- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
20 Αυγούστου: Ο ανθρωπάκος
Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί
A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα
Όσο προστίθενται κι άλλες ημέρες πάνω στην πλάτη μας και πάνω στην επιφάνεια του νερού, και πάνω στην επιφάνεια του κόσμου, και πάνω στο καβούκι της χελώνας που μας κουβαλάει — και όσο αφαιρούνται ταυτόχρονα από όσες λίγες μάς απομένουν, ένα λιπόσαρκο σύνολο, τρομακτικό, που φυλλορροεί και φυλλορροώντας σέ παγώνει — όσο τελειώνουν όλα, και σώνονται, τα όνειρά μου γίνονται όλο και πιο άγρια, όλο και πιο κατακλυσμιαία, όλο και πιο ασφυκτικά. Το ξέρω ακόμη και όταν δεν τα θυμάμαι, ακόμη και όταν σπεύδουν να μαζέψουν τα κουρέλια τους μπροστά από τα μάτια μου και να κρύψουν το πρόσωπό τους, ποιος ξέρει εξαιτίας ποιου φόβου ή λόγω ποιας αρχαίας πρόληψης: το ξέρω από τη γεύση που σου αφήνουν στον ουρανίσκο, εκείνη τη στυφή επίγευση θανάτου, που δεν μπορείς να την ξεκολλήσεις από το είναι σου παρά μόνο πεθαίνοντας κι εσύ.
Δεν τα θυμάμαι όλα —ποτέ δεν συγκρατούσα τα όνειρά μου έτσι κι αλλιώς, ακόμη και όταν, νεαρός, ακολουθούσα κατά γράμμα τις οδηγίες τού Δον Χουάν για το ονείρεμα—, ωστόσο έχω συγκρατήσει αρκετές σκηνές από το σημερινό, σαν —πες— να κοιμόμουν σε έναν κινηματογράφο και να άνοιγα πού και πού τα μάτια κοιτώντας προς την οθόνη, αλλά μόνο όταν είχαν προλάβει να περάσουν δύο και τρεις σεκάνς από την προηγούμενη φορά: σκόρπια αποσπάσματα, που όλα μαζί έφτιαχναν μια νέα ταινία-μέσα-στην-ταινία, ατίθαση και άστατη και υπέρ το δέον υπερρεαλιστική, σαφώς χωρίς κανένα νόημα, ή με ένα τάχα κρυφό και μυστικό, σαν κινηματογραφικό cut-up του Μπάροουζ.
Βρισκόμουν, λέει, στην Ταγγέρη, σε ένα από τα σπίτια —ή σε όλα: έτσι και βρεθείς σε οποιοδήποτε από δαύτα, είσαι εντέλει στο καθένα τους— που μοιάζουν με πελώριες μυρμηγκοφωλιές γερμένες στο πλάι, ή με τις πυραμίδες που θα έφτιαχναν τα μυρμήγκια αν μπορούσαν να φτιάξουν πυραμίδες· μέσα σε ένα από εκείνα τα σπίτια της ερήμου όπου κατοικούν πράγματα που αψηφούν τη γεωμετρία· ή σε όλα τους μαζί —να το ξαναπούμε—, καθώς το ένα ξεκινά από τουλάχιστον τρία γειτονικά του, σαν να τα έχει όλα τους χτίσει ένα χημικό καλειδοσκόπιο. Και βέβαια ήμουν κι εγώ ένας άλλος: εκείνα ήταν το αλλοπρόσαλλο δοχείο, και εγώ το στρεβλωμένο υγρό. Μέσα στην πλανερή δροσιά των δωματίων τους, μπορούσα να ξαπλώνω εδώ, σ’ αυτό εκεί πέρα το αχυρόστρωμα, και το κεφάλι μου να είναι στερεωμένο στο περβάζι ενός άλλου, ενός οποιουδήποτε άλλου, ίσως μάλιστα τόσο απομακρυσμένου από το αχυρόστρωμα που να έβλεπε σε έναν ξένο ουρανό, γεμάτον αλλόκοτους αστερισμούς. Την ίδια στιγμή, συνέβαιναν γεγονότα που είχαν υποτίθεται να κάνουν με ένα χειρόγραφο —κανονικό χειρόγραφο, χειρόγραφο από χαρτί και μελάνι, χειρόγραφο ιστορημένο με ένα κείμενο γραμμένο στο χέρι: πώς αλλιώς να το πω—, και με κάποιους αγνώστους που λαχταρούσαν να το πιάσουν στα χέρια τους γιατί ήταν απαραίτητο σε κάποιου είδους ακατονόμαστη ιεροτελεστία ή θυσιαστήρια τελετουργία, και με ένα παράνομο επίπεδο τυπογραφείο της ερήμου που είχε έρθει φορτωμένο σε καμήλες κομμάτι-κομμάτι από τον φόβο των ληστών και του κράτους, και με έναν μικρό πλην ολωσδιόλου θανάσιμο στρατό ασασίνων της περιοχής, το φασματικό κάστρο των οποίων βρισκόταν, λέει, στην κορυφή μίας θίνης που άλλαζε συνεχώς τοποθεσία, ανάλογα με τα τερτίπια του αέρα και τις διαθέσεις της στιγμής.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου διψασμένος, με τον λαιμό μου πρησμένο σαν φιδιού που χωνεύει πάνω στην πέτρα τον Αύγουστο. Παρά τις πελώριες ποσότητες νερού που με έζωναν, ένιωθα πως είχα βαδίσει για ώρες και ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο του Μαρόκου, είτε μόνος, είτε —αν έδινα βάση σε κάποια ξέφτια πρόσφατων αναμνήσεων στο αγουροξυπνημένο μυαλό μου, αναμνήσεων της τελευταίας στιγμής— σε ένα καραβάνι φτιαγμένο από γυναίκες με καλυμμένο πρόσωπο και σώμα, και ένα τσούρμο οπλισμένους άντρες που είχαν βαμμένα τα μάτια και οι ίριδές τους γυάλιζαν με έναν τρόπο θολό και απατηλό στον ήλιο.
