- CITY GUIDE
- PODCAST
-
28°
Λεονάρδο Παδούρα: Η κοινωνία στην Κούβα έχει αλλάξει
Ο βραβευμένος συγγραφέας μιλάει για τον θρυλικό ήρωά του Μάριο Κόντε, την κουβανέζικη κοινωνία, τις δυσκολίες του να εκφράσει ελεύθερα τις απόψεις του και γιατί δεν θα φύγει ποτέ από την πατρίδα του

Λεονάρδο Παδούρα: Συναντήσαμε τον Κουβανό συγγραφέα με αφορμή το βιβλίο «Τέλειο παρελθόν» (εκδόσεις Καστανιώτη) στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 17ου Φεστιβάλ ΛΕΑ
Mε τον Λεονάρδο Παδούρα είχαμε ένα μικρό παρελθόν. 16 χρόνια πριν είχε έρθει στην Αθήνα να παρουσιάσει το «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη», ένα ακόμα μυθιστόρημα με τον Μάριο Κόντε. Ο πότης, σκεπτικιστής, αντιφατικός αντιήρωας, κλασικός Κουβανός, με είχε συνεπάρει, όπως και η ίδια η Κούβα, που είχα επισκεφθεί: αντιφατική, καρτερική, υπέροχη. «Αισθάνομαι Ελληνο-Λατίνος», μου είχε πει όταν βρεθήκαμε στο λόμπι κεντρικού ξενοδοχείου της Αθήνας. Ένας σεμνός, μελαχρινός άντρας, φιλικός, χωρίς ίχνος ματαιοδοξίας. Το ίδιο μου φαίνεται και τώρα που τον ξανασυναντώ στα γραφεία των εκδόσεων Καστανιώτη στα Εξάρχεια. Έχει έρθει στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 17ου Φεστιβάλ ΛΕΑ και με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη του πρώτου βιβλίου με τον Κόντε, το «Τέλειο παρελθόν».
Καθώς ο βραβευμένος συγγραφέας μιλάει για την Αβάνα, ξαναθυμάμαι την αίσθηση αυτής της μυθικής πόλης με τις δύο όψεις. Ambos mundos. Αυτή που είχε για τους τουρίστες, χαρούμενη, με τα πανέμορφα κτίρια και τ’ αυτοκίνητα-αντίκες των 50s με τα φανταχτερά χρώματα, και την άλλη, τη σιωπηλή, με τα ίδια κτίρια που κατέρρεαν στη Μαλεκόν, τα αγάλματα του Φιντέλ Κάστρο να επιβλέπουν και τους ντόπιους που περπατούσαν μέσα στον ήλιο, κάνοντας οτοστόπ στην εθνική.
Στην Αβάνα εξακολουθεί να ζει και ο Λεονάρδο Παδούρα, μαζί με τον ήρωά του. Αυτή η πόλη, άλλωστε, είναι ένας «χαρακτήρας» από μόνη της. Εκεί διαδραματίζεται, στο μακρινό 1989, λίγο πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το «Τέλειο παρελθόν», το πρώτο «ενήλικο» μυθιστόρημά του. Στις σελίδες του ζωντανεύει μια χώρα που ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και την απογοήτευση, τον έλεγχο και την αμφισβήτηση. Σ’ ένα ταραγμένο σκηνικό ο Μάριο Κόντε προσπαθεί να λύσει μια υπόθεση εξαφάνισης – και παράλληλα να ξεδιαλύνει τις δικές του εσωτερικές αντιφάσεις.
Το βιβλίο αυτό ήταν καθοριστικό για τη μετέπειτα συγγραφική πορεία του Παδούρα. Με αυτό δεν εγκαινίασε απλώς μια σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων με έναν εξαιρετικά δημοφιλή ήρωα, αλλά κι έναν τρόπο να μιλάει κανείς για την Κούβα, για το παρελθόν της, τις ενοχές, την ελπίδα, αλλά και τη δύναμη της αλήθειας και τις μικρές, καθημερινές πράξεις αξιοπρέπειας που γίνονται ηθική αντίσταση. Μιλώντας μαζί του καταλαβαίνω γιατί, παρά τις δυσκολίες, εξακολουθεί να ζει στην Κούβα. Είναι ο Μάριο Κόντε, το alter ego του, που το εξηγεί με τον τρόπο του: μπορείς να αμφιβάλλεις, αλλά πρέπει να επιμένεις, να θυμάσαι, χωρίς να εξιδανικεύεις και να αγαπάς την πατρίδα σου χωρίς αυταπάτες.

