Βιβλιο

Ζυράννα Ζατέλη

Μια ευδαιμονικά μελαγχολική συζήτηση

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
87470-176067.jpg

Χαρτί, μολύβι, γραφομηχανή, ταινίες Pelican. Να υποθέσω πως δεν σας άγγιξε ο θάνατος του ιδρυτή της Apple, Στιβ Τζομπς, όσο θα σας έθλιβε μια πιθανή παγκόσμια απαγόρευση υλοτομίας για παραγωγή χαρτιού. Γιατί εμμένετε σε αυτόν τον τόσο vintage και παλαιοντολογικό τελετουργικά τρόπο συγγραφής; 

Ένα-ένα. Το ότι σε κάποια θέματα, σε κάποια σημεία, ας πούμε, της προσωπικής μου μυθιστορίας είμαι λιγάκι… παλαιάς κοπής δεν σημαίνει ότι είμαι και καμιά ξεροκέφαλη. Φυσικά και με άγγιξε ο θάνατος του Στιβ Τζομπς, ως είδηση έστω, κυρίως όταν έμαθα λεπτομέρειες της ζωής του, της προσωπικότητάς του. Τον είχα ακουστά, μα δεν ήξερα πολλά γι’ αυτόν, ρώτησα φίλους και μου είπαν. Και θαύμασα το δαιμόνιό του, δεν του άξιζε να φύγει τόσο πρόωρα, εννοώ μάχιμος ακόμη, στην ακμή του. Όσο για το άλλο, το γιατί εμμένω σε έναν vintage και… όπως το είπατε, παλαιοντολογικά τελετουργικό τρόπο συγγραφής, εντάξει, ας μην το θέσουμε τόσο δραματικά. Είναι σαν να πρέπει να ψάχνω να βρω τα γυαλιά μου ενώ τα φορώ. Θέλω να πω, δεν υπάρχει λόγος να ψάξουμε τον τρομερό λόγο από κάτω. Είναι γιατί μου αρέσουν κάποιες συνήθειες στη δουλειά μου, μικρές τελετές, μου πάνε ως ιδιοσυγκρασία, αισθάνομαι ωραία με τα χαρτιά και τα μολύβια μου, αν κιόλας κατεβαίνουν και καλές ιδέες, τι άλλο θέλω. Και γενικότερα, δεν είμαι ο τύπος που θα λαχανιάσω για να προλάβω τις αλλεπάλληλες επιταγές της εποχής, τα γρήγορα και εύκολα που είναι πολύ της μόδας, δεν με πειράζει να μείνω και λίγο απ’ έξω.

Τις προάλλες, ψάχνοντας για κάτι σε ένα παλιό μου σημειωματάριο, τυχαία έπεσα πάνω σε μια φράση του Κοσμά του Αιτωλού που την είχα περάσει εκεί πριν από είκοσι χρόνια και μάλλον το είχα ξεχάσει: «Οι άνθρωποι θα πεθάνουν επειδή δεν θ’ αγαπούν πια τα δέντρα». Με γοήτευσε, θα μπορούσε να είναι και στίχος του Έλλιοτ, αλλά κυρίως με τρόμαξε αυτή η αλήθεια, η τόση συμπύκνωση της σκέψης του. Και να που φτάσαμε στα δέντρα, αγαπητέ μου, στον αδιόρατο υπαινιγμό σας ότι με το να χρησιμοποιώ ακόμη χαρτί για τις γραφές μου συμβάλλω ίσως στον αφανισμό των δέντρων. Αν είναι όμως δυνατόν! Ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα είμαστε όσοι γράφουμε ακόμα σε χαρτί και γραφομηχανή, και δεν θα ζήσουμε πια άλλα διακόσια χρόνια για να κινδυνεύουν από εμάς τα δέντρα και οι πανάρχαιοι δρυμοί. Όσοι μας μείνανε τέλος πάντων. Μακάρι δηλαδή να ’ταν το χαρτί των συγγραφέων η κύρια αιτία του κακού, να το χρεώναμε στο πνεύμα. Είναι τόσα άλλα χοντρά και ρυπαρά συμφέροντα από πίσω και από μπρος κι από παντού. Και ποιος δεν το ξέρει άλλωστε -αλλά και ποιος το ακούει- ότι η πληγή της εποχής μας δεν είναι η χρήση μα η κατάχρηση, η κατασπατάληση, το ότι πήραμε ψηλά τον αμανέ και τρώμε το κεφάλι μας στο τέλος. Μπορούμε να παράγουμε πολύ λιγότερο χαρτί νομίζω και να μας φτάνει μια χαρά, θα το σεβαστούμε έτσι και περισσότερο. Και τα δάση θα ανασαίνουν αντί να τα αφανίζουμε με ασύδοτες υλοτομίες και φωτιές. Εν πάση περιπτώσει, για να κλείσουμε, αν κάποια μέρα αισθανθώ την ανάγκη να δοκιμάσω και σε υπολογιστή, θα είμαι η τελευταία που θα το εμποδίσω στον εαυτό μου, να είστε σίγουρος. Μα για την ώρα δεν επείγει.