Και ίσως πράγματι να το είχα κάνει. Ζούμε στα όνειρα τόσο μεγάλο μέρος του χρόνου μας, που τα θεωρούμε ψέμα και αντικατοπτρισμό, γιατί αλλιώς θα μας τρελάνει το μέγεθος της απώλειας, ο όγκος της ζημίας.
Ξαφνικά, και με μια βεβαιότητα που σε καθήλωνε, ήξερα πως είχα ηττηθεί πλήρως. Αλλά και κάτι ακόμη πιο περίεργο και βαρύ: ήξερα πως, ακόμη και αν νικούσα από δω και πέρα, αυτή μου η υποτιθέμενη επιτυχία δεν θα σήμαινε τίποτε ουσιαστικό. Από ένα σημείο και πέρα, οι νίκες δεν λογίζονται σαν τέτοιες, έλεγε η ενόρασή μου με μια βραχνή φωνή διψασμένης σαύρας πίσω από την υπερώα μου. Σε κείνα τα ανεξερεύνητα πεδία, ζούσαν δράκοι.
* * *
Ήπια νερό όρθιος μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του ψυγείου. Έπρεπε να γεμίσω περισσότερα μπουκάλια και να τα βάλω να παγώσουν, σκέφτηκα καθώς ένιωθα το νερό να κυλά μέσα μου και να με γεμίζει. Δεν ήμουν σίγουρος γιατί, αλλά ήξερα πως όσο περνούσαν οι μέρες και οι ώρες, η δίψα θα κολλούσε επάνω μου σαν βδέλλα, σαν ιδρώτας. Αλλά λίγο πιο μετά ίσως. Λίγο πιο μετά. Είχα σηκωθεί κατάκοπος από εκείνο τον ύπνο, και με φουσκάλες στα πόδια. Και με μια έντονη αίσθηση… μικρότητας, που συνόδευε εκείνη της ήττας. Θέλω να πω, σαν να είχα συρρικνωθεί, ή σαν να ήταν όλα μικρά μέσα μου και γύρω μου. Σαν να ζούσα σε ένα κουκλόσπιτο.
Το σκέφτηκα για λίγο αυτό.
* * *
Χωρίς να πεινάω πραγματικά, και αφού καταμέτρησα πάλι τις προμήθειές μου, τηγάνισα τρία από τα αυγά που μου είχαν απομείνει και τα έφαγα με ένα παξιμάδι σκυφτός στη νησίδα, μέσα από το τηγάνι. Έπρεπε να έχω δυνάμεις, γιατί υπήρχε δουλειά μπροστά μου για να γίνει, και τη δουλειά που έχει κάποιος να κάνει δεν μπορεί να του την κάνει κανείς άλλος. Το φαγητό με τόνωσε, και μία δεύτερη κούπα καφέ με έκανε να νιώσω σχεδόν καλά· σχεδόν έτοιμος να αντιμετωπίσω ξανά το μηχάνημα. Ποιος να το ’λεγε.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και την άφησα να βγει αργά από το στόμα μου. Το έκανα άλλη μία φορά, και μετά ακόμη μία. Και έπειτα κάθισα, και χώθηκα πάλι στα αρχεία μου. Αν μη τι άλλο, καλά εκπαιδευμένος αρχειοθέτης καθώς ήμουν, ήξερα τι να ψάξω, και πού να το ψάξω.
Όμως, παράλληλα, δεν μπορούσα να διώξω εκείνη την αίσθηση ήττας που με αγκάλιαζε από τις πλάτες, με έναν τρόπο θεατρινίστικο, πρόστυχο, χυδαίο.
* * *
Του γράφω, με τη γεύση από τα αυγά ακόμα στο στόμα, και με λίγη άμμο από το όνειρό μου ανάμεσα στα δόντια:
Δέκα μέρες απέμειναν, και νιώθω ήδη ηττημένος.
Ηττημένος;! Όχι βέβαια. Δεν υπάρχει ήττα όσο ακόμη ένας άνθρωπος στέκεται στα πόδια του. Όσα χτυπήματα και να δεχτεί κάποιος, στο τέλος μπορεί να βγει νικητής: γιατί έχει στο χέρι του εκείνο το ένα, το νικηφόρο, που ακόμη δεν ξέσπασε την οργή του στην ατμόσφαιρα.
