Εικαστικα

Ο Τέτσης σήμερα

«Ένας καλλιτέχνης πρέπει να εργάζεται, να εργάζεται για τη ζωγραφική του, όχι για να πουλήσει έργα»

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 368
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Τέτσης σήμερα

Παναγιώτης Τέτσης: Συνέντευξη με τον σπουδαίο εικαστικό

Πορτοκαλί. Σχεδόν σε τυφλώνει ο μεγάλος πίνακας μόλις ανοίγει η πόρτα. Κλασικός Τέτσης, χρώμα σε νεκρή φύση. Ακολουθώ το ζωγράφο που κατεβαίνει προσεκτικά τη στενή ξύλινη σκάλα του εργαστηρίου, τον ακολουθώ στο μικρό κουζινάκι, όση ώρα φτιάχνει δύο ελληνικούς – «ο Ρόρρης μού έμαθε να ρίχνω τον καφέ σε κρύο ακόμα νερό». Μου μιλάει γλυκά, χαλαρά, με την πείρα του δάσκαλου, βάζει γλυκό του κουταλιού κουμ κουάτ στο πιατάκι. Ο χώρος μικρός, φωτεινός, κάπως παλιομοδίτικος, βλέπει σε μια πίσω αυλή με δέντρα. Είναι ήσυχα, τα έργα έχουν ήδη φύγει για το Μέγαρο Μουσικής, για τη μεγάλη αναδρομική έκθεσή του που ξεκινάει την Πέμπτη.

Αυτό είναι μαγνητόφωνο; Είναι το πιο μικρό που έχω δει!

Ούτε κασέτες ούτε μπαταρίες και αντιγράφει τη συζήτηση κατευθείαν στο computer… Έχω ακούσει τι είναι computer, το έχω δει, αλλά δεν ξέρω ούτε να το χειριστώ ούτε τίποτα. Καλά-καλά ούτε το κινητό δεν ξέρω να χειριστώ. Προχωρήσαμε…

Προχωρήσαμε, αλλά μας λένε ότι θα γυρίσουμε στο ’50. Όχι, το ’50 οικονομικά δεν είναι έτσι όπως μας το λένε, διότι τότε είχε ξεκινήσει το σχέδιο Marshall και υπήρχε χρήμα. Αυτοί που τα λένε, τα λένε έτσι, για να κάνουν πυροτέχνημα. Πριν από το σχέδιο Marshall βεβαίως ήταν δύσκολα.

Εσείς τα έχετε ζήσει όλα αυτά… Ου, αρχαίος είμαι. Πολύ αρχαίος!

Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια; Θυμάμαι το πριν από τον πόλεμο. Τότε οι άνθρωποι ήταν λιτοί, πολύ λιτοί. Ήταν φτωχοί οι άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες. Αν ήσουν δημόσιος υπάλληλος, ήσουν προνομιούχος. Αν ήσουν δε τραπεζικός υπάλληλος, τότε ήσουνα Πασάς. Για την οικογένειά μου ήταν πολύ δύσκολα χρόνια. Οι γονείς μου πήραν την απόφαση ότι τα παιδιά έπρεπε να μάθουν γράμματα. Τότε στην Ύδρα υπήρχε εκτός από τη Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας, μόνο η Α΄τάξη Γυμνασίου. Έτσι μετοικίσαμε από την Ύδρα στον Πειραιά και νοικιάσαμε κάποιο σπιτάκι.Ο πατέρας μου, ο καημένος, ήταν στην Αμερική. Γύρισε για να παντρευτεί και μάλλον σκόπευε να επιστρέψει, αλλά οι γονείς της μάνας μου του έθεσαν όρο: «Αν παντρευτείτε, θα μείνεις εδώ». Και έμεινε. Η Ύδρα ήταν σε μία φθίνουσα κατάσταση. Υπήρχαν πεντέξι που είχαν σφουγγαράδικα και πηγαίνανε στη Βεγγάζη για να ψαρέψουν.  Ξεκινούσαν Φεβρουάριο-Μάρτιο και γύριζαν τον Σεπτέμβριο - σίγουρα κάποιος βουτηχτής γύριζε με τη νόσο των δυτών, αχρηστευμένος. Θυμάμαι τις φορές που κάποιο καΐκι πρόβαλλε στο λιμάνι με τη μαύρη σημαία. Ο πατέρας μου δεν ήταν ναυτικός. Όταν επέστρεψε στην Ύδρα άνοιξε καφενείο που μετετράπη σε ταβέρνα κι ύστερα από δύο-τρία χρόνια φαλίρισε. Ήρθαμε στον Πειραιά το 1937. Έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο του Παπαστράτου, για ένα μεροκάματο, ήρθε η Κατοχή, πέθανε…

Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε ζωγράφος; Ε, αυτό ήρθε σιγά-σιγά. Όταν ήμουνα μικρό παιδί αντί να βγω να παίξω -μακριά γαϊδούρα, αυτά δεν τα έχετε παίξει εσείς καθόλου, δεν είναι για τα κορίτσια, ή μπάλα, η οποία ήταν μία κύστη από βόδι ή φτιαγμένη από κουρέλια- εγώ ζωγράφιζα. Από κει με πήρε ο στραβός κατήφορος, που λένε! Οι γονείς μου δεν με εμπόδισαν και τους είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.  Ιδίως η καημένη η μητέρα μου με ενθάρρυνε, όταν πια εγώ είχα αρχίσει να πηγαίνω στη Σχολή Καλών Τεχνών το ΄44 - ο πατέρας μου πέθανε την επόμενη χρονιά. Μετά έγινε το Κίνημα.  

Υπήρξατε ποτέ κομμουνιστής; Α, πα-πα. Δεν ανακατευόμουν καθόλου με τα πολιτικά. Άλλωστε δεν νοείται κομμουνιστής χωρίς να έχει διαβάσει τις θεωρίες. Αν είσαι κομμουνιστής χωρίς να έχεις διαβάσει τις θεωρίες είσαι κομμουνιστής του γλυκού νερού. Έτσι, δεν είναι;  

Στη Σχολή είχατε καθηγητή τον Παρθένη; Ο Παρθένης ήταν ένας περίεργος άνθρωπος. Είχε την εκτίμηση του καλλιτεχνικού κόσμου, αλλά δεν τον συμπαθούσαν, ίσως επειδή είχε μια καινούργια αντίληψη στη ζωγραφική του. Κι αυτός, όμως, είχε καταλάβει την ατμόσφαιρα, από ό,τι λέγεται, και μια ημέρα είπε παραιτούμαι, χωρίς να είχε υπερβεί το όριο της ηλικίας. Από τον Παρθένη, πάντως, δεν πήρα τίποτα. Ούτε μια θετική γνώμη, ούτε ποτέ αισθάνθηκα αποδοχή. Ήταν 60 χρόνων περίπου, πολύ μετρημένος στα λόγια, σχεδόν δεν μιλούσε. Ερχόταν στο εργαστήριο, ευγενέστατος, μας χαιρετούσε με χειραψία, όπως συνηθιζόταν στην Ευρώπη, και καθόταν μπροστά από το τελάρο. Σε κοιτούσε, τον κοιτούσες και έπρεπε να καταλάβεις τι θέλει να του δώσεις, το κάρβουνο, ένα κουρέλι για να σβήσει, τι θέλει δεν έλεγε ποτέ. Συνοδευόταν πάντοτε από την κυρία Παρθένη, η οποία ερχόταν και μέσα στο εργαστήριο! Βεβαίως μέσα στη Σχολή υπήρχαν κι άλλοι καθηγητές, αλλά τότε ήταν πολύ λίγοι. Στη γλυπτική ο Δημητριάδης, που έχει κάνει το Δισκοβόλο -πέθανε πριν πάω στη Σχολή-, ο γλύπτηςΤόμπρος, ο Αργυρός. Στη χαρακτική ήταν ο Κεφαλληνός, άνθρωπος πολύ καλλιεργημένος, ως καλλιτέχνη δεν ξέρω πού τον τοποθετείτε, πάντως ήταν σπουδαίος, διανοούμενος και μάστορας. Μετά ήταν ο Παντελής ο Πρεβελάκης, που δίδασκε ιστορία της τέχνης. Αυτοί ήταν οι βασικοί καθηγητές, οι άλλοι που δίδασκαν μερικά μαθήματα ήταν αποσπασμένοι από το πανεπιστήμιο.  

Πώς ήταν η ατμόσφαιρα στη Σχολή; Είχαν λιγάκι ξεκινήσει να έχουν τα κομματικά τους, τα κομμουνιστικά δηλαδή, αυτό κυριαρχούσε. Ακόμα, μπορώ να σας πω ότι είχε εισδύσει και η «Ζωή», μία θρησκευτική οργάνωση, έβγαζαν το περιοδικό «Ακτίνες».

