Βιβλιο

«Αγκάθια και πικραλίδες», Ωδή στην καλοσύνη

Γιατί τι θέλει ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος; Κυρίως, να αγαπάει και να νοιάζεται.

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 829
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
kyriakos-athansiadis_4.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης

Για το καινούργιο μυθιστόρημα του Κυριάκου Αθανασιάδη «Αγκάθια και πικραλίδες» (εκδ. Bell)

Δύο γυναίκες που ζουν μαζί, κοιμούνται και ξυπνούν, παίρνουν πρωινό, πηγαίνουν βόλτες στην πόλη, μαγειρεύουν, τρώνε, βλέπουν τηλεόραση. Η μία προχωρημένης ηλικίας και ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί, που πάσχει από Αλτσχάιμερ, το «άτομο». Κι η άλλη ο «περιθάλπτων» [sic], 25 χρόνια νεότερη αυτή, η γυναίκα που τη φροντίζει. «Πρέπει, λέει, ο περιθάλπτων να διατηρεί την επικοινωνία με το άτομο. Εσύ είσαι το άτομο...». Πρέπει να του μιλάει κοιτώντας το στο ύψος των ματιών, όπως θα του μιλούσε, όχι αργά και συλλαβιστά, δεν χάζεψε ξαφνικά από την αρρώστια, ξεχνάει απλώς, κι αυτό το αποδιοργανώνει. «Οπότε, τα άτομα κάθονται και κλείνονται στον εαυτό τους, λογικό είναι, ο καθένας θα το πάθαινε».

Η μία, Αλβανίδα, μιλάει ακατάπαυστα στην άλλη, Ελληνίδα, για τα ωραία της μαλλιά («τα ριζωμένα σαν του κοριτσιού») όταν τη χτενίζει, και για τις λέξεις που έχει χάσει: «Αυτή είναι η βούρτσα. Τη θυμάσαι; Η βούρτσα. Βούρτσα. Κι αυτό εδώ: μαλλί». Της μιλάει όταν μαγειρεύει και όταν την ντύνει για να βγουν έξω, της μιλάει όταν την κάνει μπάνιο... Βάζει σε λέξεις καθετί που κάνουν, οσοδήποτε μικρό, και της λέει για όσα διαβάζει στο ίντερνετ αλλά και για το «βιβλίο» με τις οδηγίες που έχει μάθει απέξω: «Απλώστε τα ρούχα έτσι ώστε να είναι έτοιμα να φορεθούν, αποφύγετε τα ρούχα με περίπλοκα κουμπώματα και ενθαρρύνετε την ανεξαρτησία του ατόμου στο ντύσιμο όσο το δυνατόν περισσότερο».

Μιλάει συνέχεια, μιλάει και για τις δυο τους. «Γιατί εσύ δεν μου μιλάς, και δεν πρέπει να βυθιστεί στη σιωπή το σπίτι μας, η σιωπή είναι σαν άδειο πηγάδι, ένα πράγμα κακό. Η σιωπή σβήνει τις ιστορίες, σβήνει τις αναμνήσεις...»

Ανάμεσα στις σκηνές μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, της αφηγείται και την ιστορία της δικής της ζωής (και τι ζωή!), από τότε που ήταν μικρή στο χωριό, μετά που πήγαν στην πρωτεύουσα στα Τίρανα, για τις τραγωδίες που τη σημάδεψαν και για τις χαρές που κάνουν τη ζωή να μοιάζει με δώρο, και μετά που ήρθαν στην Ελλάδα («Το 2002, ήδη είχε μαζευτεί ένα σωρό κόσμος εδώ, τελευταίοι ήρθαμε, που λέει ο λόγος») και για τα δύσκολα χρόνια μέχρι να στρώσουν τα πράγματα.

Μια μνήμη που έχει αδειάσει και μια που ξεχειλίζει μπλέκονται τρυφερά, δίνοντας νόημα η μία στην άλλη. «Γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ακουστεί. Αν δεν τον ακούει, ο άλλος μαραζώνει και μαζεύεται, γίνεται σαν τον σκαντζόχοιρο όταν τρομάξει: μια μπουνιά. Έτσι δηλαδή όπως κάνει όταν φοβάται. Και ξέρεις τι φοβάται ο άνθρωπος περισσότερο, ναι; Τον εαυτό του φοβάται περισσότερο. Από τον εαυτό του δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς μας». Μπορεί;

Η αφήγηση χτίζει έναν χειμαρρώδη μονόλογο από την αρχή μέχρι το τέλος, σχεδόν θεατρικό, μεταμφιεσμένο σε διάλογο: «Η αγάπη σε πιάνει από τις μασχάλες και σε σηκώνει από το χώμα, όσες φορές κι αν πέσεις, όλες τις φορές, ναι. Η αγάπη. Ξέρω και σ’ τα λέω. Θες να ακούσεις; […]  Έλα πιες μια γουλίτσα τσάι, δεν καίει. Μπράβο το κορίτσι μου».