― Με το «Τέλειο παρελθόν» ξεκινά μια μεγάλη λογοτεχνική διαδρομή. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς, όπου γεννιέται ο χαρακτήρας του Κόντε. Πώς δημιουργήθηκε αυτός ο αντιήρωας, σκεπτικιστής υπολοχαγός της αστυνομίας, που ονειρεύεται να γράψει μυθιστορήματα;
Πράγματι, αυτό το βιβλίο είναι η πρώτη έξοδος του Κόντε στον κόσμο. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμη ένας καθαρά μυθοπλαστικός χαρακτήρας, που δεν γνώριζε πως θα συνέχιζε να ζει και σε άλλα βιβλία. Είναι ένας Κόντε νεογέννητος, στην πιο αγνή και αρχική του μορφή. Χρειαζόμουν έναν χαρακτήρα που να μπορεί να παρατηρεί την κουβανική πραγματικότητα και ταυτόχρονα να την αμφισβητεί, να τη θέτει υπό σκέψη. Ήθελα να είναι έξυπνος, ευαίσθητος και σε κάποια σημεία να μοιάζει μ’ εμένα. Και παρόλο που προοριζόταν να είναι ο πρωταγωνιστής ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, ήξερα πως έπρεπε να διαφέρει ριζικά από τους συνήθεις ήρωες των κουβανέζικων αστυνομικών βιβλίων. Οι πιο πολλοί από αυτούς έμοιαζαν περισσότερο με χαρακτήρες των κανονισμών της αστυνομίας, παρά με αληθινούς ανθρώπους. Εγώ ήθελα έναν χαρακτήρα που να δίνει την αίσθηση της ζωής.
Έτσι, ακριβώς επειδή ήθελα να φτιάξω έναν «ανθρώπινο» ήρωα, στο ξεκίνημα του πρώτου μυθιστορήματος τον παρουσιάζω να ξυπνάει από ένα βαρύ μεθύσι, να θέλει απεγνωσμένα να πάει στην τουαλέτα και να μην έχει καμία διάθεση να πάει στη δουλειά. Ο Κόντε δεν κάνει για αστυνομικός. Είναι σχεδόν ένας αντι-αστυνομικός, αλλά φαίνεται ότι αυτός ο χαρακτήρας λειτούργησε – και για τον λόγο αυτό αποφάσισα τότε να τον επαναφέρω και σε άλλα τρία μυθιστορήματα. Ήταν μια απόφαση κάπως αυθόρμητη, ίσως και ανεύθυνη, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα καν αν θα τα γράψω τελικά. Παρ’ όλα αυτά, τα τρία επόμενα βιβλία βγήκαν. Κι έτσι φτάνουμε στο τέταρτο μυθιστόρημα της σειράς, σε ένα σημείο κρίσης. Άλλωστε, παρόλο που δεν είναι πια αστυνομικός, συνεχίζω να δουλεύω με τον χαρακτήρα του Κόντε, και έτσι εμφανίζεται σε πολλά μυθιστορήματα, κάποια από τα οποία έχουν εκδοθεί και στα ελληνικά, όπως το «Αντιός, Χέμινγουεϊ» ή το «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη».
