Πολιτισμος

Ο Μίκης Θεοδωράκης, η Ρωμιοσύνη και το δημογραφικό ζήτημα

Να την κλαίς ή να μην την κλαίς την Ρωμιοσύνη τελικά;

Θανάσης Δρίτσας
Θανάσης Δρίτσας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Μίκης Θεοδωράκης σε καναπέ παραχωρεί συνέντευξη σε δημοσιογράφο
© Wojtek Laski/Getty Images/Ideal Image

Ο Θανάσης Δρίτσας γράφει για τα ευρήματα των δημογραφικών ερευνών και το μέλλον του ελληνικού πολιτισμού με αφορμή τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη.

Είναι γεγονός ότι με την αναχώρηση της γιγάντιας φιγούρας του Μίκη Θεοδωράκη σηματοδοτείται προοδευτικά το τέλος μιας εποχής και μιας τέχνης (μουσική και ποίηση) με ευρύτατα  εθνικό (ελληνικό) χαρακτήρα και με ποιοτικά χαρακτηριστικά. Με αφορμή τα τιμητικά αφιερώματα λόγω θανάτου του Μίκη μπορούσε κανείς, τις τελευταίες ημέρες, να ακούσει ποιοτική ελληνική μουσική σε πολλά ραδιόφωνα. Μου έκανε εντύπωση διότι πρακτικά η ελληνική μουσική, με εξαίρεση ελάχιστους σταθμούς που παίζουν παλιά ελληνικά τραγούδια, δεν ακούγεται καθόλου στις μέρες μας. Και μάλιστα δεν ακούγεται (ραδιοφωνικά εννοώ) μουσική που γράφεται σήμερα από νέους Έλληνες συνθέτες που να μην συνθέτουν pop μουσική «κατανάλωσης» για την διασκέδαση της νύχτας ή να μελοποιούν ποίηση νέων-άγνωστων ελλήνων ποιητών.

Η κυριαρχία των play list έχει εξαφανίσει οτιδήποτε φρέσκο ή καινούργιο από το (όποιο) σημερινό ραδιόφωνο. Τα ίδια και τα ίδια, εμπορικά χαμηλού γούστου, ανόητου στίχου, εύπεπτης μουσικής. Και είναι προφανές ότι ο κατήφορος ακολουθεί τον κατήφορο που ακολουθεί και η ίδια η ελληνική γλώσσα. Το λεξιλόγιο της γλώσσας που χρησιμοποιεί σήμερα ο μέσος Έλληνας δεν περιέχει ούτε το ένα δέκατο λέξεων και εννοιών που χρησιμοποιούσε ο Ελληνας των δεκαετιών 1960-1970-1980. Γλωσσική φτώχεια λοιπόν η οποία συμβαδίζει και με την προοδευτική εξαφάνιση νέων βιβλίων ποίησης στα βιβλιοπωλεία. Πολύ λίγη φρέσκια ποίηση βρίσκει κανείς στα ράφια σήμερα, δεν την θέλουν οι ίδιοι οι εκδότες, δεν πουλάει σήμερα η ποίηση. Αν σκεφτούμε ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις (μετά το 2050) η ελληνική γλώσσα θα ομιλείται, ως μητρική γλώσσα, μόνον από ένα μικρό ποσοστό των πολιτών που θα ζουν εντός ελληνικών συνόρων αντιλαμβανόμαστε τότε και το πρόβλημα της ποίησης. Γλώσσα και ποίηση συνδέονται άμεσα εφόσον η ποίηση γίνεται με λέξεις.