Ζυράννα Ζατέλη © Κατερίνα Μαριανού

Ζυράννα Ζατέλη © Κατερίνα Μαριανού 

Σκοπεύετε να γράψετε αρκετά βιβλία ακόμη; 

Κάτι τέτοιο με ρώτησε κάποτε και η μάνα μου, αλλά εκεινής ο τρόπος ήταν λιγάκι σαν να μου ’λεγε: να ξέρουμε τι μας γίνεται δηλαδή. Ήταν τον καιρό που έγραφα τους «Λύκους» και, παρότι δεν μιλούσα καθόλου στους δικούς μου για όσα με ταλάνιζαν, δεν ξέρω πώς έγινε μια μέρα και ξέσπασα στην καημένη τη μάνα μου. Άσε με, ρε μαμά, της λέω, κι έχω ένα σωρό βάσανα στο κεφάλι μου με το βιβλίο που γράφω!… Οπότε θεώρησε καλό να με ρωτήσει, με πολύ τακτ μάλιστα, αν σκέφτομαι να γράψω κι άλλα βιβλία, κι αυτό -να ’ναι καλά η μακαρίτισσα- με έκανε και γέλασα, χαλάρωσα, μου έφυγε η μεγάλη ένταση. Ε, καναδυό ακόμα, της είπα, θα τα γράψω. Κάπως έτσι τώρα, κάμποσα χρόνια μετά τους «Λύκους» -κι αφού στο μεταξύ εξέδωσα και τα δύο πρώτα της τριλογίας μου-, θα απαντήσω και σ’ εσάς. Ένα-δυο μυθιστορήματα ακόμη, και ίσως μερικά χάι-κου. Μετά θα πάω να κοιμηθώ κάτω από τα δέντρα.

Ευδαίμων μελαγχολική! Ασπάζεστε αυτό το προσωνύμιο; Κι αν όχι, υπήρξατε κάποια στιγμή της ζωής σας; 

Πολλές στιγμές. Συχνά με αγγίζει το αεράκι της ματαιότητας, της μελαγχολίας… Τόσο συχνά, που μόνο εχθρά μου δεν τη θεωρώ πλέον. Τώρα, αν πραγματικά «ευδαιμονώ» κιόλας όποτε μελαγχολώ, εντάξει, υπάρχει και μια στάξη χιούμορ σε όλα αυτά, το παρηγορητικόν και ευγενές μιας κάποιας ειρωνείας.

Από τις περιπλανήσεις σας στην Ευρώπη, όπως τις περιγράφετε στην «Ηδονή στον κρόταφο», προσομοιάζετε με μια εκδοχή της ζωής στο δρόμο α λα Τζακ Κέρουακ και μπίτνικ λογοτεχνίας. Σας επηρέασαν αυτού του είδους οι αμερικανοί συγγραφείς και ποιητές;

Όλοι οι καλοί συγγραφείς, από τους πιο μπιτ έως τους πιο κλασικούς, είχαν κάτι σημαντικό να μου ψιθυρίσουν στ’ αυτί. Και τι είναι καλός συγγραφέας για μένα; Εκείνος που, όταν κλείνεις ένα βιβλίο του ή ενόσω το πορεύεσαι, ανοίγει μέσα σου περάσματα να πας και παραμέσα, να συλλάβεις βαθύτερα σκιρτήματα απ’ αυτό το σκοτεινό παιχνίδι της ύπαρξης. Ένα καλό βιβλίο, ακόμα και να μην το διαβάσεις, σε ωφελεί, μεταδίδεται με τον αέρα… Όπως εκείνα τα φυτά που γονιμοποιούνται με τα σπέρματα που τα πάει και τα φέρνει ο άνεμος. Και τελικά θα το διαβάσεις κάποια μέρα, θες δε θες, είναι εκεί και σε περιμένει. Να συμπληρώσω επίσης ότι τίποτα δεν είναι ικανό να μας επηρεάσει ουσιαστικά, αν δεν το φέρουμε ήδη μέσα μας. Έτσι πιστεύω.

Γράφετε για όσα ζήσατε ή ζείτε για να γράφετε; 

Δεν τα πάω καλά με τέτοιες απολυτότητες, ή διλήμματα άνευ λόγου. Ό,τι έχω ζήσει και ζω κάθε στιγμή έχει να κάνει με κάτι περισσότερο από αυτό που θα όριζε κανείς ως «εγώ», κάτι περισσότερο από το εδώ και τώρα ή το εκεί και τότε. Τίποτα στην ανθρώπινη ψυχή δεν μου είναι ξένο, κι από αυτήν την άποψη η ζωή μου δεν είναι μόνο «η ζωή μου» ανάμεσα στο πότε γεννήθηκα και πότε θα πεθάνω. Οτιδήποτε μου ανακινεί την πένα και τα σώψυχα, ή μάλλον πρώτα τα σώψυχα και μετά την πένα, είναι και δικό μου, εμπειρία μου, κι από δικό μου ελεύθερο να γίνει δικό σου αν θες. Γράφω γιατί αυτό αγαπώ περισσότερο κι αυτό ξέρω καλύτερα να κάνω, και κάνοντάς το όλο και κάτι μαθαίνω πιο ανείπωτο. Δημιουργούμαι μέσα από ό,τι δημιουργώ, το φτιάχνω και με φτιάχνει.

«Καταραμένος είναι ο έρωτας που γεύεται το μέλι πάνω στο τσεκούρι». Πώς είναι ο ευλογημένος; Τον ζήσατε;  

Ευλογημένος ή καταραμένος, ω οι ωραίες ημέρες που ήμουν δυστυχής!

Ζυράννα Ζατέλη © Κατερίνα Μαριανού

Ζυράννα Ζατέλη © Κατερίνα Μαριανού 

Πώς θα σας φαινόταν αν στο πλαίσιο μιας συλλεκτικής συσκευασίας, τα τσιγάρα Santé ζητούσαν να βάλουν τη δική σας εικόνα στη θέση του ξανθού κοριτσιού; 

Αστεία-αστεία κι άλλοι μου το έχουν πει αυτό, δεν είστε ο πρώτος. Ένας φίλος μάλιστα το ’χει για σίγουρο ότι θα γίνει κάποια μέρα -από κείνα τα μεταθανάτια, ξέρετε. Τέλος πάντων, αν μου το ζητούσαν... τι να πω, δεν θα ’κανα και την ακατάδεχτη. Αλλά καλά δεν είναι εκεί η θελξικάρδια ξανθιά του Santé με το γερτό κεφάλι; Γιατί να της πάρω τη θέση; Όπως κάποτε που με ρώτησαν αν θα φιλοξενούσα στο σπίτι μου την Αλίκη του Λουίς Κάρολ. Και φυσικά θα την φιλοξενούσα, τους είπα, αλλά νομίζετε πως έχει κανέναν λόγο να αφήσει τη Χώρα των Θαυμάτων; Και για να επανέλθουμε λίγο στο Santé, αυτό που θα ήθελα εγώ να τους ζητήσω είναι να μην ανεβάσουν άλλο την τιμή του. Παραμένει από τα φθηνότερα τσιγάρα, αλλά και πάλι είναι ακριβούτσικο. Φτάνει νομίζω, ας μην το παν πιο πάνω, παραγίνονται δύσκολοι οι καιροί και για τους ποιητές και για τους καπνιστές και για όλους εκείνους που δεν τα φάγανε. Δεν είμαστε και λίγοι. Ή πάλι μπορεί να είμαστε και λίγοι, δεν ξέρω.

