

Φιλοδώρημα: Η Μανίνα Ζουμπουλάκη γράφει για την κουλτούρα του πουρμπουάρ όσο μειώνονται τα χρήματα των ανθρώπων.
Κάποτε μια φίλη δούλευε σερβιτόρα σε πολυτελές εστιατόριο στη Βυτίνα (νομίζω). Εξυπηρετούσε ένα τραπέζι με μια δύσκολη πελάτισσα, αγενή, απότομη και απαιτητική, το είδος δηλαδή που κάνει τους υπαλλήλους να φτύνουν στο πιάτο του πελάτη, μόνο που η φίλη δεν έφτυσε, έκανε υπομονή, η πελάτισσα ήταν επώνυμη, πλουσία, οι συνάδελφοί της την παρηγόρησαν ότι θα πάρει ένα καλό πουρμπουάρ, σκέφτηκε «δε βαριέσαι, θα το πιω το πικρό ποτήρι»…. Και συνέχισε να υπομένει την αγένεια μαζί με τις απαιτήσεις της πελάτισσας.
Στο τέλος της βραδιάς η πελάτισσα σηκώθηκε, μάζεψε την προίκα της, φόρεσε τη γούνα της (ναι, ήταν τέτοιο μαγαζί) και άφησε στο τραπέζι ένα δεκάλεπτο: ένα μικρό τσίπικο νόμισμα των 10 λεπτών, για ένα γεύμα των 300+ ευρώ. Η φίλη έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει το νόμισμα, έπειτα το άρπαξε, όρμησε έξω από το εστιατόριο και πέταξε το δεκάλεπτο προς το μέρος της πελάτισσας φωνάζοντας, «Μαντάμ, μαντάμ, κάτι ξεχάσατε!»
Η ιστορία δεν έχει ηθικό δίδαγμα, δεν ξέρω αν η πελάτισσα σκόνταψε κι έφαγε τα μούτρα της, αν το νόμισμα την πέτυχε στο κούτελο, αν διαμαρτυρήθηκε στην διεύθυνση, ούτε καν κατά πόσο η φίλη σερβιτόρα απολύθηκε, ή παραιτήθηκε μετά από αυτήν την βαριά προσβολή. Το θέμα είναι ότι όποιος δουλεύει στο σέρβις, δικαιούται πουρμπουάρ, κι όσο πιο σκληροτράχηλος και γάιδαρος είναι ο πελάτης, τόσο μεγαλύτερο πρέπει να είναι το πουρμπουάρ. Δεν υπάρχει κάποιος νόμος να το επισημοποιεί αυτό, απλώς ο μέσος άνθρωπος καλό είναι να έχει δουλέψει στο σέρβις έστω για μία φάση της ζωής του, έστω για λίγο διάστημα, ανάμεσα σε άλλες δουλειές… γιατί τότε καταλαβαίνει την αξία του πουρμπουάρ, και τις δυσκολίες του επαγγέλματος.
