ο Σαίνμπεργκ. Βέβαια η μαθητεία του κοντά στον Κουρτ Βάιλ, τον μπόλιασε και με τις αριστερές του πεποιθήσεις με αποκορύφωμα την σύλληψή του και κράτησή του στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Όλα αυτά αντανακλούν στη μουσική του και δημιουργούν τον Άνθρωπο Σκαλκώτα, τον καλλιτέχνη που εργάζεται για τον Άνθρωπο, που βασανίζεται για τον Άνθρωπο και τα ιδανικά του. Για την ελευθερία της σκέψης του, για το μεροκάματο και την βάσανο του καλλιτέχνη που ανεβαίνει το Γολγοθά της Τέχνης του. Ο συνθέτης της «Επιστροφής του Οδυσσέα», του «Λάργκο Σινφόνικο» και των «36 Ελληνικών Χορών», βρίσκεται σίγουρα την κορυφή των Ελλήνων συνθετών του 20ού αι. 

Έχεις ασχοληθεί ιδιαίτερα με το έργο του Κώστα Κυδωνιάτη ο οποίος υπήρξε και δικός μου δάσκαλος και τον τιμώ ιδιαίτερα. Πόσο σημαντικός είναι ο Κυδωνιάτης ως συνθέτης ανεξάρτητα από τον σημαντικό του ρόλο ως μουσικού παιδαγωγού;
O Κυδωνιάτης καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Λίγο λιγότερο από 25 χρόνια. Αναμφισβήτητα υπήρξε ένας μοναδικός Παιδαγωγός με έργο διδακτικό απαράμιλλο στο Ωδείο Αθηνών, το Ωδείο του Πειραϊκού Συνδέσμου και τη Φιλαρμονική Εταιρεία Πατρών – Ωδείο Πατρών. Για κάποια χρόνια, δίδαξε και στο «Παλλάδιον Ωδείον» του οποίου ήταν συνιδρυτής και στο Ηπειρωτικό Ωδείο «Τσακάλωφ» στα Γιάννενα. Εκτός αυτής του της υπερεξηκονταετούς ευδόκιμης θητείας, ο Κυδωνιάτης ήταν και αρχιμουσικός της ΣΟ του άλλοτε ΕΙΡ για πάνω από 20 χρόνια, αλλά και δεινός πιανίστας «συνοδός», δηλαδή «ακκομπανιατέρ», όλως των μεγάλων σολίστ Ελλήνων και ξένων του 20ού αι. Μερικοί από αυτούς είναι οι βιολιστές Μενουχίν, Ρίτσι, Γκιτλίς, Κολάσης, Χωραφάς, Βολωνίνης και Πολίτης, οι τσελλίστες Μαϊνάρντι, Κασσαντώ, Παπασταύρου και Φιδετζής, οι τραγουδιστές Κάλλας, Μοσχονάς και Έλενα Νικολαΐδου και ουκ έστιν αριθμός.
Παράλληλα λοιπόν με όλη αυτήν την υπέρλαμπρη δραστηριότητα, πηγαίνει αντάμα και εκείνη του μουσουργού. Του Έλληνα συνθέτη, όπως έλεγε κι εκείνος. «Γιατί ή θα είσαι, βρε αδερφέ, συνθέτης ή θα είσαι Έλλην». Και εννοούσε πως όταν έχεις σπουδάσει στο εξωτερικό και έχεις μάθει τη δυτική μουσική, τότε πρέπει κι εσύ να γράψεις με τα μοτίβα και τους σκοπούς του τόπου σου, αλλά προσαρμοσμένα στις γνώσεις που πήρες στο εξωτερικό και σε αυτά που έμαθες. Ο Κυδωνιάτης ως συνθέτης καλύπτει ένα μεγάλο εύρος συνθετικής παραγωγής. Όλα εκτός από όπερα. Έχει συνθέσει αρκετά κοντσέρτα, συμφωνίες, διάφορα συμφωνικά άλλα έργα, δεκάδες μουσικής δωματίου για χάλκινα, ξύλινα και έγχορδα, δεκάδες επίσης για σόλο πιάνο, πάνω από 60 τραγούδια για φωνή και πιάνο, δυο ορατόρια, μουσική για το αρχαίο δράμα για το Πειραϊκό Θέατρο του Δημήτρη Ροντήρη, τον Ύμνο του Δήμου Φιλοθέης και τη Μουσική για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού (1968) κ.ά.
Το έργο του χαρακτηρίζεται από μια δική του προσωπική γραφή. «Μαίτρ» της αντίστιξης, αλλά και μελωδιστής στα αργά μέρη, ήξερε άριστα τις δυνατότητες των πνευστών και κρουστών οργάνων της ορχήστρας, έχει μάλιστα και κοντσέρτο για σόλο πιάνο και κρουστά μόνον, λάτρης των σύνθετων μέτρων και ρυθμών, των ελληνικών δηλ. ρυθμών, πολλές φορές παντρεύει και τους αρχαίους ελληνικούς τρόπους με τις δυτικές μείζονες και ελάσσονες κλίμακες, μα το σπουδαιότερο από όλα είναι, ότι το υλικό που χρησιμοποιεί στη σύνθεση των 105 έργων του, είναι πρωτότυπο και καθαρά δικό του, παρ’ όλο που χρησιμοποιεί πάμπολλες φορές και δημοτικά μας τραγούδια (αναγνωρίσιμα τις περισσότερες φορές) αλλά και βυζαντινές μελωδίες. Ήταν ένας γνήσιος καλλιτέχνης, τίμιος και πιστός στα πιστεύω του και σε όσα δίδασκε, με πάρα πολύ καλή τεχνική σύνθεσης και ενορχήστρωσης μεγάλων συμφωνικών έργων, αλλά και μικρών που τούς δίνει ένα ορχηστρικό άκουσμα.
Ο Κυδωνιάτης είναι από τους πολύ σημαντικούς, όπως τον χαρακτηρίζετε πολύ σωστά, συνθέτης της Εθνικής μας Σχολής, ο οποίος πρέπει να διδάσκεται και να μαθευτεί απ’ άκρη σ’ άκρη, όπως και πολλοί ακόμη βέβαια, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ευτυχώς που το ίδιο δεν πιστεύω μόνον εγώ και κάποιοι συνάδελφοί μου στην ημεδαπή, μα και άλλοι συνάδερφοί μου από το εξωτερικό, που στέκονται στην κορυφή σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύντομα πιστεύω, ότι αυτό θα φανερωθεί με συγκεκριμένη συντεταγμένη πολιτική προώθησης της μουσικής του Κυδωνιάτη που ακολουθούμε, με προεξάρχοντα τον ομιλούντα, με ένα καλλιτεχνικό γεγονός που θα κάνει «μπαμ», όπως λένε. Οψόμεθα…


