Βιβλιο

Προδημοσίευση: «Το ελληνικό όνειρο» του Στάθη Καλύβα

Μια συζήτηση με τον Κώστα Γιαννακίδη για το παρελθόν και το μέλλον της Ελλάδας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

62222-137653.jpg
A.V. Team
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Προδημοσίευση: «Το ελληνικό όνειρο» του Στάθη Καλύβα
Φωτογραφία Στάθη Καλύβα ©ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ//EUROKINISSI

Προδημοσίευση: Διαβάστε ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Στάθη Καλύβα, «Το ελληνικό όνειρο», μια συζήτηση με τον Κώστα Γιαννακίδη (εκδόσεις Μεταίχμιο)

Ο καθηγητής Στάθης Καλύβας απαντά στις ερωτήσεις του δημοσιογράφου Κώστα Γιαννακίδη σε έναν διάλογο που διατρέχει την Ιστορία της Νέας Ελλάδας και αποτυπώνεται στις σελίδες του νέου βιβλίου με τίτλο «Το ελληνικό όνειρο» που θα κυκλοφορήσει αυτή την εβδομάδα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Διαβάζουμε στον πρόλογο του Κώστα Γιαννακίδη:
Αυτό το βιβλίο είχε ως τίτλο εργασίας Μια προσευχή στο μέλλον. Στην αρχή μας άρεσε, μας ιντρίγκαρε. Σκεφτήκαμε ότι το θρησκευτικό στοιχείο θα ξένιζε πολλούς και θα προκαλούσε την περιέργεια περισσότερων. Ήταν και ένας τίτλος συνεπής προς το περιεχόμενο. Το βιβλίο διατρέχει την ιστορία του νέου ελληνικού κράτους καταλήγοντας σε ένα ιδανικό εθνικό σενάριο για την επόμενη δεκαετία. Τελικώς, επιλέξαμε Το ελληνικό όνειρο. Και αυτός ο τίτλος περιέχει το οραματικό στοιχείο, ενώ δημιουργεί και ένα καλούπι για εθνικούς και κατ’ επέκταση προσωπικούς στόχους.

Δεν πρόκειται, ασφαλώς, για ένα προγραμματικό κείμενο, αλλά για λογικές υποθέσεις. Ακολουθούμε τις γραμμές που ξεκίνησαν από την Επανάσταση του 1821, ξεμπλέκουμε το κουβάρι που σχημάτισαν πάνω στον άξονα του χρόνου και προσπαθούμε να δούμε πού θα καταλήξουν. Στο τέλος αυτής της διαδρομής, μέσα από παθογένειες, κρίσεις, έριδες και συγκρούσεις, αναδεικνύεται ένα θετικό σενάριο για μία χώρα που θα εξάγει ευτυχία.

Δεν πρόκειται, επίσης, για ιστορική μελέτη. Είναι όμως μια συνάντηση της ιστορικής αφήγησης με την πολιτική ανάλυση. O Στάθης Καλύβας, ένας από τους σημαντικότερους, παγκοσμίως, πολιτικούς επιστήμονες των καιρών μας, αναλύει σύντομα και περιεκτικά τους μηχανισμούς που κίνησαν την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη στη σύγχρονη Ελλάδα, ξορκίζοντας με πραότητα αφελείς και λαϊκίστικες προσεγγίσεις που έθρεψαν μύθους και στερεότυπα. Τι οδήγησε στην Επανάσταση του 1821; Πώς φτάσαμε στον εθνικό διχασμό; Ποιες πληγές άφησε ο Εμφύλιος; Τι έφταιξε για την κρίση του 2010 και πόσο άλλαξε η Ελλάδα; Πώς θα είναι η χώρα μας στη δεκαετία του 2030;

Προδημοσίευση: «Το ελληνικό όνειρο» του Στάθη Καλύβα   

Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κεφάλαιο που αναφέρεται στη δεκαετή κρίση:

Η κληρονομιά της κρίσης

Κ.Γ.: Η δεκαετής κρίση ήταν κάτι σαν ένα μικρό big bang, διαμόρφωσε καινούργιες συνθήκες, πρωτόγνωρα αντανακλαστικά και νέες συμπεριφορές. Πώς θα κατέγραφε ένας κοινωνιολόγος ή ένας ιστορικός τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία την τελευταία δεκαετία;