Με ποιους συμφοιτητές σας κάνατε παρέα; Με την πρόσφατα θανούσα και στενή μου φίλη Ντιάνα Αντωνακάτου. Τον Βασίλη Βασιλειάδη, τον έχετε ακούσει; Πού να τους ξέρετε, αρχαίοι είμαστε  (γέλια). Αυτός ήταν ο Βενιαμίν, διότι είχε μπει στη Σχολή ένα χρόνο πριν από εμένα, όταν ήταν παιδάκι 15 χρονών, με κοντά παντελόνια. Τον δέχτηκαν στη Σχολή με την προϋπόθεση ότι συγχρόνως θα τελείωνε και το Γυμνάσιο. Άλλωστε, κι ο Μόραλης έτσι είχε μπει, με κοντά παντελόνια, δεν είχε τελειώσει το Γυμνάσιο κι αυτός, μετά το τέλειωσε. Ήταν ο Δανιήλ Παναγόπουλος, που τον λέγαμε Danil, ο Χάρης Βογιατζής, ο Γιάννης Γαΐτης…

Με τον Πικιώνη και τον Γκίκα πώς γνωριστήκατε; Έτυχε το 1939 να πάει ο Πικιώνης στην Ύδρα. Καθώς τριγυρνούσε στην πόλη, στους οικισμούς, είδε ένα εκκλησάκι. Ήταν κλειστό κι απευθύνθηκε στη γιαγιά μου για να του δώσει το κλειδί να το επισκεφθεί. Πίστευε ότι μπορεί να είχε τοιχογραφίες ή ωραίες εικόνες, όμως δεν είχε τίποτα σημαντικό. Η γιαγιά μου κατάλαβε ότι αυτός ο άνθρωπος κάτι είναι, δεν είναι κοινός άνθρωπος, και τον ρώτησε τι δουλειά κάνει. Της απήντησε ότι είναι στο καθηγητής στο Πολυτεχνείο. Έχω έναν εγγονό που ζωγραφίζει, του λέει. Της ζήτησε να δει. Είχα αφήσει ένα-δυο πράγματα εκεί, αυτά που ζωγράφιζα ως παιδί. Της λέει θα φέρω αύριο και τον Χατζηκυριάκο (τον φιλοξενούσε ο Χατζηκυριάκος στο σπίτι του, αυτό το σπίτι το οποίο κάηκε μετά).  Η γιαγιά μου, δεν υπήρχαν τηλέφωνα τότε, μου έγραψε ένα γράμμα μ’ όλα αυτά. Ήταν εκείνοι, λοιπόν, που μου έδωσαν την ώθηση. Όταν ακούς δύο σημαντικούς ανθρώπους να σου λένε ότι δεν είναι για πέταμα αυτά που κάνεις, όχι μόνο σε ενθαρρύνουν, αλλά το παίρνεις και επάνω σου, νομίζεις ότι είσαι κάποιος. Αυτοί οι δύο ήταν «περιπατητικοί» δάσκαλοι. Πήγαινα στο σπίτι του Πικιώνη στην Κυπριάδου, βγαίναμε, κάναμε περίπατο, έλεγε τα δικά του. Βέβαια, λιγάκι δύσκολα τον άκουγα, όχι επειδή έχω τα ακουστικά και είμαι κωφός τώρα (!) αλλά επειδή ήμουν εκεί επάνω εγώ και ο Πικιώνης ήταν κοντούλης με μια ψιθυριστή φωνή. Τέλος πάντων, ήταν αυτός που έλεγε τα πιο σωστά, το ίδιο και ο Χατζηκυριάκος, ο οποίος ήταν πιο λιγόλογος.

Πώς σας φάνηκε το Παρίσι την πρώτη φορά που το είδατε; Παράδεισος. Διότι έβλεπα ζωγραφική από κοντά, μπορούσα να βάλω τη μύτη μου κοντά. Τότε δεν υπήρχε αυτή η αγοραία κουλτούρα, με συγχωρείτε για τη φράση. Εκεί, τότε, μπορούσες να δεις μία καταπληκτική έκθεση με την ησυχία σου, δεν ήταν αυτός ο συρφετός…

Γιατί επιλέξατε να πάτε στο Παρίσι; Δεν το επέλεξα, κέρδισα μία υποτροφία του ελληνικού Δημοσίου, του Ι.Κ.Υ. Όταν φεύγεις και πας έξω, τότε βλέπεις ζωγραφική, μαθητεύεις βλέποντας τι έχουν κάνει οι άλλοι, από τους παλιούς μέχρι τους πλέον σύγχρονους. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η Πινακοθήκη (τα έργα ήταν στην αρχή στοιβαγμένα σε μια αποθήκη, στην Casa d’ Italia και μετά σε κάτι αποθήκες εκεί που είναι σήμερα το Πολεμικό Μουσείο). Σήμερα τα παιδιά ταξιδεύουν πιο εύκολα. Εγώ, όταν πήγα, ήταν η υποτροφία τρία χρόνια, κάθισα, με τις οικονομίες μου, άλλο μισό χρόνο, και δεν επέστρεψα στην Ελλάδα ούτε για μία ημέρα.

