Βιβλιο

Στέφανος Παραστατίδης: «Με ενοχλεί η Ελλάδα-follower, θα ήθελα μια Ελλάδα που να μπορεί να ηγείται»

«Η σοσιαλδημοκρατία χρειάζεται να δομήσει ένα κράτος που δεν θα επιβάλλει, ελέγχει ή περιορίζει, αλλά θα προστατεύει, θα δημιουργεί ίσες ευκαιρίες και θα χειραφετεί ανθρώπους και ιδέες»

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 852
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στέφανος Παραστατίδης

Στέφανος Παραστατίδης: Συνέντευξη για τη σοσιαλδημοκρατία και τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, με αφορμή το βιβλίο «Η σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο, ξανά;» (εκδ. Πόλις) 

Μπορούμε σήμερα να μιλάμε για την επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας ή είναι ουτοπία; Η παγκόσμια και ευρωπαϊκή κρίση του 2008 ξεγύμνωσε αυτό που ψιθυριζόταν, τα σοσιαλδημοκρατικά προοδευτικά κόμματα που κυριάρχησαν τον 20ό αιώνα βρέθηκαν σε αδυναμία να προτείνουν μια συνεκτική απάντηση στην κρίση και –όχι άδικα– θεωρήθηκε ότι έφτασαν στο τέλος της διαδρομής τους.

Δεδομένου ότι πολλές από τις θεμελιώδεις σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα το κοινωνικό κράτος, είναι πια κοινός τόπος, γίνεται φανερό ότι η σοσιαλδημοκρατία οφείλει να καταθέσει νέες προτάσεις, ουσιαστικά να επανεφεύρει τον εαυτό της. Ποια λοιπόν θα είναι η πρόταση και πώς θα αντιμετωπίσει τους εχθρούς της όπως τον λαϊκισμό, τον νεοφιλελευθερισμό, τον αντισυστημισμό, τη ριζοσπαστική δημαγωγία που εντείνει τη σύγχυση και την απογοήτευση, βαθαίνει τον κατακερματισμό και την αποδιάρθρωση της κοινωνίας; Αλλά και τις ανισότητες, τις νέες διεθνείς απειλές και πρόσφατα την πανδημία;

Στην εποχή της πληροφορίας, των νέων τεχνολογιών, των σύγχρονων κινημάτων τύπου woke culture, η σοσιαλδημοκρατία για να έρθει στο προσκήνιο ξανά θα πρέπει να (ξανα)γίνει μοντέρνα. Να γίνει ελκυστική σε μια νέα, εντελώς διαφορετική γενιά πολιτών, σε κοινωνίες πιο διεκδικητικές και κινηματικές που απαιτούν απαντήσεις σε νέα κοινωνικά αιτήματα. Να βρεθεί και πάλι στη διανοητική πρωτοπορία αλλά να μην παραμείνει στο χώρο των ιδεών, να αρθρώσει ουσιαστική πρόταση διακυβέρνησης.

Τα παραπάνω αφορούν και την Ελλάδα. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να αντιπαραβάλει ένα μοντέλο διακυβέρνησης που θα συνιστά Αλλαγή Παραδείγματος για τη χώρα; 

Πολλά είναι τα ερωτήματα που επιχειρούν να απαντήσουν από διαφορετικές οπτικές οι πέντε συγγραφείς του βιβλίου «Η σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο, ξανά;» (εκδόσεις Πόλις). Κάποιες απαντήσεις σε αυτό το ανεξάντλητο θέμα, που αφορούν και την ελληνική περίπτωση, ζητήσαμε από τον Στέφανο Παραστατίδη, έναν από τους συγγαρφείς του βιβλίου, γιατρό του ΕΣΥ και Γραμματέα Οργανωτικού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.