*Ποιος είναι ο Χρήστος Ηλ. Κολοβός

Χρήστος Ηλ. Κολοβός (διευθυντής ορχήστρας, ερευνητής): διδάκτωρ ως υπότροφος του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ και των Ιδρυμάτων «Σταύρος Νιάρχος», “Perras, Cholette & Cholette” και της κυρίας Ν.Σ.Α. Νικητής του διεθνούς διαγωνισμού όπερας Φιλαρμονικής Ορχήστρας «Mahler » Βιέννης (2014).
Σπούδασε (βιολί, διεύθυνση, θεωρητικά) σε Ελλάδα, Ολλανδία, Καναδά με: Τζουμάνη, Donderer, Δημητριάδη, Vis, Tien, Bellomia, Rivest, Κούκο κ.ά. εξειδικευόμενος στην όπερα και τη σύγχρονη μουσική. Βοηθός μαέστρος των: Τρικολίδη (9η Μπετόβεν), Καρυτινού («Γενούφα») κ.ά. Έχει εμφανισθεί από το Μόντρεαλ ως τη Μόσχα ως ρεσιταλίστ και μαέστρος. 
Από εικοσαετίας αφιερώθηκε στο έργο του Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη, ερευνά την Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική, γράφει και δημοσιεύει τακτικά εντός και εκτός συνόρων, δίνει διαλέξεις, εργάζεται ως επιμελητής σε ελληνικούς και ξένους εκδοτικούς μουσικούς οίκους. Επί 10ετία συνεργάστηκε με τον Τάκη Καλογερόπουλο.
Δίδαξε στα: Fontys Conservatorium (Ολλανδία) και Μουσικό Γυμνάσιο - Λύκειο Ιλίου, ίδρυσε το «Κουαρτέτο Εγχόρδων Κυδωνιάτης» και διετέλεσε εξάρχων της Amsterdam Symphonie Orkest “Con Brio”. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