- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Πού πάνε οι αδέσποτοι σκύλοι της πόλης;
Διαβάστε ένα από τα ωραιότερα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ για τα αδέσποτα
Πού πάνε οι αδέσποτοι σκύλοι της πόλης;
Μα φυσικά στη δουλειά τους!
Από τότε που δηµιουργήθηκαν οι πρώτες πόλεις, κατά πάσα πιθανότητα στη Μεσοποταµία, στις όχθες του Τίγρη και του Ευφράτη, κατοικήθηκαν από ανθρώπους και σκύλους. Και ήταν φυσικό, µιας και ο άνθρωπος, όταν εξηµέρωσε τον λύκο κι έφτιαξε τον σκύλο, ανέλαβε και να τον θρέφει. Έτσι, όπου πήγαινε ο άνθρωπος, εκεί πήγαινε κι ο σκύλος. Από τότε πέρασαν 5.000-6.000 χρόνια, άλλαξαν πολλά, όχι όµως αυτό: και σήµερα, στις πόλεις ζουν άνθρωποι και σκύλοι.
Ίσως ρωτήσει κάποιος: Και τι κάνουν στις πόλεις οι σκύλοι σήµερα; Ειδικά οι αδέσποτοι; Η απάντηση είναι προφανής: ό,τι ακριβώς κάνουν και οι άνθρωποι. Δηλαδή αναζητούν τροφή, διασκεδάζουν και κοιµούνται.
Ακούγεται σαν παραδοξολογία, αλλά δεν είναι. Ζώντας ανέκαθεν στην πόλη (Αθήνα) και όντας φίλος των ζώων –θεωρώ τους αδέσποτους σκύλους και γάτους ως περίπου «συµπολίτες» µου– έψαξα το θέµα, θέλοντας να δώσω κι εγώ µια απάντηση σε τέτοια ερωτήµατα. Και κατέληξα στο συµπέρασµα ότι, όπως ο κάθε άνθρωπος της πόλης οργανώνεται, βρίσκει ένα σηµείο για να κοιµηθεί, ένα σηµείο όπου µπορεί να βρει τροφή κι ένα άλλο όπου µπορεί να ξεκουραστεί ή να διασκεδάσει, έτσι ακριβώς οργανώνεται και ο αδέσποτος σκύλος της πόλης.
Για να γίνω πιο σαφής, θα σας διηγηθώ µια ιστορία, µια προσωπική µου εµπειρία µ' έναν αδέσποτο σκύλο της Αθήνας, εντελώς άγνωστο σ' εµένα: Συνέβη πριν από περίπου δέκα χρόνια. Ήταν φθινόπωρο, βράδυ Παρασκευής και περπατούσα στη Σταδίου, µπροστά από το Αττικόν. Σε λίγο θα έστριβα αριστερά στην Εδουάρδου Λω, θα συνέχιζα ίσια πάνω τη Σίνα, µε τελικό προορισµό τη Γερµανική Σχολή, όπου είχα ραντεβού, στις δέκα ακριβώς, µ’ έναν καλό µου φίλο να πάµε για φαΐ.
Τον είδα ακριβώς µπροστά από το Αττικόν: Ήταν ένας λεβέντης σκύλαρος, µπεζ χρώµατος, µε υψωµένη περήφανα την ουρά του. Με προσπέρασε, καθώς περπατούσε γρήγορα ή µάλλον έτρεχε σιγά. Και στάθηκε στο φανάρι, όπως τόσοι άλλοι –κι εγώ– για να περάσει απέναντι τη Σταδίου και να πάρει την Εδουάρδου Λω. Το φανάρι των πεζών έγινε πράσινο και όλοι, µε γοργό βήµα, περάσαµε στο απέναντι πεζοδρόµιο. Μπρος ο σκύλαρος, πίσω εγώ και πολλοί άλλοι. Είχε φοβερή πλάκα, παρά το σοβαρότατο ύφος του.