Η ηρωίδα φέρνει στη γλώσσα κάθε ασήμαντη χειρονομία, οι αυτοματισμοί της καθημερινότητας γίνονται λέξεις και προτάσεις. Κι αν, όπως λέει, υπάρχουν τα τρανά και τα μεγάλα κι ένας ολόκληρος κόσμος που κάθε στιγμή βράζει, υπάρχουν και τα μικρά που απ’ αυτά φτιάχνεται η ζωή μας, πράγματα που δεν θα τα πει ποτέ κανείς στις ειδήσεις ούτε θα τα γράψει στο ίντερνετ: «Τα μαλλιά μας, ο άνθρωπός μας, το τηλέφωνο που χτυπάει ή δεν χτυπάει… τέτοια. Κατάλαβες;»

agathia-kai-pikralides.jpg
Κι έπειτα, η τραγικότητα μιας στιγμής που θα μας καθορίσει, το τελευταίο βλέμμα που μας απευθύνει ο μονάκριβός μας που δεν θα ξαναδούμε, ο διαφορετικός τρόπος που προφέρουν το ρω οι Αλβανοί που τους πρόδιδε «πιο γουργουριστά», «και έκανε τα πρώτα δέκα-δεκαπέντε χρόνια εδώ μαρτύριο για όλους», οι στιγμές της απελπισίας που κάνουν τον άνθρωπο να λυγίζει και ένας συνεχόμενος πόνος στο στήθος που θα μας εξηγηθεί στο τέλος. Όσο για τα Αγκάθια και Πικραλίδες δεν θα κάνουμε spoiler, θα πούμε μόνο πως κλείνουν μέσα τους έναν αναστεναγμό για όσα δεν ζήσαμε και δεν χαρήκαμε, για όλα τα χαμένα εκείνα χρόνια.

 

Μια αφήγηση τόσο αφοπλιστικά τρυφερή, που ο αναγνώστης βρίσκει και ταυτίζεται – πώς αλλιώς να εξηγήσουμε τη συγκίνηση που μια-δυο στιγμές γίνεται σφίξιμο και κόμπος στον λαιμό, κι άλλες φορές χαμόγελο. Το χιούμορ και ο σαρκασμός δεν λείπουν, ούτε κι ο στοχασμός για τη ζωή. Γιατί, τι θέλει ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος; Να αντέχει τις πίκρες και να προχωράει με τις χαρές. Να θυμάται, να ονειρεύεται, να ελπίζει. Να αναγνωρίζει την ευτυχία που κρύβεται στα μικρά πράγματα και να είναι ευγνώμων.

Κυρίως, να αγαπάει και να νοιάζεται.

«Η “άνοια”, λέει, “επηρεάζει όλη την οικογένεια”, ακούς; Εγώ είμαι η οικογένεια. Ο περιθάλπτων. Γιατί τον περιθάλπτων είναι που βαραίνει η ευθύνη. Και για αυτό πρέπει να σκύβω πάνω και από τα δικά σου αλλά πάνω και από τα δικά μου συναισθήματα, και να τα καταλαβαίνω». Πώς φροντίζεις κάποιον που είναι πια ανήμπορος; Χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά του;

Ο Κυριάκος Αθανασιάδης χτίζει μια αφήγηση - Ωδή στην καλοσύνη που μας ζεσταίνει την καρδιά. Μας βάζει στο σπίτι των δύο γυναικών και μέσα στην ψυχή τους και μας δείχνει τι σημαίνει ενσυναίσθηση και γνοιάξιμο – την αγάπη που πρώτα από όλα εμάς ανακουφίζει, που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας, μας δίνει δύναμη και ανοίγει δρόμους διαφυγής. 


Info: Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στο Little Tree Books&Coffee την Παρασκευή 27/5, στις 19:30. Με τον συγγραφέα θα μιλήσουν οι δημοσιογράφοι Ελεωνόρα Ορφανίδου και Renato Lekka.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