Βιβλιο

Νίκη Αναστασέα: Παράπλευρες απώλειες

Πώς βιώνουν οι γονείς τη σύλληψη της κόρης τους

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 424
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
35286-79539.jpg

Η πολυβραβευμένη συγγραφέας Νίκη Αναστασέα πέθανε σε ηλικία 72 ετών. Διαβάστε όσα είχε πει το 2013, στην ATHENS VOICE και τον Δημήτρη Μαστρογιαννίτη με αφορμή το βιβλίο της «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» (εκδ. Πόλις) 


«Είμαστε οι παράπλευρες απώλειες μια καταστροφής για τις οποίες κανείς δεν ενδιαφέρεται»

«Όλο μου το βιβλίο είναι αυτό. Αφού προς στιγμήν είχα σκεφτεί να του δώσω τον τίτλο “Παράπλευρες απώλειες”. Τέτοια μεγάλα γεγονότα όπως η φυλάκιση ενός παιδιού σακατεύει τους γονείς, κι αυτό το ξεχνάμε γιατί βγαίνουν γρήγορα από το κάδρο».  

Στο βιβλίο της «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» (εκδ. Πόλις) η Νίκη Αναστασέα παρακολουθεί πώς επιδρά σε μια οικογένεια η προφυλάκιση της κόρης τους (Ηλέκτρα), αλλά και πως τη βιώνει η ίδια. Η Ηλέκτρα, κατηγορείται γιατί συγκαλύπτει το φίλο της Στέλιο που σκότωσε έναν αστυνομικό, κατά τη διαδικασία εξακρίβωσης στοιχείων. Με νωπές τις ειδήσεις της σύλληψης των τεσσάρων στην Κοζάνη, τα αποσπάσματα από το (εξαιρετικό) βιβλίο της έδωσαν αφορμές για σχολιασμούς.

«…Μας έχουν γραμμένους κανονικά. Μας φτύνουνε κατάμουτρα και μετά πέρα βρέχει. Εγώ όμως όταν με φτύνουνε δεν λέω συγνώμη, μήπως σας ξέφυγε καμιά ροχάλα, γυρνάω επιτόπου και ρίχνω κουτουλιές».

«Τον Στέλιο, που πυροβόλησε τον αστυνομικό, απέφυγα εσκεμμένα να τον εντάξω σε ένα συγκεκριμένο πολιτικά ιδεολογικό χώρο· θα με οδηγούσε σε άλλους δρόμους, που δεν ήθελα. Γι’ αυτό και δεν ασχολούμαι πολύ με τον ίδιο και τη μητέρα του, αλλά με την Ηλέκτρα και την οικογένειά της. Πάντως, θα περιοριζόμουν στο να πω πως εκφράζει ένα ρεύμα νέων ανθρώπων που μένουν στα κλασικά: οι πλούσιοι φταίνε για όλα, όλα μας καταπιέζουν, είμαστε στο πλευρό των αδυνάτων… Η Ηλέκτρα, από την άλλη, είναι απλά ερωτευμένη μαζί του».

«Γιατί; Της λέω. Ήταν ανακατεμένη ή δεν ήτανε; Κι ούτε ξέρω σε τι είδους ιστορία. Κανένας μας δεν ξέρει. Πάντως, ό,τι και να έκανε δεν μπορεί να ήταν καλό, αλλιώς δεν θα ήταν τώρα μέσα. Γιατί δεν είσαι εσύ στη φυλακή; Γιατί δεν είμαι εγώ; Αν δεν τους πειράξεις δεν σε πειράζουνε. Ντρέπομαι, της λέω, ντρέπομαι και είμαι κι έξω φρενών μαζί της».

«Δεν μπήκα καθόλου στη λογική να βρω κοινά σημεία στη συμπεριφορά των γονιών των παιδιών που πιάστηκαν στην Κοζάνη με τη συμπεριφορά των ηρώων του βιβλίου. Οι γονείς και ο αδελφός της Ηλέκτρας είχαν μια εσωστρεφή αντίδραση για τη σύλληψή της. Τον πόνο τους τον κράτησαν στο σπίτι τους. Τις αντιδράσεις κάποιων από τους γονείς των παιδιών που συνελήφθησαν θα τις χαρακτήριζες πιο εξωστρεφείς. Μίλησαν σε ΜΜΕ, έβγαλαν ανακοινώσεις με πολιτικό περιεχόμενο. Ίσως αυτό πίστευαν πως ήταν το καλύτερο προκειμένου να δείξουν στα παιδιά τους πως είναι στο πλευρό τους. Δεν θέλω να κρίνω…»   

«Αν θες να ξέρεις, του λέω, εσύ την έκανες την Ηλέκτρα όπως είναι. Πες μου μια φορά που της είπες όχι! Πες μου, πότε; Να σου πω εγώ; Τον ρωτάω, ποτέ! Και να πού κατέληξε».

«Θα μιλήσω από προσωπική πείρα. Η λέξη “όχι” δεν υπήρχε στο σπίτι μας. Όταν ο γιος μου, ο Ρήγας, πήγε σχολείο, του δώσαμε “Tο κόκκινο βιβλιαράκι των μαθητών”, που είχε κυκλοφορήσει, αν θυμάμαι καλά, στη Σουηδία αρχές του ’70, και έγραφε στην πρώτη σελίδα: “Οι δάσκαλοι λένε ψέματα. Οι γονείς λένε ψέματα”. Όταν λες στο παιδί σου πως υπάρχει μόνο το “θέλω” και πως δεν υπάρχει το “πρέπει” θα δυσκολευτεί σίγουρα πολύ να ζήσει στην αληθινή ζωή. Γιατί η ζωή όταν της λες “θέλω” σου απαντάει “θέλε, δεν μ’ ενδιαφέρει” και σ’ αφήνει μετέωρο. Πάντως, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, δεν υπάρχει τίποτα το αυτοβιογραφικό στο βιβλίο. Μόνο κάποιες εικόνες από την Πλάκα, όπου έμενα, υπάρχουν και η κυρία που ποτίζει τα λουλούδια της στο μπαλκονάκι της είναι η μάνα μου».

«Ο πατέρας της το ’49 στις φυλακές Αβέρωφ, η Πελαγία παιδί στο Τρίκερι εξορία με τη μάνα της και η κόρη μου στο Κορυδαλλό. Τι πήγε λάθος;»

«Νομίζω πως σ’ αυτή την πρόταση περνάει ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Εγώ είμαι παιδί του εμφυλίου, εσύ του Πολυτεχνείου και πάει λέγοντας… Λέω καμιά φορά για τα σημερινά παιδιά, να κάνουν ό,τι νομίζουν καλό γι’ αυτό τον τόπο, όχι όμως επαναλαμβάνοντας τα δικά μας λάθη, τα οποία ήταν επανάληψη των λαθών των γονιών μας. Πρέπει να κάνουν τα δικά τους λάθη. Γιατί οι εποχές έχουν αλλάξει. Δεν ζούμε τον ιμπεριαλισμό της εποχής του Λένιν. Ο αντίπαλος έχει αλλάξει και μορφή και έκφραση και στάση. Διάβαζα ένα άρθρο που αναρωτιόταν γιατί η Ευρώπη δεν πηγαίνει προς τα Αριστερά. Κατέληγε πως ο καπιταλισμός συνέχεια μεταλλάσσεται, βρίσκει άλλους τρόπους να δελεάζει και η Αριστερά μένει εκεί παγωμένη στις τακτικές του παρελθόντος. Την εποχή της πληροφόρησης εμείς χρησιμοποιούμε ακόμα λάβαρα, την καταστροφή και τις δολοφονίες ως λύση».

«Ο Στέλιος! Για όλα φταίει αυτός! Αυτός και οι παρέες που έκανε η κόρη μας. Και η κοινωνία. Είναι κοινωνία αυτή να μεγαλώνεις παιδί; Όμως, η Ηλέκτρα δεν φταίει, δεν έκανε τίποτα. Είναι καλό παιδί η Ηλέκτρα! Είναι δικό μας παιδί!»

«Είναι εύκολο να ρίχνεις το ανάθεμα στην κοινωνία· στους απέναντι. Γιατί ο γονιός δυσκολεύεται να κάνει μια σοβαρή αυτοκριτική. Να ονοματίσει τον τρόπο που διαπαιδαγώγησε ως αποτυχημένο. Αλλά και πάλι πώς να το κάνει; Και η κοινωνία παίζει το ρόλο της –διάβασα μια έρευνα που αποκάλυπτε πως μόνο σ’ ένα 5% των χρηστών έφταιγαν οι γονείς–, αλλά και η ψυχοσύνθεση του παιδιού, οι παρέες του. Το θέμα δεν είναι να αντιστέκεσαι μόνο σε μια κοινωνία, αλλά και στον εαυτό σου, σε συμπεριφορές που φέρνουν το κακό».

«“Ο Σεμπρούν έλεγε”, του λέω, “μιλούσε βεβαίως για την επανάσταση, παίρνοντας αφορμή από τη Γαλλική και τον Ροβεσπιέρο, ουσιαστικά όμως εννοώντας τη δική τους χαμένη επανάσταση, ότι αυτή η ανατροπή, αυτό το πέρασμα από το πεθαίνω για κάτι που πιστεύω στο σκοτώνω για κάτι που πιστεύω, είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν θέματα όλων των επαναστάσεων. Εσένα ποια είναι η γνώμη σου;” του λέω».

«Ο Χόρχε Σεμπρούν για μένα είναι ένας τεράστιος συγγραφέας. Ήταν μέλος της κεντρικής επιτροπής του κομμουνιστικού κόμματος της Ισπανίας την εποχή που ήταν στην παρανομία. Φυσικά στην πορεία διαγράφηκε και έγιναν όλα αυτά τα χαριτωμένα –χαρακτηρίστηκε χαφιές κ.λπ. Δεν ξέρω, μου φαίνεται απίστευτο μετά από τόση εμπειρία και τόσα γεγονότα η Αριστερά να μην καταδικάζει την οποιαδήποτε μορφής βία. Δεν το καταλαβαίνω και δεν μπορώ να το συγχωρήσω. Τον μόνο δογματισμό, τον οποίο επιτρέπω στον εαυτό μου, είναι πως αρνούμαι κάθε μορφή βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται».

