Βιβλιο

Ναι, ήταν το μυθιστόρημα του 2015!

Το βιβλίο του Garth Risc Hallberg «Πόλη στις φλόγες» από τις εκδόσεις Κέδρος

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 552
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
317126-625281.jpg

«Ήμουν παιδί της πόλης κάποτε –πηδούσα από τις μπάρες του μετρό, βουτούσα στους κάδους των σκουπιδιών, καθόμουν στις στέγες σπιτιών στο κέντρο– κι αυτή η αίσθηση ήταν θεμέλια νότα της ζωής μου». 1024 επικές σελίδες. Καλωσόρισες στην αμερικανική αστική ζούγκλα. «It’s the end, the end of the seventies, it’s the end, the end of the century, we need change, we need it fast, before rock’s just part of the past». Κυλούν γρήγορα οι σελίδες, κεφάλαια λες και είναι γραμμένα στο γκάμπα γκάμπα των Ramones, έχουν ταχύτητα και σε κρατούν ντούρο, λες και δεν ταΐζεις τον εγκέφαλό σου με λέξεις αλλά με σπιντ.

Μεγάλο Μήλο, πλούσιοι και φτωχοί, σειρήνες, αίμα, ραδιοφωνικοί εκφωνητές που λένε τον καιρό ή καλούν σε εξέγερση, λεωφόροι σαν μνήμες, ανελέητος ουρανός, ντίλερς, τηλέφωνα με κερματοδέκτη. Βρόμικο, φτηνό σεξ πίσω από τους θάμνους, καλά σχολεία, φτωχά σχολεία, δρομείς, μπίζνες, δοκάρια, φωταγωγοί, κατοικίδια, κυριλέ εστιατόρια ή τελειωμένες χαμπουργκερί. Παρόν, παρελθόν, μέσα, έξω, κτίρια, θόρυβοι, βόμβες μολότοφ και μετοχές, ουρανοξύστες, χαμόσπιτα, ιστορίες που τρεμοσβήνουν.

Ένα συγκλονιστικό ντεμπούτο. Κι ένα μυθιστόρημα που σε κρατά ξάγρυπνο, στην πρίζα, λες και κεφάλαια, ήρωες, ιστορία, σημεία στίξης, διάλογοι και παύσεις επιδρούν μέσα σου σαν αμφεταμίνες. Ναι, με κράτησε σε υπερδιέγερση για μία εβδομάδα, γιατί τόσο μου πήρε να ολοκληρώσω αυτό το back forwards του Garth Risk Hallberg στη Νέα Υόρκη του 1977. «Γιατί, αν τα τεκμήρια δείχνουν κάτι, αυτό είναι ότι δεν υπάρχει μία, μοναδική και ενιαία πόλη. Ή, αν υπάρχει, είναι το άθροισμα χιλιάδων παραλλαγών, που συναγωνίζονται όλες για την ίδια θέση». Και με εξανάγκασε, λες και το βιβλίο να κατέλαβε εκτός από μένα και το στερεοφωνικό μου κουμαντάροντας και τη δισκοθήκη μου, να παίζω στο repeat την Πάτι Σμιθ του «Horses» και το «Marquee Moon» των Televilsion: «Η ζωή στο μελίσσι τσαλάκωσαν τη νύχτα μου/ το φιλί του θανάτου, την αγκαλιά της ζωής». Το κλαμπ, βέβαια, που συχνάζουν οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι το CBGB’s, αλλά η «Κρύπτη».

Η αμερικανική μητρόπολη είναι βρόμικη, παραβατική, επικίνδυνη, βουτηγμένη στη βία. Η οικονομική κρίση καταργεί κάθε έννοια ασφάλειας και ευταξίας, πανκς, ντρόγκα, ψωνιστήρι, βόμβες, πυρκαγιές και ανίερες μπίζνες με το real estate, που σαν αρπακτικό εφορμά για να την «εκπολιτίσει». Τη νύχτα-παραμονή της Πρωτοχρονιάς, λίγες ώρες πριν το κορίτσι βρεθεί πυροβολημένο στο πάρκο, εκεί δίνουν ραντεβού η Σαμάνθα Τσιτσάρο κι ο Τσάρλι Γουαϊσμπάρτζερ, χαμένοι, ταραγμένοι ρομαντικοί έφηβοι των προαστίων, μπερδεμένοι και μαγεμένοι από την ελευθερία χωρίς όρια που τους προσφέρει η πόλη. Coney Island, baby, που θα έλεγε κι ο μακαρίτης. Στη σκηνή της «Κρύπτης» παίζουν οι Ex Post Facto της δεύτερης περιόδου, με αρχηγό τον Νίκι Χάος, noise punk μπάντα, όπου μέλη και οπαδοί εποικίζουν ως καταληψίες ένα από τα δεκάδες εγκαταλειμμένα κτίρια της περιοχής. Σαν πόλη των χαμένων παιδιών. Τη συναυλία παρακολουθεί κι ο Γουίλιαμ aka Μπίλι Θρι Σιξ, πρώην αρχηγός, στιχουργός και τραγουδιστής του γκρουπ, που αποχώρησε για προσωπικούς και ιδεολογικούς λόγους. Είναι ένα τραυματισμένο ψυχικά αγόρι, γόνος πάμπλουτης οικογένειας Νεοϋορκέζων εκατομμυριούχων, των Χάμιλτον Σουίνι, που όμως αρνείται την κοινωνική του θέση, αποποιούμενος κάθε σχέση μαζί τους και το χρήμα τους, διαλέγοντας να ζει σαν χαμίνι, πρεζόνι και παρίας στις άγριες γειτονιές με τον έγχρωμο εραστή του, Μέρσερ Γκούντμαν. Ο Μέρσερ διδάσκει λογοτεχνία στο λύκειο, δεν έχει ιδέα για το παρελθόν του Γουίλιαμ, ώσπου γνωρίζει τυχαία την αδελφή του, Ρέιγκαν. Λίγο αργότερα, και αποχωρώντας από το πάρτι της Πρωτοχρονιάς, ανακαλύπτει την πυροβολημένη Σαμ Τσιτσάρο να ψυχορραγεί στο χιόνι. Την εξιχνίαση του εγκλήματος αναλαμβάνει ο επιθεωρητής Ρίτσαρντ Πουλάσκι, πολύ μακριά από την ιδέα του μπρουτάλ Κότζακ μπάτσου, καθώς τον τυραννούν η υγεία του και τα κινητικά του προβλήματα.

Και η ιστορία παίρνει μπρος, με ολοένα και περισσότερους να ανεβαίνουν στο καρουζέλ/αφήγηση, όπως ο φίλος του Πουλάσκι, δημοσιογράφος Ρίτσαρντ Γκρόσκοφ, ο Κιθ, σύζυγος εν διαστάσει της Ρέιγκαν και εραστής ένα φεγγάρι της Σαμ Τσιτσάρο, ο πατέρας της, Καρμάιν Τσιτσάρο, διάσημος καλλιτέχνης-πυροτεχνουργός, και ο Έιμορι, θείος της Ρέιγκαν και του Γουίλιαμ, περσόνα δολοπλόκα και σκοτεινή, αόρατος ρυθμιστής όχι μόνο της ζωής των παραπάνω αλλά και ολόκληρης της πόλης, μιας και οι «επενδύσεις» του έχουν επίπτωση στην οικονομική της ζωή. Το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα κοινώς! Που μια αόρατη αλλά ευθεία γραμμή μοιάζει να το συνδέει με την «Απατηλή Λάμψη της Ματαιοδοξίας» του Τόμας Γουλφ και τα «Σταφύλια της Οργής» του Στάινμπεκ, με την «Καρδερίνα» της Ντόνα Ταρτ και τον «Άνθρωπο σε Πτώση» του Ντε Λίλο.

Και την ίδια στιγμή, μιας κι εμβόλιμα στις σελίδες του ο συγγραφέας παρεμβάλλει αφηγήσεις από το ημερολόγιο της Σαμ Τσιτσάρο, οι λέξεις μοιάζουν να δανείζονται τεχνικές των τραγουδιών του Λου Ριντ ή λίγο από τον πυρετικό παλμό του Λέστερ Μπανγκς και του φανζίν «Maximum rock’n’roll». Είναι μέγας τεχνίτης ο Γκαρθ Ρισκ Χάλμπεργκ. Και σαμπλάρει τόσο εξαίσια γραμμές αφήγησης από το «Sunset Park» του Πολ Όστερ ή την «Ελευθερία» του Φράνζεν, προς θεού όμως, όχι ύπουλα ή ανερυθρίαστα, μα με μια τεχνική που μαρτυρά δημιουργό με ξεκάθαρες τις προθέσεις του: ο Χάλμπεργκ θέλει να χτίσει μεν πάνω στο μύθο- πρόκληση, διαθέτει όμως δική του μαστοριά στη γλώσσα και δεν επιδίδεται σε στεγνές ασκήσεις ύφους. Η μεγαλειώδης δημιουργική αυτοτέλειά του είναι αδύνατον να μη σε αφήσει έκθαμβο με το τελικό αποτέλεσμα.

image

Τελειώνεις την «Πόλη στις Φλόγες» και λες: να ένας διάδοχος του Νόρμαν Μέιλερ. Διάδοχος επαναλαμβάνω, όχι ορφανό. Να ένα μυθιστόρημα που εντός του έχει εγκιβωτισμένους τον υπαρξισμό του Σαρτρ και το νιχιλισμό του Νίτσε, τη χαοτική Αμερική, που ο Χάλμπεργκ την περιγράφει α λα Σκορτσέζε ως προς το πώς δομήθηκε ως έθνος, αλλά και τα μποντλερικά «Άνθη του Κακού», στον τρόπο που εξιστορεί τις ταραγμένες εφηβικές και μετεφηβικές πορείες των ηρώων του. Προσθέστε και γενναίες δόσεις εικόνας και σασπένς από την «Αλίκη» του Λιούις Κάρολ, σπαράγματα από τον «Φύλακα στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ και το «Rock’ n roll suicide» του Bowie με ολίγη από χαοτικές πιντσονικές τοιχογραφίες, που όμως, τι θαύμα, στο τέλος αβίαστα καταλήγουν στις αποχρώσεις του ενός χρώματος, όπως στους πίνακες του Ρόθκο.

Και πάψτε να ψάχνετε δικαιολογίες για να μη διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Εύγε στον Κέδρο για το ρίσκο, αλλά και στον Γιώργο Κυριαζή για τη δεινή μετάφραση, που ο ρυθμός της δεν χάνει ούτε μία νότα. Και απολαύστε το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς, μια δοξολογία της Νέας Υόρκης του ’70, που παρά τη βία ή τα αδιέξοδα, τα χαλάσματα κτιρίων και τα γκρεμισμένα όνειρα ή ελπίδες, έκρυβε την αγάπη, τη συντροφικότητα και τη «νοσταλγία» ενός μέλλοντος μακριά από πυρκαγιές, αδιέξοδα και πόνο.

Το λες και «Sex and the City», μα στην εντελώς ανάποδη και διεστραμμένη βερσιόν του, μιας και σήμερα τίποτα από εκείνο το τότε δεν υπάρχει. «Αλλά, βέβαια, η πόλη έχει αλλάξει πια, ή οι άνθρωποι θέλουν άλλα πράγματα.[…] Λες και τα ίδια όνειρα μπορούν να απλωθούν μπροστά σου σαν επιλογές στο μενού των διαθέσιμων εμπειριών. Και κατά περίεργο τρόπο, το μόνο που πετυχαίνει τελικά αυτή η ορθολογική οργάνωση και της τελευταίας επιθυμίας σου, αυτή η περίσσεια της σημερινής αφθονίας της πόλης, είναι να σου θυμίζει πως αυτό που πραγματικά λαχταράς είναι κάτι που δεν πρόκειται να το βρεις εκεί έξω».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