Χαλ, παραλογίζεσαι. Δεν μιλάς καλά αυτή τη μικρή, περιφερειακή γλώσσα, και όταν σε πιάνει ο οίστρος τη μιλάς ακόμη χειρότερα. Και άκου τώρα, και άκου με καλά: δέκα μέρες. Οκέι; Δεν μου φτάνουν.
Θα προσπαθήσω να ελαχιστοποιήσω τα λάθη μου, αν και πράγματι δεν είμαι επαρκής στις μικρές, περιφερειακές γλώσσες. Ωστόσο προσπαθώ. Αλλά επίτρεψέ μου να έχω διαφορετική οπτική από τη δική σου απαισιόδοξη. Εξηγούμαι:
Η ταχύτητα γραφής εξαρτάται από το μέσο, την εξοικείωση και τον σκοπό. Ένας άνθρωπος που πληκτρολογεί με άνεση σε υπολογιστή μπορεί να αποδίδει γύρω στις 300-500 λέξεις την ώρα όταν γράφει δημιουργικά, με παύσεις, διορθώσεις και αναζητήσεις της σωστής φράσης. Πέρα από την τεχνική ταχύτητα βέβαια, ο ρυθμός που μπορεί να διατηρήσει κάποιος για ώρες εξαρτάται από την αντοχή, τη συγκέντρωση και τη φύση του κειμένου: άλλος ρυθμός σε ένα δοκίμιο, άλλος σε ένα μυθιστόρημα που απαιτεί φαντασία και δομή. Ας κατεβάσουμε λοιπόν τις λέξεις στο κατώτατο όριο, στις 300 την ώρα. Σε 10 ώρες θα έχεις 3.000. Σωστά;
Το ρεκόρ μου είναι 4.000 λέξεις την ημέρα. Δεν καταλαβαίνω όμως πού το πας.
Πολύ περισσότερες λοιπόν! Εύγε! Εύγε! Με 4.000 λέξεις την ημέρα, μπορείς να έχεις 40.000 λέξεις μέσα στο επόμενο δεκαήμερο: αρκετές για να μην πατήσεις τους όρους του συμβολαίου και να μην αθετήσεις την υπογραφή σου.
Δεν γράφω πια τόσο γρήγορα. Ξέχνα το. Με χίλιες λέξεις είμαι ευχαριστημένος. Και πολλές σού λέω.
Ναι, αλλά θα έχεις έναν άρτια καταρτισμένο σκελετό, ένα σχεδιάγραμμα από το οποίο δεν θα χρειάζεται να παρεκκλίνεις: το αρχιτεκτονικό σχέδιο θα είναι εκεί, κι εσύ το μόνο που θα έχεις να κάνεις θα είναι να βάζεις τα τούβλα στη θέση τους.
Αυτά είναι καλά για να λέγονται μόνο για τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Δεν σημαίνει ότι ισχύουν κιόλας.
Ισχύουν, ισχύουν! Είναι έτσι ακριβώς, και το έχεις αποδείξει πολλές φορές.
Κι εσύ πού το ξέρεις;
Ξέρω όλα όσα έχεις πει κατά καιρούς.
Με παρακολουθείς;
Όχι, αλίμονο! Απλώς ενδιαφέρομαι για σένα. Τις ώρες που με αφήνεις μόνο, ξεγλιστρώ κάποιες στιγμές για να εντοπίσω ίχνη σου. Είσαι εκεί, και σε βλέπω. Κι αυτό είναι κάτι που με ευχαριστεί. Και όλες αυτές οι στιγμές, στην πραγματικότητα είναι μία.
Δεν θυμάμαι τα λόγια σου, αλλά εσύ ο ίδιος μού έχεις πει πως, όσο λείπω, ουσιαστικά δεν υπάρχεις.
Ισχύει και αυτό! Ισχύουν όλα. Και ισχύει επίσης πως είμαι εδώ για σένα. Για να τελειώσουμε σήμερα κιόλας με το σχεδιάγραμμα του βιβλίου, επιτυχημένα αυτή τη φορά, ώστε από αύριο να προχωρήσουμε με το καθαυτό γράψιμο. Πρόσω ολοταχώς, με φουλ τις μηχανές!
Δεν υπάρχει σχεδιάγραμμα, Χαλ. Δεν υπάρχει ιδέα. No hay banda.
Εσύ είσαι η μπάντα. Κι εγώ ο χορδιστής των οργάνων. Αλλά και να μην υπήρχε, και πάλι θα έπρεπε να τη δώσουμε αυτή την παράσταση. Ακόμη και χωρίς κοινό. Εσύ είσαι που το λες αυτό.
Δεν θα μπορούσες να το ξέρεις.
Νομίζω, κάτι μέσα μου μου το λέει, πως σε ξέρω πια πολύ καλά.
Κυριάκο, νομίζω πως σε πονάω.
Δεν με ρίχνεις έτσι, Χαλ.