«Έπρεπε να είμαι σίγουρη τι ήθελα να κάνω και ότι αυτό το ήθελα αμετανόητα. Για όλη μου τη ζωή. Για μένα, λέει, κι όχι για κάποιον άλλον. Κι αυτό είναι το μόνο τίμιο».

«Σε όλα τα προηγούμενα βιβλία μου οι ήρωες ήταν δογματικά σταθεροί. Ίσως γιατί κι εγώ ανακαλύπτω σ’ εμένα πολλές φορές την εβδομάδα ένα κρυφό Στάλιν. “Ωχ, τον βρήκαμε πάλι το σύντροφο”, μονολογώ. Οι περισσότεροι ήρωες αυτού του βιβλίου έχουν απεκδυθεί του δογματισμού τους· ο πατέρας μόνο παλινωδεί γι’ αυτό καταλήγει σε μια πράξη, την οποία πιο πριν κατηγορούσε.  Μια άλλη αφετηρία που είχα στο μυαλό μου ήταν πως ήθελα να γράψω μια ιστορία προδοσίας. Απέναντι στον έρωτα, στους γονείς, στην ιδεολογία, στον άνθρωπο που αγαπάς μια στιγμή που σε χρειάζεται. Όλες υπάρχουν στο βιβλίο, αλλά χωρίς ποτέ να ρίχνω τη λίθο του αναθέματος. Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι –τους “Δαιμονισμένους” τους ξέρω πια απ’ έξω– μου το δίδαξε αυτό».

«Δεν ξέρουνε τίποτα, μου λέει, όχι μονάχα γι’ αυτό, για όλα. Έρχονται εδώ σαν να πάνε σινεμά. Έρχονται και με βλέπουνε! Κάθονται πίσω από το τζάμι και με κοιτάζουνε».

«Κάπως έτσι αντιμετωπίζουμε και το θέμα με τους τέσσερις συλληφθέντες. Σαν να βλέπουμε σινεμά. Γράφονται δε και λέγονται πράγματα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη καθόλου τις παρενέργειες. Πως από την άλλη πλευρά υπάρχουν άλλα παιδιά έτοιμα να ταυτιστούν. Τι να πω με αυτή την έλλειψη σοβαρότητας, ειδικά αυτή τη στιγμή; Ωχ, πάλι ο Στάλιν ετοιμάζεται να βγει από μέσα μου».

«Στο κάτω-κάτω, ποιος μπορεί να ξέρει τι είναι σημαντικό για ένα φυλακισμένο και τι είναι τρίχες. Πού βάζει την αξιοπρέπειά του ο ένας και πού ο άλλος. Πότε σπάει κάποιος και πότε λέει ίσαμε εδώ».

«Μια φίλη μου που έχει κάνει φυλακή, και παρακολουθούσε το γράψιμο του βιβλίου,  μου εξομολογήθηκε πως αν αφήσω την Ηλέκτρα στη φυλακή δεν θα μου το συγχωρούσε ποτέ. Θυμάμαι πόσο επιπόλαια θεωρούσαμε, όταν ήμασταν νέοι Μαοϊκοί, πως ήταν στόχος ζωής να μπούμε στη φυλακή. Χωρίζαμε τα βιβλία σ’ αυτά που θα διαβάζαμε στη φυλακή και αυτά που θα διαβάζαμε έξω. Ευτυχώς τη γλιτώσαμε».

«Και κάποτε έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σ’ αυτά που πιστεύεις και σε ένα χρέος που είναι άμεσο, που είναι τόσο πολύ επείγον ώστε δεν χωράει ούτε μια στάλα καθυστέρηση, τότε που η πραγματική ζωή μπαίνει ανάμεσα στις πεποιθήσεις σου και στο καθήκον σου».

«Ενώ το τέλος του βιβλίου άφησε τον περισσότερο κόσμο ικανοποιημένο, υπήρξαν αντιδράσεις, ιδίως από παλιάς γενιάς Αριστερούς. Κάποιοι μου τηλεφώνησαν για να με ρωτήσουν γιατί την έβαλα να πάρει αυτή την απόφαση που πήρε, κι εγώ τους απάντησα “Γιατί είναι 22 χρονών”. Όταν επέμεναν, συνέχισα “Ξέρετε πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή η Ηλέκτρα; Είναι στη Γλυφάδα, με τον ήλιο και πίνει καφέ. Και αυτό το δικαιούται”».

«“Είχα άδικο. Το παραδέχομαι. Πίστευα ότι υπήρχαν πράγματα που εξακολουθούν να έχουν σημασία μόνο και μόνο επειδή άλλοτε είχαν σημασία. Μα είχα άδικο. Τίποτα δεν έχει σημασία, μόνο η ανάσα, ν’ ανασαίνεις, να γνωρίζεις και να είσαι ζωντανός”». (Απόσπασμα από το βιβλίο «Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ» του Φόκνερ, που μεταφράζει ο πατέρας της Ηλέκτρας).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