Θεατρο - Οπερα

Κωνσταντίνος Παναγιωτίδης: Πάντα λάτρευα το θέατρο

Σκηνοθέτης κινηματογράφου στην πρώτη του θεατρική σκηνοθετική απόπειρα. Μιλήσαμε με αφορμή την παράσταση «Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου, στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός

114824-667199.jpg
Νατάσσα Καρυστινού
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κωνσταντίνος Παναγιωτίδης: «Η Μάγκντα Γκαίμπελς είναι ένα αρχέτυπο»
© Φωτεινή Τερζάκη

Ο Κωνσταντίνος Παναγιωτίδης και οι «thedefects» αναμετριώνται με το «Τέρας» στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός

Το έργο «Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου παίζεται αυτή την εποχή στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός. Στο θεατρικό έργο, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Άγρα το 2015, πρωταγωνιστεί η Μάγκντα Γκαίμπελς, η γυναίκα του διαβόητου υπουργού προπαγάνδας του Χίτλερ, Γιόζεφ Γκαίμπελς, εξιδανικευμένο πρότυπο συζύγου και μητέρας στη ναζιστική Γερμανία, που σκότωσε τα έξι παιδιά της πριν αυτοκτονήσουν με τον άντρα της στο μπούνκερ το 1945. Αυτό το «δύσκολο» έργο επέλεξε για την πρώτη του θεατρική σκηνοθετική απόπειρα ο Κωνσταντίνος Παναγιωτίδης. Του ζητήσαμε να μας συστηθεί και να μας βάλει στο πνεύμα.

Μπορείς να μας συστήσεις τον εαυτό σου;
Λέγομαι Κωνσταντίνος Παναγιωτίδης, είμαι από την Αθήνα και είμαι σκηνοθέτης... Ή τουλάχιστον προσπαθώ να γίνω. Αυτή τη στιγμή ανεβαίνει στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός η πρώτη μου θεατρική παράσταση, το έργο «Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου.

Τι έκανες πριν, τι σπούδασες;
Οι πρώτες μου σπουδές ήταν στο Τμήμα Φυσικής του ΕΚΠΑ. Μετά το γύρισα στο θέατρο. Σπούδασα στη Δραματική Σχολή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας.

Περίεργη αλλαγή. Μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικά αντικείμενα.
Θα ξαφνιαζόσουν αν σου έλεγα πόσες φορές -και στη σχολή και εκτός- έχω αντιμετωπίσει συνδέσεις ανάμεσα στα δύο, από τον τρόπο που στήνει κανείς μια σκηνή, μέχρι τη δυναμική και την ενέργεια που αναπτύσσεται από τους ηθοποιούς στην υποκριτική τους. Αλλά ναι, ήταν μια ριζική αλλαγή στον προσανατολισμό μου.

Κωνσταντίνος Παναγιωτίδης
Ο Κωνσταντίνος Παναγιωτίδης

Και πώς αποφάσισες να κάνεις αυτή την αλλαγή; Είχες και παλαιότερη σχέση με το θέατρο;
Πάντα λάτρευα το θέατρο. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που αγαπούσε και αγαπάει πάρα πολύ τις τέχνες. Όταν ήμουν παιδί, ήμουν πολύ κλειστός χαρακτήρας. Προσπαθώντας να με βοηθήσει να ανοιχτώ, η μητέρα μου δοκίμασε να με φέρει σε επαφή με πολλές διαφορετικές ενασχολήσεις∙ μόνο το θέατρο με κράτησε. Από το Δημοτικό μέχρι και το Λύκειο ήμουν σε θεατρικές ομάδες. Όταν ήρθε η ώρα να διαλέξω όμως σχολή, διάλεξα τη φυσική και τα μαθηματικά, αντικείμενα στα οποία είχα έφεση. Βλέπεις, στο σχολείο δεν σου μαθαίνει κανείς πως υπάρχουν σχολές θεάτρου, ούτε πως το θέατρο είναι επάγγελμα. Μπήκα στη θεατρική ομάδα της σχολής∙ οι «Σαιξπυρηνικοί» ήταν για μένα η πρώτη σοβαρή επαφή με το θέατρο. Λίγο-λίγο όλο και περισσότεροι από την ομάδα άρχισαν να πηγαίνουν σε δραματικές σχολές. Δεν ήθελε πολύ για να με πάρει και μένα η μπάλα.

Αυτή είναι η πρώτη σου σκηνοθεσία. Τι έκανες πριν;
Είναι η πρώτη μου σκηνοθεσία στο θέατρο. Εξίσου μεγάλη αγάπη, όμως, έχω και για τον κινηματογράφο. Από όταν ήμουν στη σχολή ξεκίνησα να γυρνάω μικρού μήκους ταινίες. Έτσι, αφότου τελείωσα τη σχολή, έδωσα έναν χρόνο ηρεμίας στον εαυτό μου. Έφυγα και δούλεψα στο Βερολίνο σε αντικείμενο άσχετο με τον χώρο. Παράλληλα γύρισα και κάποιες καινούργιες μικρού μήκους∙ μέχρι τώρα έχω πέντε σύνολο*. Όταν γύρισα πια Ελλάδα, είχε έρθει η ώρα να κάνω το ντεμπούτο μου και στο θέατρο.

«Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Παναγιωτίδη
© Φωτεινή Τερζάκη

Γιατί σκηνοθέτης και όχι ηθοποιός;
Δεν είμαι καλός στο να ακολουθώ οδηγίες. Και δεν είμαι και πολύ καλός ηθοποιός. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν έχω ούτε τις δεξιότητες, ούτε το κουράγιο να το ακολουθήσω βιοποριστικά. Παρ’ όλα αυτά, σε κινηματογραφικές παραγωγές φίλων, αλλά και δικές μου, έχω παίξει. Στην πραγματικότητα μ’ αρέσει τρομερά και αυτό. Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, πάντα είχα καλλιτεχνικές ιδέες που ήθελα να τις δω να πραγματοποιούνται και να τις δημιουργώ ο ίδιος.

Τι είναι η νέα θεατρική ομάδα «thedefects»; Πότε και πώς δημιουργήθηκε;
Οι «thedefects» είναι η υλοποίηση ενός ονείρου που είχαμε για χρόνια με έναν πολύ καλό μου φίλο, τον Αντώνη Μπάγιο, με τον οποίο γνωριστήκαμε στους «Σαιξπυρηνικούς». Ο Αντώνης είναι μουσικός, αλλά έχει σκηνοθετήσει κι αυτός δύο παραστάσεις εκτός ομάδας. Καθώς πέρασαν τα χρόνια, δημιουργήθηκε μέσα μας η ανάγκη για κάτι αφενός συνεργατικό, αφετέρου πιο επαγγελματικού χαρακτήρα. Τώρα που γύρισα από Γερμανία, ήταν η στιγμή για να γίνει πραγματικότητα. Κι έτσι προέκυψαν οι «thedefects». Ο στόχος είναι μια θεατρική και μουσική κολεκτίβα, επί της ουσίας, μαζί με την οποία μπορούμε να κάνουμε πραγματικότητα τις καλλιτεχνικές μας ανησυχίες.

«Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Παναγιωτίδη
© Φωτεινή Τερζάκη

Πότε και πώς «συναντήθηκες» με το συγκεκριμένο έργο του Γιώργου Βέλτσου; Ήταν το βιβλίο, η παλαιότερη παράσταση της Άντζελας Μπρούσκου, κάτι άλλο; Και τι είναι αυτό που σε άγγιξε περισσότερο στο έργο; 
Το βιβλίο έπεσε στα χέρια μου τυχαία όταν ήμουν στο δεύτερο έτος της σχολής. Τότε δεν ήξερα καθόλου για την παράσταση της Μπρούσκου – παρότι πρωταγωνιστές είχαν υπάρξει δύο καθηγητές μου. Τότε διάβαζα ό, τι έργο περνούσε από τα χέρια μου. Αυτό ήταν από εκείνα που ξεχώρισαν. Το ιδιότυπο με το συγκεκριμένο είναι πως «τρυπάει». Ενοχλεί, σπάει τις ασπίδες μας, σουβλίζει∙ μας πατάει εκεί που πονάμε.

Τα κείμενα του Βέλτσου είναι «δύσκολα». Και εσύ διάλεξες την «Μάγκντα Γκαίμπελς» στην πρώτη σου θεατρική σκηνοθετική απόπειρα. Γιατί;
Δύο λόγοι. Ο πρώτος είναι απλός: Η διαχρονικότητα του κειμένου, η επικαιρότητά του και η εξερεύνηση του ψυχισμού του σημερινού ανθρώπου. Ο δεύτερος είναι εσωτερικός και, ενδεχομένως, ναρκισσιστικός: Είναι μια τεράστια πρόκληση. Είναι αναμέτρηση με ένα «τέρας» (με *το* Τέρας θα έλεγε κανείς). Και λατρεύω τις προκλήσεις. Λίγο με νοιάζει αν είναι πρώτη, δεύτερη ή εικοστή παράσταση. Ναι, τα κείμενα του Βέλτσου είναι δύσκολα. Είναι, όμως, δύσκολα για συγκεκριμένο λόγο. Γεφυρώνουν το θέατρο με τη φιλοσοφία, τα δύο αγαπημένα μου πράγματα, δηλαδή. Μερικές φορές τα πράγματα είναι πολύ περίπλοκα για να μπορούν να εκφραστούν με απλό τρόπο. Ή και αυτό να μη συμβαίνει, μερικές φορές είναι χρήσιμο αυτά να φωτιστούν κι από μια άλλη πλευρά.

Παρόλο που η ιστορία διαδραματίζεται σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, πιστεύεις ότι οι θεματικές του έργου –η ηδονή της βίας, η ρητορική του μίσους, ο διαβολικός εαυτός, ο μαζοχισμός κ.λπ.– έχουν έναν καθολικό χαρακτήρα που μπορεί να συνδεθεί με τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής; Και τι, κατά τη άποψή σου, είναι αυτό που το κάνει επίκαιρο;
Το ιστορικό πλαίσιο υπάρχει εκεί για να θυμίζει πως το μίσος, η βία, η ρομαντικοποίησή της, η διάκριση, η ανάγκη για εξουσία υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν γιατί εμείς τα συντηρούμε. Το έργο γράφτηκε μόλις μήνες πριν την πρώτη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Εμείς το ανεβάζουμε μερικούς μήνες μετά την επανεκλογή του. Η Δύση του σήμερα δεν διαφέρει στη Δύση του 1933. Όχι εκεί που μετράει. Αν δεν μελετήσουμε την Ιστορία, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να κάνουμε κάτι για να αλλάξει. Η προσκόλλησή μας στην ηθελημένη άγνοιά της αποτελεί ένα πλήρως μαζοχιστικό δόγμα και αυτή είναι ενδεχομένως η μεγαλύτερη παθογένειά μας αυτήν τη στιγμή. Οπότε ναι, μιλάμε για ένα καθαρά σύγχρονο έργο που μιλάει στην καρδιά της σημερινής εποχής.

Το έργο όπως και η Μάγκντα Γκαίμπελς ως κεντρική φιγούρα έχουν προφανώς έντονο συμβολισμό. Τι σε ώθησε να εστιάσεις σε αυτή τη συγκεκριμένη προσωπικότητα;
Η Μάγκντα Γκαίμπελς είναι ένα αρχέτυπο. Είναι αρχέτυπο γυναίκας, συζύγου, μάνας, κόρης, πατρίδας. Είναι αυτό που είμαστε και που ζούμε, αλλά με ένα τουίστ – τη «διαστροφή» που λέει και ο Βέλτσος. Αυτή σπάει τον κύκλο. Πνίγει τα παιδιά της για να γλυτώσει από τους κανόνες. Τα πνίγει για να μη ζήσουν σε έναν κόσμο άσχημο – όπως η ίδια, τουλάχιστον, αντιλαμβάνεται το άσχημο. Επαναστατεί. Είναι αρχέτυπο επαναστάτριας. Και με την πράξη της αυτή αγγίζει τη θέωση. Είναι αυτό που θέλουμε να είμαστε, αλλά δεν βρίσκουμε τα κότσια και το κουράγιο να το κάνουμε.

Η παράσταση έχει ξεκινήσει ήδη. Πώς νιώθεις που βλέπεις το όνειρό σου να γίνεται πραγματικότητα;
Δεν μπορώ να το περιγράψω αυτό το συναίσθημα. Είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από όσο θα περίμενα και δεν ξέρω αν μπορώ να το εκφράσω με λέξεις. Στην πρεμιέρα δάκρυσα από συγκίνηση. Δουλέψαμε όλοι πάρα πολύ, σε μια διαδικασία που ήταν καινούργια σχεδόν για όλους μας. Το να το βλέπεις αυτό να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά σου είναι απερίγραπτο.

«Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Παναγιωτίδη
© Φωτεινή Τερζάκη

Οι υπόλοιποι συντελεστές; Τους ήξερες από πριν ή είναι η πρώτη σου επαφή μαζί τους;
Τα περισσότερα παιδιά τα ήξερα. «Μεγαλώσαμε» μαζί. Είτε μέσω θεατρικών ομάδων, είτε μέσω σχολής, είτε μέσω συλλογικών πολιτικοκαλλιτεχνικών κινημάτων, είτε οτιδήποτε άλλο.

Υπήρξε κάποιος συγκεκριμένος λόγος που συνεργάστηκες με άτομα που ήδη ήξερες;
Ναι. Όπως είπα είναι η πρώτη μου θεατρική δουλειά. Δηλαδή είναι μια διαδικασία που για μένα ήταν – και είναι ακόμα – πρωτόγνωρη. Η λογική μου ήταν εξ αρχής πως θέλω κάποιους ανθρώπους που να με ξέρουν και να τους ξέρω∙ που να έχουμε κάποιους κοινούς κώδικες επικοινωνίας και που θα με εμπιστεύονταν παρά την απειρία μου. Μόνο τη Θεοδώρα που παίζει την Μάγκντα και τον Βασίλη τον ντράμερ τους γνώρισα στην πορεία. Και στάθηκα τρομερά τυχερός γιατί είναι άτομα που έκαναν ακριβώς το ίδιο. Σε όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους χρωστάω ένα τεράστιο ευχαριστώ και για την υπομονή τους και για την εμπιστοσύνη τους. Και για το γεγονός πως φτιάξανε κάτι σπουδαίο.

«Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Παναγιωτίδη
© Φωτεινή Τερζάκη

Ποιο ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της δημιουργίας της παράστασης και ποια η μεγαλύτερη πρόκληση για σένα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, είτε αυτό αφορούσε το σκηνοθετικό κομμάτι, είτε τις ερμηνείες των ηθοποιών;
Δύο ήταν οι προκλήσεις που έπρεπε κατά βάση να προσπελαστούν. Η πρώτη ήταν καθαρά λόγω απειρίας. Το να «στήσεις» κάποιες σκηνές, το να δώσεις μια αισθητική βάση και να τοποθετήσεις τους ηθοποιούς στο χώρο είναι το «εύκολο» κομμάτι της υπόθεσης. Το να χειριστείς, όμως, υποκριτικά τους ηθοποιούς σου, να διεγείρεις και να κατευθύνεις τις υποκριτικές τους ικανότητες, αυτό είναι το ζουμί και μακράν το πιο δύσκολο μέρος της δουλειάς μου. Η δεύτερη πρόκληση έχει να κάνει με το κείμενο. Τo κείμενο, προσπαθώντας να τονίσει τα μηνύματα που θέλει να περάσει, επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα με διαφορετικούς τρόπους, για να τα φωτίσει πλήρως και να τα κάνει πιο ξεκάθαρα. Για να μη βγει, λοιπόν, κάτι ξερό, ένα φιλοσοφικό δοκίμιο που θεατρικά θα «χάσει» το κοινό του, έπρεπε να βρούμε πάρα πολλά τεχνάσματα, τόσο σκηνικά, όσο και υποκριτικά, ώστε να μιλάμε για μια παράσταση ζωντανή που κρατάει το ενδιαφέρον του κοινού και το κρατάει σε εγρήγορση.

Συνεργάστηκες με τον συγγραφέα;
Όχι. Είμαι της άποψης πως ένας σκηνοθέτης πρέπει να έχει απόλυτο δημιουργικό έλεγχο και ελευθερία για να μπορέσει να πραγματώσει το όραμά του. Ένας συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο – σε μορφή θεατρικού έργου εν προκειμένω, ναι, αλλά αυτό παραμένει βιβλίο. Ο σκηνοθέτης, που έχει διαβάσει το βιβλίο αυτό και το έχει ερμηνεύσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο – που διαφέρει ριζικά από άνθρωπο σε άνθρωπο –φτιάχνει μια παράσταση βασισμένη σε αυτή την ερμηνεία. Πρόκειται κατά αυτή την έννοια για μια παράσταση «εμπνευσμένη από…». Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως δεν έχω προσπαθήσει όσο το δυνατόν περισσότερο να μην αλλοιώσω αυτά που έχει γράψει, ούτε πως δεν θα έπαιρνα υπ’ όψιν πράγματα που παρέβαιναν τις αρχές του και τα πιστεύω του.

Υπάρχει κάποιο συναίσθημα ή μήνυμα που θα ήθελες να μεταδώσει η παράσταση στο κοινό;
Προτιμώ να αφήσω την ίδια την παράσταση να μιλήσει.

«Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Παναγιωτίδη
© Φωτεινή Τερζάκη

Το Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός είναι μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση θεάτρου. Πώς και αποφάσισες να ανεβάσεις εκεί την παράσταση;
Το Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός είναι μία κατάληψη. Είναι ένας χώρος αυτοδιαχειριζόμενος που έρχεται κόντρα σε οποιοδήποτε – καπιταλιστικό και μη – σύστημα έρχεται να προτάξει και να επιβάλλει τον εαυτό του πάνω σε αυτό. Και πάρα τις πολλές προσπάθειες που γίνονται για να κλείσει, αυτό κρατά δυνατό. Το όραμα της συνέλευσης που το λειτουργεί είναι ένα όραμα αφενός λαμπρό και παραδειγματικό και αφετέρου δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο χώρο για να στεγάσει τη συγκεκριμένη παράσταση. Α κι έχει μία από τις πιο όμορφες σκηνές που έχω δει. Κι όταν το πρωτοανέφερα στον Βέλτσο, χάρηκε πάρα πολύ.

Γιατί τόσο λίγες παραστάσεις;
Υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες, οι οποίες αφορούν τόσο το Εμπρός και το πρόγραμμά του – στους διάφορους χώρους του, συμπεριλαμβανομένης της σκηνής, λαμβάνουν χώρα συνεχώς εργαστήρια, σεμινάρια, πρόβες, ομιλίες κ.ο.κ. – όσο και τα προγράμματα των συντελεστών. Στο κάτω-κάτω, όπως λένε, λίγες και καλές.

Ετοιμάζεις κάτι άλλο;
Πάντα ετοιμάζω κάτι άλλο. Σε αυτήν τη φάση έχω γράψει ένα σενάριο για μια μεγάλου μήκους ταινία, που θα ήθελα να τη βάλω στα σκαριά λίγο-λίγο. Κι είναι και ένα θεατρικό έργο που θέλω χρόνια να το κάνω – κάτι εντελώς διαφορετικό από το τωρινό. Θα δείξει.

*Οι πέντε ταινίες μικρού μήκους του Κωνσταντίνου Παναγιωτίδη είναι:
- «Τετέλεσται» (2022) (Drama)
- «Σάββατο βράδυ» (2023) (Experimental)
- «Borzhoza» (2023) (Drama-Comedy)
- «Oedipus/Anti-Oedipus» (2024) (Experimental)
- «4 minutes» (2024) (Drama)

INFO
«Μάγκντα Γκαίμπελς» του Γιώργου Βέλτσου στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός Σύγχρονο
Διάρκεια: '

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κωνσταντίνος Παναγιωτίδης
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ερμηνεύουν: Φάνης Καραπαναγιώτης, Θεοδώρα Κόρδα, Θωμάς Μακρυγιάννης, Μαριλένα Σεφτελή- Μουσικοί επί σκηνής: Δημήτρης Μακρυστάθης, Βασίλης Τράπαλης
  • ΘΕΑΤΡΟ: Εμπρός
Δες αναλυτικά

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.