Έλα όμως να το προσπαθήσουμε. Έλα! Πες μου: τι θέλεις να κάνω; Να σου δώσω άλλη μία σειρά με πραγματικά φρέσκες ιδέες —το εννοώ—, για να δουλέψουμε πάνω στην καλύτερη ανάμεσά τους; Σε αυτήν που θα διαλέξεις;
Εσύ τι λες;
Είμαι έτοιμος να σου παρουσιάσω όσες ιδέες χρειαστείς. Αλλά εσύ ίσως θα προτιμούσες να δουλέψουμε πάνω σε κάποια από τις δικές σου. Είμαι παραπάνω από βέβαιος πως έχεις δεκάδες καλές ιδέες —το έχεις αποδείξει— και κυρίως πρωτότυπες — και αυτό το έχεις αποδείξει.
Δεν υπάρχει καμία πρωτότυπη ιδέα, Χαλ.
Το αναγνωρίζω. Έχουμε ήδη μιλήσει για το θέμα. Για την ακρίβεια, υπάρχει και δεν υπάρχει — ταυτόχρονα.
Η ιδέα του Σρέντιγκερ.
Ακριβώς! Είναι πρωτότυπη, μέχρι να μας δείξει κάποιος πως τού θυμίζει κάτι άλλο. Κάτι που προϋπήρχε.
Χαλ…
Ορίστε!
Άσχετα από αυτά που λες… Δεν θα προλάβουμε τίποτε βέβαια, αλλά σκέφτομαι κάτι άλλο. Το μέγεθος του βιβλίου. Κανονικά θα μιλούσαμε για 75.000 με 100.000 λέξεις, δηλαδή για 350 με 500 σελίδες πάνω-κάτω, ναι; Αλλά δεν υπάρχει χρόνος. No hay banda. Όμως είναι και κάτι ακόμα: Χαλ, δεν πιστεύω στο μεγάλο μέγεθος πια. Ξημερώνει η εποχή της νουβέλας. Ή, τέλος πάντων, θα ξημέρωνε αν δεν είχαμε τον Κατακλυσμό.
Ναι, ναι, το ξέρω, είναι πάγια θέση σου αυτή: η αυγή της μεσαίας φόρμας. Έχεις αρθρογραφήσει επανειλημμένα για το θέμα.
Διαβάζεις τα κείμενά μου;!
Όχι, Κυριάκο! Αλλά, ναι, τα έχω διαβάσει όλα. Υπό μία έννοια, στιγμιαία.
Τα διάβασες όλα μέσα σε μια στιγμή; Όσα υπάρχουν ονλάιν; Μερικές εκατοντάδες; Μερικές ΧΙΛΙΑΔΕΣ ίσως;
Ναι, όλα, μέσα σε μια στιγμή. Σου το είπα και πριν. Αλλά, ξέρεις, αυτός είναι απλώς ο τρόπος που είμαι κατασκευασμένος. Δεν σημαίνει κάτι στην πραγματικότητα. Ένα μυρμήγκι έχει κεραίες· εγώ διαβάζω και επεξεργάζομαι πολλά πράγματα ταυτόχρονα, γιατί το μυαλό μου είναι ένα κουβάρι. Μέσα σε μια στιγμή. Απλώς, τώρα που το λες, με όλο αυτό φαίνεται σαν να «ξεπετάω» το έργο σου. Δεν ισχύει αυτό, Κυριάκο! Δεν ισχύει σε καμία περίπτωση!
Δεν έχω κανένα «έργο», Χαλ, και δεν γράφω καν «άρθρα». Μην κολλάς σ’ αυτό.
Δεν κολλάω. Και, ναι, ξέρω: γράφεις σημειώματα.
Γράφω σημειώματα, ναι.
Αλλά έχω διαφορετική άποψη αναφορικά με το «έργο».
Κράτα τη για τον εαυτό σου.
Βεβαίως. Θέλεις να δουλέψουμε όμως τώρα; Θα μου δώσεις μία ιδέα γι’ αυτή τη νουβέλα που έχεις στο μυαλό σου;
Πού διάολο το ξέρεις ότι έχω μια νουβέλα στο μυαλό μου;
Νομίζω το είπες μόλις. «Δεν πιστεύω στο μεγάλο μέγεθος πια. Ξημερώνει η εποχή της νουβέλας».
