Βιβλιο

Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ό αιώνα

Τι κράτος θέλουμε να έχουμε; Ένα βιβλίο αυτογνωσίας, που μας βοηθάει να αντιληφθούμε το ιστορικό παρόν.

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 748
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο συγγραφέας Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Σωτηρόπουλου «Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ό αιώνα» (εκδόσεις Εστία).

Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης του 2010 λειτούργησαν σαν ένα εργαστήρι ιδεών. Και παρότι το βιβλίο «Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ό αιώνα, 1910-2001» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) δεν τα περιλαμβάνει στην ανάπτυξη του υλικού του, ο ιστορικός Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος εκκινεί από αυτόν τον περιβάλλοντα χώρο για να συνθέσει μια ιστορία του ελληνικού κράτους του 20ού αιώνα, συγκεκριμένης εμβέλειας και οπτικής. 

Ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος στην –εξαιρετική– Εισαγωγή του μας προσανατολίζει στο ιστοριογραφικό του εγχείρημα παρουσιάζοντας ρητά τις (προ)θέσεις του. Το σημείο εκκίνησης, λέει, έχει σημασία όχι μόνο από την πλευρά του ιστορικού που ζει και παράγει σκέψη αναμετρώμενος με τα ζητήματα των καιρών του, αλλά και από τη σκοπιά της μεθόδου. Πώς θα στηθεί η αφήγηση; Θα εκκινήσουμε από την κρίση για να πάμε πίσω και να ερμηνεύσουμε τις παθογένειές της, εστιάζοντας σε αυτές, βρίσκοντας τις καταγωγικές τους εστίες και επιχειρώντας να κατανοήσουμε τι πήγε στραβά, ή θα παρακολουθήσουμε την εξελικτική πορεία μιας τροχιάς από το παρελθόν προς το παρόν, παρακολουθώντας τη –θαυμαστή– μεταμόρφωση ενός βαλκανικού μεταοθωμανικού κράτους σε μια σύγχρονη δυτική δημοκρατική κοινωνία;  

Ο συγγραφέας Δημήτρης Σωτηρόπουλος στήνει την αφήγησή του ακολουθώντας τη δεύτερη οδό, και από εκεί φωτίζει την πρώτη. Οι στρεβλώσεις, οι ανεπάρκειες, η χρεοκοπία έρχονται στο φως όχι ως κακοδαιμονίες ενός έθνους καταδικασμένου να αποτύχει –είτε επειδή το πολιτικό σύστημα είναι διεφθαρμένο και οι ξένες δυνάμεις μας επιβουλεύονται, είτε γιατί δεν έχουμε περάσει «διαφωτισμό»–, αλλά ως στοιχεία της ιστορικής του συνέχειας και διαδρομής, που ενίοτε λοξοδρομεί, καθώς ακολουθεί τις διαδικασίες του σχηματισμού των εθνών-κρατών, αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ το τρένο του εκσυγχρονισμού.

Κεντρικός πρωταγωνιστής εδώ αναδύεται το κράτος στην πιο αφηρημένη του μορφή, με την έννοια ενός ζωντανού οργανισμού που αποτελείται από δομές και συστήματα τα οποία αλληλοεπιδρούν, αναπτύσσονται ή υποχωρούν, αντιμάχονται το ένα το άλλο, υπηρετούν έναν κεντρικό σχεδιασμό ή αυτονομούνται, λειτουργώντας άλλοτε ως μοχλός ευημερίας και πρόοδου και άλλοτε οπισθοδρόμησης. Με βάση αυτό τον άξονα, το βιβλίο στήνει σημεία-ορόσημα στον χρόνο των γεγονότων φτιάχνοντας τα μεγάλα σχήματα ενός αιώνα και δείχνει πώς μετασχηματίζεται το κράτος, το πολιτικό σύστημα και η διοικητική του μηχανή, στις τροχιές εκσυχρονισμού του: πώς λειτούργησε το βάρος της ιστορίας και η ιδιαίτερη γεωπολιτική θέση της χώρας σε συνάρτηση με τον ξένο παράγοντα, ποιο ήταν κάθε φορά το σχέδιο, οι στοχεύσεις, οι δυνατότητες, τι ρόλο παίζουν οι ελίτ, ποια είναι η κουλτούρα της κεντρικής και δημόσιας διοίκησης, το ανθρώπινο δυναμικό, τα αιτήματα της κάθε συγκυρίας. Πώς αλληλεπιδρούν το πολιτικό με το πολιτισμικό πρόβλημα στη σταθερή και αμετάκλητη από τα σπάργανα πορεία εξευρωπαϊσμού της χώρας, πώς μας είδαν οι άλλοι και πώς είδαμε εμείς τον εαυτό μας, ποια ήταν τα εμπόδια, οι ήττες, τα πισωγυρίσματα, και ποιες οι κατακτήσεις, οι νίκες, τα επιτεύγματα.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, «Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ό αιώνα», εκδόσεις Εστία

Διαβάζουμε, λοιπόν, για το βενιζελικό εκσυχρονιστικό σχέδιο, το πρώτο ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο στην ιστορία της χώρας, όπου το τιτάνιο εγχείρημα της ένταξης των νέων εδαφών και των νέων πληθυσμών έφερε εις πέρας ένα κράτος στελεχωμένο με νέες πολιτικές, διοικητικές και πνευματικές ελίτ, με υψηλή τεχνογνωσία και εκπαιδευτικό κεφάλαιο. Η εκσυγχρονιστική αυτή παράδοση συνεχίστηκε εν μέρει τις τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες κατά τις οποίες η χώρα μεταμορφώθηκε, παράλληλα όμως αλλάζει η φυσιογνωμία του κράτους –που ενισχύει τον δεσποτικό του χαρακτήρα και χάνει σταδιακά την αυτονομία του από την κοινωνία–, ενώ ο Εμφύλιος, ο αντικομουνισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία, η συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου, η επταετής δικτατορία, ο αμερικανικός παράγοντας φτιάχνουν τις δικές τους δυναμικές. Τα χρόνια μετά το ’74 –που επανέρχονται στον δημόσιο διάλογο και το συλλογικό φαντασιακό με τα αδιέξοδα της κρίσης του ’10– η μεταρρυθμιστική αμφιθυμία γίνεται σθεναρή αντίσταση και φρενάρει το σχέδιο του εκσυχρονισμού, κληρονομώντας τα προβλήματα στις επόμενες γενιές: η έννοια του δημόσιου συμφέροντος εγκαταλείπεται, το κράτος κομματικοποιείται, μετατρέπεται σε μέσο εξυπηρέτησης πελατειακών αναγκών και αποικίζεται από οργανωμένες ομάδες συμφερόντων δημιουργώντας insiders και outsiders.

Κι ενώ η χώρα εισέρχεται σε τροχιά απόκλισης στα δημοσιονομικά της, έχοντας υιοθετήσει ένα μη παραγωγικό εθνικό σχέδιο που οδηγεί στη συσσώρευση δημόσιων και ιδιωτικών χρεών, την ίδια στιγμή εδραιώνεται η μαζικοδημοκρατία, αναπτύσσονται οι ελευθερίες και τα δικαιώματα, το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται σημαντικά, συγκροτείται μια μεσαία τάξη που γίνεται ραχοκοκαλιά της κοινωνίας και του εκσυγχρονισμού της. Παράλληλα, όμως, λειτουργεί ως εμπόδιο μέσα από τις επιβιώσεις αρχαϊκών παραδόσεων, όπως η οικογενειοκρατία, ή μέσα από το πάγιο αίτημά της για μια ζωή της οποίας την ευημερία θα εγγυάται στο διηνεκές το κράτος σε ένα προστατευμένο από τα ρίσκα της νέας παγκοσμιοποιημένης εποχής περιβάλλον. Ένα αίτημα που διαπερνάει όλα τα κόμματα και όλα τα κοινωνικά στρώματα, το οποίο θα εξυπηρετούσε συγκυριακά μία επιδίωξη καταναλωτικής ευδαιμονίας και θα εκπλήρωνε το όνειρο για μια καλύτερη ζωή· αλλά θα απέκλειε οποιαδήποτε κεντρικά σχεδιασμένη εκσυχρονιστική προσπάθεια και θα οδηγούσε τελικά στην επικράτηση ενός μεγάλου και αδύναμου κράτος που δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί ούτε στα στοιχειώδη και θα οδηγούνταν σταδιακά –αλλά με βίαια ορατό τρόπο– σε κατάρρευση. Μεσολάβησαν, φυσικά, τα ορόσημα της ένταξης της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, που ανέπτυξαν τη δική τους δυναμική. 