Σ.Κ.: Ορισμένες αλλαγές είναι φανερές, όπως η φυγή από τη χώρα πολλών νέων ανθρώπων με υψηλές δεξιότητες και μεγαλύτερες φιλοδοξίες, η τεράστια ανεργία των νέων, που ενίσχυσε την εξάρτηση από τις οικογένειές τους και καθυστερεί την ενηλικίωσή τους, και η γενικότερη πτώση της ψυχολογίας και της αυτοπεποίθησής μας. Το ερώτημα είναι αν οι αλλαγές αυτές θα έχουν διάρκεια, και εδώ η απάντηση είναι ίσως λιγότερο προφανής, καθώς οι συνέπειες της κρίσης είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο που είναι ακόμη σε εξέλιξη και συμπλέκεται με άλλες μεγάλες αλλαγές που δεν έχουν σχέση με την κρίση. Η παγίδα, δηλαδή, είναι να αποδώσουμε στην κρίση εξελίξεις που θα συνέβαιναν ούτως ή άλλως. Για παράδειγμα, στη διάρκεια της κρίσης μειώθηκε δραστικά η επιδραστικότητα των παραδοσιακών ΜΜΕ, ιδιαίτερα του Τύπου, αλλά και της τηλεόρασης, σε σημαντικό βαθμό. Όμως αυτό δεν οφείλεται τόσο πολύ στην κρίση όσο στην τεχνολογική επανάσταση, η οποία έστρεψε τα τεράστια κονδύλια της διαφήμισης προς το διαδίκτυο και μετατόπισε το κέντρο βάρους της πληροφόρησης στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Αλλαγές που παρατηρούνται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ανεξαρτήτως των οικονομικών τους χαρακτηριστικών. Με άλλα λόγια, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας παρατηρούνται ορισμένες βαθιές κοινωνικές αλλαγές, οι περισσότερες από τις οποίες θα πραγματοποιούνταν και κάτω από «κανονικές» συνθήκες. Άλλωστε, πότε σταμάτησε η Ελλάδα να αλλάζει μέσα στα τελευταία 60-70 χρόνια; Ουσιαστικά βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχών αλλαγών. Αν ξεκινήσουμε από τη δεκαετία του ’50, θα διαπιστώσουμε πως η χώρα κατ’ αρχάς μετατρέπεται από αγροτική σε αυτό που ονομάζουμε «ανεπτυγμένη» οικονομία, αστικοποιείται με απίστευτη ταχύτητα και αναπτύσσει μια μικροαστική τάξη που σιγά σιγά εξελίσσεται σε μεσαία. Όλες αυτές οι αλλαγές αντανακλώνται και στο δημογραφικό μας προφίλ, καθώς μειώνεται ο αριθμός των παιδιών ανά οικογένεια, οι γυναίκες μπαίνουν στην αγορά εργασίας και οι αξίες της κοινωνίας σε μια σειρά ζητήματα, όπως οι σεξουαλικές σχέσεις, οι σεξουαλικές ταυτότητες κ.λπ., αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς. Το πώς η κρίση επηρέασε τις μακροχρόνιες αυτές αλλαγές είναι επομένως ένα ερώτημα που δεν έχει εύκολη απάντηση, αλλά το πιθανότερο είναι πως μακροπρόθεσμα η επίδρασή της είναι μάλλον μικρή.

Παράλληλα, στην προσπάθειά μας να επισημάνουμε τις μεγάλες αλλαγές, τείνουμε να προσπερνάμε τις πλευρές εκείνες που παραμένουν σταθερές και επιβιώνουν μέσα σε νέες συνθήκες. Η ελληνική οικογένεια, για παράδειγμα, φαίνεται να κρατά ζωντανά κάμποσα «παραδοσιακά» της στοιχεία, όπως, π.χ., η προστατευτική αγκάλη των γονιών για τα παιδιά τους. Αυτό είναι από τη μία καλό, γιατί δημιουργεί στα παιδιά ένα αίσθημα ασφάλειας που συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας μορφής αυτοπεποίθησης, αλλά έχει ταυτόχρονα και αρνητικά χαρακτηριστικά, γιατί καθιστά συχνά τα παιδιά φοβικά ως προς το ρίσκο και την πιθανότητα αποτυχίας. Και η αλήθεια είναι πως δίχως αποτυχία δεν υπάρχει επιτυχία. Ο φόβος της αποτυχίας ενισχύει τη ροπή προς την ακινησία.