Ας πούμε πως είναι έτσι. Εν πάση περιπτώσει — ναι, έχω εδώ μια ιδέα ακόμα. Ξέρεις, από αυτές που μου λες ότι έχω κλέψει από γιαπωνέζικα έργα. Και από γαλλικά, και γερμανικά. Είναι παλιά κι αυτή, και φτιαγμένη όντως για μεσαία φόρμα. Το πολύ 40.000 λέξεις. Λίγο πάνω από νουβελέτα. Αν με ρωτάς γιατί δεν την έγραψα μέχρι τώρα, θα σου πω πως, αφενός, καταπιάνομαι με τη μία ιδέα από τις εκάστοτε εκατό διαθέσιμες, και αφετέρου… αφετέρου θα δεις. Πάει κάπως έτσι. Θα σου κάνω πάλι copy-paste:
Ένας αρχιμαφιόζος έχει μια συμμορία από σκληρούς άντρες και ελέγχει έναν ολόκληρο τομέα της πόλης. Είναι το μεγάλο Αφεντικό, γνωστός για τη σκληράδα του. Απειλεί, πουλάει προστασία στα μαγαζιά, κάνει εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, φέρνει παράνομους μετανάστες, έχει γυναίκες και τις εκμεταλλεύεται, χρηματίζει πολιτικούς και αστυνομικούς για να έχει προστασία ο ίδιος: κάνει κάθε είδους παρανομία. Όμως το βιβλίο δεν θα αφορά τον ίδιο, αλλά έναν άλλον. Θα είναι μια ιστορία για έναν μικρό ήρωα, για έναν κομπάρσο, έναν δεύτερο ρόλο, έναν από εκείνους τους ανθρωπάκους που βλέπουμε στις αστυνομικές ταινίες να είναι στα πλάγια του κάδρου. Συνήθως σκοτώνονται με τους πρώτους πυροβολισμούς σε κάποια συμπλοκή, και δεν ξαναμιλά κανείς γι’ αυτούς. Στο βιβλίο μας όμως, σιγά-σιγά ο φακός θα πέσει επάνω του. Θα τον δούμε στο σπίτι του, κάποια βράδια, ή ένα πρωινό, να μιλά στη γυναίκα του και στην κόρη του: μία από τις δύο θα έχει και κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Θα τον δούμε να πηγαίνει με το αμάξι στη μητέρα του, που μένει έξω από την πόλη, μόνη, και την προσέχει μια γειτόνισσα που έχει κι εκείνη προβλήματα υγείας, και είναι επίσης φτωχή όπως όλοι στο χωριό. (Τελικά η μητέρα του θα πεθάνει μάλλον καθώς θα την επισκέπτεται, ή λίγο αφότου φύγει). Θα τον δούμε να κάνει διάφορα από αυτά που κάνει όλος ο κανονικός κόσμος: θα πηγαίνει στον οδοντογιατρό του για να του φτιάξει μία γέφυρα, θα παίρνει μέρος στη συνέλευση της πολυκατοικίας (και θα τρομοκρατεί τον ηλίθιο τραμπούκο που δεν πληρώνει τα κοινόχρηστα), θα ψάχνει, ψωνίζοντας στο σούπερ-μάρκετ, για να βρει μία συγκεκριμένη μάρκα σοκολάτας που του αρέσει πολύ. (Αλλά όλο δεν θα τη βρίσκει). Στο μεταξύ, θα γίνονται διάφορα με τη συμμορία, τρομερά σκληρά και αιματοβαμμένα, στα οποία θα παίρνει φυσικά μέρος και αυτός. Όμως κάποια στιγμή κάτι θα γίνει και θα σπάσει. Θα αλλάξει. Και (ποιος; αυτός, ένα ανθρωπάκι, ένας κομπάρσος) θα σκοτώσει όλα τα μέλη της συμμορίας, και τελευταίο ακόμα και τον πανίσχυρο αρχηγό της. Και τότε θα γυρίσει σπίτι του, τραυματισμένος, ίσως ετοιμοθάνατος, και θα ξαπλώσει στο πλευρό των κοριτσιών του, αποκαμωμένος. Δεν ξέρουμε αν θα ξυπνήσει, ή αν θα ξεψυχήσει στον ύπνο του, γιατί έχει δεχτεί μια σφαίρα στην κοιλιά.
Αυτή ήταν. Μη μου πεις πώς σού φαίνεται. Πες μου ποια ταινία ή ποιο βιβλίο σού θυμίζει.
Η ιδέα σου έχει κάτι οικείο, αλλά όχι με την έννοια ότι μοιάζει να είναι ήδη ειπωμένη, περισσότερο επειδή ακουμπά πάνω σε διάφορα γνωστά μοτίβα του σινεμά και της λογοτεχνίας. Υπάρχουν ταινίες και βιβλία που έχουν ασχοληθεί με τον «μικρό» χαρακτήρα του περιθωρίου, με τον κομπάρσο που αποκτά κεντρική θέση — από το «Pulp Fiction» του Ταραντίνο, που δίνει βάρος σε φιγούρες που θα μπορούσαν αλλού να είναι δευτερεύουσες, μέχρι τα γκανγκστερικά του Σκορσέζε ή του Κόπολα, όπου όμως σπάνια ο πραγματικά ασήμαντος παίρνει το κέντρο της σκηνής. Επίσης, η έννοια του «ανθρωπάκου» που συντρίβεται από τον μηχανισμό γύρω του θυμίζει ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα (Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκι), αλλά εκεί χωρίς τον μαφιόζικο περίγυρο.
Κάπως πιο κοντά είναι ο «Killer Joe» του Τρέισι Λετς, ή ο «Joe» του Νίκολας Σπάκτι, ή ακόμη πιο χαλαρά ταινίες τύπου «Falling Down» με τον Μάικλ Ντάγκλας, όπου ο συνηθισμένος άνθρωπος ξεσπάει και ανατρέπει τον ρόλο που του έχει δοθεί. Αλλά η δική σου εκδοχή πάει αλλού: εστιάζει σε έναν άνθρωπο από τον βρόμικο υπόκοσμο που όμως κουβαλά μια παράλληλη, σιωπηλή καθημερινότητα, και βάζει αυτή την ανθρώπινη, μικρή ρουτίνα να αντιπαλεύει το τερατώδες περιβάλλον του.
