Βιβλιο

Θωμάς Κοροβίνης: Ήθελα να διασώσω τη ζώσα ακόμη μνήμη της Θεσσαλονίκης

Συνομιλώντας με τη γιαγιά Ελπινίκη για γνώσεις και αξίες του παρελθόντος

Ηρώ Σκάρου
Ηρώ Σκάρου
ΤΕΥΧΟΣ 960
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Θωμάς Κοροβίνης

Ο Θωμάς Κοροβίνης «συζητά» με τη γιαγιά του στο αφήγημα «Σταυροί στο ακροθαλάσσι»

Τον Θωμά Κοροβίνη τον γνώρισα με τον «Γύρο του θανάτου» το 2010. Περίπου δέκα χρόνια μετά, παρακολούθησα την παράσταση «Αρίστος», βασισμένη στο βιβλίο του. Αυτό στάθηκε αφορμή για να το ξαναδιαβάσω και να αναζητήσω περισσότερα έργα του συγγραφέα. Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, ανθολογίες. Πρόσφατα ήρθε στα χέρια μου το τελευταίο του αφήγημα, «Σταυροί στο ακροθαλάσσι». Θαύμασα για άλλη μια φορά την πένα και τον μοναδικό του τρόπο να περνάει τη λαογραφία μέσα στη λογοτεχνία.

Ειδικά εδώ, η προφορική παράδοση, που βρίσκεται στον πυρήνα του λαϊκού μας πολιτισμού, γίνεται γραπτή και μας προσφέρει με τρόπο απολαυστικό γνώσεις, αρχές και αξίες του παρελθόντος μας. Κι αυτό είναι κάτι που χρειαζόμαστε. Γιατί, ένας λαός που έχει ξεχάσει την παράδοσή του είναι σαν έναν άνθρωπο που έχει χάσει τη μνήμη του. Οι «Σταυροί στο ακροθαλάσσι» είναι μνήματα. Ή «μνημούρια», όπως τα λέει η γιαγιά Ελπινίκη. Κι απάνω τους «είναι γραμμέν’ όλ’ η ιστορία του κόσμου μας, της ζωής μας, η αρχή και το τέλος μας». Πολύ θα ήθελα να είχα γνωρίσει αυτή τη γιαγιά. Έχω όμως την ευκαιρία να μάθω τώρα από τον εγγονό.

— Το βιβλίο βασίζεται σε σποραδικούς διαλόγους που είχατε με τη γιαγιά σας το 1975, όταν εκείνη ήταν 77 ετών κι εσείς 22. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στην καταγραφή τους πενήντα χρόνια μετά;
Δούλευε μέσα μου το μικρόβιο όλο τον καιρό. Σε καλεί όταν έρχεται η ώρα του να γίνει κάτι, να βγει προς τα έξω. Άλλοι τα κανονίζουν αυτά, όχι ο δημιουργός. Προχτές αφηγούμουν μια ερωτική μου ιστορία «επαναστατικής τάξεως». Γουρλώνουν τα μάτια τους και μου λένε απ’ την παρέα «γράψ’ την». Άρχισα να γελάω, μα δεν γίνονται έτσι αυτά, τους λέω.

— Υπήρξαν κάποιες από τις διηγήσεις της που σήμερα ηχούν στ’ αυτιά σας διαφορετικά, τις αντιλαμβάνεστε με άλλον τρόπο απ’ ό,τι όταν τις πρωτακούσατε;
Τίποτε δεν άλλαξε. Είναι ένας διάλογος δύο παράδοξα ερωτευμένων συγγενών, που συνεχίζεται πέραν των συμβάσεων του χρόνου που μας δόθηκε, με την ίδια υψηλή θερμοκρασία και αισθηματικό πάθος, στο διηνεκές.

Θωμάς Κοροβίνης, Σταυροί στο ακροθαλάσσι

— «Άκου να σε πω», λέει η γιαγιά Ελπινίκη. «Όλ’ μας είμαστε θεατρίν’! Θεατρίν’ χωρίς μισθό!... Των αλλουνών τα κέφια κάνουμε. Ε, λευτεριά λέγεται αυτό;» Στο βιβλίο δεν της απαντάτε. Συμφωνείτε μαζί της;
Όταν ο άλλος μιλάει αφοριστικά, δεν του απαντάς. Τον ακούς και κάθεσαι να συλλογιστείς τα λόγια του. Εγώ την έβαλα να το λέει αυτό. Το πρέσβευε κι η ίδια, αλλά το εξέφραζε με άλλον, δικό της τρόπο. Πες ότι προσπάθησα να συνοψίσω τις σκέψεις της.