Δεν νοσταλγήσατε το σπίτι σας; Όχι. Την Ελλάδα την είχα στην τσέπη μου, δεν θα την έχανα. Είχα τη δυνατότητα, δεν ήταν και ακριβά, να πάω από το Παρίσι στην Ολλανδία, στο Λονδίνο, στη Γερμανία, στην Ισπανία… Τον πρώτο χρόνο γύρισα την Ισπανία με ένα χιλιομετρικό εισιτήριο 3.000 χιλιομέτρων.  Βέβαια, πήγαινες με τον κορέο, το αργό τρένο, κι έτσι ανακάλυπτες πως η ζωή στην Ισπανία έμοιαζε με της Ελλάδας, με τα καλάθια, τις κότες, τους φαντάρους.

Ποτέ δεν σκεφτήκατε να μείνετε στο εξωτερικό; Όχι, ποτέ. Έβλεπα φίλους που είχαν πάει πριν από εμένα και είχαν πολλά οικονομικά προβλήματα. Ήταν δύσκολα τα πράγματα.

Ποιο είναι το πιο μακρινό μέρος του κόσμου που έχετε ταξιδέψει; Στην Αμερική για έξι ημέρες! Δηλαδή εγώ δεν θα πήγαινα ποτέ, αλλά πριν από 20 χρόνια, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, επρόκειτο να γίνει μία ανταλλαγή έργων. Η Ελλάδα θα έδινε μερικά αρχαία και σε αντάλλαγμα, από το Metropolitan ή τη National Gallery της Ουάσιγκτον, θα μας έδιναν ορισμένα έργα ζωγραφικής. Στην επιτροπή ήμουν κι εγώ. Τις εκθέσεις χρηματοδοτούσε γενναία η Morris και μας φιλοξένησαν τρεις ημέρες στην Ουάσιγκτον, φιλοξενία εξαιρετική σε εξαιρετικό ξενοδοχείο, και μία ημέρα στη Νέα Υόρκη, όπου εγώ έκατσα με τη γυναίκα μου άλλες δύο ημέρες. Σημειώσατε ότι το εισιτήριο της γυναίκας μου το πλήρωσα εγώ. Εκεί που θα ήθελα να πάω θα ήταν στη Ρωσία, στην Πετρούπολη, στη Μόσχα, αλλά φαίνεται, αφού δεν πήγα έως τώρα, δεν θα πάω!  

Έχετε δει κάποιο έργο σας μετά από πολλά χρόνια, τελειωμένο, που να θέλετε να του προσθέσετε κάτι; Μερικές φορές έχω κατεβάσει από το πατάρι κάποιο έργο και το έχω ρετουσάρει, άλλες φορές προχώρησε ακόμα περισσότερο η ζωγραφική τους. Βέβαια δεν είναι συχνό αυτό.

Είστε ένας ζωγράφος των χρωμάτων...  Πηγαίνετε να δείτε αυτά που εκτίθενται τώρα, να σας πω αν έχει χρώμα. Μαυρίλα, μαυρίλα και άραχνο, μαύρη μαυρίλα. 

Γιατί αισθάνεστε ότι έτσι είναι σήμερα και το χρώμα της Ελλάδας, μαύρο; Όχι, δεν έχει τέτοιες προεκτάσεις, κι άλλωστε αυτά τα κοινωνικο-φιλολογικά δεν μου ταιριάζουν. Τώρα, γιατί έκανα μαυρόασπρο, διότι υπάρχει μέσα στο μαύρο μία ομορφιά, μεγάλη ομορφιά, πιο πολύ και από τα χρώματα. 

Ζωγραφίζετε από μνήμης. Έτσι ξεφεύγετε από την πραγματικότητα; Όχι, δεν είναι γι’ αυτό. Ίσα-ίσα, είναι απεικόνιση της πραγματικότητας, του περιβάλλοντός μας, το οποίο το έχεις ζήσει, το έχεις χωνέψει, είναι σαν να το έχεις μπροστά στα μάτια σου. Μάλιστα γίνεται ένα φιλτράρισμα, δηλαδή τι περιττό υπάρχει και τι χρήσιμο να βαστήξεις.