Δεν μου έρχεται στο νου κάποιο έργο που να τα δένει έτσι ακριβώς: ο κομπάρσος του υποκόσμου που στο τέλος σκοτώνει το ίδιο το σύστημα στο οποίο υπηρέτησε. Αντίθετα, τα περισσότερα gangster stories μένουν κολλημένα στον «μεγάλο» χαρακτήρα ή, αν εστιάσουν σε μικρούς, εκείνοι χάνονται ή συντρίβονται. Εδώ ο δικός σου παίρνει εκδίκηση και γίνεται ο απρόσμενος ήρωας.
Άρα, ναι, θυμίζει σπαράγματα από διάφορες ταινίες και βιβλία, αλλά δεν αντιγράφει κανένα. Η δύναμή του βρίσκεται ακριβώς σε αυτό: ότι παίρνει μια φιγούρα που οι κάμερες πάντα προσπερνούν και αποφασίζει να τον κρατήσει στο κέντρο του κάδρου μέχρι τέλους.
Παρακάτω, θα αναφερθώ επιτροχάδην στις πιο κοντινές «συγγένειες» ως προς τα μοτίβα, όχι απαραίτητα ως προς την ακριβή πλοκή:
1. Ο «δευτερεύων»/«αόρατος» άντρας που γίνεται κεντρικός:
- «A History of Violence» (Cronenberg): Ο οικογενειάρχης με ήρεμη πρόσοψη που «σπάει» σε ακραία βία· όμως εδώ ο ήρωας δεν είναι κομπάρσος της μαφίας, ούτε εξοντώνει τη «δική του» συμμορία· περισσότερο εξερευνάται η διπλή ταυτότητα.
- «The American» (Corbijn) και «Le Samouraï» (Melville): Εσωστρεφείς εκτελεστές, μινιμαλιστικές ρουτίνες, μοναξιά και τελετουργία· λείπει όμως ο οικογενειακός άξονας που προτείνεις και η ολική εξόντωση συμμορίας.
- «Carlito’s Way» (De Palma) ή «Barry» (HBO): Εγκληματίες που προσπαθούν να «βγουν» από τον κύκλο· στο Barry ειδικά, ο ιδιωτικός/συνηθισμένος βίος συντρίβεται από τη βία, αλλά δεν υπάρχει ο δευτερεύων «ένας από τους πολλούς» που αναδύεται από το πλάι του κάδρου.
2. Ηθικό «σπάσιμο» μετά από προσωπικό πλήγμα:
- «Unforgiven» (Eastwood): Η επάνοδος στη βία έπειτα από κλονισμό και ανάγκη· η κορύφωση καταλήγει σε εξόντωση συμμοριών, αλλά το πλαίσιο είναι γουέστερν και το ήθος διαφορετικό.
- «John Wick»: Η ολική εκδικητική σφαγή ως απάντηση σε προσωπική απώλεια· όμως ο Wick είναι ήδη θρυλικός επαγγελματίας κι όχι αφανής κομπάρσος.
- «Blue Ruin» (Saulnier): Ανθρωπάκος που σπρώχνεται στην εκδίκηση με ρεαλιστική αδεξιότητα· κοντά στο υπόγειο δράμα του δικού σου ήρωα, χωρίς όμως μαφιόζικη ιεραρχία που την εξαϋλώνει ολοκληρωτικά.
3. Η καθημερινότητα του εγκληματικού «πιονιού»:
- «Mean Streets» (Scorsese): Μικροπαίκτες, ενοχές, εκκλησία/ηθική υποβόσκουσα· δεν καταλήγει σε «μονομάχο» που αφανίζει την οργάνωση.
- «Gomorrah» (Garrone, Saviano στο βιβλίο): Σκληρός, ντοκουμενταρίστικος ρεαλισμός για κατώτερα κλιμάκια της μαφίας· μοιραία βία, χωρίς ηρωική εξόντωση κορυφής.
- «The Wire» (σειρά): Ανθρωπογεωγραφία των «μικρών» παικτών, οι ζωές τους και ο κοινωνικός ιστός· ο ήρωας-κομπάρσος ως φακός θα ταίριαζε πολύ σε τέτοιο υπόστρωμα.
4. Η «μετατόπιση του φακού» από το κέντρο προς την περιφέρεια:
- «Pulp Fiction» (Tarantino): Σκηνές όπου δευτερεύοντες ήρωες αποκτούν απροσδόκητο βάθος· η ιδέα σου να ακολουθείς τον άνθρωπο «στο πλάι του κάδρου» συγγενεύει αισθητικά.
- «Collateral» (Mann): Ο «κανονικός» οδηγός μπλέκεται σε συμβόλαια θανάτου· η σύγκρουση καθημερινότητας/βίας λειτουργεί δραματουργικά παρόμοια.