Την τελευταία δεκαπενταετία ιδίως έχει επιταχυνθεί η τεχνολογική επανάσταση, που ιστορικά φαίνεται πως θα έχει επιπτώσεις αντίστοιχες αν όχι μεγαλύτερες από αυτές της Βιο­μηχανικής Επανάστασης. Θα αλλάξει ριζικά η μορφή εργασίας και τελικά ο τρόπος ζωής, καθώς και η αντίληψη που έχουμε για τους εαυτούς μας. Έχω την αίσθηση πως όσο απομακρυνόμαστε, π.χ. σε είκοσι χρόνια από τώρα, είναι πιθανό η κρίση να μη γίνεται αντιληπτή ως το τεράστιο γεγονός που φαντάζει ακόμη, αλλά ως κάτι που τελικά ξεπεράστηκε αφήνοντας σχετικά λίγα ίχνη.

Κ.Γ.: Δεν συμφωνώ. Η κρίση, ως ένα βίαιο γεγονός, είναι και επιταχυντής εξελίξεων. Αν προσπαθούσαμε να περιγράψουμε την κοινωνία όχι απαραίτητα με επιστημονικούς όρους, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πιο κυνική και πιο σκληρή;

Σ.Κ.: Πώς όμως μπορούμε να μετρήσουμε με ακρίβεια φαινόμενα όπως ο κυνισμός ή η σκληρότητα; Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό, και έτσι μπορεί να παρασυρόμαστε σε αυθαίρετες γενικεύσεις. Η δική μου αίσθηση, καθώς κινούμαι και ζω ανάμεσα σε τρεις κοινωνίες, την ελληνική, την αμερικανική και τη βρετανική, είναι πως, ακόμη τουλάχιστον, η Ελλάδα είναι από πολλές πλευρές λιγότερο σκληρή και κυνική από τις άλλες δύο. Υπάρχει, θα έλεγα, ένα στοιχείο ανθρώπινης «ζεστασιάς» που δεν το συναντά κανείς εκεί. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε αυτό να το πει κανείς και μαλθακότητα. Καμιά φορά έχω την αίσθηση πως οι Έλληνες είμαστε πιο μαλθακοί, λιγότερο σκληρόπετσοι από τους Αμερικανούς ή τους Άγγλους – για να μη βάλουμε μέσα στη σύγκριση αυτή την ανατολική Ασία. Γιατί, αν συμπεριλάβουμε τους Κινέζους, Κορεάτες και Ιάπωνες, η μπάλα χάνεται εντελώς.

Αν περάσουμε σε ένα πιο συγκροτημένο επιστημονικό επίπεδο και δούμε τις έρευνες κοινής γνώμης που χρησιμοποιούν διάφορα think tanks, όπως, π.χ., η ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ, θα διαπιστώσουμε μια μεταστροφή μετά την κρίση προς την κατεύθυνση ενός μεγαλύτερου ρεαλισμού. Σήμερα η πλειοψηφία φαίνεται να επιθυμεί λιγότερη φορολογία, έστω κι αν αυτό σημαίνει λιγότερες κρατικές υπηρεσίες. Επιθυμεί περισσότερη οικονομική ελευθερία και λιγότερο κρατισμό. Θέλει περισσότερη τάξη και ασφάλεια. Έχει αναθεωρήσει, δηλαδή, θέσεις και απόψεις που διατηρούσε πριν από την κρίση και, κατά γενική παραδοχή σήμερα, δεν θα ήταν ρεαλιστικές – θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε ως αξίες που βασίζονταν στην ύπαρξη του «λεφτόδεντρου». Έχω δηλαδή την αίσθηση πως βρισκόμαστε σε μια φάση αναθεώρησης του βασικού ιδεολογικού πλαισίου που επικράτησε στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση και το έχω περιγράψει στο παρελθόν με τον χαρακτηρισμό «προοδευτική σαχλαμάρα».