Στην Πανεπιστηµίου σταµάτησε, όπως τόσοι άλλοι, στο φανάρι. Όταν άναψε πράσινο, περάσαµε όλοι απέναντι, στο Οφθαλµιατρείο. Το ίδιο σκηνικό: o σκύλος, µε βήµα ταχύ, να προηγείται κι εγώ ν' ακολουθώ. Περάσαµε έτσι –από τις διαβάσεις των πεζών, πάντα!– και την Ακαδηµίας, και τη Σόλωνος, και τη Σκουφά. Άρχισα να λαχανιάζω, αλλά δεν σταµάτησα ούτε έκοψα το βήµα µου. Μ’ έτρωγε η περιέργεια, να δω πού στο καλό πάει ο σκύλος! Βρε, µπας κι έχει κάνα ραντεβουδάκι; αναρωτήθηκα και γέλασα.
Τώρα –καθώς πια είχαµε πιάσει την ανηφόρα Λυκαβηττού– τα πράγµατα αγρίεψαν και οι δυνάµεις άρχισαν να µ' εγκαταλείπουν. Λίγο ακόµα και φτάσαµε, σκέφτηκα και συνέχισα ν' ακολουθώ τον σκύλο, ο οποίος, ο άθλιος, κρατούσε ένα εκνευριστικά σταθερό τέµπο! Όπως ακριβώς κάνουν οι δροµείς µεγάλων αποστάσεων, που γνωρίζουν καλά τι ρυθµό πρέπει να κρατήσουν για να πετύχουν τον επιθυµητό χρόνο. Περάσαµε και το Γαλλικό Ινστιτούτο. Εκεί είπα Τετέλεσται. Ας µείνω µε την περιέργεια, δεν ακολουθώ άλλο, άλλωστε είχε πάει δέκα η ώρα – δέκα ακριβώς! Λίγα µέτρα πιο πάνω είναι η Γερµανική Σχολή, θα περιµένω εδώ τον φίλο µου…
Τότε ακριβώς λύθηκε το µυστήριο: είκοσι µέτρα µπροστά µου ο σκύλος σταµάτησε και κάθισε στον πισινό του, µε τη γλώσσα του να κρέµεται έξω. Δευτερόλεπτα µετά είδα έκπληκτος µία κυρία να τον πλησιάζει µε µια νάιλον σακούλα. Έβγαλε από µέσα κάτι και το έβαλε µπροστά του, στο πεζοδρόµιο. Ο σκύλος πήγε κοντά της, έπαιξε λίγο µαζί της και άρχισε να τρώει!
Όταν συνήλθα από την έκπληξη –και ξελαχάνιασα λίγο–, πλησίασα τη φίλη του σκύλου.
«Είχατε ραντεβού, λοιπόν;»
«Ναι, γιατί ρωτάτε;»
Της διηγήθηκα την ιστορία. «Ναι, κάθε βράδυ στις δέκα έρχεται εδώ και τον ταΐζω».
«Ξέρετε πού κοιµάται;»
«Ναι, στο παρκάκι της Κλαυθµώνος…»
«Και πώς ξέρει ότι τώρα είναι δέκα; Μάλλον, πώς ξέρει ότι πρέπει να ξεκινήσει, για παράδειγµα, στις δέκα παρά είκοσι για να ’ναι εδώ στις δέκα ακριβώς;»
«Δεν ξέρω. Πάντως, µεταξύ µας, υπήρξαν φορές που άργησε 5-10 λεπτά. Τέλος πάντων, τον αγαπάω πολύ, κι ας µην είναι πάντα Εγγλέζος στα ραντεβού του…»
Τα πράγµατα έγιναν ακριβώς έτσι και ο σουρεαλιστικός διάλογος που µόλις διαβάσατε είναι 100% αληθινός. Κάθισα και σκέφτηκα τι είχε συµβεί: ένας αδέσποτος σκύλος, που είναι θαµώνας της πλατείας Κλαυθµώνος, ξεκινάει κάθε βράδυ την ίδια πάντα ώρα και, διατηρώντας ένα συγκεκριµένο –και κατάλληλο– τέµπο, διανύει µια απόσταση περίπου τριών χιλιοµέτρων, διασχίζει από τις διαβάσεις πεζών (!) τους πιο φορτωµένους (κυκλοφοριακά) δρόµους της Αθήνας και βρίσκεται στην ώρα του –στις δέκα!– στο σηµείο όπου µια κυρία, φίλη του, του κάνει το τραπέζι. Τα σκέφτηκα και πήγα να τρελαθώ. Αντί να τρελαθώ δέχτηκα την πραγµατικότητα.
