Βιβλιο

Μιχαήλ Μπαχτίν, «Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του»: Ένα γέλιο θα σας θάψει

Ραμπλέ, Γαργαντούας, Μπαχτίν και η σημασία του γκροτέσκου, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 679
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
anoigna.jpg

Πάντα είχα τη γνώμη ότι οι μεταφραστές (προς όποια γλώσσα) είναι σημαντικότεροι από τους συγγραφείς (όποιας γλώσσας), γιατί όσο σπουδαία και να είναι η ντόπια λογοτεχνική (ή και γενικότερη) παραγωγή βιβλίων, ποτέ δεν θα φτάσει τη σημασία του συνόλου των βιβλίων που βγαίνουν σε όλες τις άλλες γλώσσες. Οι μεταφραστές και οι μεταφράσεις τους είναι ο ιμάντας που μας ενώνει με το παγκόσμιο πνεύμα, την παγκόσμια λογοτεχνική, δοκιμιακή, κινηματογραφική (βλέπε υπότιτλοι και μεταγλωττίσεις) κ.λπ. χαρά της γνώσης και της αισθητικής, δίχως την οποία θα ήμασταν μονογλωσσικό νησί. 

rampelai.jpg
Αυτή μου η αντίληψη ενισχύθηκε για μια ακόμα φορά, έχοντας ολοκληρώσει την ανάγνωση του βιβλίου του Μιχαήλ Μπαχτίν «Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης / ΠΕΚ, Ηράκλειο 2017, μετάφραση από τα ρώσικα Γιώργος Πινακούλιας, επιμέλεια κειμένου Φωτεινή Ξιφαρά), του οποίου τέσσερα δυνητικά δήθεν προβλήματα (η γλώσσα του πρωτοτύπου, οι 600 σελίδες μεγάλου σχήματος, το «βαρύ» θεωρητικό περιεχόμενο και το ότι πεδίο αναφοράς του είναι κάποιο άλλο βιβλίο, «Ο Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ» του Ραμπλέ) εξουδετερώνονται ή μάλλον δεν υφίστανται καν, με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. 

Λεπτομερέστερα, ο Γιώργος Πινακούλιας και οι συμπαραστάτες του (τους ευχαριστεί έναν ένα και μια μια στο αρχικό «Σημείωμα» του μεταφραστή) τιθάσεψε και μας προσφέρει στα ελληνικά ένα κεφαλαιώδες έργο, που βοηθάει κάθε αναγνώστη/ώστρια να κατανοήσει καλύτερα το μνημειώδες έργο του Ραμπλέ, ή, αν δεν το έχει διαβάσει, να το κάνει, παρακινημένος/η από το βιβλίο του μεγάλου Ρώσου. 

Ο Φρανσουά Ραμπλέ (τέλη 15ου αιώνα - 1553) ήταν ένας αναγεννησιακός Γάλλος που συνδύαζε εξαιρετικά λαϊκότητα και διάνοια. Υπήρξε ανθρωπιστής, γνώστης της αρχαιοελληνικής και της λατινικής, μεταφραστής, καλόγερος, παπάς, θεολόγος, νομικός, διπλωμάτης, γιατρός (η μονιμότερη ιδιότητά του), πατέρας νόθων παιδιών, ταξιδιώτης, με κύριο μότο του «το γέλιο είναι γνώρισμα του ανθρώπου και μόνο». Έγραψε τις περιπέτειες του Γαργαντούα και του Πανταγκριέλ (ζευγάρι γιγάντων, γιος και πατέρας) σε τέσσερα μυθιστορήματα, ενώ ένα πέμπτο, την πατρότητα του οποίου μερικοί  αμφισβητούν, κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του.