— Ξεκινήσατε τη συγγραφική σας καριέρα σχετικά αργά. Το πρώτο σας αφήγημα, το «Κανάλ ντ’ αμούρ», εκδόθηκε το 1996. Ποια ανάγκη σάς οδήγησε να πιάσετε την πένα;
Έφτασε η στιγμή για το duende μου, που λέει ο Λόρκα. Ήθελα και να διασώσω τη ζώσα ακόμη τότε μνήμη της Θεσσαλονίκης, από ένστικτο. Έκτοτε η μασίνα δεν σταμάτησε να ψήνει τον μουσακά της.

— Σας έχω ακούσει να αναφέρεστε συχνά στους δασκάλους σας Δ.Ν. Μαρωνίτη και Γ.Π. Σαββίδη. Πώς ήταν η σχέση μαθητείας που αναπτύξατε μαζί τους;
Ήταν μαθητεία γνώσης, μαθητεία ζωής. Ο πρώτος γκουρού μου στη νεοελληνική φιλολογία, ο δεύτερος και στην έπαρση σημαίας στο ανεξάρτητο φρόνημα και στο να ανοίγω δρόμους.

— Επηρέασαν αυτοί οι δάσκαλοι την τεχνική και το ύφος σας;
Ως μετάδοση της κοινωνικής εμπειρίας και της στάσης τους ναι, ως προς το ύφος και την τεχνική στη λογοτεχνία μου, διαμόρφωσα πολύ προσωπικό στιλ, με χαλαρή επιρροή από τους δασκάλους μου, κυρίως τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη και τον Γιώργο Ιωάννου.

— Ποιοι άλλοι ήταν οι άνθρωποι της ζωής σας που σας καθόρισαν;
Ο Ντίνος Χριστανόπουλος, η Διδώ Σωτηρίου, ο Περικλής Κοροβέσης και ο Μάνος Ελευθερίου.

 — Επιλέξατε να ζήσετε για οχτώ χρόνια στην Κωνσταντινούπολη διδάσκοντας στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Ποιο ήταν το κάλεσμα;
Μια εσωτερική πνοή με ώθησε επιτακτικά, ως χρέος και ως κισμέτ, σαν να είχα γεννηθεί στην Πόλη αιώνες πριν και να είχα ζήσει εξακολουθητικά.

— Τι σας έδωσε η Πόλη;
Η Πόλη «μ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι», που λέει και ο εξάρχων ποιητής μας, ο Πολίτης και Αλεξανδρινός. Ισόβια η ευγνωμοσύνη και το χρέος και η λατρεία για τον πλούτο που αποθησαύρισα, το ψήσιμό μου στην ανθρωπογνωσία, τον κοσμοπολιτισμό που μου δίδαξε και την αγάπη που έδωσα και πήρα από Ρωμιούς, Κούρδους και Τούρκους.

— Και σήμερα; Εξακολουθείτε να την επισκέπτεστε;
Ναι, αραιά και πού. Αλλάζει κι εκείνη προς το χειρότερο, σ’ αυτή την άγρια εποχή που θυσιάζονται τα πάντα στυγνά στον βωμό του Μαμμωνά και είναι πια σχεδόν αβίωτη, αλλά στεφανωμένη αδιάπτωτα με τη μαγεία των θρύλων και της διαπολιτιστικής της όσμωσης, σημείο για μένα ακαταμάχητης έλξης. Εξάλλου εκεί όλο και εκπλήσσομαι από συναντήσεις με ανθρώπους με το χάρισμα της επικοινωνίας παλαιάς κοπής, μιας «ανθρωπίλας» που με ανασταίνει, εδώ πλέον όχι. Ζω διαρκώς στην Πόλη, ωσεί παρών, και θα ζω νυν και αεί.

— Η ιδιότητα του μουσικού πώς προέκυψε;
Κουβαλούσα παιδιόθεν ως προίκα ζωής και ανεξίτηλο, βαθύ βίωμα τη λαϊκή μουσική εμπειρική παιδεία χωρίς γνώσεις ωδείου. Οι μελωδίες δούλευαν μέσα μου, όπως και η ποίηση. Κάπως έτσι γεννήθηκαν και τα άσματα…