Ποια είναι στη μετά κοβιντ εποχή, την εποχή της πληροφορίας και των νέων τεχνολογιών, τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού κράτους;

Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία (ΣΔ) δεν αναφωνεί βέβαια «ζήτω το κράτος», όπως μπορεί λ.χ. να διακηρύττει η Κίνα του Σι Τζιπίνγκ. Ούτε αναζητεί το ισχυρό πελατειακό κράτος του παρελθόντος που περιβάλλει τον πολίτη με εξαρτήσεις και τον θέτει υπό πολιτική ομηρεία· ιδίως δε όταν, στην εποχή της πληροφορίας και των νέων τεχνολογιών, ελλοχεύει ο κίνδυνος ολοένα και περισσότερου ελέγχου του ανθρώπου.

Η ΣΔ χρειάζεται να δομήσει ένα κράτος που δεν θα επιβάλλει, ελέγχει ή περιορίζει, αλλά θα προστατεύει, θα δημιουργεί ίσες ευκαιρίες και θα χειραφετεί ανθρώπους και ιδέες. Βασικός μοχλός επίτευξης των στόχων της ΣΔ παραμένει το κράτος δικαίου σε συνδυασμό με ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Προϋπόθεση για την επιτυχημένη εφαρμογή των ιδεών της συνιστά η ισχυρή λειτουργία του κράτους, θωρακισμένη από ανοιχτούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς και η ισχυρή κοινωνία. Μία κοινωνία περισσότερο ενεργή, διεκδικητική και κινηματική, μία κοινωνία η οποία θα σκέφτεται, θα δρα, θα απαιτεί, θα οργανώνει και θα εκφράζει αιτήματα από τα κάτω. Πιστεύω βαθιά ότι μία νέα ισορροπία μεταξύ κράτους, θεσμών και κοινωνίας είναι αυτή που μπορεί να επανακαθορίσει τις σχέσεις εξουσίας με όρους δικαιοσύνης και θα βελτιώσει την ποιότητα της δημοκρατίας στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Στέφανος Παραστατίδης «Η σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο, ξανά;» (εκδόσεις Πόλις)

Μπορεί να υπάρξει φορολογική ισότητα και δικαιοσύνη στον παγκοσμιοποιημένο σύγχρονο κόσμο, όταν το μεγάλο κεφάλαιο δεν μπορεί να εντοπιστεί, ή μήπως μιλάμε για τη μεγάλη ουτοπία της σοσιαλδημοκρατίας;

Η απάντηση είναι, ναι, μπορεί. Χρειαζόμαστε όμως νέες πολιτικές. Για παράδειγμα, αυτό που στις εθνικές νομοθεσίες θα χαρακτηριζόταν φοροδιαφυγή, οι ευρωπαϊκοί και διεθνείς κανόνες το υποβιβάζουν σε «επιθετική φορολογική στρατηγική», μια νομότυπη μέθοδο με την οποία οι μεγάλες πολυεθνικές αποφεύγουν να πληρώνουν φόρους εκεί απ’ όπου αντλούν τα έσοδά τους. Αν αναστρέψουμε αυτές τις πολιτικές θα δούμε ότι υπάρχουν και εθνικές αλλά και διεθνείς στρατηγικές δίκαιης φορολόγησης του πλούτου – ενός πλούτου που και παράγεται αλλά και σωρεύεται στα χέρια λίγων με έναν πρωτοφανή ρυθμό στην παγκόσμια ιστορία. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η ιστορική συμφωνία 136 χωρών του ΟΟΣΑ για τη θέσπιση ελάχιστου εταιρικού φόρου στο 15%. Οι κοινωνίες πρέπει να έχουν μέρισμα σε αυτό τον πλούτο γιατί κανείς δεν ανθίζει επιχειρηματικά από μόνος του, αλλά βασίζεται στην κοινωνική οργάνωση και σε υπάρχουσες υποδομές όπως η ασφάλεια και οι μεταφορές προκειμένου να μεγαλώσει τις δραστηριότητες και τα κέρδη του.

