Naxatras: Πρώτη φορά τολμήσαμε τόσο
Η hard psychedelic rock μπάντα από τη Θεσσαλονίκη με τη διεθνή απήχηση μιλάει για τη δημιουργία του νέου της άλμπουμ «V»


Naxatras: Συνέντευξη με τον Γιάννη Βαγενά, τραγουδιστή και μπασίστα της hard psych rock μπάντας.
Η hard psychedelic rock μπάντα που φτιάχτηκε στη Θεσσαλονίκη το 2012, οι Naxatras, συγκαταλέγεται σήμερα στις πλέον αγαπητές αυτού του ήχου. Απόδειξη η σύνθεση «Waves», με εκατομμύρια streams σε πάμπολλες Spotify λίστες, τα περισσότερα από 20.000 βινύλιά τους που βρίσκονται στις δισκοθήκες του πλανήτη Γη, η περιοδεία τους στην Αυστραλία. Το «V», το νέο, πέμπτο άλμπουμ τους, διευρύνει τον ηχητικό πλουραλισμό τους και ξεχωρίζει για την αδιαπραγμάτευτη επιλογή τους: ένας δίσκος που είναι πειραματικός χωρίς να είναι τουρλουμπούκι οργάνων, που απαρτίζεται από κλασικά σημεία αναφοράς του progressive rock των 70s, στοιχεία παγκόσμιας μουσικής και ηλεκτρονικούς ήχους.
Μετά από ακροάσεις αρκετών εβδομάδων, έχοντας στροβιλιστεί στα οκτώ τραγούδια του, συζητήσαμε με τον Γιάννη Βαγενά, μπασίστα και τραγουδιστή των Naxatras, για αυτή την μπάντα που έχει καταφέρει να διατηρήσει το ανεξάρτητο DIY ήθος της, δημιουργώντας ένα δικό της σύμπαν.
Naxatras: Ο Γιάννης Βαγενάς μιλάει για το νέο άλμπουμ «V» και την πορεία της hard psych rock μπάντας
Έχετε διανύσει πάνω από μία δεκαετία ως σχήμα. Ποια ήταν η πιο σημαντική στιγμή που νιώσατε πως τα πράγματα άλλαξαν για τους Naxatras, είτε σε προσωπικό είτε σε καλλιτεχνικό επίπεδο;
Σίγουρα η πρώτη και σημαντικότερη στιγμή ήταν όταν κυκλοφορήσαμε το πρώτο μας άλμπουμ. Ως μπάντα παίζουμε από το 2012, από την αρχή γράφαμε δικό μας υλικό και πιστεύαμε σε αυτό, αλλά όταν κυκλοφορήσαμε το ντεμπούτο το 2015 και είδαμε πως είχε απήχηση συνειδητοποιήσαμε πως μπορεί πράγματι η μουσική να γίνει το όχημά μας για το μέλλον. Από εκεί βέβαια μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα μεσολάβησαν χρόνια δουλειάς, ήταν όμως η ενθάρρυνση που χρειαζόμασταν για να το πιστέψουμε.
Το νέο άλμπουμ «V» ακούγεται ως ένα μεγάλο βήμα πειραματισμού. Ποιες ήταν οι προσωπικές σας ανησυχίες ή φόβοι πριν κάνετε αυτές τις μουσικές «αλλαγές» και πώς τις ξεπεράσατε;
Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε εντατικά το «V», γύρω στα τέλη του 2023, αντιμετωπίσαμε ένα δίλημμα. Είχαμε δύο ξεκάθαρες κατηγορίες κομματιών, από τη μία τα πιο 70s – 80s prog και από την άλλη τα πιο Anatolian Rock. Είτε θα δουλεύαμε δύο διαφορετικές κυκλοφορίες, είτε θα τα ενώναμε σε ένα μείγμα με κοινό παρονομαστή το ύφος μας και το concept του δίσκου. Καταλήξαμε στο δεύτερο σενάριο. Αυτό το μείγμα, όπως και τα ξεκάθαρα oriental και ηλεκτρονικά στοιχεία στις συνθέσεις και τις ενορχηστρώσεις ήταν ρίσκο για εμάς. Πρώτη φορά τολμήσαμε τόσο στη διαμόρφωση του ήχου μας. Η αλήθεια είναι πως υπήρχε στην αρχή μια μικρή ανησυχία για το πώς θα εκλάβει αυτές τις αλλαγές κυρίως το ελληνικό κοινό, μιας και έχουμε όλοι το βίωμα της ελληνικής και τούρκικης μουσικής. Αλλά αποδείχτηκε πως όχι μόνο δεν ξένισε τους ακροατές μας, αλλά ίσα ίσα έδωσε νέα ενέργεια και ο κόσμος το αγκάλιασε κατευθείαν.

Έχετε διευρύνει τον ήχο σας με περισσότερα πλήκτρα και κρουστά. Μπορείτε να μοιραστείτε ένα περιστατικό από τη διαδικασία ηχογράφησης που σας ενθουσίασε ή σας δυσκόλεψε ιδιαίτερα;
Σίγουρα υπάρχουν περισσότερα πλήκτρα, κρουστά, πνευστά και έγχορδα απ’ ό,τι σε κάθε άλλο άλμπουμ μας και αυτό έκανε τη διαδικασία ηχογραφήσεων πολύ ενδιαφέρουσα. Μου έρχεται στο μυαλό η στιγμή που ηχογραφούσαμε ένα σόλο βιολιού στο «Legion» και ο βιολιστής, Γιώργος Σπυρόπουλος, έπαιζε το ένα απίστευτο μοιρολόι μετά το άλλο, είχαμε πάθει πλάκα. Ένα κομμάτι που μας δυσκόλεψε σχετικά ήταν το «Celestial Gaze». Δοκιμάσαμε να βάλουμε μετρονόμο μόνο στην αρχή, δεν χρησιμοποιούμε σχεδόν ποτέ. Αυτό δημιούργησε κάποια θέματα στο τέμπο. Μετά το κάναμε όλο με μετρονόμο αλλά έχανε κάτι από το flow του κομματιού. Τελικά το παίξαμε χωρίς μετρονόμο και αυτό το τελευταίο take μπήκε στο δίσκο, ήταν το πιο φυσικό.
Η ιδέα της αφήγησης του κόσμου του Narahmon και η εισαγωγή του Spacekeeper ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη μυθολογία σας. Υπάρχουν προσωπικές ιστορίες ή βιώματα που ενέπνευσαν αυτή τη μυθολογία και, αν ναι, ποια είναι αυτά;
Ο δίσκος αυτός, όπως και το «IV», έχει ένα space fantasy concept και ενώ δεν υπάρχουν άμεσα βιωματικά στοιχεία, κάποια καθρεφτίζονται στην ιστορία. Το «IV» είναι μια ιστορία μεταμόρφωσης και ο ίδιος ο δίσκος ήταν μια μεταμόρφωση για εμάς. Στο «V», το οποίο είναι prequel του «IV», ήθελα να πούμε μια ιστορία διαφορετική από το κλασικό ταξίδι του ήρωα. Η δυστοπική πραγματικότητα που βιώνουμε σε επίπεδο πολιτικό και τεχνολογικό, η έννοια του κακού ως hive mind που εισχωρεί στο μυαλό μας έρχεται σε αντιδιαστολή με την ομορφιά της συλλογικής ζωής, της πολυπολιτισμικότητας, της τέχνης και της παράδοσης των λαών.
Ο μύθος του Narahmon και η γενικότερη «αφηγηματική» σας διάσταση δίνει την αίσθηση ενός δικού σας, ξεχωριστού σύμπαντος. Τι συμβολίζει αυτό το σύμπαν για εσάς σε ανθρώπινο ή προσωπικό επίπεδο;
Είναι ο κόσμος που έχουμε δημιουργήσει. Όντας μεγάλος φαν του φανταστικού και του sci-fi, η δημιουργία κόσμων είναι κάτι που θαυμάζω. Μεγάλο ρόλο σε αυτό έχει παίξει ο φίλος και συνεργάτης μας Chris RW που σχεδιάζει τα εξώφυλλα και το merch μας από την αρχή, έχει δώσει μορφή σε όλο αυτό το σύμπαν.

Κάνατε σημαντικά βήματα από τον αυτοσχεδιασμό σε μια πιο «σκόπιμη» σύνθεση. Πότε καταλάβατε ότι είχατε ανάγκη να δώσετε περισσότερη δομή στη μουσική σας; Υπήρξε μια συγκεκριμένη εμπειρία ή συζήτηση μεταξύ σας που το πυροδότησε;
Θυμάμαι συγκεκριμένα μια συζήτηση στο αεροδρόμιο επιστρέφοντας από την περιοδεία μας στην Αυστραλία το 2019. Κλείνοντας τον κύκλο του «III», συζητούσαμε για την κατεύθυνση που θέλουμε να πάρουμε, θέλαμε οι συνθέσεις μας να γίνουν πιο ουσιώδεις και συγκροτημένες.
Είστε γνωστοί για το DIY ήθος σας. Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να διατηρήσετε αυτόν τον τρόπο δουλειάς όσο μεγαλώνει η αναγνωρισιμότητά σας; Θυμάστε κάποια στιγμή που αυτό το «κάν’ το μόνος σου» σάς έσωσε από αδιέξοδο;
Σίγουρα όσο πάει γίνεται πιο δύσκολο αλλά κι εμείς γινόμαστε καλύτεροι σε αυτό, πιο οργανωμένοι. Όταν λέμε DIY, εννοούμε χωρίς δισκογραφικές, χωρίς manager, χωρίς χορηγούς, αλλά εννοείται έχοντας ως στενούς συνεργάτες ανθρώπους που εμπιστευόμαστε. Νομίζω πως αυτό μας «έσωσε» από ορισμένα εκμεταλλευτικά deals που μας κάνανε κάποιες εταιρείες στην αρχή. Είναι όμως δίκοπο μαχαίρι, η μουσική βιομηχανία δεν λειτουργεί έτσι. Εμείς, όπως και οι περισσότερες ελληνικές μπάντες που κάνουν αυτό το επάγγελμα, ό,τι έχουμε καταφέρει, το έχουμε καταφέρει χάρη στη δουλειά μας και τον κόσμο που μας στηρίζει. Οπότε δεν έχουμε κάποιες από τις ευκολίες που προσφέρει η μουσική βιομηχανία, αλλά έχουμε ένα πιστό ακροατήριο και την ελευθερία να δημιουργήσουμε καλλιτεχνικά με όποιον τρόπο διαλέξουμε, χωρίς περιορισμούς.
Η δημιουργική ροή μέσα στην μπάντα πώς καθορίζεται; Πώς περνούν οι ιδέες από το ατομικό στο συλλογικό στάδιο; Υπάρχει κάποια «τελετουργία» ή ρουτίνα που ακολουθείτε πριν ξεκινήσετε να γράφετε ή να τζαμάρετε;
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη μέθοδος. Άλλες φορές τζαμάρουμε, άλλες φορές κάποιος φέρνει μια ιδέα και μετά διαμορφώνουμε τα κομμάτια όλοι μαζί, ενώνουμε ιδέες, τις αναπτύσσουμε, όλα είναι πιθανά.
Έχετε παίξει σε πολλές σκηνές, από μικρά clubs μέχρι μεγάλα φεστιβάλ στην Ευρώπη και την Αυστραλία. Ποιο ήταν το πιο «εξωπραγματικό» ή απρόβλεπτο σκηνικό που βιώσατε σε μια περιοδεία;
Είναι πάρα πολλά! Σίγουρα δεν θα ξεχάσουμε ποτέ μια μέρα στην ευρωπαϊκή περιοδεία μας το 2016. Το βαν χάλασε μέσα στη μέση της εθνικής από Βέλγιο προς Ολλανδία ενώ έριχνε χαλάζι. Ευτυχώς τη γλιτώσαμε λοιπόν και μετά χάρη στη βοήθεια ενός τύπου που ονομάσαμε «paladin» βρήκαμε έναν ηλικιωμένο κύριο να μας νοικιάσει βαν χωρίς καν να μιλάει αγγλικά, γεγονός που έκανε την υπογραφή των συμβολαίων τουλάχιστον ασαφή... Α και φάγαμε και πρόστιμο εκείνη τη μέρα.