Tο 1961, το 8,3% μόλις του πληθυσμού της Ελλάδας ήταν γηραιότεροι των 65 ετών, ενώ το 26,2% νεότερο των 14 ετών. Το 2020, η διαφορά στη σύνθεση του πληθυσμού ήταν αξιοσημείωτη, καθώς το 22,3% ήταν άνω των 65 ετών και μόλις το 14,2% κάτω των 14 ετών. Ο δείκτης γήρανσης στη χώρα (που μετριέται από τον λόγο του πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 ετών προς τον πληθυσμό ηλικίας έως 14 ετών) είναι 156,2 (στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που δημοσιεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 2020), ένα νούμερο που σίγουρα δεν θεωρείται ενθαρρυντικό, ενώ οι ενδείξεις για το μέλλον θέλουν τη μείωση του πληθυσμού να γίνεται ακόμη εντονότερη. Ενδεικτικά, αρκεί να αναφέρουμε ότι ο ίδιος δείκτης το 1961 ήταν στο 30,6.

Σύμφωνα με προβλέψεις της εταιρείας διαΝΕΟσις (έρευνα του 2016), ο πληθυσμός της χώρας μας, από τα 10,7 εκατομμύρια που είναι σήμερα, το 2050 θα μειωθεί στα 10 εκατομμύρια σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο ή ακόμη και στα 8,3 εκατομμύρια σύμφωνα με το απαισιόδοξο. Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από περίπου 800 χιλιάδες μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα, ενώ η διάμεση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951 – και 44 έτη στη διάρκεια της έρευνας – αναμένεται να αυξηθεί κατά 5 έως 8 έτη. 

Μπορεί όμως κάποτε να εξαφανιστεί μια γλώσσα; Μια γλώσσα χάνεται, όταν δεν έχει πια ανθρώπους να τη μιλούν, δηλαδή δεν έχει «ομιλητές». Και αυτό συμβαίνει, όταν μια κοινότητα ανθρώπων που μιλάει μια γλώσσα ζει σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί μια άλλη γλώσσα. Κυριαρχεί γιατί τη μιλούν πολύ περισσότερο, και γιατί αυτοί που τη μιλούν έχουν πολιτική και κοινωνική δύναμη. Έτσι, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κοινότητες που μιλούσαν ελληνικά (ελληνόφωνες) αλλά ήταν απομονωμένες στα βάθη της Ανατολής έπαψαν να μιλούν ελληνικά και έγιναν τουρκόφωνες. Οι Ιρλανδοί, που ζούσαν κάτω από την κυριαρχία των Άγγλων, έχασαν τη δική τους παλιά γλώσσα και έγιναν, οι περισσότεροι, αγγλόφωνοι.

Σύμφωνα με μελέτες του αμερικανού γλωσσολόγου, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Columbia, John Hamilton McWhorter από τις 6.000 γλώσσες που μιλιούνται σήμερα προβλέπεται ότι σε 100 χρόνια θα επιβιώσουν οι 600, και αυτές σε μια μορφή πολύ απλοποιημένη, συγκριτικά με την τρέχουσα μορφή τους, σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας: φωνητικό, φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό, πραγματολογικό.

Με βάση τις προβλέψεις του καθ. McWhorter οι γλώσσες τις οποίες θα μιλούν οι άνθρωποι σε εκατό χρόνια από τώρα θα έχουν απλούστερη μορφή, θα μοιάζουν, σε μια πρόχειρη αναλογία, με τις «κρεολές» γλώσσες της εποχής μας. Η απλούστευση των γλωσσών σχετίζεται άμεσα με δύο παράγοντες οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους: τις μετακινήσεις πληθυσμών και τον αριθμό των παιδιών που μαθαίνουν μια γλώσσα. Οι ενήλικες δεν μαθαίνουν ποτέ σωστά και πλήρως μια γλώσσα. Αφενός, επειδή συνήθως υπάρχει κάποια σκοπιμότητα και περιορισμένος χρόνος για την εκμάθησή της, μαθαίνουν κυρίως ό,τι τους χρειάζεται, αφετέρου είναι δύσκολο να μάθουμε σωστά μια ξένη γλώσσα όταν δεν έχουμε πια τον εύπλαστο εγκέφαλο των παιδιών, ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για τονικές γλώσσες όπως τα κινεζικά, όπου η αλλαγή του ύψους του τόνου μιας συλλαβής συνεπάγεται διαφορετική έννοια.

Γίνονται όπως φαίνεται αξιόλογες προσπάθειες να διατηρηθούν γλώσσες που κινδυνεύουν με εξάλειψη, αλλά η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι λίγες από αυτές θα χρησιμοποιηθούν τελικά από κοινότητες που θα αναθρέψουν παιδιά με τις γλώσσες αυτές, κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος ύπαρξης μιας γλώσσας στην πληρότητά της. Η εκμάθηση μιας γλώσσας μέσα από τους δρόμους της τυπικής μάθησης, με γραμματικές και συντακτικά και λεξικά, μπορεί να συντηρεί τη γλώσσα από την εξαφάνιση, αλλά δεν μπορεί να συντηρήσει την πολυπλοκότητά της, στην οποία οφείλει κάθε γλώσσα τον θαυμάσιο πλούτο της. Βλέπουμε λοιπόν πόσο ουσιαστικά συσχετίζεται τελικά η εκμάθηση αλλά και η διατήρηση μιας γλώσσας με το δημογραφικό πρόβλημα και τις γεννήσεις νέων παιδιών.

Το πρώτο κύμα απλοποίησης των γλωσσών συμβαδίζει με το πρώτο κύμα μετακινήσεων, όταν τα πρώτα τεχνολογικά μέσα της ανθρωπότητας (τροχός-πλοία) επέτρεψαν στους ανθρώπους να αλλάζουν τόπο και να διασχίζουν θάλασσες. Το δεύτερο κύμα απλοποίησης των γλωσσών παρατηρείται στην εποχή της δυτικής αποικιοκρατίας, όταν δημιουργούνται κρεολές γλώσσες, από την επιγαμία της γλώσσας των κυρίαρχων αποίκων με τις τοπικές γλώσσες των κυριαρχούμενων. Το τρίτο κύμα συμβαίνει σήμερα, με τις μαζικές μετακινήσεις και μεταναστεύσεις πληθυσμών. Μπορούμε βέβαια να δούμε και μια άλλη όψη, πολύ θετική, του γλωσσικού ζητήματος ότι δηλαδή σήμερα διαθέτουμε εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα ώστε να καταγράψουμε μια γλώσσα για την ιστορία. Και επιπλέον φαίνεται ότι στο μέλλον περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν τη δυνατότητα, με την βοήθεια της τεχνολογίας, να συνεννοηθούν μεταξύ τους μιλώντας την ίδια γλώσσα. Αν το σκεφτεί κανείς διαφορετικά, πλησιάζουμε ίσως στην εποχή που, κατά κάποιον τρόπο, θα λυθεί η «κατάρα» της Βαβέλ.

Εμείς προς το παρόν φαίνεται ότι θυμόμαστε τη γλώσσα μας και τη μουσική μας μόνον όταν  αναχωρεί για τον άλλο κόσμο κάποιος από την μεγάλη σχολή της ελληνικής τέχνης, μέχρι να τελειώσουν και αυτοί οι λίγοι που υπάρχουν ακόμη κοντά μας. Ένα πένθιμο εμβατήριο του ελληνικού πολιτισμού ίσως βιώνουμε παράλληλα με την Ελλάδα των μνημονίων και της πανδημίας. «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαίς εκεί που πάει να σκύψει» μας τραγουδούσε ο Μίκης και μας παρηγορούσε. Να την κλαίς ή να μην την κλαίς την Ρωμιοσύνη τελικά; Ο Μίκης ελπίζω να διαψεύσει με την προφητική τέχνη του τα ανησυχητικά–αντικειμενικά-δεδομένα των δημογραφικών ερευνών. Πολύ συχνά στην ιστορία οι μεγάλοι ποιητές και συνθέτες προφητεύουν τα μέλλοντα καλύτερα από τις επιστημονικές μετρήσεις.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