― Ο Μάριο Κόντε «μεγάλωσε» μαζί σας. Τότε κάνατε και εσείς, όπως ο Κόντε, τα πρώτα σας λογοτεχνικά βήματα. Νιώσατε ποτέ να μεγαλώνετε μέσα από εκείνον;
Το «Τέλειο παρελθόν» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά μου, αλλά, με μια έννοια, είναι το πρώτο μου «ενήλικο» έργο. Είχα γράψει ένα πρώτο μυθιστόρημα το 1984, με τίτλο «Fiebre de caballos» (Πυρετός των αλόγων), που είχε εκδοθεί στην Κούβα και ήταν, στην ουσία, μια ερωτική ιστορία. Στη συνέχεια, εργάστηκα για έξι χρόνια σε μια εφημερίδα – μια περίοδος εξαιρετικά κρίσιμη για μένα. Ήταν μια εποχή που μου έδωσε την ευκαιρία να πειραματιστώ: με τη γλώσσα, με τη δομή των κειμένων μου, με τους χαρακτήρες που δημιουργούσα. Γι’ αυτό και ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μυθιστόρημα, χάρη στη δημοσιογραφική εμπειρία, είχα ήδη ωριμάσει ως συγγραφέας. Και είναι φανερό, νομίζω, ότι το «Τέλειο παρελθόν» ανήκει σε έναν συγγραφέα που βρίσκεται πλέον σε πορεία ωρίμανσης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για μένα ότι ο χρόνος περνάει και για τον Κόντε. Και αυτό δεν αποτυπώνεται μόνο μέσα από τις σωματικές ή βιολογικές αντιδράσεις των χαρακτήρων, αλλά και μέσα από τις νοητικές τους διεργασίες. Πολλοί πιστεύουν πως η κουβανική κοινωνία είναι ακίνητη, αμετάβλητη – επειδή το πολιτικό και οικονομικό σύστημα παραμένει το ίδιο εδώ και 70 χρόνια. Όμως η κοινωνία στην Κούβα έχει αλλάξει. Η αντίληψη που είχαμε για την πραγματικότητα το 1989, διαφέρει ριζικά από αυτήν που έχουμε σήμερα. Και χρησιμοποιώ συνειδητά τη λέξη «αλλαγή» και όχι «εξέλιξη» ή «βελτίωση». Θα έλεγα πως η αλλαγή ήταν και πιο επωφελής.
― Επωφελής με ποια έννοια;
Γιατί δεν πρόκειται για μια γραμμική πορεία προς κάτι καλύτερο – είναι μια πορεία με μπρος και πίσω. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι στη λογοτεχνία καταφέραμε να κερδίσουμε χώρους ελευθερίας και έκφρασης. Για παράδειγμα, ο Κόντε στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα εμφανίζεται πιο συγκρατημένος, πιο επιφυλακτικός, ενώ στο «Έντιμοι άνθρωποι» ήταν σαφώς πιο αιχμηρός, πιο επικριτικός. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κουβανική κοινωνία έχει βιώσει μια βαθιά περίοδο απομάγευσης και απογοήτευσης.
― Εσείς αισθανθήκατε πιο ελεύθερος να εκφράζεστε, ο ήρωάς σας να ασκεί κριτική, γιατί καθώς περνούσαν τα χρόνια γινόσασταν πιο γνωστός και τα βιβλία σας κυκλοφορούσαν σε άλλες χώρες;
Πολύ πιο ελεύθερος. Το «Τέλειο παρελθόν» το είχα στείλει στην Κούβα σ’ έναν διαγωνισμό. Δεν πήρε το βραβείο γιατί δεν ήταν «αυτό που περίμεναν». Μετά το έστειλα στην Ισπανία. Και είναι πολύ κρίσιμο για μένα ότι από το 1996 και μετά, αρχίζω να δημοσιεύω από ισπανικό εκδοτικό οίκο. Από τότε, όταν τελειώνω ένα βιβλίο, φεύγει από τον υπολογιστή μου και πάει στον υπολογιστή του εκδότη μου στη Βαρκελώνη. Δεν περνάει από κανένα θεσμικό φίλτρο της Κούβας. Και το τελευταίο μυθιστόρημα, το οποίο τελειώνω, θα βγει το φθινόπωρο στην Ισπανία. Φυσικά υπάρχουν μέτρα εναντίον μου. Στην Κούβα δεν εμφανίζομαι ούτε στις εφημερίδες, ούτε στο ραδιόφωνο, ούτε στην τηλεόραση. Σύμφωνα με τη σύζυγό μου, μόλις εκδοθεί, μάλλον δεν θα μου επιτρέψουν να επιστρέψω στην Κούβα!
― Πλέον είστε ένας πολύ γνωστός συγγραφέας σε όλο τον κόσμο. Αυτό δεν παίζει ρόλο;
Είναι σημαντικό, αλλά στην Κούβα κανείς δεν είναι θωρακισμένος. Οπότε πάντα υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Αλλά έχω αποφασίσει αυτόν τον κίνδυνο να τον αναλάβω.