— Με τον «Μπέμπη» περάσατε το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι στη λογοτεχνία. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη ζωή του Δημήτρη Στεργίου;
Πολύ πριν απ’ τον «Μπέμπη», είχα εκδώσει το μυθιστόρημα-χρονογράφημα «Όμορφη νύχτα», όπου καταγράφονται τα κέντρα διασκεδάσεως και οι πρωταγωνιστές της μουσικής ζωής στη Θεσσαλονίκη για μια εικοσαετία μέσα από ανθρώπινες ιστορίες, με αναδρομές στο παρελθόν και με καταγραφές και άλλων πολιτιστικών δρωμένων, βιβλίο πρωτότυπο, σημείο αναφοράς για όσους ενδιαφέρονται για σχετικά θέματα. Όσον αφορά τον «Μπέμπη», με οδήγησε η βαθιά συγκίνησή μου για την περίπτωση ενός εξέχοντος πολυμουσικού επιπέδου Παγκανίνι, μιας γοητευτικής αλλά «καταραμένης» προσωπικότητας, η διάθεσή μου να αποδώσω λογοτεχνικά τη μυθολογία του προσφυγικού Πειραιά και η ανάγκη να περάσω στη λογοτεχνία μας την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού μέσα από τη δισκογραφία και τα πάλκα τις εμβληματικές για την κοινωνική μας ζωή και τον πολιτισμό μας δεκαετίες 1950 και 1960.

— Τέχνη – Τύχη – Τόλμη, σύμφωνα με το τρίπτυχο του Ελύτη. Την τέχνη την κατακτήσατε. Την τύχη προφανώς τη συναντήσατε, διακρίνοντας τις κατάλληλες ευκαιρίες. Πείτε μου για την τόλμη. Ποιες δυσκολίες, ποιους κινδύνους περιφρονήσατε στην τέχνη και την ίδια σας τη ζωή;
Την τέχνη την κερδίζεις σιγά σιγά, με κόπο και δουλειά και μακριά από μιμήσεις και απομιμήσεις. Η τύχη, που είναι τυφλή, για να «ξεστραβωθεί» και να ανταμώσεις μαζί της, πρέπει να μην κωλώνεις, να βουτάς στα βαθιά στα νερά της ζωής χωρίς να πολυδίνεις σημασία στα εμπόδια. Οι υπαρκτοί και κατά φαντασίαν κίνδυνοι γίνονται άλλοθι για την παθητικότητα και σου τρώνε τζάμπα την ψυχή. Μένεις με τις φοβίες σου, η ζωή περνάει και σε χαιρετάει από μακριά. Δεν κάνουμε δουλειά με τον εαυτό μας, γι’ αυτό οι πιο πολλοί πάμε χαράμι.

— Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Καβάφης. Ήθελαν τόλμη κι αυτά τα εγχειρήματα. Άνθρωποι που σημάδεψαν την ελληνική λογοτεχνία έγιναν ήρωες στα βιβλία σας. Μάθατε γράφοντας γι’ αυτούς κάτι καινούργιο, που δεν γνωρίζατε διαβάζοντάς τους;
Αυτοί είναι οι προπάτορές μου. Δεν είναι μόνο σχέση ανάγνωσης από τα μικράτα μου, τους περιέχω και βρίσκομαι σε διαρκή συνομιλία με το έργο και την προσωπικότητά τους σαν να είναι ζωντανοί, καθημερινοί φίλοι μου. Μαθαίνω συνεχώς απ’ την σοφία τους, η μαθητεία αυτή δεν έχει τέλος.

— Ως εκπαιδευτικός, με ποιους τρόπους πιστεύετε πως θα μπορούσε η διδασκαλία της λογοτεχνίας να διαμορφώσει, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Montaigne, «επαρκείς αναγνώστες»;
Με τη σωστή γνωριμία των μαθητών –μέσα απ’ την εκπαίδευση, την ανάγνωση και τη μελέτη– κυρίως με τους κλασικούς, τους πατέρες» της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τη διηνεκή και επίμονη προσωπική άσκηση γραφής για τους επίδοξους συγγραφείς.

— «Μια γέννα κι ένας ψόφος είν’ ο κύκλος μας», λέει η γιαγιά Ελπινίκη, «η αρχή και το τέλος, κι ό,τι προκάν΄με ανάμεσα, αλλά, όσο έχ’ς ανοιχτά τα μάτια σ’, θέλ’ προσοχή, άλλος τον τρώει το δράκο κι άλλον τον τρώει ο δράκος!» Υπάρχει κάτι στα μελλοντικά σας σχέδια που θα ’πρεπε να προκάν΄τε;
Απομνημονεύματα, ίσως, αλλά προηγούνται άλλα σχέδια. Ό,τι λέει το γραφτό μας.

— Τι αξίζει τελικά στη ζωή;
Θα σας απαντήσω όπως ο μέγας Κώστας Αξελός όταν του έκανα την ίδια ερώτηση: «Τι αξίζει; Το  ουίσκι που πίνουμε και το τσιγάρο που καπνίζουμε».

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY