Βιβλιο

Ρούλα Γεωργακοπούλου: «Η εποχή μας δεν φτιάχνει Μαντάμ Μποβαρύ»

Στη «Μέθοδο της Μπουρμπουλήθρας» γράφει για τον τρόμο της πανδημίας, για τα βασικά συναισθήματα, αλλά και για ένα κομμάτι της ιστορίας μας που χάθηκε

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 753
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ρούλα Γεωργακοπούλου
Ρούλα Γεωργακοπούλου © Αλεξία Τσαγκάρη

Συνέντευξη με τη Ρούλα Γεωργακοπούλου με αφορμή το βιβλίο της «Η Μέθοδος της μπουρμπουλήθρας», από τις εκδόσεις Πόλις

Αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσα να μεταφέρω τη συνομιλία μας, χωρίς να προδώσω την «ατμόσφαιρα». ∆ύσκολο. Με τη Ρούλα Γεωργακοπούλου μιλήσαμε με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο, «Η μέθοδος της μπουρμπουλήθρας» (εκδ. Πόλις), αλλά οι λόγοι για να μιλήσει κανείς μαζί της είναι πολύ περισσότεροι. Στις ιστορίες από το λοκντάουν που έχει στο βιβλίο της, γραμμένο εκείνες τις μέρες της «υπερβολικής κλεισούρας και της αχλής του μεγάλου κιδύνου», με έναν τρόπο συναντάει κανείς όλες της τις ιδιότητες – η θεατρικότητα προδίδει τη θητεία της στη θεατρική γραφή, οι εφημερίδες και τα θραύσματα Ιστορίας την πορεία της στη δημοσιογραφία και τη σχέση της με την πολιτική. Κι όταν μου λέει «Ντρέπομαι λίγο, δεν είμαι τίποτα, ποια είμαι;», της απαντάω πως από το βιογραφικό της περνάει η ιστορία του ελληνικού Τύπου («Ποντίκι», «Ένα», «Ταχυδρόμος», «Marie Claire», «Βήμα», «ΝΕΑ», «Athens Voice»)· και πως υπήρξε μέρος της αρχικής μαγιάς και της μετέπειτα πορείας αυτού που γνωρίζουμε σήμερα σαν ελληνική δημοσιογραφία, με την καλή έννοια φυσικά. 

Όλη αυτή η πορεία, ωστόσο, την εποχή της απόλυτης ορατότητας, των αναρτήσεων στο fb και των σχολίων, δεν είναι καθόλου γνωστή...
Ήμουνα άφαντη όλα αυτά τα χρόνια. Ουσιαστικά ξαναϋπογράφω από το 2010 και μετά. Ήμουν 35 χρόνια δημοσιογράφος, κρυμμένη πίσω από κάθε λεζάντα, πίσω από κάθε ρεπορτάζ, αρχισυνταξία,  layout. Έκανα επιτελικές δουλειές, υπεύθυνη τμήματος, αρχισυντάκτρια, ή είχα ανώνυμες στήλες. Την «Ποντικίνα», ας πούμε, την έκανα 35 χρόνια, ήταν η πιο διάσημη στήλη τότε, τη διαβάζανε οι πάντες. Αλλά εμένα δεν μου φαινότανε κάτι ιδιαίτερο. Υποτίθεται πως ήταν τηλεοπτική στήλη, αλλά ήταν πολιτική. Ήταν εύκολο τότε, υπήρχαν μόνο δύο κανάλια, οι αναφορές ήταν κοινές, έγραφες για κάτι που το είχαν δει όλοι. Κι αυτό με βοηθούσε πολύ να κάνω πολιτικό σχόλιο χωρίς να χρειάζεται να επεξηγώ – με ενοχλούν πάρα πολύ οι επεξηγήσεις γιατί χαλάνε και το στιλ, τον ρυθμό. Αν μου χαλάσεις τον ρυθμό, αρρωσταίνω! ∆εν την υπέγραφα τη στήλη, μου έλεγε ο διευθυντής μου πως θα χανόταν η μαγεία. Η δημοσιογραφία για μένα είναι ένα επάγγελμα, δεν είναι ταυτότητα – άλλωστε ποτέ δεν αισθάνθηκα ταυτισμένη με κάτι. Ήμουνα άφαντη, λοιπόν, αλλά ήμουν εκεί, κι ήταν ο τρόπος μου για να βιοποριστώ, ο ευκολότερος κιόλας.

→ H «Ποντικίνα των καναλιών» ήταν η μακροβιότερη και δημοφιλέστερη στήλη μιας εποχής που δεν έχει αφήσει ψηφιακά ίχνη. Της λέω πως θα ήθελα πολύ να διαβάσω ένα δείγμα και με προσκαλεί στο υπόγειό της, εκεί έχει ένα βουνό από εφημερίδες που βαριέται να τις πετάξει ή να τις αποδελτιώσει.

Όσο μιλάμε, δεν λέει τίποτα που να είναι προκάτ. Υπάρχει κάτι σαν συστολή –επειδή την ίδια ώρα σκέφτεται–, και υπάρχει και χιούμορ, ευφυΐα, επιδεξιότητα στη χρήση της γλώσσας. Η αρθρογραφία της, για όσους την παρακολουθούν, έχει πάντα «κάτι», μια επινόηση, εξωκειμενικές αναφορές, σχολιάζει το πολιτικό και το κοινωνικό με έναν άλλο τρόπο από τον συνηθισμένο. Το ίδιο και στα βιβλία της, διαπλέκει τον δημόσιο με τον ψυχικό χώρο, γράφει για την κοινή εμπειρία περνώντας μέσα από την απολύτως προσωπική. Έχουν προηγηθεί τα θεατρικά της έργα. Στην πεζογραφία εμφανίστηκε πριν δύο χρόνια με το «∆έντρα πολλά δέντρα», όπου άγγιξε με έναν απίστευτα συγκινητικό και λεπτό τρόπο τον θάνατο της μητέρας (της). Κι έπειτα, στη «Μέθοδο της μπουρμπουλήθρας», ο τρόμος της πανδημίας, κι ο συλλογικός σουρεαλισμός του λοκντάουν. 

Κάποιοι βρίσκουν τη «Μέθοδο της μπουρμπουλήθρας» κρυπτική… Εσύ τι λες για αυτό;
Μα δεν γράφεις για να κρυφτείς, γράφεις για να φανερωθείς. Εγώ νομίζω ότι η «Μπουρμπουλήθρα» τα λέει όλα, και μάλιστα πιο ξεκάθαρα από ό,τι θα έπρεπε. Εξάλλου, η εποχή μας δεν φτιάχνει Μαντάμ Μποβαρύ, Άννα Καρένινα, Κόμη Μοντεχρήστο. Έτσι κι εγώ για αυτό το βιβλίο, και δεδομένων των συνθηκών, δηλαδή της μίας και μόνης σαρωτικής, φρικιαστικής συνθήκης που είναι η πανδημία, ήθελα να βρω έναν άλλο τρόπο. Και τον βρήκα στον τρόπο της παιδικής λογοτεχνίας που δεν έχει ήρωες με πλήρη ψυχολογική εξάρτυση, δεν με ενδιαφέρει καθόλου η χαρακτηρολογία. Με ενδιαφέρουν τα βασικά ψυχικά γεγονότα, γι’ αυτά γράφω. Γιατί πώς αλλιώς θα αντιμετώπιζα αυτό που ζούσα εκείνη τη στιγμή, και που ζούσαμε όλοι, την ξαφνική τρέλα, γίναμε αίφνης οι τρελοί του σπιτιού, με το οινόπνευμα και τη χλωρίνη. Κι αυτό είναι κάτι που σε καταβυθίζει, σε γυρίζει σε αρχικά στάδια, πολύ αρχαϊκά, στους πρωταρχικούς φόβους. Όπως ο δράκος, ας πούμε, που σηκώνεται τη νύχτα και αποκεφαλίζει 20 παιδάκια…

i_methodos_tis_mpoyrmpoylithras.jpg

→ Το βιβλίο χτίζει ένα παραμυθένιο σύμπαν με ήρωες περγαμόντα, χλωροφύλλες και βανίλιες, συγκάτοικοι όλοι σε ένα σπίτι –όπως ήμασταν κι εμείς τις μέρες του εγκλεισμού–, που ζητούν εμμονικά από την αφηγήτρια να τους λέει ιστορίες. Εκείνη, ψάχνοντας να βρει τι θα αφηγηθεί, περνάει μέσα από διαφορετικούς κόσμους: από το παραμύθι, στον απολύτως ρεαλιστικό της πανδημίας, και από εκεί στον κόσμο μιας προηγούμενης εποχής της ιστορίας μας που δεν υπάρχει πια. Η χρήση της γλώσσας σε ξαφνιάζει, τα παιχνίδια που κάνει, τα επίπεδα αφήγησης, λες και αυτή είναι που καθοδηγεί...

Ένας κόσμος σαν παραμύθι, αλλά η γλώσσα να έχει το πάνω χέρι.
Ναι! Η γλώσσα είναι ένα θηρίο, μόνο αυτή ξέρει την αλήθεια και μόνο αυτή ξέρει πώς να την πει. Την αποκαλύπτει ερήμην μας, είναι όλος ο πολιτισμός και όλος ο ψυχισμός του καθενός μας, είναι μια οντότητα που κάποια στιγμή θα λαλήσει. Το γράψιμο, για μένα, είναι μια αποκαλυπτική διαδικασία, δεν γράφω κάτι που ξέρω από τα πριν γιατί βαριέμαι. 

Δεν είναι κρυπτικότητα, επομένως, είναι ένα παιχνίδι. Κι είναι και κοσμοθεωρία για το πώς γράφεις... συναρμολογώντας μια μπερδεμένη ιστορία.
Περιμένω να δω πότε θα εκπυρσοκροτήσει ο συνειρμός, αυτό με οδηγεί. Αν δεν ακούσω το μπαμ, είμαι πάρα πολύ δυστυχισμένη, όταν όμως το ακούω, λέω… ουφ, εντάξει! τώρα μπορώ να πάω παρά κάτω... Βαριέμαι τις ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, γιατί ξέρω ότι δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε μέση, ούτε τέλος. Ο κόσμος είναι κάτι άλλο, που δεν έχω τη γνώση και τη θεωρητική σκευή για να σου το πω. Από ένστικτο θα έλεγα ότι μπορεί να είναι κάτι κυβιστικό, κάτι πολύπλευρο, κάτι κβαντικό, καμία σχέση πάντως με την κυκλική αφήγηση, ή την ευθύγραμμη. Ο συνειρμός για μένα είναι ένα αλάνθαστο εργαλείο, που μου συμβαίνει και στην κανονική ζωή, όχι μόνο όταν γράφω. Τα πράγματα εμφανίζονται κι εγώ κάνω τις συνδέσεις, έχω πάθος με τις συνδέσεις.

Κάπως έτσι εξηγείται η συνωνυμία του Περγαμόντο με το Μπέργκαμο… 
Μα είναι δυνατόν να καθοδηγήσεις τον συνειρμό σου; Το Περγαμόντο, που είναι ο βασικός ήρωας του βιβλίου, τον είχα βάλει από την αρχή. Κάτσε να βρω κάτι που μου μυρίζει ωραία, σκέφτηκα, γιατί είχα ανάγκη από μια μυρωδιά που θα νικούσε τη μυρωδιά  της χλωρίνης. μετά από πολλές σελίδες ήρθε το Μπέργκαμο που είναι συνωνυμία με το περγαμόντο. Και λέω, Θεέ μου, πώς έγινε αυτό, αυτά τα μικρά θαύματα της γλώσσας... ∆εν είναι ότι το είχα σκεφτεί εκ των προτέρων, συνέβη εντελώς μόνο του… Πάντα όταν γράφω μου συμβαίνουν μικρά θαύματα! 

–> «Εκείνη την ώρα περνούσε η νεκρώσιμη πομπή από το Μπέργκαμο και ο εκφωνητής της τηλεόρασης αναφέρθηκε σε 30 φορτηγά του στρατού φορτωμένα με φέρετρα. Τα περγαμόντα διέκοψαν αμέσως τις κοσμικότητες, σηκώθηκαν και χαιρέτησαν αμέσως στρατιωτικά, λόγω της συνωνυμίας προφανώς…»

∆ιευκρινίζει: «Και τόση ώρα σου μιλάω απλά για τη χαρά του γραψίματος, όχι για το νόημα του βιβλίου!» Κατά κάποιον τρόπο όλα υπάρχουν ήδη εκεί, αν προσέξεις, στην πρώτη σελίδα, όταν ξεκινάει η αφήγηση... 

–> «Ωραία που είμαστε εδώ ψηλά! Κοίταξα ευθεία μπροστά μου χωρίς να ενδιαφέρομαι για κάτι το συγκεκριμένο και σα να νιαούρισα λιγάκι. Έτσι συμβαίνει κάθε φορά που με γραπώνει απροειδοποίητρα από το σβέρκο. Μετά από τόση δράση, βγαίνω συνήθως κατάκοπη. Την ανάγκη δραστηροποίησης επέτεινε κατά κάποιον τρόπο και ο προσωρινός εγκλεισμός από μια προσωρινή πανδημία. Μετεωρίστηκα κάμποση ώρα και μετά, θέλω να σας πω μια ιστορία, είπα και αμέσως η δαγκάνα χαλάρωσε.... Ναι ναι! μια ιστορία, αλλά που να την ξέρουμε όλοι για να σε διορθώνουμε όταν μπερδεύεις τη σειρά, όταν αλλάζεις τιςλέξεις, όταν δεν δίνεις έμφαση εκεί που πρέπει ή όταν βάζεις μέσα κα δικά σου. Γιατί εμείς δεν θέλουμε μια χαλασμένη ιστορία. Θέλουμε μια τέλεια ιστορία, σαν αυγό, και για να γίνουν σαφέστεροι κύρτωσαν της παλάμες τους και τις κούφωσαν σε στάση μισής δίεσης. Μια ιστορία από τις καλές, αλλιώς...»

Στην αρχή τα ζαρζαβατικά-«συγκάτοικοι» ζητούν: «Θέλουμε μια τέλεια ιστορία σαν αυγό (;), δεν θέλουμε χαλασμένες ιστορίες!». Τελικά δεν παίρνουν αυτό που θέλουν... γιατί; Το «αυγό» γιατί το έβαλες;

Από την αρχή προέκυψε το θέμα του αυγού, κι έλεγα τώρα τι είναι αυτό; Ένιωθα πως ήμουν στο χείλος του γκρεμού. Όταν ήμουν μικρή και διάβαζα τη Μαντάμ Μποβαρύ, και στο τέλος έκλεισα το βιβλίο, είπα «είναι τόσο τέλειο..., πώς να το πω σε κάποιον, πώς να το πω...;;; είναι τέλειο σαν αυγό...!» Ριψοκινδυνεύοντας με το «αυγό» ήρθε και η αποκάλυψη. Ναι, είναι οι τέλειες ιστορίες, ε ναι λοιπόν, αυτές είναι! Οι τέλειες ιστορίες είναι οι κοινόχρηστες, είναι ιστορίες που γίνανε σε εποχές που οι άνθρωποι είχαν το ψυχικό περιθώριο να φτιάχνουν επωδούς και βεβαιότητες που γίνονται κοινή αναφορά. Σήμερα δεν μπορούμε να πούμε τέλειες ιστορίες, φτάσαμε σε ένα σημείο που ανακαλύψαμε την πολυπλοκότητά μας και δεν έχουμε μάγους συγγραφείς για να τη συνθέσουν και να την κάνουν έναν τέτοιο αριστούργημα. Είμαστε κατακερματισμένοι και μόνοι, δεν έχουμε κοινές αναφορές. Ο καθένας μας έχει ανέβει επάνω σε έναν καφάσι και μονολογεί στον Εθνικό κήπο. ∆εν πειράζει. Ωραίο είναι κι αυτό.

Κι έτσι η αφηγήτρια μένει να παλεύει με τις χαλασμένες ιστορίες… αυτές ποιες είναι;
Οι χαλασμένες ιστορίες είναι οι αποτυχημένες, οι απωθημένες, τα μη συνειδητοποιημένα πράγματα, τα ανολοκλήρωτα, τα ματαιωμένα, οι μισές μας ιστορίες, αυτά που δεν έχουν καμία πιθανότητα να λάμψουν σαν ένα ολοκληρωμένο αφήγημα, ή σαν ένα υπέροχο λογοτέχνημα. Αυτές έχουμε, αυτές λένε και την αλήθεια μας. Είναι πολύ παραπονεμένες και πάρα πολύ ισχυρές την ίδια στιγμή. Αυτές μας σπρώχνουν και από αυτές κινούμαστε. Από μακριά. Σαν να είμαστε τηλεκατευθυνόμενά τους, χωρίς να το ξέρουμε πολλές φορές. Εγώ όταν κάθισα να γράψω ήμουν πάρα πολύ φοβισμένη, και πάρα πολύ θυμωμένη. 

Γιατί;
Γι’ αυτό που συνέβη.

Ήμασταν κι εμείς μια χαλασμένη ιστορία... εξού και οι ήρωες είναι αυτοί που είναι; 
Ναι, οι ήρωες, αυτά τα ζαρζαβατικά, δεν μπορούσαν να είναι παρά από τον φυτικό κόσμο. Γιατί ήμασταν όλοι σε «φυτική κατάσταση», τουλάχιστον τους πρώτους μήνες της πανδημίας. Το έβλεπα στον εαυτό μου, ήμουνα σαν φυτό. Είχαν φύγει όλες οι ιδιότητές μας κι είχαν μείνει μόνο οι βασικές. Να παίρνουμε μόνο λίγο νερό, και να ανασαίνουμε, και μάλιστα τη νύχτα – τα φυτά τη νύχτα παίρνουνε οξυγονο. ∆εν είχα κανένα ενδιαφέρον να φτιάξω κανονικούς χαρακτήρες, με ονόματα και φύλα, με χαρακτήρες. Τι νόημα θα είχαν ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, ας έρθει κάποιος να μου το πει. 

–> «Όλη μέρα σκουντουφλούσαμε στους διαδρόμους και λέγαμε “συγνώμη” και “παρακαλώ”, “κατειλημμένο” στην τουαλέτα, “το αντισηπτικό τελειώνει”, “με γάλα ή χωρίς” και “είμαι on line με το σούπερ μάρκετ, θέλει κανείς τίποτα”»;

Ήθελα να παίξω με αυτό το υπέροχο σύμπαν με τις βανίλιες και τις χλωροφύλλες, ήθελα να με παρηγορήσω, ήθελα να γράψω κάτι που να με δυσκολέψει πάρα πολύ ώστε να κρατήσει πολύ καιρό για να μην κοιμάμαι και ξυπνάω σαν πεθαμένη…

Τελικά δεν κράτησε και πολύ, 2 Μαρτίου με 8 Μαΐου…

Mέσα στην αφήγηση, στο σύμπαν των ζαρζαβατικών, εμφανίζεται το χρονικό της πανδημίας: διαβάζεις ξαφνικά νούμερα από τους νεκρούς και τα κρούσματα, για τις ομάδες υψηλού κινδύνου, για την πολιτική προστασία, τον ΕΟ∆Υ, τον καθηγητή Τσιόδρα, την καχυποψία και τα αντισηπτικά. Είναι ο κόσμος του απόλυτου ρεαλισμού, σαν να βλέπεις ξαφνικά ειδήσεις στην τηλεόραση. Όμως το ίδιο ξαφνικά εμφανίζονται και οι «αρχαίοι νεκροί», έτσι τους λες. Ανάμεσά τους ο πατέρας (σου), πεθαμένος χρόνια τώρα...
Ο πατέρας μου έτυχε να ταιριάζει επειδή ήταν γιατρός, και σε εκείνη τη φάση έναν γιατρό δεν θέλαμε; Αλλά όχι μόνο... Όταν εγείρονται μεγάλα ερωτηματικά που αφορούν τη σχέση μας με τον έξω κόσμο, στρεφόμαστε προς τον πατέρα. Αυτός θα μας μυήσει στο δημόσιο, στην πολιτική, στη δουλειά, στην κοινωνία δηλαδή. Η επικράτεια του μητρικού βρίσκεται στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού, στο μαγικό, στα συναισθήματα. Είναι το αιλουροειδές που εμφανίζεται στο βιβλίο με πολλές μεταμορφώσεις (θηλυκός γατόπαρδος, λεοπάρδαλη η αναρριχήτρια, βερβερίνα η λιονταρίνα), αυτή είναι στο τέλος που με σώζει μεταμορφωμένη σε «απαστράπτουσα τζάγκουαρ» μου λέει «πήδα μέσα να σε πάω μια βόλτα μια βόλτα κι άσε τις σαχλαμάρες». Ενώ ο άλλος, ο πατέρας, σε βάζει σε καθήκοντα, σε ζόρια, σε μυεί στον κόσμο. 

> «Mέχρι ποιο κεφάλαιο έχετε φτάσει στην Ιστορία; με ρωτάει ο πατέρας μου ελέγχοντας την πρόοδό μου χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από μια εφημερίδα του 1965. μέχρι εκεί που η Ισπανία ξεπέρασε σε κρούσματα τη Γερμανία και η Ιταλία μπήκε όλη σε καραντίνα. Τυλίγει την εφημερίδα του ρολό κι αρχίζει να την χτυπάει νευρικά στα γόνατά του προσθαφαιρώντας δεκαετίας ασυνεννοησίας μεταξύ μας».

Αλλά και η Ιστορία είναι παρούσα, διαβάζουμε μικρές ιστορίες από την Κατοχή, για την υγειονομική πολιτική του Βενιζέλου... Είναι αυτός ο κόσμος που εκπροσωπεί ο πατέρας, και τον φέρνει μέσα στην ιστορία μέσα από τις εφημερίδες. Σε ένα σημείο μάλιστα απαριθμούνται οι τίτλοι των πρωτοσέλιδων του 1965 – είναι η χρονιά της Αποστασίας, και της πολιτικής ανωμαλίας μέχρι τη δικτατορία…
Οι εφημερίδες, ναι, υπήρχαν στο σπίτι, μας μάθανε από νωρίς πως ο σοβαρός άνθρωπος είναι ο ενημερωμένος πολίτης. Το πολιτικό μού προέκυψε σαν αποσαφήνιση της πατρικής φιγούρας, του Βενιζέλου, του Τρικούπη, του Γεωργίου Παπανδρέου, ακόμα και του Τσιόδρα τη συγκεκριμένη στιγμή.  Ένα πεζογράφημα με πολιτικές προθέσεις θα μου προκαλούσε αμηχανία γιατί θα ήταν γραμμένο πριν καν να γραφτεί, οπότε πάει η χαρά του γραψίματος, πέταξε… Ήθελα ωστόσο να βάλω κάτι από την ιστορία του κεντρώου χώρου επειδή προσπάθησε να στρέψει αυτή τη χώρα των μεγάλων παθών προς τον εκσυγχρονισμό και την κοινωνική πρόοδο. Προσπάθησε να φέρει συμφιλίωση και πολιτικό πολιτισμό. Αυτό τελικά δεν έχει συγκινήσει και κανέναν, εμένα όμως με συγκινεί πάρα πολύ, και τον βάζω στο βιβλίο. Είναι σαν να θέλω να πω... Κι αν τα είχαμε καταφέρει...; Κι αν τα είχαμε καταφέρει να μη χυθούμε σε διάφορα πάθη αλλά να δούμε ρεαλιστικά τα πράγματα…; Θα ήθελα να είχε χρησιμοποιηθεί περισσότερο η περιοχή αυτής της ιστορίας· θα ήθελα, με άλλα λόγια, να ήμασταν πιο ασφαλείς. Να μην ήμασταν σαν πυροβολημένοι, τόσα χρόνια τώρα. Να σεβόμαστε πιο πολύ το σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε, να σεβόμαστε τους κανόνες του. Γιατί εμείς τους έχουμε διαλέξει. Ο ρεαλισμός ήταν που μας έλειψε, και για να επιστρέψουμε στα δικά μας, κι ο Τσιόδρας ήτανε ο απόλυτος ρεαλιστής. Ούτε σε χάιδευε, ούτε σε μάλωνε, ήταν πατρική η λειτουργία του. Σου εξηγούσε τι συμβαίνει και έπαιρνε την ευθύνη να κόψει δρόμο προς πιθανά ξέφωτα ζητώντας όμως και τη συμμετοχή του πολίτη. 

Πότε χάθηκε αυτό το παιχνίδι;
Είχαμε περάσει τόσο καλά τη δεκαετία του ’90, που ξαφνικά θεωρήσαμε ότι ήταν δικαίωμά μας να γίνουμε και λίγο παρανοϊκοί, σαν κερασάκι στην τούρτα. Τώρα όμως με την πανδημία, δεν μπορούμε να είμαστε παρανοϊκοί. Είναι θέμα ζωής και θανάτου. Ποτέ πριν δεν είχαμε αντιμετωπίσει ζήτημα ζωής και θανάτου. Ακόμα και στην οικονομική κρίση όλο και κάτι γινόταν και πάλι σωζόταν η κατάσταση...

Είναι η ίδια παράνοια που παίχτηκε και στο δημοψήφισμα;
Ναι, το δημοψήφισμα. Το έχω διαγράψει, είδες; Έχουν καεί τα εγκεφαλικά κύτταρά μου που το δέχτηκαν. Η παράνοια είχε γίνει αρετή, η ύβρις είχε γίνει αξία, κι η τρέλα ήταν το ζητούμενο.

Στην πρώτη φάση της πανδημίας νιώσαμε ασφαλείς...
Στην πρώτη φάση υπήρχε ένα πλαίσιο να το εμπιστευτείς. Ήσουν σίγουρος πως προσπαθούν για το καλύτερο, ότι είχαν την αγωνία να βρουν το σωστότερο, κι έλεγες, μακάρι να τους βγει κιόλας. Ήταν και τόσα που δεν ξέραμε, αυτός ο ιός είναι άγνωστος, δεν σκοτώνει, μπαίνει μέσα στο σώμα μας και επιτίθεται στα όργανά μας. Εμένα αυτό είναι που με φόβισε πιο πολύ, κάτι ξένο και πρωτοφανές που έρχεται για να επιτεθεί στην καρδιά, στο ήπαρ, στον πνεύμονα, ένα παράσιτο με τεράστια διάθεση να σε καταφάει.

Είναι αόρατος και δυσκολευτούμε να εννοήσουμε τον κινδυνο…
Να, είδες που φτάσαμε στην κρυπτικότητα; Αααα.... δεν τον βλέπω, δεν υπάρχει.. Ε πώς δεν υπάρχει; Δεν βλέπεις τον ίδιο, βλέπεις τα συμπτώματα, βλέπεις τη μισή Ιταλία, τη Νότια Αμερική, τις ΗΠΑ, βλέπεις τι γίνεται με την επιστροφή από τα νησιά. Τον ιό δεν θα τον δούμε, είναι κι αυτός κρυπτικός, αλλά τα έργα του είναι θεαματικά. Περάσαμε μια φάση άρνησης, μετά το λοκντάουν, ενώ γνωρίζαμε. Γιατί μια χαρά είχαμε κάτσει στα σπίτια μας και ξεσηκώσαμε όλα τα οινοπνεύματα από τα φαρμακεία. Αλλά, μετά, όλοι νομίζαμε για λίγο ότι μπορούσαμε να είμαστε άνετα, ότι έφυγε ο κίνδυνος, μέχρι κι εγώ που φοβάμαι τόσο πολύ, βγήκα μια μέρα έξω και είπα στον εαυτό μου, πολύ άνετη σε βρίσκω.

→∆εν καταλαβαίνω πότε περνάμε στη συζήτησή μας από τη λογοτεχνία στον κορωνοϊό, κι από εκεί στην πολιτική και την επικαιρότητα, μιλάμε για τα συλλογικά μας τραύματα. Όπως και στο βιβλίο, το προσωπικό, το ψυχικό, μπερδεύονται με το δημόσιο· και η λογοτεχνία με την πολιτική. Και δεν έχουμε μιλήσει ακόμα για το Θέατρο, που είναι μία από τη βασικές της ιδιότητες: θεατρική συγγραφέας. Φαίνεται να τη δέχεται πιο πολύ από το «συγγραφέας». 

Η «Mπουρμπουλήθρα» προδίδει τη θητεία σου στο θέατρο. Το θεατρικό στοιχείο είναι έντονο, με την έννοια πως συχνά, καθώς διαβάζεις, φαντάζεσαι σκηνές, υπάρχει πολύ ζωντάνια…
Χαίρομαι πάρα πολύ που μου το λες αυτό, γιατί η ταπεινή μου άποψη είναι ότι η λογοτεχνία χρειάζεται τη θεατρικότητα ενώ το θέατρο δεν χρειάζεται καθόλου τη λογοτεχνία. Το θέατρο το αγαπώ πολύ, το θεωρώ πολύ υψηλή τέχνη. Από τη μεριά μου, του ανθρώπου που γράφει, μπορώ να πως πως το θεατρικό άπτεται και λίγο της παιδικής σου πλευράς, μάλιστα θεωρούσα τον εαυτό μου λίγο ασόβαρο για να κάνω λογοτεχνία. Όταν το δοκίμασα, ένιωσα ότι θα μπορούσα σε μια ακρούλα να υπάρχω κι εγώ, με τα δικά μου χαρακτηριστικά, που έχουν θεατρικότητα, που λες κι εσύ. 

Πριν κλείσουμε, μένει μια ερώτηση που ήθελα να την κάνω και δεν πρόλαβα… τη λέω στην εκπνοή. 

Και οι αδερφές σου;
Τι να πω για τις αδερφές μου…; 

Μπορούμε να πούμε κάτι, γιατί εμφανίζονται στο πρώτο βιβλίο, στο «Δέντρα, πολλά δέντρα». Από εκεί, αλλά και από τις δημόσιες αλληλεπιδράσεις σας στο fb, για όσους σας παρακολουθούν, βγαίνει προς τα έξω μια αδερφική σχέση ιδιαίτερη, σαν να έχετε διαλέξει η μία την άλλη... 

Της εξηγώ πως μπαίνει κανείς στον πειρασμό να τις φανταστεί εκεί, στη δεκαετία του ’70, όταν είναι νέες φοιτήτριες που ενηλικιώνονται: τρεις όμορφες νεαρές γυναίκες, που εκφράζουν αυτό το μοντέλο της χειραφέτησης, μια εποχή που ακόμα δεν είναι δεδομένο. Σκεφτόμουν πως ίσως μ’ έναν τρόπο καθρεφτίζουν μία από τις ωραίες εκδοχές της γυναίκας της εποχής τους, όταν ακόμα δεν ήταν διαδεδομένη η κουλτούρα του φεμινισμού όπως την ξέρουμε σήμερα – και το επί τρία το κάνει δυνατό σαν εικόνα. Αλλά αυτή δεν θέλει να σταθεί εκεί, αλλά διαλέγει να με πάει πίσω, στα βασικά συναισθήματα.

«Είναι λογικό όταν έχεις κοινή ιστορία με έναν άνθρωπο να έχεις και κοινούς κώδικες, απροσπέλαστους πολλές φορές για τους άλλους. Εμείς βέβαια ήμασταν πολλές, όπως λες κι εσύ. Για τους άλλους αυτό ίσως ήταν λίγο τρομακτικό, γιατί φτιάχναμε ήδη μια παρέα μόνες μας, οπότε μάθαμε γρήγορα και τον ανταγωνισμό, το μοίρασμα, τη ζήλεια, τη χαρά, τη συμφιλίωση, την αλληλεγγύη, όλα τα συναισθήματα τα μάθαμε, ήταν ταχύρρυθμα μαθήματα. Και από αυτή την άποψη νομίζω πως ήμασταν τυχερές. ∆εν χρειάστηκε να ψάξουμε πολύ την γκάμα των συναισθημάτων για να αναγνωρίσουμε τι μας συμβαίνει. Το είχαμε ήδη πάθει, και το είχαμε ήδη φέρει εις πέρας. Είμαστε διαφορετικές βέβαια, και μεγαλώνοντας η καθεμία πήρε τη δική της διαδρομή, και ευτυχώς!»

Μια διαδρομή που τυχαίνει να ξεκινάει στην αρχή της Μεταπολίτευσης… Ίσως και να νιώθουν, σκέφτομαι, μια «ευγνωμοσύνη» για την πορεία που πήραν τα πράγματα, τις δυνατότητες που άνοιξαν, τη διευρυμένη δημοκρατία και ευμάρεια, τα δικαιώματα. Σε μια επόμενη συζήτηση θα της ζητήσω να μου μιλήσει για τη Μεταπολίτευση, είμαι σίγουρη πως θα μου πει πως ήταν ωραία, «πως ήταν η καλύτερή μας και πως πήγε χαμένη επειδή κατασυκοφαντήθηκε από δυνάμεις του σκότους», και θα τη ρωτούσα αν συμφωνεί πως αυτή η παρεξηγημένη τα χρόνια της κρίσης εποχή ήταν και η πιο γόνιμη περίοδος της σύγχρονης ιστορίας μας, για την ταυτότητά μας, το άνοιγμά μας στον κόσμο, αλλά και για τις στρεβλώσεις μας. Προς το παρόν όμως θα μείνουμε εδώ, στα βασικά…


Η Ρούλα Γεωργακοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1955. Σπούδασε Γαλλική φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και για περίπου δέκα χρόνια εργάστηκε σε σχολεία της περιφέρειας. Η δουλειά της στον Τύπο συνοψίζεται ως εξής: εφημερίδα Το Ποντίκι (στήλη «Η ποντικίνα των καναλιών»), περιοδικά ΕΝΑ, Ταχυδρόμος (αρχισυντάκτρια), Marie Claire (διευθύντρια σύνταξης), εφημερίδες ΤΟ ΒΗΜΑ (αρχισυντάκτρια) και ΤΑ ΝΕΑ (χρονογράφος), Athens Voice. Κείμενα και θεατρικά της δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ποίηση» και Book’s Journal.

Κυκλοφορούν η συλλογή «Γυναίκα μετρίου αναστήματος» με διακόσια χρονογραφήματα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα» τη δεκαετία 2002-2012 (εκδ. Πατάκης, 2013) και δύο θεατρικά της έργα σε ενιαία έκδοση με τον τίτλο «Καρφίτσες στα γόνατα» (εκδ. Το Ροδακιό).

Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1986 με το έργο «Διανυκτερεύον» ανεβασμένο από τον θίασο Καθρέφτης της Πέπης Οικονομοπούλου. Ακολούθησαν τα έργα, «Προσπερίνα» (1989), «Φανερωμένη» (1989), «Τα δροσερά σου υπόγεια» (1992), «Οδός Πολυδούρη» (2012),  «Προβοσκίδα» (2020) 

Το «Δέντρα, πολλά δέντρα» είναι η πρώτη της πεζογραφική απόπειρα τον Μάρτιο του 2018 και ακολούθησε η «Μέθοδος της Μπουρμπουλήθρας» τον Μάιο του 2020, εκδόσεις Πόλις και τα δύο. Τα τελευταία χρόνια κάνει μεταφράσεις για τις εκδόσεις Πόλις.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