Όλα τα βιβλία αγαπήθηκαν και όλα δέχτηκαν εντονότατη κριτική από τη συντηρητικότατη Θεολογική Σχολή της Σορβόννης, ως ασεβή και πορνογραφικά. Τα έργα αυτά θεωρούνται τα πρώτα μυθιστορήματα της νεότερης εποχής, τα πρώτα πεζογραφικά σαλπίσματα της Αναγέννησης. Πίσω τους έχουν τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, τον Λουκιανό, την Παλαιά Διαθήκη, ποικίλες προφητείες, καζαμίες, το Δάντη, τον Τόμας Μορ, τα επιστημονικά βιβλία και τις θεολογικές διαμάχες μέχρι την εποχή τους, αλλά και τους τροβαδούρους, τις λαϊκές μεσαιωνικές διηγήσεις, τα παραμύθια και τους μύθους, τη ζωή την ίδια του 16ου αιώνα. Από την άλλη, επίγονοί του είναι ο Σέξπιρ, ο Θερβάντες, ο Γκρίμελσχαουζεν, ο Στερν, ο Σουίφτ, ο ντε Σαντ και πολλοί άλλοι, μέχρι τον Ουγκό, και  ίσως ακόμα –λέω εγώ– τον Ράσπε, τους  σουρεαλιστές, τον Σελίν, τον Μπόρχες, τον Κενό, τον Μπουκόφσκι, τον Έκο (θυμηθείτε ποιο είναι το κύριο θέμα στο «Όνομα του ρόδου»: το χαμένο δεύτερο βιβλίο της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη, που έχει θέμα την κωμωδία, δηλαδή το γέλιο) ή τους Μόντι Πάιθονς  (άλλους ως προς το περιεχόμενο, άλλους ως προς τη χρήση της γλώσσας κι άλλους και ως προς αμφότερα τα στοιχεία).  

Το κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο είναι ότι μέχρι τις μέρες μας, ο χαρακτηρισμός «Γαργαντούας» κολλιέται σε άνθρωπο που έχει μία ή περισσότερες από τις εξής ιδιότητες: φαγάς, πότης, γλετζές, αθυρόστομος, σεξουαλικά ασύδοτος, χωρατατζής, φωνακλάς, εικονοκλάστης κλπ, πάνω απ’ όλα όμως είναι χαρούμενος τύπος, που ζει τη ζωή για τη ζωή, μέσα στην υπερβολή και την υπερεκφραστικότητα μέχρι χυδαιότητας – ό,τι κι αν σημαίνουνε τούτες οι λέξεις. Αυτό ισχύει και σε μας, εδώ στην Ελλάδα, όπου το ζευγάρι των γιγάντων έγινε πασίγνωστο από ποικίλες εικονογραφημένες, λαϊκές, παιδικές κ.λπ. εκδόσεις, πάντα ελλιπείς, λογοκριμένες, απλοϊκές.  

Η πληρέστερη ελληνική έκδοση του βιβλίου (δύο στα πέντε μυθιστορήματα), που είναι εξαιρετική, κυκλοφόρησε από την «Εστία» μόλις το 2004 και αποτελεί έργο ζωής ενός εκπληκτικού μεταφραστή, του Φίλιππου Δρακονταειδή, ο οποίος όχι μόνο έχει δουλέψει με επιτυχία πάνω στα δύσκολα γαλλικά του 16ου αιώνα, αλλά έχει δημιουργήσει και υπέροχες ελληνικές λέξεις  για τα «τρελά» ονόματα των ηρώων του Ραμπλέ, συν ότι έχει προσθέσει όλο το βοηθητικό υλικό που θα απαιτούσε ένας επαρκής αναγνώστης. Την έκδοση της «Εστίας» χρησιμοποιεί και ο Γιώργος Πινακούλιας, o οποίος  έχει κουβεντιάσει πολύ και με τον Φίλιππο Δρακονταειδή, ενώ ο τελευταίος έχει επίσης μεταφράσει και αποσπάσματα των τριών τελευταίων βιβλίων του Ραμπλέ ειδικά για την έκδοση αυτή του Μπαχτίν.    

Ο Ρώσος / Σοβιετικός Μιχαήλ Μπαχτίν (1895-1975), θεωρητικός της λογοτεχνίας και φιλόσοφος, γνωστός από ποικίλες μελέτες του και ένα μείζον έργο για τον Ντοστογιέφσκι (1929), διάβασε και εκτίμησε τα βιβλία του γαργαντουικού κύκλου. Έγραψε το βιβλίο του για τον Ραμπλέ τρεις φορές: αρχικά εξόριστος επί Στάλιν στο Σαράνσκ το 1935-40, ξανά το 1949-50 (κατά την πολύχρονη απόπειρά του να αναγνωριστεί η εργασία του σα διδακτορική διατριβή – κάτι που έγινε μόλις το 1952!) και σε τελική μορφή αργότερα, μέχρι που το βιβλίο βγήκε το 1965. Με την έκδοσή της, η μπαχτινική ερμηνεία του γαργαντουικού κόσμου είχε άμεση εκδοτική επιτυχία, τόσο στη Σοβιετική Ένωση, όσο και στον κόσμο, αφού σύντομα μεταφράστηκε στις σημαντικότερες γλώσσες. Η ελληνική έκδοση βασίζεται στην τρίτη, διορθωμένη και πλουσιότερη εκδοχή του βιβλίου, από τα «Άπαντα» του Μπαχτίν (Μόσχα 2010). 

Η κεντρική θέση του μελετητή είναι ότι ο Ραμπλέ –με πρώτη ύλη το καρναβάλι, το πανηγύρι, το παζάρι, τη λαϊκή πλάκα και τη χοντρή φάρσα, τη γιορτή, το γλέντι, τους πλανόδιους  ηθοποιούς και μουσικούς, τους πραματευτές, τους απατεώνες, την πλατεία, την αστρολογία, τη μαγγανεία, τη μαντεία, τις προλήψεις, τα γιατροσόφια, τις ταξιδιωτικές διηγήσεις, τους ζητιάνους, και γενικά την ποικίλη λαϊκή κουλτούρα της εποχής του– είναι ο κύριος «εισηγητής» του γκροτέσκου στους νεότερους αιώνες, του γκροτέσκου που εκφράζεται με το παράδοξο, την ακραία σάτιρα, την ανάμιξη του φαντασιακού με το πραγματικό, τη συμπεριφορική ημιαναρχία, τη βίαιη γλώσσα και ελευθεροστομία μέχρις υπερβολής (τρόποι θανάτωσης, βρισιές, κατάρες, λεπτομερείς αναφορές κοπρολαγνείας, ουρολαγνείας κ.λπ.), την αποθέωση του σεξ,  και πάνω απ’ όλα με το γέλιο. 

Για να στηρίξει ο Μπαχτίν τη θέση του, οργανώνει την εργασία του ως εξής: Μια Εισαγωγή 70 σελίδων, με τον μετριόφρονα τίτλο «Θέτοντας το πρόβλημα» και 7 μεγάλα και πυκνογραμμένα κεφάλαια, που αναλύουν το έργο του Ραμπλέ σε συνάρτηση με: την Ιστορία του γέλιου - τον πλατεΐστικο λόγο - τις λαϊκο-γιορταστικές μορφές και εικόνες - τις ευωχικές εικόνες - την γκροτέσκα εικόνα του σώματος και τις πηγές της -  τις εικόνες του υλικο-σωματικού κάτω (το κατά τη γνώμη μου λαμπρότερο κεφάλαιο, με αναφορές τόσο στον «Κάτω Κόσμο», όσο και στο σωματικό «κάτω», δηλαδή τον πρωκτό) - τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Υπάρχουν επίσης  υποσημειώσεις. Παρά τη δυσκολία των θεμάτων, η γραφή είναι απλή και σχετικά εύκολη στην κατανόησή της, ακόμα και από έναν αναγνώστη όπως εγώ, που βαριέται τα βιβλία θεωρίας – ίσως γιατί αυτό δεν είναι βιβλίο σκέτης θεωρίας, αλλά έχει συνεχές πεδίο αναφοράς τα μυθιστορήματα του Ραμπλέ, αποσπάσματα των οποίων παραθέτει. Αυτό που βασικά θέλγει κατά την ανάγνωση είναι το απροσδόκητο, η μεγάλη πρωτοτυπία των σκέψεων, συσχετισμών και συμπερασμάτων του Μπαχτίν. Εκτός από τα «εργαλεία» της λογικής, εξαντλητική, και πειστικότατη κατά τη γνώμη μου, είναι και η βιβλιογραφική στήριξη σε κάθε θέση που υποστηρίζει ο συγγραφέας. 

Εξάλλου ο Μπαχτίν, πιστός στο πνεύμα του μυθιστοριογράφου, δεν αυτολογοκρίνεται, όταν αποφασίζει να χρησιμοποιήσει βωμολοχικά αποσπάσματα του Ραμπλέ – δεν είναι επομένως δυσνόητο γιατί δεν τον είχαν και πολύ σε εκτίμηση στη σταλινική Σοβιετική Ένωση. Πέρα από το βωμολοχικό στοιχείο, όμως, στον Ραμπλέ του Μπαχτίν εξαίρεται ένα στοιχείο εξίσου «απεχθές»: το γέλιο. Το γέλιο που λειτουργεί, τελικά, ανατρεπτικά και διαλυτικά απέναντι σε κάθε αγέλαστα,  θρησκευτικού τύπου καθεστώτα, σταλινικά, ναζιστικά ή θεοκρατικά.   
Τις αντιρρήσεις ορισμένων μελετητών προς την κεντρική αυτή μπαχτινική θέση τις εκθέτει ο μεταφραστής ήδη στο «Σημείωμά» του. Η βασικότερη είναι ότι ο Μπαχτίν υπερβάλλει ως προς το σημασία που έχει το «πρωτόγονο» και χοντροκομμένο, το λαϊκό  στοιχείο στο έργο του Ραμπλέ. Οι αντιμπαχτινικοί λένε ότι ο Γάλλος συγγραφέας ενσωματώνει και πολλά επιστημονικά ή θεολογικά στοιχεία της εποχής του στα μυθιστορήματά του, στοιχεία μη λαϊκά, κάτι που ο Μπαχτίν το υποτιμά. Προσωπικά, ξανακοίταξα το βιβλίο του Ραμπλέ και δεν μου φαίνεται ότι ο Μπαχτίν υπερβάλλει. Απλά αποδίδει την αρμόζουσα θέση στο πεδίο που πράγματι κυριαρχεί στα αναλυόμενα έργα. 

Ακόμα, ο μεταφραστής, πέρα από τη συμβολή του στο παραπάνω μπαχτινικό  επίτευγμα, προσθέτει: δικές του υποσημειώσεις με ξεχωριστή ένδειξη - Γλωσσάρι απόδοσης των ρώσικων όρων στα ελληνικά - Λίστα έργων του Μπαχτίν στα ελληνικά - Ευρετήριο ονομάτων - Ευρετήριο όρων. Επομένως ξαναγυρίζουμε σε κείνο που έγραφα στην αρχή, για το ρόλο του μεταφραστή. Φυσικά, η αρτιότητα του συνολικού αποτελέσματος οφείλεται στη σταθερά υποδειγματική δουλειά των ΠΕΚ. 

Υπάρχουν μελετητές που συνταυτίζονται με ένα αντικείμενο (συγγραφέα, βιβλίο, πεδίο): ο Μαρξ με την υπεραξία, ο Κουκουλές με το Βυζάντιο, ο Πετρόπουλος με την αστική λαογραφία, ο Χριστοδούλου με τον «Μόμπι Ντικ», ο Τριανταφυλλόπουλος με τον Παπαδιαμάντη, ο Πόπερ με την «ανοιχτή κοινωνία», ο Ζένιτ με τον Πεσόα, ο Έγκιντον με τον Θερβάντες, ο Μόρις με το ζώο «άνθρωπος» κλπ. Έτσι ο συγκεκριμένος μελετητής  συνταυτίστηκε με τον Ραμπλέ. Μετά το βιβλίο αυτό, η θέση του Μπαχτίν στις ραμπλεϊκές σπουδές έχει γίνει τόσο κυριαρχική, ώστε κανένας μελετητής δεν μπορεί να τον παρακάμψει. 

Μη φοβηθείτε τίποτα, διαβάστε το υπέροχο αυτό βιβλίο και θα δείτε τον κόσμο του Ραμπλέ –δηλαδή τον κόσμο που έχει βγει από τον Μεσαίωνα και αρχίζει το μακρύ του ταξίδι στην Αναγέννηση– με άλλο μάτι. Και μετά, αν δεν το έχετε κάνει ήδη, διαβάστε τον ίδιο τον Ραμπλέ. Μοναδική προϋπόθεση σε κάθε περίπτωση: να ξεχάσετε τη λεγόμενη «πολιτική ορθότητα» στη γλώσσα. 

Υ.Γ. Αποδίδω τα ονόματα με τη γραφή «Ραμπλέ» και «Πανταγκριέλ». Όταν όμως παραθέτω τίτλους βιβλίων που τα γράφουν αλλιώς, τότε ακολουθώ κι εγώ, με «Ραμπελαί» και «Πανταγκρυέλ».  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