Τι εννοώ με τον όρο αυτό; Αναφέρομαι σε ένα σύνολο εκλαϊκευμένων ιδεών οι οποίες διαμόρφωσαν αντιλήψεις που απέκτησαν τον χαρακτήρα του αυτονόητου. Η ιδέα, π.χ., πως δικαιολογείται (και πρέπει να στηρίζεται) αυτόματα η κάθε διαμαρτυρία της κάθε ομάδας όταν θεωρεί πως θίγεται, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις που προκαλεί στο κοινωνικό σύνολο. Ή η αντίληψη πως το κράτος, έχει πάντα άδικο όταν προσπαθεί να εφαρμόσει τον νόμο, αλλά συγχρόνως θα πρέπει να βρίσκεται αρωγός της κάθε ομάδας όταν διεκδικεί εισοδήματα ή δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος να εξαιρείται από τον νόμο και να τον καταστρατηγεί.

Έχω στο μυαλό μου μια χιουμοριστική ατάκα που είχα δει κάπου, όπου κάποιος πυροπαθής φωνάζει «Πού είναι το κράτος;», για να εισπράξει την απάντηση «Εκεί που ήταν όταν έχτιζες το αυθαίρετο». Αντιφατικές αντιλήψεις είχαν όμως αποκτήσει μέχρι πολύ πρόσφατα (και εξακολουθούν να διατηρούν ως έναν βαθμό, καθώς οι αλλαγές για τις οποίες μιλάμε θέλουν πολύ χρόνο) τον χαρακτήρα της «καθεστηκυίας ιδεολογίας» μαζί με ένα επίχρισμα ρομαντικής επαναστατικότητας και αριστεροσύνης, όταν στην πραγματικότητα καλλιεργούσαν τον πιο ακραίο ατομικισμό και τον πιο έντονο κατακερματισμό της κοινωνίας, προκρίνοντας τα πιο στενά συντεχνιακά συμφέροντα σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος και των δημόσιων αγαθών. Είναι μια ιδεολογία που με ενοχλεί γιατί είναι κατεξοχήν υποκριτική. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη υποκρισία, θεωρώ, από αυτή πολλών πολιτικών που από τη μία μιλούν συνέχεια για το λαϊκό συμφέρον, το δημόσιο σχολείο, νοσοκομείο, νερό, ηλεκτρικό κ.λπ., στο όνομα των οποίων στηρίζουν τα πιο στενά συντεχνιακά αιτήματα (όχι στην αξιολόγηση, στη μη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος κ.λπ.), και από την άλλη δεν διστάζουν να στείλουν τα παιδιά τους στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία και να πάνε όταν έχουν ανάγκη στα καλύτερα ελληνικά ή και ξένα ιδιωτικά νοσοκομεία. Πώς συμβιβάζονται αυτά;

Αποκορύφωμα της κυριαρχίας αυτής της ιδεολογίας, αλλά και κύκνειο άσμα της, θέλω να ελπίζω, υπήρξε αναμφίβολα το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, όταν η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος θεώρησε πως μπορούμε να επιβάλλουμε τις απαιτήσεις μας στην υπόλοιπη Ευρώπη γιατί… το δικαιούμασταν, και πως οι δυσκολίες που περνάγαμε απαιτούσαν αποκλειστικά παραχωρήσεις από άλλους αλλά όχι και προσαρμογές εκ μέρους μας. Το ότι η φούσκα αυτή έσκασε με εκκωφαντικό τρόπο ήταν εντέλει κάτι αναπόφευκτο, έπρεπε όμως να έχει συμβεί πολύ νωρίτερα, τουλάχιστον το 2010. Και αυτό που εξίσου αναπόφευκτα ακολουθεί είναι μια διαδικασία απομάγευσης, προσγείωσης, διόρθωσης, ενηλικίωσης και ρεαλισμού, που θεωρώ πως αντανακλάται στις πολιτικές εξελίξεις οι οποίες ακολούθησαν έκτοτε. Το στοίχημα βέβαια είναι οι εξελίξεις αυτές να οδηγήσουν σε απτές βελτιώσεις, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε στον δρόμο αυτό.

Θα κατέληγα, επιστρέφοντας στην ερώτηση, πως είναι λάθος να περιγράψουμε αυτή τη διαδικασία προσγείωσης και ρεαλισμού ως δείγμα σκληρότητας και κυνισμού, γιατί μια τέτοια ερμηνεία αντλεί ακριβώς από το είδος της ρομαντικής και αφελούς αντίληψης του κόσμου, της προοδευτικής σαχλαμάρας δηλαδή, που κυριάρχησε ως την κρίση και μας οδήγησε σε αυτή.

Κ.Γ.: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, με βάση τους παραδοσιακούς όρους, η ελληνική κοινωνία συντηρητικοποιείται;

Σ.Κ.: Πράγματι ισχύει αυτό με μια έννοια, αλλά θα πρόσθετα εδώ πως ο όρος «συντηρητικοποίηση» είναι φορτισμένος αρνητικά και εντέλει καταλήγει να είναι εξίσου ψευδεπίγραφος όσο άλλοι όροι, όπως, π.χ., «επαναστατικός» και «προοδευτικός». Γιατί αν το καλοεξετάσουμε, δεν ισχύει πως οι άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστάτες είναι συχνά κατά βάθος απίστευτα συντηρητικοί στην καθημερινότητά τους, πολύ πιο συντηρητικοί από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς τους οποίους κατακεραυνώνουν και καυτηριάζουν ως «νοικοκυραίους»; Και, επιπρόσθετα, δεν τους χαρακτηρίζει συχνά μια αλαζονεία, μια έπαρση και μια βαθιά έλλειψη αυτογνωσίας για το τι είναι οι ίδιοι; Δεν είναι ουσιαστικά πλείστοι από τους προοδευτικούς μας επιφανειακά εκσυγχρονισμένοι συντηρητικοί; Νομίζω πως ο Διονύσης Σαββόπουλος το έθεσε καλύτερα από όλους όταν τραγουδούσε το 1989 στο τρομερό του τραγούδι «Μην περιμένετε αστειάκια»: «Πού να ’ναι τώρα οι συντηρητικοί, πού να ’ναι τώρα οι μετρημένοι; / Μείναμε μόνο αναρχικοί κι αριστεροί απελπισμένοι». Σ’ αυτό θα πρόσθετα την παρατήρησή μου πως καμιά φορά κάτω από αυτή την επιδερμική προοδευτικότητα κρύβεται συχνά ένας βαθύς συντηρητισμός με την κακή έννοια του όρου, δηλαδή τη σκουριασμένη, τη στενόμυαλη και την αντιδραστική.

Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο της έννοιας των «νοικοκυραίων», που έχει γίνει κάτι σαν βρισιά στις μέρες μας; Σε τι ακριβώς μας παραπέμπει η λέξη αυτή; Στη θετική της διάσταση περιγράφει μια εκδοχή αυτού που σήμερα θα αποκαλούσαμε «μεσαία τάξη». Αναφέρεται δηλαδή σε ανθρώπους μετρημένους, σεμνούς, εργατικούς, λιτούς, οι οποίοι έβαζαν την αποταμίευση πάνω από την κατανάλωση και την επένδυση στα παιδιά τους πάνω από την ικανοποίηση των δικών τους επιθυμιών – με άλλα λόγια, θυσιάζονταν για κάποιους άλλους. Είχαν τρόπους και αρχές, αποδέχονταν τις κοινωνικές ιεραρχίες, συχνά εκκλησιάζονταν, αισθάνονταν σιγουριά με το δοκιμασμένο και καχυποψία για το καινούργιο, και ακολουθούσαν την πεπατημένη της παράδοσης χωρίς να θέτουν πολλά ερωτήματα και χωρίς να αμφισβητούν. Συντηρητικοί στις αξίες τους, αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά μιας κοινωνίας που επιχειρούσε το μεγάλο άλμα της ανάπτυξης. Η αρνητική εκδοχή της έννοιας αυτής είναι βέβαια ευρύτερα γνωστή: υποκρισία, στενομυαλιά, σκουριά. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης το πρότυπο των νοικοκυραίων αμφισβητήθηκε ολοκληρωτικά και τελικά κατέρρευσε, με αποτέλεσμα η λέξη να αποκτήσει τη σημερινή της αρνητική χροιά. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η εμπειρία της Χούντας. Συνέβαλε στην πλήρη απονομιμοποίηση των αξιακών της θεμελίων, του τριπτύχου «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Συνέβαλε όμως και η επανάσταση των ηθών στη Δύση μετά το 1968, που έφερε στην κορυφή τις αξίες των λεγόμενων χίπηδων, δηλαδή τον ατομισμό, τον ηδονισμό και την έμφαση στην άμεση ικανοποίηση των αναγκών. Η κατάρρευση των νοικοκυραίων ήταν, με άλλα λόγια, αναπόφευκτη.

Στις περισσότερες χώρες της Δύσης, όμως, η μετάλλαξη των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων σε σύγχρονη μεσαία τάξη έγινε με υβριδικό τρόπο. Η σεξουαλική επανάσταση και ο υλιστικός καταναλωτισμός που προέκυψαν τη δεκαετία του ’60 συνδυάστηκαν τελικά με την επιβίωση της θρησκευτικότητας (στις ΗΠΑ) και τη διατήρηση ενός (προτεσταντικού;) μέτρου στη συμπεριφορά και στις αξίες τους (στην Ευρώπη). Αντίθετα, ο μετασχηματισμός στη χώρα μας των παλιών νοικοκυραίων σε μια «μοντέρνα» μεσαία τάξη στα πρότυπα της Δύσης ξεκίνησε από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, απέκτησε ορμή στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αλλά τελικά έμεινε ανολοκλήρωτος εξαιτίας της κρίσης.

Αποκρυσταλλώθηκε έτσι ένας νέου τύπου μικροαστισμός, που πολλές φορές μοιάζει να συνδυάζει τα χειρότερα χαρακτηριστικά των παλιών νοικοκυραίων και της σύγχρονης μεσαίας τάξης. Από τους πρώτους κληρονόμησε την εσωστρέφεια, τον φόβο του καινούργιου και του διαφορετικού, την υποκρισία και την έλλειψη αυτεπίγνωσης. Από τη δεύτερη τον ναρκισσισμό, την ταύτιση της επιτυχίας με τον υπερκαταναλωτισμό, την περιφρόνηση της παράδοσης, την απαξίω­ση των κανόνων, την απουσία ορίων, και την κυριαρχία του παρόντος τόσο σε σχέση με το παρελθόν όσο και με το μέλλον. Ο τοξικός αυτός συνδυασμός μεταφράστηκε σε αξίες και συμπεριφορές ευρύτερα γνωστές ως «χύμα». Αυτές διαπερνούν εγκάρσια τις κοινωνικές, πολιτικές και ηλικιακές διαστρωματώσεις. Τις συναντά κανείς καθημερινά στην εμφάνιση, στην αισθητική και στον τρόπο έκφρασης πολλών ανθρώπων. Ο Αλέξης Τσίπρας, με το ύφος του και την εμφανή απουσία πνευματικής καλλιέργειας (αλλά και αυτογνωσίας ως προς την απουσία αυτή), αποτελεί εμβληματική φιγούρα του είδους. Πρόκειται για έναν μικροαστισμό που φαντασιώνεται πως είναι μοντέρνος και προοδευτικός και είναι παντού. Όπως τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος το 1989: «Πού να ’ναι τώρα οι συντηρητικοί, πού να ’ναι τώρα οι μετρημένοι; / Μείναμε μόνο αναρχικοί κι αριστεροί απελπισμένοι». Κάτω όμως από την επιφάνεια του σύγχρονου παρελαύνουν όλα τα άσχημα στοιχεία της προηγούμενης εκδοχής του.

Προφανώς, η κοινωνική αυτή μετάλλαξη περιορίζει τις δυνατότητες της χώρας να εξελιχθεί θετικά. Δίχως μια ουσια­στικά (και όχι απλώς οικονομικά) μεσαία τάξη είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Στο ζοφερό αυτό τοπίο διακρίνω δύο ελπίδες. Η μία είναι η μαζική μετανάστευση των πιο φιλόδοξων νέων Ελλήνων που κοινωνικοποιούνται με καλύτερα πρότυπα και αξίες. Η άλλη είναι η παράδοξη (καθότι ενάντια στη διάχυτη πραγματικότητα) ανάδυση σκληρά εργαζόμενων νέων παιδιών που ανακαλύπτουν ξανά, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, τις ξεχασμένες αξίες της εργατικότητας, του επαγγελματισμού, του μέτρου και της ακεραιότητας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