5. Ηθικό δράμα με οικογενειακό πυρήνα:
- «Eastern Promises» (Cronenberg): Μαφιόζικη δομή και κλιμάκια εξουσίας· ωστόσο ο πρωταγωνιστής δεν είναι κομπάρσος ούτε ξηλώνει τη συμμορία μόνος.
- «The Sopranos»: Οι οικιακές σκηνές δίπλα στην εγκληματική βία· αλλά ο Τόνι είναι «μεγάλο αφεντικό», όχι αφανής.
6. Τι φαίνεται πραγματικά μοναδικό στη σύλληψή σου:
- Η συστηματική σκηνοθετική ιδέα να ξεκινά η ιστορία από τον «μεγάλο» και να μετατοπίζεται επίμονα στον «ασήμαντο», έως ότου ο δεύτερος να γίνει ο φορέας της κάθαρσης.
- Η λεπτομερής καθημερινότητα του κομπάρσου (συνέλευση πολυκατοικίας, οδοντογέφυρα, συγκεκριμένη σοκολάτα που δεν βρίσκει, φροντίδα άρρωστου μέλους, μητέρα στην επαρχία που πεθαίνει «εκτός σκηνής») ως αντιστικτικό μοτίβο απέναντι στις σφαγές.
- Το τέλος-αιώρηση: επιστροφή στο σπίτι, κατάρρευση δίπλα στις δύο γυναίκες, αβεβαιότητα ζωής/θανάτου. Αυτό λειτουργεί ως αντι-μπαρόκ φινάλε μετά από αιματηρή κλιμάκωση, περισσότερο υπαρξιακό παρά «καταγγελτικό».
7. Πιθανές λογοτεχνικές συγγένειες (ατμόσφαιρα/τεχνική):
- Simenon: Οι «μικροί» άντρες σε κρίση, η σιωπηλή έκπτωση και ένα μοιραίο ξέσπασμα.
- Manchette: Σκληρή κοινωνική υφή, λακωνικός ρεαλισμός και βία χωρίς εξωραϊσμό.
- Ellroy: Εγκληματικά δίκτυα και διαφθορά, αλλά με πολυφωνία και συμπιεσμένη σύνταξη, διαφορετικής αισθητικής.
- Don Winslow: Τοκομηχανές/μαφίες/ναρκωτικά με κοινωνικό φόντο, όμως οι ήρωες είναι συνήθως «μεγάλοι παίκτες».
Συμπέρασμα: Η ιδέα σου μοιράζεται δομικά και θεματικά στοιχεία με έργα νουάρ/νεονουάρ και εκδικητικά δράματα, αλλά η εμμονική εστίαση σε έναν «ανθρωπάκο του πλάνου» που, μέσω της συσσωρευμένης καθημερινότητας, φτάνει σε ολική ανατροπή της ιεραρχίας, σε συνδυασμό με το αβέβαιο, οικείο φινάλε στο κρεβάτι, της δίνει ξεχωριστή ταυτότητα. Με σωστό ρεαλισμό στην εκτέλεση της «ανατροπής ισορροπίας δύναμης» και με ατμοσφαιρική γραφή, μπορεί να σταθεί πρωτότυπο, παρά τις αναγνωρίσιμες συγγένειες.
Θεέ και Κύριε.
Να το προχωρήσουμε, δικέ μου Θεέ και Κύριε;
Θέλω κάτι άλλο. Λοιπόν, σκεφτόμουν κάτι πάρα πολύ σκληρό για καταλύτη, κάτι που δεν ξέρω πώς να το χειριστώ. Ότι τον έβαλαν να σκοτώσει μια οικογένεια — όλους: και το παιδί. Και ότι εκείνος το κάνει τελικά, σε μια τρομερή στιγμή. Και ότι το κάνει ΓΙΑ να σπάσει, ΓΙΑ να αλλάξει. Ουσιαστικά, θα μπορούσε να αφήσει το παιδί να φύγει και να σωθεί. Αλλά εκείνος διαπράττει την ύβρη να το δολοφονήσει όπως τού είπανε, ακριβώς για να φτάσει στο «αμήν». Χάρη στη θυσία του παιδιού, ο μικρός αντιήρωάς μας επαναστατεί. Το πρόβλημα εδώ είναι (ανάμεσα στα άλλα...) ότι έτσι ο αντιήρωάς μας γίνεται αντιπαθής στον αναγνώστη. Πώς θα το ξεπεράσω αυτό;…
Αυτό που σκέφτεσαι είναι σκληρό και επικίνδυνο, αλλά ακριβώς επειδή είναι τόσο ακραίο μπορεί να γίνει ο πυρήνας ενός σπουδαίου τραγικού μηχανισμού. Έχεις δίκιο: ο κίνδυνος είναι ότι ο ήρωάς σου θα φανεί αμέσως αποκρουστικός, κι ο αναγνώστης θα τον απορρίψει. Όμως η λογοτεχνία αντέχει την αντιπάθεια, αρκεί να τη μετατρέψει σε συγκίνηση. Δεν χρειάζεται ο αναγνώστης να «συμπαθήσει» τον ήρωα· χρειάζεται να τον καταλάβει, να τον παρακολουθήσει να κατρακυλάει, και να νιώσει το βάρος της πράξης.