Η Ελλάδα είναι μια ατελής δημοκρατία και, αν ναι, τι φταίει και πώς μπορεί να διορθωθεί;

Σίγουρα η αργοπορημένη μετάβαση της χώρας μας σε μια δημοκρατική νομιμότητα μετά τον Β' ΠΠ (μαζί με Ισπανία-Πορτογαλία) και η αδυναμία να βελτιώσουμε επαρκώς τους δημοκρατικούς μας θεσμούς κατά τη Μεταπολίτευση αποτέλεσαν παραμέτρους που μας καθιστούν ως ακόμη μία ατελή δημοκρατία. Χρειαζόμαστε μια πραγματική εμπέδωση των θεσμών και των αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ένα δημοκρατικό άλμα προς τα εμπρός, ειδάλλως θα αποκτήσουν προβάδισμα οι εχθροί της δημοκρατίας. Για παράδειγμα, η περίπτωση των υποκλοπών συνιστά μια βαθιά δημοκρατική απειλή και θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για να βγούμε από τη δημοκρατική στασιμότητα. Χρειάζεται να ανοίξει εκ νέου μία συζήτηση με τους πολίτες για την αξία της δημοκρατίας και για το πώς αυτή μπορεί να διασφαλίσει ταυτόχρονα την οικονομική ευημερία αλλά και τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου. Πιστεύω αταλάντευτα ότι η εμβάθυνση της δημοκρατίας και η εμπέδωση των ανοιχτών δημοκρατικών θεσμών που ακόμη χωλαίνουν είναι και το κλειδί που θα ξεκλειδώσει την Ελλάδα από τους αλλεπάλληλους φαύλους κύκλους που βιώνει στη σύγχρονη πολιτική της ιστορία.

Πώς θα ήταν ένα ελληνικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όταν η φυσιογνωμία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων –ούτε καν εκεί που υπάρχουν– δεν είναι σήμερα ξεκάθαρη;

Πάντοτε υπήρξαν και θα υπάρχουν χώρες-φωτεινά παραδείγματα, κράτη-βηματοδότες που θα δίνουν τον πολιτικό τόνο. Με ενοχλεί η Ελλάδα-follower (ακόλουθος), η Ελλάδα που δεν πιστεύει στις δυνάμεις της, η Ελλάδα που φέρνει συνεχώς παραδείγματα από το εξωτερικό και περιμένει τις λύσεις έξω από αυτήν. Θα ήθελα μία Ελλάδα που να μπορεί να πρωτοπορεί, να καινοτομεί, να ηγείται. Είναι σαφές πως οι προϋποθέσεις για μία ΣΔ με σαφές ιδεολογικό στίγμα υπάρχουν – ας τολμήσουμε. Το ΠΑΣΟΚ έχει αυτή τη δυνατότητα. Αρκεί, έναντι της στείρας εναλλαγής κομμάτων στην εξουσία, να αντιπαραβάλει ένα μοντέλο διακυβέρνησης που θα συνιστά Αλλαγή Παραδείγματος για τη χώρα.

Το τρίπτυχο της χρυσής εποχής της σοσιαλδημοκρατίας «παιδεία-υγεία-εργασία» έχει κλονιστεί. Ας πάρουμε ως επίκαιρο παράδειγμα τη συζήτηση για το ΕΣΥ. Τι μπορεί να προτείνει ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ που δεν μπορεί να προτείνει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη;