Από τότε ξέρω καλά πως, όταν δω έναν αδέσποτο σκύλο να περπατάει µε βήµα ταχύ –και σταθερό– στους δρόµους της Αθήνας, αυτός ο σκύλος έχει κάπου ένα ραντεβού. Και φροντίζει ώστε να ’ναι συνεπής, κάτι που δεν συµβαίνει πάντα µε τους ανθρώπους. Ε, αυτούς τους βιαστικούς σκύλους δεν προσπαθώ πια ποτέ να τους σταµατήσω για να τους χαϊδέψω, όπως κάνω µε κάποιους άλλους, που είναι αραχτοί και λιάζονται. Άλλωστε, και να προσπαθούσα, ο σκύλος θα µε αγνοούσε, συνεχίζοντας τον δρόµο του προς το σηµείο του ραντεβού – και του φαγητού.
Την ιστορία αυτή δηµοσίευσα τότε στη σελίδα µου, στην Ελευθεροτυπία. Και λίγες µέρες µετά πήρα µια επιστολή από έναν αναγνώστη (Γιάννης Παυλόπουλος λεγόταν, από το Παγκράτι) που περιείχε ένα κείµενο του Γάλλου ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ (1821-1867), από το βιβλίο του Η µελαγχολία του Παρισιού. Ένα κείµενο-ύµνο στα ταπεινά αδεσποτάκια της πόλης. Αξίζει να το διαβάσετε:
Μακριά από µένα, µούσα ακαδηµαϊκή! Μου είναι άχρηστη αυτή η σεµνότυφη γριά. Επικαλούµαι τη µούσα την απλή, την αστή, τη ζωντανή, για να µε βοηθήσει να υµνήσω τους καλούς σκύλους, τους φτωχούς σκύλους, τους λασπωµένους σκύλους, εκείνους που όλοι τους διώχνουν, σαν πανουκλιασµένους και ψειριάρηδες, εκτός από τον φτωχό που είναι οι σύντροφοί του, και τον ποιητή που τους κοιτάζει µε µάτι αδερφικό.
Τι αηδία, µορφονιός σκύλος, αυτό το κενόδοξο τετράποδο, ντανουά, κινγκ-τσαρλς, καρλέν ή γκρεντέν, τόσο γοητευµένο από τον εαυτό του, που ορµάει αδιάκριτα στα πόδια ή στα γόνατα του επισκέπτη, σαν να είναι σίγουρο ότι αρέσει, άτακτο σαν παιδί, ανόητο σαν τροτέζα, κάποτε δύστροπο και αυθάδικο σαν υπηρέτης! Και προπάντων, τι αηδία, αυτά τα φίδια µε τα τέσσερα πόδια, που ριγούν και κάθονται αργόσχολα, αυτά που ονοµάζονται λεβρέτ και που δεν διαθέτουν στη σουβλερή τους µούρη αρκετή όσφρηση για ν' ακολουθήσουν τα ίχνη ενός φίλου, ούτε στο πλατύ κεφάλι τους αρκετή ευφυΐα για να παίξουν ντόµινο.
Γρήγορα στο σπιτάκι τους, όλα αυτά τα κουραστικά παράσιτα!
Να γυρίσουν στο σπιτάκι τους µε τα µετάξια και τα πούπουλα! Υµνώ τον λασπωµένο σκύλο, τον φτωχό σκύλο, τον σκύλο που δεν έχει στέγη, τον σουλατσαδόρο σκύλο, τον σαλτιµπάγκο σκύλο, τον σκύλο που το ένστικτό του, όπως το ένστικτο του φτωχού, του τσιγγάνου και του θαυµατοποιού, έχει οξυνθεί µε τρόπο θαυµάσιο, από την ανάγκη, αυτή την τόσο καλή µητέρα, αυτή την αληθινή προστάτιδα κάθε ευφυΐας!