― Μεγαλώσατε σε μια χώρα και μια εποχή πίστης και απόλυτης υπακοής σε μια ιδεολογία. Πώς καταφέρατε να ξεφύγετε από αυτό το πλαίσιο – τόσο προσωπικά όσο και λογοτεχνικά;
Πιστεύω πως από πάντα είχα ένα πνεύμα αρκετά ετερόδοξο. Υπάρχουν δύο βασικά στοιχεία στην παιδεία μου που συνέβαλαν σ’ αυτό. Η μητέρα μου ήταν καθολική και με πήγαινε στην εκκλησία να παρακολουθήσω κατήχηση. Μια Κυριακή πήγα, κοινώνησα και ύστερα της δήλωσα ότι δεν πρόκειται να ξαναπάω, ότι την Κυριακή το πρωί ήθελα να παίζω μπέιζμπολ με τους φίλους μου, όχι να βρίσκομαι σε μια εκκλησία. Ο πατέρας μου ήταν τέκτονας – και ο τεκτονισμός στην Κούβα είναι ένας θεσμός πολύ σημαντικός. Παρ’ όλα αυτά, εγώ ποτέ δεν εντάχθηκα. Με την πολιτική μού συνέβη κάτι παρόμοιο. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος κάποιου πολιτικού κόμματος. Πάντα προτιμούσα –πολλές φορές χωρίς καν να το συνειδητοποιώ– να διατηρώ μια ελευθερία σε ό,τι κάνω. Όταν ξεκίνησα να γράφω, ήθελα η λογοτεχνία μου να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που ζητούσαν σε ιδεολογικό επίπεδο. Και όσον αφορά το επαγγελματικό πεδίο, είμαι –θεσμικά μιλώντας– ο πρώτος στο Ινστιτούτο Μέντωρ, ο πρώτος αναγνωρισμένος ανεξάρτητος συγγραφέας στην Κούβα. Είμαι ο πρώτος που αναγνωρίστηκε και νομικά και εργασιακά ως συγγραφέας που ζει αποκλειστικά από το έργο του, εκτός κρατικών δομών. Αυτή την ανεξαρτησία προσπαθώ να την εφαρμόζω και στη λογοτεχνία μου.
― Σας διαβάζουν στην πατρίδα σας;
Έχω πάρα πολλούς αναγνώστες, παρότι κυκλοφορούν ελάχιστα αντίτυπα των βιβλίων μου ως φυσικά αντικείμενα. Όταν χαρίζω ένα βιβλίο σε έναν φίλο Κουβανό, αυτό το βιβλίο «ταξιδεύει» – περνά από τα χέρια όλης της οικογένειας, φτάνει στους γείτονες, μετά στους συναδέλφους του στη δουλειά και στις δικές τους οικογένειες. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν επίσης πολλές πειρατικές κόπιες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Κάνω λίγες δημόσιες παρουσιάσεις στην Κούβα, αλλά κάθε φορά που το κάνω, ο κόσμος που έρχεται είναι πάρα πολύς. Και, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, στην Κούβα η πλειονότητα του κοινού στις παρουσιάσεις αυτές είναι νέοι άνθρωποι.

― Να υποθέσω ότι ο τίτλος «Τέλειο παρελθόν» είναι ειρωνικός…
Ναι, προφανώς είναι πολύ ειρωνικός. Ο Κόντε νιώθει να τον πιέζουν όλα – οι καταστάσεις, η πραγματικότητα, η κοινωνία. Αλλά υπάρχει ένα στοιχείο που εξισορροπεί αυτή την πίεση. Η ειρωνεία, που λειτουργεί σαν ασπίδα.
― Ποιο είναι το πιο «κουβανέζικο» στοιχείο του, αυτό το οποίο αγαπούν περισσότερο και ίσως ταυτίζονται οι συμπατριώτες σας;
Ο ήρωάς μου είναι βαθιά Κουβανός. Πρώτα απ’ όλα, μιλάει τη γλώσσα της Κούβας. Τα κουβανέζικά του –η φωνή, οι λέξεις, οι ρυθμοί – είναι αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς του. Ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί τον κόσμο και ο τρόπος που τον βιώνει είναι ουσιωδώς κουβανέζικος. Έχει κι άλλα χαρακτηριστικά που τον καθορίζουν: η βαθιά αίσθηση της φιλίας, η αγάπη του για τη λογοτεχνία, η ικανότητα να νοιάζεται. Και κάνει και κάτι απολύτως κουβανέζικο, ίσως πολιτικά μη ορθό: κάθε φορά που περνάει μια γυναίκα, την κοιτάζει... χωρίς ενοχές.
― Είναι επίσης αντιφατικός, δείχνει να νοσταλγεί το παρελθόν αλλά και να το αμφισβητεί. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται μια Κούβα γεμάτη αντιφάσεις: πίστη και αμφιβολία, φιλία και προδοσία, τάξη και διαφθορά. Επιδιώκατε να σκιαγραφήσετε μια κοινωνική πραγματικότητα ή είναι απλώς το σκηνικό της ιστορίας;
Ήθελα να μιλήσω για μια πραγματικότητα γεμάτη αντιφάσεις. Γιατί αυτή τη μονολιθική κοινωνία μας την έχουν πουλήσει πολλές φορές σαν τέλεια, αψεγάδιαστη. Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για το 1989. Δεν έχει πέσει ακόμα το Τείχος του Βερολίνου. Δεν έχει διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση. Ζούσαμε, υποτίθεται, στον καλύτερο από τους δυνατούς κόσμους. Κι όμως, μέσα σ’ αυτόν τον «τέλειο» κόσμο, ο Κόντε έρχεται αντιμέτωπος με μια υπόθεση διαφθοράς. Και όχι οποιαδήποτε, στην υπόθεση εμπλέκεται ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του κουβανικού κράτους. Από κει και πέρα ξεδιπλώνεται μια αλυσίδα αντιφάσεων. Για παράδειγμα: πώς έχει ανακατασκευαστεί το παρελθόν. Πώς ξαναγράφεται η μνήμη. Πώς ορισμένα ψέματα μετατρέπονται σε «επίσημες» αλήθειες. Όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα μιας κοινωνίας γεμάτης ρωγμές κι αντιφάσεις. Και μέσα σ’ αυτή την κοινωνία το ζητούμενο είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Όχι μιας απόλυτης αλήθειας, αλλά της διαδικασίας αποκάλυψής της. Μερικά χρόνια πριν γράψω αυτό το βιβλίο, είχα ανακαλύψει τα μυθιστορήματα του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Χρησιμοποιούσε την αστυνομική πλοκή για να γράψει κοινωνικό μυθιστόρημα. Και είδα πως στη γλώσσα μας (τα ισπανικά) μπορεί να γραφτεί κοινωνική λογοτεχνία μέσα από μια αστυνομική πλοκή. Και το λέω αυτό με την πιο πρακτική έννοια του όρου: δεν γράφω αστυνομικά για να λύσω το μυστήριο «ποιος σκότωσε ποιον», αλλά για να ανακαλύψω ποιοι έχουν σκοτώσει πολλά πράγματα.
― Υπάρχει κάτι που «σκοτώσατε» πριν το γράψετε, είτε επειδή δεν σας το επέτρεψαν είτε επειδή φοβηθήκατε;
Πάντα πίστευα πως αυτά που δεν τολμάμε να γράψουμε τις περισσότερες φορές τα αποφεύγουμε για πολιτικούς λόγους. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι, λιγότερο φανεροί, λιγότερο εύκολα διατυπώσιμοι. Πιστεύω ότι ο συγγραφέας οφείλει να θέτει κάποια ηθικά όρια στον εαυτό του. Γιατί άλλο το τι σκέφτεται ένας συγγραφέας κι άλλο το τι σκέφτονται οι χαρακτήρες του. Ένας χαρακτήρας μπορεί να είναι μισογύνης, να είναι ρατσιστής ή ομοφοβικός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κι ο συγγραφέας ο ίδιος έτσι. Κι ακριβώς γι’ αυτό οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός στο πώς εκφράζονται ορισμένες απόψεις ή στάσεις μέσα από τους ήρωές του. Προσωπικά, πάντα προσπαθώ να σέβομαι κάποια όρια στο έργο μου.