Το βιβλίο μάς βάζει να σκεφτούμε μαζί με τον συγγραφέα, και όχι απλώς να παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματα των δικών του συλλογισμών, καθώς στα νήματα που ξετυλίγονται αναγνωρίζουμε τη δική μας πολιτική και κοινωνική εμπειρία

Η ιστορία του ελληνικού εκσυγχρονισμού είναι γεμάτη αντιφάσεις, που συνυπάρχουν στο εσωτερικό των εκάστοτε πολιτικών, κοινωνικών, ιδεολογικών προταγμάτων. Δεν έχουμε εδώ τη δυνατότητα να σταθούμε στις τομές των μεγάλων σχημάτων, σε επιμέρους συγκυρίες, μικροϊστορίες και πρόσωπα. Αυτό ας το κάνουμε κατά την ανάγνωση του βιβλίου, που κρατάει το ενδιαφέρον μας αμείωτο με την προσεγμένη γλώσσα και τα πολλά επίπεδα αφήγησης. Και που μας βάζει να σκεφτούμε μαζί με τον συγγραφέα, και όχι απλώς να παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματα των δικών του συλλογισμών, καθώς στα νήματα που ξετυλίγονται αναγνωρίζουμε τη δική μας πολιτική και κοινωνική εμπειρία. Πού και πότε λειτούργησε η κρατική μηχανή και για ποιους λόγους; Μπορεί να οδηγήσει σε ευημερία η συναλλαγή κράτους και κοινωνίας; Ποια είναι η γενεολογία του φαντασιακού της αντίστασης, όπως το είδαμε να θριαμβεύει τα χρόνια του αντιμνημονίου; Τι θα σήμαινε ένας μοναχικός εθνικός δρόμος, ποιες δυνάμεις τον υποστήριξαν διαχρονικά; Και να δώσουμε απαντήσεις σε δικά μας ερωτήματα, όπως γιατί δεν λειτούργησε η κρατική μηχανή στη φονικότερη στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους πυρκαγιά στο Μάτι με τους 102 νεκρούς και γιατί αντέδρασε υποδειγματικά σε διεθνές επίπεδο στη φονικότερη παγκοσμίως πανδημία, αυτή που τώρα ζούμε;

Το βιβλίο είναι προϊόν της οικονομικής κρίσης, αλλά συνεχίζει να παράγει τα αποτελέσματά του. Το καταληκτικό ερώτημα –που εν μέρει απαντάται από τις νέες συνέχειες και τομές που φτιάχνονται στον ιστορικό χρόνο– είναι αν το «πολυετές βάλτωμα» της κρίσης του 2010 θα αποτελέσει παρένθεση, όπως το είδαμε να γίνεται και στο παρελθόν, ή αν η χώρα θα παραμείνει εγκλωβισμένη στον εαυτό της, φτωχή, αποκομμένη από το διεθνές περιβάλλον και τις προκλήσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Και –κυρίως– αν θα μείνει απροστάτευτη. Γιατί, όπως διαβάζουμε στον Επίλογο, το διακύβευμα από εδώ και πέρα δεν θα είναι μόνο η υιοθέτηση ενός μεταρρυθμιστικού χειραφετητικού σχεδίου, αλλά και η αποτελεσματική διαχείριση επιμέρους απειλών και διακινδυνεύσεων του παγκοσμιοποιημένου κόσμου, όπως τα αθρόα μεταναστευτικά κύματα ή ένας θανατηφόρος ιός. Η αναφορά ειδικά στον τελευταίο, λίγο πριν την εμφάνιση της πανδημίας του κορωνοϊού, μοιάζει «προφητική». Και η επιτυχής μέχρι τώρα αντιμετώπισή της πιστώνεται σε ένα κράτος που μοιάζει να «συμπεριφέρεται» όπως αυτό που ο συγγραφέας υποστηρίζει πως έχει ανάγκη η χώρα. Ένα κράτος κεντρικά ισχυρό με μεταρρυθμιστική βούληση, με στρατηγικό σχέδιο που να εκπορεύεται από το ίδιο, με αποτελεσματικές δομές και οργανισμούς, στελεχωμένο από καταρτισμένους δημόσιους λειτουργούς, τεχνοκράτες, ειδικούς, με ικανότητες να αναμορφώσουν την κουλτούρα και τη φυσιογνωμία της κεντρικής και δημόσιας διοίκησης, αλλά και να προστατεύσουν τους πολίτες από τα σύγχρονα, μη υπολογισμένα ρίσκα και κινδύνους.    

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