- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Η εικοσάχρονη Αθηναία Νεφέλη Λιούτα (nefelaki2007@hotmail.com) μού έκανε την τιμή όχι μόνο να μου στείλει στο μέιλ μου το παρακάτω κείμενο, μα και να μου επιτρέψει να το αναδημοσιέψω.(Αναδημοσιεύει ο Δημήτρης Φύσσας.) Ιδού:
Ως Νεφέλη Λιούτα, γεννηθείσσα το '89, κάτοικος περιφέρειας Β' Αθηνών, χρώμα ματιών καστανό, καταγγέλλω επώνυμα το καθεστώς βρώμας που διοχετεύτηκε στο σύμπαν.
Καταγγέλλω το συναίσθημα φόβου που φωλιάζει στα ζεστά σωθικά μου, παγώνει το μέσα μου, σκοτεινιάζει το έξω μου, σκίζει τα γύρω μου, μ' αφήνει μετέωρη να κρέμομαι δεξιά, να σπαράζω αριστερά.
Καταγγέλλω την έλλειψη ασφάλειας, την οποία ασφάλεια απρόσεκτο σκουπιδιάρικο κοιτώντας από την άλλη, πέταξε σε λάκκο με απόβλητα από άλλες εποχές, από άλλες μέρες.
Καταγγέλλω την απουσία σεβασμού, ο οποίος κατέληξε κειμήλιο πίσω από απαρχαιωμένες αρχειακές βιβλιοθήκες σε μεγάλες αίθουσες παγερών ωδείων.
Καταγγέλλω τη βεβαιότητα ότι κανείς δεν θα μου εγγυηθεί τίποτα στις μέρες που φύγαν για τις μέρες που θα ΄ρθουν, που θα με βρουν σκυμμένη πάνω από ράγες να κοιτάω την άκρη με τα μάτια κενά, με τα μάτια άδεια να μυρίζω ναφθαλίνη και να πίνω από τον ορό που με κρατάει ζωντανή.
Καταγγέλλω τη θηλιά που έρχεται σιγά σιγά κι ανυποψίαστα και σφίγγει, και στενεύει, και μικραίνει γύρω από το λαιμό μου, πνίγοντας τη ματωμένη ανάσα μου που ασθμαίνει κομματιασμένη.
Καταγγέλλω όλες τις πλευρές που στις μέρες που θα έπρεπε τα μάτια μου να λάμπουν, αυτά φοβούνται για ό,τι κινείται και για ό,τι ήταν κάποτε σταθερό.
Γιατί βουλιάξαμε.
Γιατί ο σφυγμός έσβηνε λίγο λίγο βασανιστικά αργά, αφόρητα, και όλα πέθαιναν από ασφυξία σε μια τράπεζα που κανείς δε θα υπερασπιζόταν όταν εμείς κι οι άλλοι είμαστε σε ανοιχτό πόλεμο.
Γιατί σφαίρες και ψυχές πετάνε πάνω από την πόλη και το χώμα είναι ακόμα ζεστό κάτω από τις νεκρές πλάκες που χωρίζουν το εδώ από το εκεί, τον Ορφέα από ό,τι αγάπησε.
Γιατί η πόλη κολυμπάει στα σκουπίδια, γιατί τα γκέτο προμηνύουν τη Γαλλία του '07, γιατί κανείς δεν μπορεί υπεύθυνα να τραβήξει μπροστά και να πει "Ναι, θα γίνουμε καλά", γιατί κανείς από αυτούς που οφείλουν να το σχεδιάσουν δεν το πιστεύει, γιατί κουράστηκα από ανθρώπους που δεν ξέρουν να πατάνε στα πόδια τους και φιλάνε ξένα χέρια.
Γιατί γαμώτο, είμαι 20 χρονών κι έχω όνειρα που θέλω να βγω στο δρόμο και να τα φωνάξω παντού, να τα φτύσω στα μούτρα σας και να γελάσω με την αμηχανία σας.
Με τα κενά σας λόγια.
Με τα χέρια σας που δεν ξέρετε πώς να τα βολέψετε.
Γιατί ελπίζω ακόμα.
Και όσο ζω θα φωνάζω, θα φωνάζω ρε και θα κλαίω και θα γελάω και θα ζω και θα θυμάμαι αυτούς που φύγαν και δε θα ΄ρθουν, και θα γελάω πιο δυνατά για να ξεβουλώσουν τα κλειστά αυτιά σας που στείλαν την ηθική στη λήθη και την αγάπη στην ανυπαρξία.
Και όταν όλα φτάσουν στον πάτο, εγώ θα βγάλω όλο τον αέρα από τα πνευμόνια μου και θα φωνάξω μια τελευταία φορά, γιατί θα ξέρω ότι τίποτα δεν πάει πιο κάτω τώρα, μόνο πάνω, κι έτσι θα αγαπάω μόνο, θα αγαπάω και δε θα υπάρχει εμείς κι εσείς, ούτε λήθη, μόνο το σήμερα κι ένα αύριο που θα κυματίζει στις ταράτσες έτσι ανάλαφρα σαν τα σεντόνια, όπως τότε που δε φτάναμε το χερούλι της πόρτας και με την κούνια πετάγαμε ψηλά και ψηλάαα και ψηλάαααααα στον αέρα μόνο -
Μόνο βιαστείτε.
Γιατί ο αέρας τελείωσε.