― Στα βιβλία σας το αλκοόλ, τα πούρα, η μουσική, η λογοτεχνία παίζουν σημαντικό ρόλο. Είναι απλώς αφηγηματικά στοιχεία ή συμβολίζουν κάτι βαθύτερο στην κουβανική ψυχή;
Όλα αυτά έχουν έναν ιδιαίτερο ρόλο, δεν είναι μόνο για να δημιουργούν ατμόσφαιρα, είναι κάτι περισσότερο. Για παράδειγμα, η μουσική που ακούνε ο Κόντε και οι φίλοι του έχει ένα νόημα. Αυτή η μουσική, ροκ και ποπ των δεκαετιών του ’60 και ’70, που ήταν ακόμη και απαγορευμένη στο ραδιόφωνο στην Κούβα, αποτελεί μια έκφραση της εξέγερσης. Η χρήση –και μερικές φορές η κατάχρηση– του αλκοόλ είναι επίσης μια κοινωνική έκφραση. Η γενιά μου είχε ελάχιστη επαφή με άλλες ουσίες πέρα από το αλκοόλ. Αλλά το αλκοόλ ήταν το ναρκωτικό της γενιάς μου και έχει καταστρέψει πολλούς. Οπότε ναι, έχει ένα νόημα ότι υπάρχει αυτή η τόσο έντονη παρουσία του αλκοόλ στα βιβλία μου.
― Επίσης ο Χέμινγουεϊ. Είναι ο «λατρεμένος ήρωας» του ήρωά σας. Είναι και δικός σας;
Αισθάνομαι αντιφατικά για τον Χέμινγουεϊ και στο «Αντιός, Χέμινγουεϊ» το μεταφέρω στον Κόντε, ώστε να το λύσει εκείνος στο βιβλίο. Ο Χέμινγουεϊ ήταν ένα από τα πρώτα μου μεγάλα λογοτεχνικά πρότυπα. Πήγαινα στο σπίτι του στην Αβάνα και μου φαινόταν ένας μαγικός τόπος. Αργότερα όμως άρχισα να μαθαίνω πράγματα για την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του που δεν μου άρεσαν τόσο. Όσο τον διάβαζα, τα πήγαινα καλά μαζί του. Όταν τον «γνώρισα», όχι και τόσο. Και νομίζω πως ο Ρέιμοντ Τσάντλερ έλεγε ότι τους συγγραφείς πρέπει να τους διαβάζεις, όχι να τους γνωρίζεις.
― Υπάρχει ένα κεντρικό θέμα που διαπερνά τα βιβλία σας, που μυστικά τα συνδέει;
Ναι, ένα πολύ κεντρικό σημείο είναι η Αβάνα, ο χώρος όπου εξελίσσονται όλα. Τα βιβλία με τον Κόντε αλλά ακόμα και τα βιβλία χωρίς αυτόν έχουν αναφορές στην πόλη. Επίσης, υπάρχει ένα σημαντικό εννοιολογικό στοιχείο, ότι όλα τα μυθιστορήματα περιλαμβάνουν μια ανάλυση ή συγκρούσεις που εκπροσωπούν τη δική μου γενιά στην Κούβα. Και ένα ακόμα στοιχείο είναι το να είσαι πιστός. Κάτι πάνω από τη φιλία. Είναι χαρακτήρες που διατηρούν την πίστη τους ο ένας στον άλλον, και όταν αυτή η πίστη σπάει, το νιώθεις, το βλέπεις.
― Ο ήρωάς σας λέει «είναι απίστευτο να νιώθει κανείς συγγραφέας». Για σας τι είναι;
Πριν από λίγες μέρες ήμουν στην Ισπανία ως μέλος κριτικής επιτροπής σε έναν διαγωνισμό πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων. Και θυμόμουν, κατά την απονομή του βραβείου, εκείνο το συναίσθημα που νιώθει κανείς όταν βλέπει για πρώτη φορά ένα δικό του βιβλίο τυπωμένο. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα, που ποτέ δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο. Στη δική μου περίπτωση, για να νιώσω πραγματικά συγγραφέας, χρειάστηκαν άλλα 15 χρόνια. Ήταν την πρώτη φορά που μπήκαμε με τη γυναίκα μου στα γραφεία των εκδόσεων Tusquets στη Βαρκελώνη και έγινε λόγος για την έκδοση των βιβλίων μου, για τα δικαιώματα του συγγραφέα, για την προώθηση των βιβλίων. Εκείνη ήταν η στιγμή που ένιωσα συγγραφέας. Όταν βγήκαμε μετά με τη Λουσία στον δρόμο για να πάρουμε ταξί, το συνειδητοποίησε και μου είπε: «Τώρα, ναι, είσαι συγγραφέας!».