20% αναμνήσεις, 30% ματαιωμένα όνειρα, 40% καθημερινή τριβή και 10% ανομολόγητοι πόθοι, είπε κάποτε ο Ρόλαν Μπαρτ πως είναι η ποσόστωση της ζωής και του χαρακτήρα του. Εσείς; Ποια είναι η ποσόστωσή σας; 

Πελαγώνω με κάτι τέτοια, μου θυμίζουν σφυγμομετρήσεις που αλλάζουν από βδομάδα σε βδομάδα. Ποτέ δεν θα κατάφερνα νομίζω, όσο κι αν προσπαθούσα, να χωρίσω σε τέτοια «μέρη» τον εαυτό μου. Μια σύμβαση είναι βεβαίως, κατά προσέγγισιν, κι ο Μπαρτ έτσι το έκανε, δεν χρησιμοποίησε δα και αναλυτικό ζυγό για τα ποσοστά του χαρακτήρα του, μα έστω. Για να πω την αλήθεια, πρώτη φορά ακούω και τη λέξη «ποσόστωση». Το έλεγα σε μια φίλη στο τηλέφωνο και μου είπε «είναι επειδή δεν βλέπεις τηλεόραση, δίνει και παίρνει εκεί πέρα η ποσόστωση…» Ποιος ξέρει. Εν πάση περιπτώσει, κι από αναμνήσεις δεν έχω παράπονα κι από καθημερινή τριβή κι από ματαιωμένα όνειρα, κι από ό,τι θες και δεν θες. Αλλά υπάρχουν και τόσα ακόμη αστάθμητα και άρρητα, δεν νομίζετε; Ορίζεται κανείς στη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής, έλεγε ο Καμύ. Το να γνωρίζεις απόλυτα τον εαυτό σου δεν σημαίνει μ’ έναν τρόπο, γιατί να ζεις άλλο;

«Κάπως τα φέρνει η ζωή, κάπως τα φτιάχνουμε κι εμείς με το κεφάλι μας». Φίφτι-φίφτι πάει ή κάποιο από τα δύο είναι πιο δυνατό και καθορίζει τη μοίρα μας; 

Αφού επιμένετε με τα ποσοστά, καλώς, σε μια γενική θέαση των πραγμάτων θα έλεγα πως πάει φίφτι-φίφτι αυτό το ζήτημα. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί αλλιώς θα ήμασταν καταδικασμένοι ή στην απόλυτη μοιρολατρεία ή στην απόλυτη… τι να πω, αιτιοκρατία; αλαζονεία; Από ’κει κι έπειτα βέβαια, η προσωπική πλάστιγγα του καθενός, ανάλογα με τις ώρες τις καλές ή τις κακές, παίζει προς τα δω ή προς τα ’κει, ταλαντεύεται. Μπορούμε σάμπως να παραβλέψουμε και τον παράγοντα της τύχης, του τυχαίου; Αλλά και πάλι, υπάρχει πλήρης αθωότητα στο τυχαίο; Γι’ αυτό λοιπόν ας μείνουμε στο φίφτι-φίφτι, σ’ αυτήν την οικεία -ας πούμε- ισορροπία τρόμου.

Σας αρέσει ο Μπραμς; 

Απορίας άξιον, αλλά δεν έχω δει την ομώνυμη ταινία. Αν είναι αυτό που ρωτάτε. Όσο για τον ίδιο τον Μπραμς, και πάλι δυστυχώς έχω κάποια κενά, ωστόσο από ένα κονσέρτο για βιολί κι ένα ρέκβιεμ που άκουσα, ναι, μου αρέσει. Εσάς;

Φωτογραφία: Κατερίνα Μαριανού

Δημοσιεύτηκε στο SOUL 62

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