Υµνώ τους αξιοθρήνητους σκύλους, είτε εκείνους που περιπλανιούνται µοναχικοί µέσα στις ελικοειδείς ρεµατιές των απέραντων πόλεων είτε εκείνους που είπαν στον εγκαταλελειµµένο άνθρωπο, µε µάτια έξυπνα που ανοιγοκλείνουν: «Πάρε µε µαζί σου, και µε τις δυο αθλιότητές µας θα κάνουµε ίσως ένα είδος ευτυχίας!»
«Πού πηγαίνουν οι σκύλοι;», έλεγε άλλοτε ο Νέστωρ Ροκπλάν σε µιαν αθάνατη επιφυλλίδα που δίχως άλλο την έχει ξεχάσει, και που µόνο εγώ, και ο Σαιν Μπεβ ίσως, τη θυµόµαστε ακόµα σήµερα.
Πού πηγαίνουν οι σκύλοι, είπατε, απρόσεχτοι άνθρωποι; Πηγαίνουν στις δουλειές τους. Επαγγελµατικά ραντεβού, ερωτικά ραντεβού. Μέσα στην οµίχλη, µέσα στο χιόνι, µέσα στη λάσπη, µέσα στην καταρρακτώδη βροχή, πηγαίνουν, έρχονται, τρέχουν, περνούν κάτω από το πάθος, από την ανάγκη ή από το καθήκον. Όπως κι εµείς, σηκώθηκαν από τα χαράµατα, και βγάζουν το ψωµί τους ή κυνηγούν τις απολαύσεις τους.
Υπάρχουν σκύλοι που κοιµούνται σε κάποιο ερείπιο των προαστίων και που έρχονται, κάθε µέρα, την ίδια πάντα ώρα, να ζητήσουν το σπόρτουλό τους στην πόρτα µιας κουζίνας του βασιλικού ανακτόρου^ άλλοι, που τρέχουν, κατά αγέλες, πάνω από πέντε λεύγες, για να µοιραστούν το γεύµα που τους ετοίµασε η φιλευσπλαχνία κάποιων εξηντάχρονων παρθένων, των οποίων η άπραγη καρδιά αφοσιώθηκε στα ζώα, γιατί οι ηλίθιοι άνθρωποι δεν τη θέλουν πια.
Το κείμενο του Παναγιώτη Διαμαντή περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Περί ζώων - Με λογική και συναίσθημα 53 κείμενα για τη φιλοζωία», επιμέλεια έκδοσης: Άννα Α. Λυδάκη & Γιάννης Ν. Μπασκόζος, εκδ. Ψυχογιός. Αν είσαι φιλόζωος θα το λατρέψεις. Αν δεν είσαι, δεν θέλω να σε ξέρω. Προϋπόθεση για να το διαβάσεις είναι να δέχεσαι πως τα ζώα δεν είναι κατώτερα όντα και, όπως γράφει η Λυδάκη στην εισαγωγή, «εκείνο που χρειάζεται είναι ν’ αντιληφθούμε τα δεινά που υφίστανται, να τ’ αγαπήσουμε όπως “αγαπάει ο έξυπνος τον αθώο, ο δυνατός τον ευάλωτο” και κυρίως να αναλάβουμε δράση υπέρ τους». Επιστήμονες, λογοτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών (53 στο σύνολο) γράφουν προσωπικά κείμενα για τη σχέση τους με τα ζώα. Κείμενα για την άγρια πανίδα που κινδυνεύει να εξαφανιστεί, τη μεταχείριση των ζώων σε εργαστήρια πειραμάτων, το πώς παρουσιάζονται στη λαϊκή και αστική τέχνη, στην τεχνολογία, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, αναλύουν θέματα ηθικής και δικαιωμάτων των ζώων. Κλείνοντάς το θέλεις να πάρεις αγκαλιά το σκύλο ή τη γάτα σου, να φροντίσεις ένα αδέσποτο. Στο όριο είναι ν’ αποφασίσεις πως θα κόψεις (για λίγες μέρες τουλάχιστον) το κρέας. Τα έσοδα από τις πωλήσεις θα διατεθούν για φιλοζωικούς σκοπούς.