Βιβλιο

Βότσαλα: Μία bonsai καλοκαιρινή ιστορία

«Είχε άδεια μέχρι τέλος Αυγούστου για πρώτη φορά στη ζωή του. Ήθελε να μοιραστεί για πρώτη φορά στη ζωή του όσα κατάφερε. Να τα μοιραστεί μαζί της…»

Βότσαλα: Ένα καλοκαιρινό διήγημα της Κατερίνας Βαρδαλάχου

Βότσαλα: Ένα μικρό καλοκαιρινό διήγημα - bonsai story από την καθηγήτρια Κατερίνα Βαρδαλάχου.

Το ένα βότσαλο έπεφτε μετά το άλλο. Τα διάλεγε με προσοχή. Πρώτα με το μάτι. Λευκά, κατάλευκα ή μαύρα, κατάμαυρα. Μετά με το χέρι. Με την αφή. Ήθελε να είναι λεία, πλακουτσωτά, μεσαίου μεγέθους. Τα ζύγιζε στο χέρι του κι έπειτα με επιδέξια κίνηση τα έριχνε στη θάλασσα. Μετρούσε πόσα πεταχτά φιλιά θα της δώσουν πριν πέσουν στην αγκαλιά της. Όσα περισσότερα φιλιά τόσα περισσότερα χαμόγελα άνθιζαν στα χείλη του. Την περίμενε…

«Για κάθε βότσαλο και μια σκέψη. Χαρούμενη σκέψη – άσπρο βότσαλο. Στενόχωρη σκέψη – μαύρο βότσαλο. Το παιχνίδι σταματά μόλις βουτήξει ο ήλιος στη θάλασσα».

Αυτή ήταν η απάντησή της πέρυσι σ’ αυτήν την ίδια αμμουδιά όταν τη ρώτησε γιατί τόση αφοσίωση σ’ αυτό το παιχνίδι. Και ξεκίνησαν να παίζουν μαζί. Μάλιστα αποφάσισαν ο καθένας να μετράει τα λευκά και τα μαύρα βότσαλα. Με το που βούτηξε ο ήλιος στη θάλασσα εκείνη χαρούμενη αναφώνησε:

«Περισσότερα λευκά! Εσύ;»

Κι εκείνος κοιτάζοντας θλιμμένα το πέλαγος:

«Περισσότερα μαύρα…»

Κι έτσι ξεκίνησαν εκείνο τον Δεκαπενταύγουστο, σ’ εκείνη την αμμουδιά στις εκβολές του ποταμού με τον βοριά αντίκρυ και το πέλαγος στα πόδια τους να συζητάνε για τις άσπρες και τις μαύρες σκέψεις.

Εκείνη είχε κατασκηνώσει εκεί. Εκείνος θα περνούσε τις διακοπές του τριημέρου του σ’ ένα κατάλυμα της περιοχής. Του έκανε εντύπωση εκείνο το δειλινό πως σιγά σιγά τον συνεπήρε η ανεμελιά της και πως άρχισε το γέλιο της να ρίχνει άσπρο στο μαύρο της ζωής του. Πέρασαν ασυναίσθητα εκείνο το τριήμερο μαζί. Μπάνιο στη θάλασσα, φαγητό, συζήτηση και βότσαλα. Σαν να γνωρίζονταν από παλιά. Τρεις μέρες γεμάτες ενέργεια. Τρεις μέρες γεμάτες ασπρόμαυρες σκέψεις. Τρεις μέρες γεμάτες χαρμολύπη. Γεμάτες ζωή…  Την αποχαιρέτησε την τελευταία μέρα και εκείνη του έβαλε στο χέρι ένα λείο λευκό βότσαλο.

«Για να θυμάσαι τη δύναμη που έχει το φως!»

«Θα σε ξαναδώ;»

«Ίσως… Τα τελευταία πέντε χρόνια έρχομαι κάθε χρόνο εδώ τον Δεκαπενταύγουστο».

«Σίγουρα του χρόνου λοιπόν…».

Το λευκό βότσαλο πήρε τη θέση του στο γραφείο του. Κάθε του ματιά σ’ αυτό και μια χαρούμενη σκέψη. Κάθε του ματιά σ’ αυτό και ένα χαμόγελο στα χείλη του. Και η σκέψη της τον συνόδευε σε όμορφες στιγμές και τους έντεκα μήνες που πέρασαν χωρίς να ανταλλάξουν ούτε ένα μήνυμα… Και με τη δύναμη της σκέψης της έριχνε φως στην άχρωμη ζωή του. Κι άρχισε να βλέπει πιο καθαρά. Κι άρχισε να εστιάζει στα θετικά. Κι άρχισε να καταλαβαίνει πως στη σκακιέρα της ζωής τα μαύρα και τα άσπρα τετράγωνα εναλλάσσονται. Κι άρχισε να μετακινείται με περισσότερη ευελιξία στη σκακιέρα της δικής του ζωής.

Και να ‘τος τώρα εδώ, ακριβώς έναν χρόνο μετά, στην ίδια αμμουδιά. Έστησε σκηνή για πρώτη φορά στη ζωή του. Είχε άδεια μέχρι τέλος Αυγούστου για πρώτη φορά στη ζωή του. Ήθελε να μοιραστεί για πρώτη φορά στη ζωή του όσα κατάφερε. Να τα μοιραστεί μαζί της… Δεκαπενταύγουστος και ρίχνει βότσαλα στο πέλαγος… Μα εκείνη πουθενά…

«Περισσότερα λευκά ή μαύρα;»

Ξαφνιάστηκε! Γύρισε έκπληκτος και γυρνώντας τον είδε. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, γύρω στα σαράντα, όλος ένα χαμόγελο. Όπως κι εκείνη…

«Περισσότερα λευκά… Μα…»

«Να το φωνάξεις δυνατά να σ΄ ακούσει. Θα χαρεί!»

Τον κοίταξε γεμάτος απορία.

«Είμαι ο γιατρός της. « Έφυγε» αρχές Αυγούστου.  Μου ζήτησε να σου δώσω αυτό αν σε έβρισκα εδώ να ρίχνεις βότσαλα…»

Του έβαλε στο χέρι ένα μαύρο βότσαλο μαζί με ένα σημείωμα.

Το άνοιξε με χέρια που έτρεμαν:

«Το μαύρο υπάρχει,
για να σου θυμίζει να στρέφεις πάντα το βλέμμα στο λευκό!
Θα σε θυμάμαι με αγάπη!
Ζωή»

Θάλασσες πλημμύρισαν τα μάτια του και έκλεισε σφιχτά στο χέρι του το μαύρο βότσαλο…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