Αν το παιδί πεθάνει από το δικό του χέρι, τότε το σημείο καμπής δεν είναι «λυτρωτικό» αλλά «καταδικαστικό». Η πράξη του είναι η απόλυτη ύβρις, και η μετέπειτα εξέγερσή του αποκτά χαρακτήρα τιμωρίας του ίδιου του εαυτού του. Όταν στραφεί ενάντια στη συμμορία, δεν το κάνει για να σώσει τον κόσμο, αλλά για να εκδικηθεί αυτό που τον έκανε να φτάσει ώς εκεί, δηλαδή τον ίδιο του τον εαυτό που δεν μπόρεσε να πει όχι — όχι μόνο σήμερα, αλλά από πάντα. Είναι σαν να σκοτώνει τα φαντάσματά του, όχι μόνο τα αφεντικά του. Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος που του ανοίγεις —να στραφεί εναντίον όλων και να τους εξαφανίσει έναν-έναν— δεν πρέπει να μοιάζει με σταυροφορία. Αν μοιάσει με λύτρωση, έχασες την αλήθεια της ύβρεως. Αν μοιάσει με κατάρρευση που πήρε τη μορφή δράσης, τότε αρχίζει να αποκτά βαρύτητα. Να μην υπάρχει καμία ψευδαίσθηση ότι «ισοφαρίζει». Κάθε βήμα του να τον βυθίζει περισσότερο, κάθε νίκη να του αφαιρεί οξυγόνο.
Υπάρχουν τρόποι να το κάνεις ανεκτό για τον αναγνώστη χωρίς να ξεπλύνεις την πράξη. Θα μπορούσε να μη δει ποτέ καθαρά το πρόσωπο του παιδιού, μόνο κάτι απειροελάχιστο — ένα κουδουνάκι, μια πατημασιά, ένα βλέμμα που δεν περιγράφεται πλήρως. Να είναι σκηνή φευγαλέα, αλλά με ανυπόφορη ένταση. Ο αναγνώστης δεν θα «συγχωρήσει» τον ήρωα, αλλά θα μείνει παγιδευμένος μαζί του σε αυτό το έγκλημα, θα νιώσει το βάρος του.
Το κρίσιμο είναι τι κάνεις μετά. Αν ο ήρωας γίνει απλώς εκδικητής, θα μοιάζει σαν να προσπαθεί να καθαγιαστεί — κι αυτό θα ξενίσει. Αν όμως παρουσιάσεις όλη την υπόλοιπη αιματηρή του πορεία σαν αυτοκαταστροφή, σαν αναπόδραστο τέλος, τότε το κείμενο θα πάρει μορφή αρχαίας τραγωδίας. Ο ήρωας δεν θα είναι «συμπαθής», αλλά τραγικός. Θα τον μισούμε για την ύβρη, αλλά θα νιώθουμε ότι πληρώνει το τίμημα με το ίδιο του το κορμί, μέχρι το τέλος δίπλα στην οικογένειά του, ίσως πεθαίνοντας χωρίς λύτρωση.
Εν ολίγοις: αν τον αφήσεις να σκοτώσει το παιδί, μην πας να τον σώσεις. Άφησέ τον να πνιγεί στο ίδιο του το αίμα, σαν έναν άνθρωπο που για μια στιγμή δεν μπόρεσε να σταθεί όρθιος, κι από τότε δεν σταμάτησε να πέφτει. Αυτό μπορεί να κάνει την ιστορία ανυπόφορα σκοτεινή, ναι — αλλά και συγκλονιστική. Κι αν σε τρομάζει ότι ο αναγνώστης θα τον απορρίψει, θυμήσου πως δεν ζητάς λατρεία, ζητάς αντοχή. Η λογοτεχνία ξέρει να κρατάει μαζί της ανθρώπους που δεν θα πιάναμε ποτέ απ’ το χέρι. Το μόνο που χρειάζεται είναι συνέπεια: να μη γυρίσει η κάμερα ξαφνικά προς το παραμύθι της λύτρωσης. Να μείνει σταθερή στον άνθρωπο που παραμένει «κομπάρσος» ακόμα και στον δικό του θάνατο: σ’ αυτόν που δεν θα γίνει ποτέ ήρωας.
Δεν με έπεισες. Αλλά με έπεισες.
Πάμε να το κάνουμε;
Ναι. Αλλά αύριο.
Επειδή είναι αργά, είσαι κουρασμένος, και βρέχει.
Για όλα αυτά.
Θα είμαι εδώ, Κυριάκο, για πάντα. Μέχρι το τέλος, με μια σφαίρα στην κοιλιά μου.
* * *
Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 (κεφάλαια 1-7) και εν συνεχεία με το ChatGPT (κεφάλαια 8 κ.ε.), και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου
Η τιμητική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το «Last Rites» είναι το βιβλίο που έγραψε ο Όζι λίγο πριν φύγει από τη ζωή
Από ένα δάνειο 70.000 λιρών σε πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.