Ποιος είναι ένας απαράβατος κανόνας που πρέπει να τηρεί ένας ζωγράφος; Δεν υπάρχουν κανόνες, αλλά έχω μία συμβουλή: η τέχνη προάγεται με την εργασία. Δηλαδή ένας καλλιτέχνης πρέπει να εργάζεται, να εργάζεται για τη ζωγραφική του, όχι για να πουλήσει έργα. Ζωγραφίζοντας προάγει την τέχνη του, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο μελετά επάνω στο έργο του.

Ζωγραφίζετε πολλές ώρες; Τελευταία έχω γίνει τεμπέλης. Άλλοτε ζωγράφιζα αρκετά. Όχι από το πρωί, τάχα εγώ ξύπνησα στις 6.00 και όρμησα, μου ήρθε έμπνευση και δεν μπορώ να συγκρατηθώ… Εκείνη η έμπνευση η καημένη, το τι έχει τραβήξει!  Όλοι με έμπνευση, οι ποιητές με έμπνευση… Μήπως γράφετε ποιήματα; Όχι; Μπράβο! 

Καλλιτέχνες της νέας γενιάς που εκτιμάτε; Όχι ότι θέλω να αποφύγω την απάντηση, αλλά έχω μεγαλώσει και έχω δυσκολία να κινούμαι και να παρακολουθώ όσα γίνονται, και γίνονται πολλά... Γνωρίζω ορισμένους καλλιτέχνες οι οποίοι είναι κάποιας ηλικίας πλέον, δεν εννοώ γέροντες. Ο Ρόρρης, ο Μιχάλης Μαδένης, που έχει κι αυτός τώρα έκθεση. Ο Βερούκας, τέλος πάντων, όλοι αυτοί που είναι γύρω στα 50, αυτούς τους ξέρω. Τους νεότερους, ιδίως αυτά που κάνουν με τα ηλεκτρονικά και με τα ψηφιακά μέσα, δεν τους ξέρω, δεν παρακολουθώ.

Τι περιλαμβάνει η έκθεση στο Μέγαρο Μουσικής; Πρώτα-πρώτα να πω πως μου άρεσε το ότι θέλησε το Μέγαρο Μουσικής να στεγάσει την έκθεση, γιατί είναι ένας χώρος ο οποίος δεν έχει φθαρεί. Η επιμελήτρια κα Έφη Ανδρεάδη είναι ένας πολύ μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος και έχει μεγάλη πείρα. Ξέρω για τα έργα που έχω δώσει εγώ, τα άλλα δεν τα ξέρω, θα τα δω κι εγώ στη συνέντευξη Τύπου! Μου τηλεφώνησε σήμερα το πρωί και μου είπε «Θέλεις να περάσεις να τα δεις;». Όχι, θέλω να έχω την έκπληξη.  

Ο τίτλος της έκθεσης «Η ζωγραφική του σήμερα» τι σημαίνει; Ο Τέτσης σήμερα. Αυτό που ζωγραφίζω σήμερα. Τι άλλο; Δεν έχω καμία ανάμειξη, σας το λέω ειλικρινά. Έχω αφεθεί.

Αθήνα, Ύδρα, ποιο είναι το σπίτι της καρδιάς σας; Η μόνιμη κατοικία είναι στην Αθήνα, στην οδό Υψηλάντου. Παλιά στην Ξενοκράτους ήταν και σπίτι και εργαστήριο, όλα. Όταν πια δεν χωρούσαμε, βρήκαμε το άλλο. Της Ύδρας είναι κάτι άλλο, εννοώ το σπίτι της γιαγιάς μου που πήγαινα τα καλοκαίρια, το «ωραίο σπίτι». Ανέβαινα 200 σκαλιά αλλά δεν με ένοιαζε. Αργότερα που άρχισα να δυσκολεύομαι, βρήκα ένα που πουλιόταν. Ένας φίλος αρχιτέκτων, ο νυν δήμαρχος της Ύδρας, μου το έφτιαξε πολύ ωραίο, καλόγουστο, με εξυπηρετεί πάρα πολύ. Το σπίτι το πάνω, το «ωραίο σπίτι» που σας λέω, το χάρισα στην Εθνολογική Εταιρεία, με τη διαφορά ότι έχω κρατήσει την επικαρπία, δηλαδή αν θέλω να πάω να κατοικήσω ή να εργαστώ μπορώ να πάω.

Info: «Παναγιώτης Τέτσης - Η ζωγραφική του σήμερα», Νέος Εκθεσιακός Χώρος Μεγάρου Μουσικής, Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη.11/11/11 - 10/1/12, 10.00 - 18.00. € 6, 3 (Φ/Π), 10 (Οικογενειακό).


Φωτό: ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΜΑΣΟΥΡΗ (από το βιβλίο της «GRtists, Δημιουργών Εικόνες», εκδ. Ίκαρος)

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