Κατά μια άλλη άποψη, ο μέσος άνθρωπος είναι καλό να μην είναι σπαγγοραμένος, αλλά αυτό είναι λαχείο, να μη σου τύχει, γιατί σπαγγοραμένοι άνθρωποι κυκλοφορούν παντού και είναι δύσκολο να τους αποφύγει κανείς ή να τους κόψει την καλημέρα. Όσο μειώνονται τα λεφτά μας, ο αριθμός των ανθρώπων αυτών αυξάνεται συνεχώς… και ακόμα κι όταν δεν είσαι εσύ το ίδιο το άτομο «σφιχτό», «με καβούρια στις τσέπες», «ταλιροφονιάς» ή τσίπης, πολλές φορές πια διστάζεις ανάμεσα στο πορτοφόλι σου και το τραπέζι μπροστά σου: ένα ευρώ είναι λίγο, δύο ευρώ ίσως καλύτερα αλλά και πάλι όχι, τάλιρο παρα-είναι πολλά, δεν είναι;
Ο κανόνας του 10%, που έχει θεσπιστεί από τους Αμερικάνους από το 1917, και για όλες τις εποχές που είχανε πολλά δολάρια, ισχύει - ως ένα βαθμό: δύσκολα αφήνεις σήμερα 10 ευρώ για λογαριασμό των 100 ευρω, το δεκάρικο είναι ένα ολόκληρο ταξί για να γυρίσεις σπίτι σου, αρχίζεις να ψιλο-κοσκινίζεις το σέρβις, που τελικά δεν ήτανε σπουδαίο, ορίστε, σε κοίταξε στραβά κάποια στιγμή ο σερβιτόρος, και άργησε αδερφέ μου εκατό ώρες να φέρει εκείνο το νερό. Έχει τύχει να δω πουρμπουάρ 200 ευρώ σε μαγαζί που τραγουδούσε ο Αντώνης Ρέμος, αλλά τα μπουζούκια, ή τα εστιατόρια με πίστα και με διάσημες φωνές στην πίστα, είναι άλλη κατηγορία. Αν έχεις πληρώσει 2.000 ευρώ για το τραπέζι, εύκολα δίνεις δυο κατοστάρικα για πουρμπουάρ. Λέμε τώρα. Και το λέμε εμείς, που δεν περνάμε ούτε απέξω από ένα μέρος με τραπέζια των 2.000 ευρώ…
Η λέξη «πουρμπουάρ» είναι Γαλλικής προέλευσης, από το “pour boire” που σημαίνει «για να πιείς» (ή «για το πίνειν») όπως το εξηγεί το λεξικό Merrian-Webster. Εμφανίστηκε πρώτη φορά γραπτώς στο έργο του Μολιέρου “L’ecole des femmes” το 1662, και σύμφωνα με το παραπάνω λεξικό, καθιερώθηκε ως όρος το 1788. Αρχικά σήμαινε «κάτι δεκάρες που δίνει ο Άγγλος ευγενής στους υπηρέτες του όταν έχει κέφια», αλλά σιγά-σιγά έφτασε να σημαίνει αυτό που σημαίνει σήμερα: ένα μικρό εξτραδάκι για το καλό σέρβις, ένα δωράκι για το «παιδί», το νεαρό συνήθως άτομο που πηγαινοφέρνει τα πιάτα και τα ποτήρια. Που είναι χαμηλόμισθο, και λίγα λέω…
Γενικά ισχύει ότι στρογγυλεύεις προς τα πάνω το ποσόν, τα 46 ευρώ τα κάνεις 50 λέγοντας «κράτα τα ρέστα», ή αφήνεις ό,τι ψιλά έχεις στο τραπέζι, φροντίζοντας να μην είναι τσίγκινα (μονόλεπτα, δίλεπτα και πεντάλεπτα) και επίσης φροντίζοντας να περνάνε το μονό-ευρο. Αν το σέρβις ήταν φρικτό, δεν αφήνεις τίποτα, εννοείται – αλλά πόσο συχνά έχουμε αυτήν την δικαιολογία; Το σέρβις συνήθως είναι από εξαιρετικό και σωστό έως ανεκτό, εκτός αν το μαγαζί είναι ψωνισμένο και τα γκαρσόνια έχουνε πάρει ψηλά τον αμανέ, πράγμα σπάνιο. Όπως έλεγε ο Ζάχος Χατζηφωτίου, το πρώτο βήμα για να γίνεις καλός σε οποιαδήποτε δουλειά, είναι να είσαι καλό γκαρσόνι. Αν δεν είσαι γκαρσόνι της προκοπής, δεν θα πιάσεις πουλιά στον αέρα ούτε σε άλλο κλάδο. (Άποψη με την οποία δεν θα συμφωνήσει κανένας ηθοποιός που ξεκίνησε την καριέρα του ως γκαρσόνι και τα έκανε θάλασσα στον τομέα ‘σέρβις΄ πριν αλλάξει κλάδο, ή πριν του κάτσει επιτέλους ο κατάλληλος ρόλος… )
Όταν παίρνω κάτι απέξω, τσάι, τυρόπιτα κλπ, από φούρνο ή σνακ-μπαρ στο οποίο είμαι πελάτισσα, αφήνω από 10 ως 70 λεπτά στο βαζάκι πλάι στο ταμείο, ανάλογα με το πόσα χρήματα έχω την συγκεκριμένη φάση, και με το αν νοιώθω παμπλούτογλου ξαφνικά επειδή με πήρανε τηλέφωνο για ένα έργο που έχω γράψει και έδειξαν ενδιαφέρον, να φανταστείτε. Σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να στέκεσαι στο πόδι με τις ώρες πίσω από ένα γκισέ, μια μπάρα, έναν πάγκο, και να φτιάχνεις ατελείωτους καφέδες από το πρωί ως το βράδυ, ενώ έχεις στο νου σου να γράψεις βιβλίο, να σκηνοθετήσεις ταινία, να ανοίξεις δικό σου μαγαζί, να πουλάς αυτοκίνητα, να πάς στο φεγγάρι. Και πάντα θα ήθελα να αφήσω κάτι παραπάνω από αυτό που αφήνω για πουρμπουάρ… αλλά επιφυλάσσομαι, θα το κάνω σίγουρα όταν πιάσουν τα πάρα πολλά έργα μου και γίνω πλούσια μια μέρα. Μάλλον άλλη μέρα.
Το πουρμπουάρ σε ξένες γλώσσες:
- Tip: σε Αγγλία, Αμερική και σε όλο τον κόσμο.
- Dringuelle: στο Βέλγιο, επειδή θέλουν να την βγούνε οι Φλαμανδοί στους Γαλλόφωνους.
- Lagniappe: μόνον στη Λουιζιάνα των ΗΠΑ.
- Propina: στην Ισπανία και τις Ισπανόφωνες χώρες.
- Trinkgeld: στη Γερμανία. Στην αρχή το είδα για Τίνκερμπελ, χαριτωμενιά, αλλά μετά σκέφτηκα, Γερμανοί.
- Μπαχτσίς: στα Τούρκικα.
- Cumshaw: στην Κίνα, στη γλώσσα Μάνταριν – σημαίνει «λεφτά για το τσάι σας»….
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι δράστες αφού τον γρονθοκόπησαν στο κεφάλι τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο
Τα γραπτά μηνύματα της μητέρας σε φίλη της - Μετάνιωσε που τα πήγε στο νοσοκομείο
Ο Σατζαουάλ Αλί έχει ύψος 1,60 μ., είναι αδύνατος, έχει καστανά μαλλιά και καστανά μάτια
Έφυγε την προηγούμενη μέρα της έκρηξης με το σακίδιο από την Αθήνα
Η καθηγήτρια Ιωάννα Βώβου εξηγεί πώς τα νέα μέσα έχουν αλλάξει τον τρόπο ενημέρωσης της νέας γενιάς
Πώς μεταδίδεται - Τα πιο συχνά συμπτώματα
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για απεικόνιση πράξεων γενετήσιου χαρακτήρα σε ανήλικους
Μετά από παρεξήγηση σε εκδρομή
«Κανείς δεν μας αγαπά», φέρεται να είπαν τα δύο παιδιά σε γιατρούς και παιδοψυχολόγους
«Έχω πονέσει τόσο πολύ, τόσο άδικα. Νοσταλγώ την ανεμελιά της ψυχής μου» γράφει δημοσιευόντας δύο φωτογραφίες της πριν την επίθεση
Δικογραφία για δύο έγκλειστους
Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ήταν τα 70 χλμ/ώρα
Διαμαρτύρονται για τους ελέγχους
Είχε εκδοθεί σε βάρος της ένταλμα σύλληψης
Πού καταλήγουν οι αρχές μετά τις εξηγήσεις της γιαγιάς
Ο οδηγός άφησε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο
Συναγερμός σήμανε τα ξημερώματα
Η νεκροψία - νεκροτομή θα ρίξει φως στα ακριβή αίτια θανάτου
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.