Ποια είναι η πιο δυνατή αλληλεπίδραση με κοινό που σας έχει σημαδέψει; Πώς τροφοδοτεί αυτό τη δημιουργική σας έμπνευση;
Η πρώτη φορά που παίξαμε στο Gagarin 205 το 2018 θα μας μείνει για πάντα, μέσα σε δύο χρόνια είχαμε φτάσει από το Death Disco να κάνουμε sold-out ένα χώρο 1.000+ ανθρώπων και ήταν το πιο θερμό συναίσθημα. Κάνουμε μουσική για να τη μοιραζόμαστε με τον κόσμο, εννοείται πως αυτό υπάρχει στο μυαλό μας όταν γράφουμε ένα κομμάτι. Φανταζόμαστε δηλαδή τις αντιδράσεις του κοινού και για αυτό ανυπομονούμε να μοιραστούμε τα νέα τραγούδια live.
Στο «V» ακούγονται επιρροές από παγκόσμια μουσική και ηλεκτρονικούς ήχους. Σε προσωπικό επίπεδο, ποια νέα ακούσματα ή εμπειρίες σάς οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη;
Έχουν αλλάξει πολύ τα ακούσματά μας ανά τα χρόνια. Κοινές επιρροές ήταν σύγχρονες μπάντες όπως οι King Gizzard και οι Altin Gun. Αλλά μπορείς να ακούσεις μέσα ηλεκτρονικά στοιχεία, για παράδειγμα Shpongle, Eat Static και άλλους psychedelic καλλιτέχνες. Υπάρχει όμως και το αμιγώς ανατολίτικο παραδοσιακό στοιχείο, όπως και κλασικά psych / prog ακούσματα, Eloy, Alan Parsons Project και Gong μεταξύ άλλων.
Η αναλογική προσέγγιση στις ηχογραφήσεις σάς χαρακτηρίζει έντονα. Ποιο είναι το πιο «ρομαντικό» ή νοσταλγικό στοιχείο αυτής της μεθόδου που αρνείστε να αποχωριστείτε;
Η αλήθεια είναι πως το αποχωριστήκαμε! Τα πρώτα τρία άλμπουμ μας γράφτηκαν έτσι, από το προηγούμενο έως τώρα οι παραγωγές μας είναι πιο απαιτητικές και για αυτό επιλέξαμε να ηχογραφήσουμε με σύγχρονες μεθόδους. Γράψαμε στο Polytropon Studio με το Νίκο Λογιοτατίδη, με τον οποίο είχαμε δουλέψει και στο «IV» και τον εμπιστευόμαστε τυφλά. Η διαφορά είναι ότι το «V» στη διαδικασία της μίξης από τον Αλέξη Μπόλπαση πέρασε από μπομπίνα, οπότε έχει πάρει ένα αναλογικό ηχόχρωμα. Σίγουρα αυτό που παίζουμε ταιριάζει περισσότερο με τον ήχο από παλιότερες δεκαετίες παρά με κάτι πολύ μοντέρνο και overproduced.
Πέρα από τη μουσική, ποια προσωπικά ενδιαφέροντα ή πάθη καθενός από εσάς έχουν επηρεάσει άμεσα τη δημιουργική διαδικασία του νέου άλμπουμ;
Μια αδυναμία στα synths έχει παρεισφρήσει πιστεύω!
Κοιτάζοντας πίσω, στην πρώτη σας ηχογράφηση που έγινε ζωντανά σε μία μόνο ημέρα, ποια είναι η πιο ζωντανή ανάμνηση από εκείνη την εποχή που ακόμα σας εμπνέει;
Ηχογραφήσαμε σε ένα μικρό χωριό κοντά στο Κιλκίς, το Γαλλικό, στο Magnetic Fidelity Studio. Δύο μέρες στήναμε τον ήχο και την τρίτη ηχογραφήσαμε όλα τα κομμάτια σε κασέτα. Ήταν η απόλυτη απομόνωση και ηρεμία, το στούντιο ήταν μέσα στο σπίτι και έξω είχε μια αυλή με κότες και κουνέλια. Κοιμόμασταν όλοι σε στρώματα σε μια μικρή καμπίνα δίπλα από το σπίτι, ξυπνούσαμε, τρώγαμε πρωινό, πίναμε καφέ και όλη την υπόλοιπη μέρα δουλεύαμε. Υπήρχε μια ομορφιά και μια αθωότητα στο να γράφεις ένα άλμπουμ χωρίς καμία απολύτως προσδοκία. Για την ακρίβεια εμείς ένα demo πήγαμε να γράψουμε, αλλά μας άρεσε τόσο που το βγάλαμε ως άλμπουμ.
Υπάρχει κάποιο αγαπημένο «κρυφό» μοτίβο, φράση ή μουσικό θέμα σε αυτό το άλμπουμ που μόνο εσείς ξέρετε ότι λειτουργεί σαν «συνδετικός κρίκος» με το παρελθόν σας;
Δεν θα έλεγα πως υπάρχει κάτι συγκεκριμένο, υπάρχουν όμως κοινές τάσεις σε όλα μας τα άλμπουμ. Πάντα υπάρχουν κομμάτια πιο ενεργητικά, πιο heavy, πιο γκρουβάτα, πιο συναισθηματικά, κάπως όλες αυτές οι εκφάνσεις επαναδιατυπώνονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε δουλειά μας.
Μιλήστε μας για έναν στιγμιαίο αυτοσχεδιασμό που εξελίχθηκε.
Είχαμε γράψει εφτά κομμάτια και μας έλειπε κάτι ακόμα για να συμπληρώσουμε τον δίσκο. Έτσι κάναμε μια πρόβα μόνο τζαμάροντας και δοκιμάζοντας ιδέες. Κάποια στιγμή έπαιζα εγώ με ένα νέο synth που είχαμε πάρει, ένα Virus Indigo, μια συγχορδία σε ένα ambient pad και ο Κώστας άρχισε να παίζει ένα drum & bass ρυθμό στα τύμπανα. Ο Γιάννης έπαιζε ήχους με έντονο delay στην κιθάρα και ο Παντελής άρχισε να χτίζει μελωδίες στα πλήκτρα. Αυτή η ιδέα «κέρδισε» τις υπόλοιπες αλλά έλειπε μια συνέχεια. Έτσι γυρίσαμε σε μια παλιότερη ιδέα ενός dub ρυθμού και ο Γιάννης αυτή τη φορά έπιασε το synth και έγραψε το θέμα. Όταν ηχογραφήσαμε το synth solo, ο Παντελής έπαιζε και εγώ πείραζα τα εφέ, όλα εντελώς αυτοσχεδιαστικά. Αυτό το κομμάτι είναι το «Utopian Structures».
Η προσθήκη του Παντελή Καργά και το άνοιγμα σε πιο σύνθετες παραγωγές δίνει μια νέα πνοή στον ήχο σας. Τι προσωπικά στοιχεία πιστεύετε ότι φέρνει ο καθένας από εσάς στη μπάντα, πέρα από το μουσικό ταλέντο;
Ο καθένας φέρνει την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τις επιρροές του. Ο Παντελής είναι πολύ διαβασμένος μουσικός, έχει δίπλωμα στο φαγκότο αλλά το βασικό του όργανο είναι η ηλεκτρική κιθάρα. Είναι ο πιο τελειομανής. Ο Γιάννης έχει μια ισορροπία και μια ικανότητα να σκέφτεται μουσικές ιδέες στη στιγμή. Ο Κώστας αντιλαμβάνεται πώς ένα κομμάτι θα λειτουργήσει καλύτερα, ποια σημεία θα είναι εντυπωσιακά live, ποια σημεία κουράζουν. Εγώ είμαι αυτός που συνήθως φέρνω τα concept, τους στίχους, τα πιο πειραματικά μέρη. Τώρα όλα αυτά είναι πολύ γενικά, όλοι συνεισφέρουμε με ιδέες και αντιμετωπίζουμε τη δημιουργική διαδικασία δημοκρατικά.

Υπάρχει μια αίσθηση «ταξιδιού» σε όλες τις μουσικές σας δημιουργίες. Αν έπρεπε να μοιραστείτε μια προσωπική εμπειρία ζωής που επηρέασε την ψυχεδελική ατμόσφαιρα του «V», ποια θα ήταν αυτή;
Δεν υπάρχει κάποια άμεση σύνδεση, αλλά αφού με ρωτάς θα πω απλά αυτό: Etnica live σε φεστιβάλ στην παραλία...
Μετά από τέσσερα επιτυχημένα άλμπουμ, τι σας οδήγησε στη συγκεκριμένη θεματολογία για το «V» και πώς αισθάνεστε ότι δένει με την πορεία που έχετε χαράξει ως τώρα;
Θέλαμε μια πιο σκοτεινή ιστορία που να καθρεφτίζει τον κόσμο που ζούμε και να ενώνει διττούς κόσμους, το tribal με την επιστημονική φαντασία, το αρχαίο με το μελλοντικό. Σε κάθε δίσκο δίνουμε όλο και μεγαλύτερη έμφαση στο concept.
Κλείνοντας, αν μπορούσατε να στείλετε ένα προσωπικό μήνυμα στους ακροατές που θα ταξιδέψουν με το «V», ποιο θα ήταν αυτό; Και τι θα θέλατε να τους μείνει μετά το τέλος της ακρόασης;
Ευχόμαστε καλό ταξίδι, ελπίζουμε να τα πούμε σύντομα σε κάποια συναυλία και στο τέλος της ακρόασης θα θέλαμε να πατήσετε το repeat!
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ένα καλό ζέσταμα πριν την εμφάνιση του Morrissey
Το φεστιβάλ επιστρέφει πιο διεθνές από ποτέ με Ryoji Ikeda, Lyra Pramuk και κορυφαίους Έλληνες συνθέτες
Ο Καναδός ράπερ δέχθηκε 14 μαχαιριές - Eκτίει ποινή για τον πυροβολισμό της Megan Thee Stallion
Η μεγάλη Βελγίδα τραγουδίστρια μας μιλά για την αγάπη, τη μουσική και την ευαισθησία
Δείτε το νέο βιντεοκλίπ για το τραγούδι «Αυτά Τα Μάτια Τα Γλυκά»
Από τον γαλαξία των Spacemen 3 στα space gospel του σήμερα, έρχονται για μια υπερκόσμια εμπειρία στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
Ο τραγουδιστής των θρυλικών Doors, πέθανε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1971
Δημόσια ρήξη και χάος πριν από την αποχαιρετιστήρια περιοδεία του γκρουπ
Τέταρτος πλουσιότερος Βρετανός κάτω των 40 αναδείχθηκε ο ποπ σταρ
«Ήσουν ένας ανοιχτός χάρτης προχθές για την Ελλάδα μας»
Τι έγραψε για τον νικητή του διαγωνισμού τραγουδιού, JJ
Δήμητρα Σελεμίδου, Κώστας Τσίρκας και Γιάννης Βασιλόπουλος μιλούν για τη συλλογική τους προσπάθεια κόντρα στο ρεύμα των καιρών
H χώρα κατέλαβε την 19η θέση
Παρά τις φήμες περί του αντιθέτου
Οργή του τραγουδοποιού κατά της βρετανικής κυβέρνησης - «Κλέβουν το μέλλον των νέων»
Eπιβεβαιώθηκαν τα προγνωστικά
Ενθουσιασμός και στο Χ
Eίχαν γνωριστεί το 2018 στο «The Voice»
Γιατί ο μεγάλος γρίφος της βραδιάς είναι η Σελίν Ντιόν
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.