― Στην προηγούμενη συνέντευξή μας, το 2009, μου λέγατε πως προτιμάτε να ζείτε με τις ελλείψεις στην Κούβα, παρά με τη νοσταλγία εκτός. Εξακολουθείτε να το υποστηρίζετε αυτό;
Ναι, γιατί, πάνω απ’ όλα, ως συγγραφέας, η σχέση μου με το περιβάλλον είναι πολύ σημαντική. Όπως λέγαμε, η κουβανέζικη κοινωνία συνεχίζει να εξελίσσεται. Κι εγώ έχω ανάγκη να παρατηρώ αυτή την αλλαγή, αυτή την πραγματικότητα, για να γράψω. Μόνο ζητήματα σοβαρής φύσης, όπως πολιτικά ή θέματα υγείας, θα με έκαναν να σκεφτώ να φύγω από την Κούβα. Προς το παρόν, προτιμώ να βρίσκομαι εκεί. Εξάλλου, έχω μια πολύ ισχυρή αίσθηση του ανήκειν σε σχέση με τη γλώσσα μου, το σπίτι μου, την πόλη μου.

INFO
Τα βιβλία της τετραλογίας του Λεονάρδο Παδούρα είναι τα: «Τέλειο παρελθόν» (1991), «Μάσκες» (1997), «Φθινοπωρινό τοπίο» (1998), «Άνεμοι της Σαρακοστής» (2001). Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα δύο πρώτα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, όπως και τα «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη», «Αντιός Χέμινγουεϊ» κ.ά, σε εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Αθανασίου, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για τη βοήθειά του στη συζήτηση στα ισπανικά.
17ο Φεστιβάλ ΛΕΑ: 10-22 Ιουνίου 2025
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Το «Τι συμβαίνει με τον Μπάουμ;» σηματοδοτεί το λογοτεχνικό ντεμπούτο του διάσημου σκηνοθέτη
Ο γνωστός αρθρογράφος, εκδότης και συγγραφέας αυτοπροσδιορίζεται
Προτάσεις για όσους αναζητούν δυνατές ιστορίες και νέες φωνές από τη σύγχρονη ξένη λογοτεχνία
Η μυθιστορηματική ζωή της μέσα από το βιβλίο «Η πάνω μεριά του κόσμου» (εκδόσεις Αρμός)
Βιβλιοπροτάσεις από την πλούσια σοδειά των ημερών
Νέες καλοκαιρινές προτάσεις από τον εκδοτικό οίκο
Ο Σερραίος Βασίλης Τζανακάρης ξέρει για τη Θεσσαλονίκη περισσότερα από όσα ξέρουν οι Θεσσαλονικείς
Η απόλυτη λίστα για το καλοκαίρι: συναρπαστικά αστυνομικά, βιωματικά βιβλία προσωπικής ανάπτυξης, must‑read graphic novel και πολύχρωμα παιδικά
Ανακαλύψτε τις φετινές εκδόσεις ελληνικής λογοτεχνίας: μυθιστορήματα, διηγήματα και αφηγήσεις που ξεχωρίζουν αυτό το καλοκαίρι από τους κορυφαίους εκδοτικούς οίκους
Επιλεγμένα non-fiction βιβλία για αναγνωστές με κριτική σκέψη
Ένα trend-αντίδοτο για στρεσαρισμένους Millenials και GenZers
Μια ποιητική συλλογή, από τις εκδόσεις Κέδρος, που θέλει να δώσει φωνή σε αυτό που έμεινε άφωνο
Μια συζήτηση για τα βιβλία, τη ζωή και τον κόσμο μας
Με τα βιβλία του έκανε την αρχαιότητα να μιλήσει ξανά... στη γλώσσα μας
Πώς οι πλατφόρμες, τα φτηνά εισιτήρια και η «ζήτηση αυθεντικότητας» αλλάζουν τις ευρωπαϊκές πόλεις;
Σπουδή εφηβικής αφύπνισης, παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα βιβλία του 20ού αιώνα
Μιλήσαμε με τον νεαρό συγγραφέα για τη συλλογή διηγημάτων «Βότκα πορτοκάλι», που ξεδιπλώνει καλοκαιρινές ιστορίες στην Αθήνα- και όχι μόνο
Πώς θα βγω στην παραλία; Με αυτά τα τέσσερα βιβλία!
Το νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Ξ. Σπηλιωτόπουλου ξεδιπλώνει μια ολόκληρη εποχή μέσα από τα μάτια ενός ταπεινού μουζίκου
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.