Οι διαφορές με τη ΝΔ και γενικότερα με τη συντήρηση είναι απολύτως υπαρκτές, γίνονται όμως δυσδιάκριτες καθώς έχουμε πάψει να αναλύουμε ιδεολογικοπολιτικά αλλά να πράττουμε τεχνοκρατικά. Ας πάρουμε, ως επίκαιρο παράδειγμα, τη συζήτηση για τις αλλαγές στο ΕΣΥ: η ΝΔ νομοθετεί ενισχύοντας τον ρόλο του κέρδους ανάμεσα στους παρόχους υπηρεσιών και τους πολίτες, χρησιμοποιώντας το ως κίνητρο για τη βελτίωση των υπαρχουσών συνθηκών. Το ζητούμενο δεν είναι να δημιουργήσουμε περισσότερες ή ανταγωνιστικές και κατακερματισμένες δομές αλλά ολοκληρωμένα συνεργατικά συστήματα φροντίδας και συνεργατικές πλατφόρμες που θα δημιουργούν νέα επιστημονικά κίνητρα και θα υπερβαίνουν ένα στείρο οικονομίστικο ανταγωνισμό. Αυτό συνιστά Αλλαγή Παραδείγματος. Άρα, η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να είναι ρηχά συνθήματα αντίστασης που δεν να λαμβάνουν υπόψη τις νέες συνθήκες, ούτε συμμαχίες με συντεχνίες που υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους εις βάρος της υγείας των πολιτών, διότι τούτο συνιστά τον ορισμό του αναχρονισμού. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να βγει από αυτή τη στείρα αντιπαράθεση, να χαράξει πολιτικές που θα αντικατοπτρίζουν κοινωνικές αξίες, να δημιουργήσει τομές που θα αναιρούν τις υπάρχουσες ανισότητες, σύμφωνα με τις αξιακές και θεσμικές παραδοχές που εμπεριέχει μια προοδευτική ατζέντα. Και τούτο απαιτεί μία νέα συμμαχία με τους εργαζόμενους του ΕΣΥ που θα τους καθιστά πυρήνες ενός νέου αφηγήματος και όχι εντολοδόχους ενός πελατειακού συστήματος. Το ΕΣΥ πέτυχε επειδή στηρίχθηκε στους ανθρώπους που το υπηρέτησαν – δεν γίνεται χωρίς αυτούς.

Οι κάθε είδους λαϊκιστές υπόσχονται βελτίωση της ζωής όταν οι σοσιαλδημοκράτες μιλούν για καθήκοντα και υποχρεώσεις. Έχουμε οι Έλληνες την παιδεία και την ψυχραιμία να διακρίνουμε τα σοβαρά επιχειρήματα από τις κραυγές, την πραγματικότητα από τις συνωμοσίες;

Ο λαϊκισμός θα μπορούσε να ειπωθεί και ως η κατάρα της σύνθετης και δύσκολης πραγματικότητας που βιώνουμε, διότι υπεραπλουστεύει κοινές επιθυμίες με πολιτική ανευθυνότητα και ψηφοθηρική πρόθεση. Όπως εύστοχα έχει γράψει ο Πιερ Αντρέ Ταγκίεφ «οι λαϊκιστές χρησιμοποιούν τις λέξεις ως ρόπαλα». Όμως το φαινόμενο των εύκολων, δελεαστικών και ανεφάρμοστων λύσεων δεν είναι τωρινό στην πολιτική. Είναι βασικό στην ανάλυσή μας να αντιληφθούμε ότι ο λαϊκισμός δεν είναι αυθύπαρκτος και υπάρχει/τρέφεται από 3 πράγματα: εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς (εθνικολαϊκισμός/κοινωνιολαϊκισμός), θεωρίες συνωμοσίας, εθνικό φαντασιακό πλαίσιο.

Η ευθύνη για την αντιμετώπιση του λαϊκισμού στο πεδίο της πολιτικής, της κοινωνίας και της επιστήμης θα πρέπει να επεξεργαστεί αυτά τα δεδομένα και να δώσει τις αντίστοιχες απαντήσεις. Όμως ούτε αυτό αρκεί. Καμία απάντηση με μοναδικό στοιχείο τον ορθολογισμό δεν μπορεί να σταθεί έναντι του συναισθήματος – βασικός λόγος που αποτυγχάνουν και οι τεχνοκράτες. Η πολιτική χρειάζεται ιδέες και όραμα, όχι μόνο για να υπερβεί τα εμπόδια των καιρών αλλά και για να κινητοποιήσει τον κόσμο/λαό προς μία κατεύθυνση, ιδίως όταν αυτή είναι δύσκολη και ανηφορική. Έχουν και μία ιδιαίτερη γοητεία οι ανηφόρες στην πολιτική, γιατί σε βγάζουν από το εγώ σου, τον εαυτό σου, την πάρτη σου· υπηρετείς κάτι παραπάνω από σένα – νοιάζεσαι. Και αυτό είναι ένα «αντάλλαγμα» που κοσμεί τα εισαγωγικά του, ένα δώρο που αξίζει όσο τίποτε άλλο. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