Μουσικη

Βασίλης Σταματίου: Με ενδιαφέρει η συμβίωση του διανοούμενου με το «ζώο»

Ο γνωστός ραδιοφωνικός παραγωγός και δάσκαλος πολεμικών τεχνών αφηγείται τους σταθμούς της ζωής και καριέρας του

Μπάμπης Καλογιάννης
Μπάμπης Καλογιάννης
ΤΕΥΧΟΣ 949
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βασίλης Σταματίου: «Με ενδιαφέρει η συμβίωση του διανοούμενου με το “ζώο”»
© Τάσος Ανέστης

Τα παλιά δισκοπωλεία και clubs της Αθήνας, οι λάτιν θησαυροί και η σύγχρονη αυτοάμυνα μέσα από τις αφηγήσεις του ραδιοφωνικού παραγωγού Βασίλη Σταματίου

Μια συζήτηση που σχημάτισε εύκολα, πάνω στη ροή της, ένα μαγικό σκηνικό. Μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα στην Αβάνα, ένα club όπου οι χορευτικές φιγούρες του κόσμου ποτίζονται από το θαλασσινό αλάτι, τρομπέτες και κόνγκας, που συνδυάζονται με Cuba Libre και ερωτικές εξομολογήσεις. Την ίδια στιγμή, ξεχωριστό τόνο δίνουν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους με πορτρέτα των θρύλων του κουβανέζικου και λάτιν πενταγράμμου. Ο κόσμος του λάτιν είναι από τους πλέον «βιωματικούς», ένας κόσμος του οποίου οι μελωδίες σε οδηγούν νοητά στους προορισμούς της Λατινικής Αμερικής, στην κουλτούρα και τα μυστικά τους. Ένας «στρατιώτης» του είδους, ο Βασίλης Σταματίου, μεταφέρει το πάθος του γι' αυτόν τον κόσμο, σε μια μακρά κουβέντα που συμπεριέλαβε τους πολλούς και ποικίλους σταθμούς της ζωής του.

Δημοσιογραφία, ραδιόφωνο, πολεμικές τέχνες, μουσική, φωτογραφία, κρασί, βιβλία. Μέσα από τις διάφορες επαγγελματικές και προσωπικές του διαδρομές, ο Βασίλης Σταματίου συνδυάζει κάθε περίοδο της ζωής του με πλήθος αναφορών και αναμνήσεων. Από τα πρώτα, άγουρα μουσικά χρόνια μέχρι την ανακάλυψη των λάτιν και σάλσα θησαυρών κι από τη θητεία του στο σχολείο των Νέων, στη χρυσή περίοδο του ελληνικού περιοδικού Τύπου και τις εκπομπές στον Kosmos. Οι αφηγήσεις του είναι ιδιαίτερα «κινηματογραφικές», ενώ στο πλαίσιο της συζήτησής μας θα συνδυαστούν τα παλιά δισκοπωλεία της Αθήνας, ιστορικά clubs, η Κούβα μιας άλλης εποχής, βαριά ονόματα της ελληνικής δημοσιογραφίας, καθώς και η οικογένεια ως καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση κουλτούρας και αισθητικής.

Βασίλης Σταματίου
Βασίλης Σταματίου © Τάσος Ανέστης

Από το 2001 και με μικρά διαλείμματα στο ενδιάμεσο, ο Βασίλης Σταματίου μεταδίδει την εκπομπή «Mambo Estereo» στον ραδιοφωνικό σταθμό «Kosmos». Επίσης, εδώ και μια δεκαετία περίπου διατηρεί τη σχολή πολεμικών τεχνών «STORM Combat System» στο Παλαιό Φάληρο, η οποία διδάσκει ένα ολοκληρωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα μάχης, βασισμένο στη ρωσική σχολή. Σε ένα διάλειμμα από το πρόγραμμά του, ο Βασίλης Σταματίου μάς μίλησε για όλα τα γεγονότα, τα βιώματα και τις σημαντικές στιγμές που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του. Την ίδια στιγμή, ο λάτιν ύμνος «Pedro Navaja» ακουγόταν νοερά στον χώρο.

«Κάποιες από τις ασχολίες, όπως η δημοσιογραφία, το ραδιόφωνο, η μουσική και οι πολεμικές τέχνες, συνυπήρχαν στη ζωή μου. Υπάρχουν οι επαγγελματικές ενασχολήσεις, ενώ άλλα ανήκουν στην κατηγορία του χόμπι ή και της ηδονής. Για παράδειγμα, δεν θεωρώ τον εαυτό μου γνώστη του κρασιού, αλλά ηδονοθήρα που μέσα απ’ αυτό βρίσκει ένα ακόμα κομμάτι του νήματος. Οι ιδιότητες που είχα κατά καιρούς ήταν του δημοσιογράφου, του ραδιοφωνικού παραγωγού και του μουσικού, που ασχολήθηκα επαγγελματικά κάποια στιγμή και ερασιτεχνικά τώρα. Στην τελευταία ιδιότητα προσθέτω και τη διδασκαλία μουσικής και συγκεκριμένα των κρουστών. Τέλος, βάζω και την ιδιότητα του δασκάλου πολεμικών τεχνών, που απέκτησα την τελευταία δεκαετία.»

Βασίλης Σταματίου: «Με ενδιαφέρει η συμβίωση του διανοούμενου με το “ζώο”»
Με τον θρύλο της μουσικής από τον Παναμά, Ρούμπεν Μπλάντες (Προσωπικό Αρχείο)

Πολύ δύσκολα ένας Έλληνας θα ξεκινήσει από μικρή ηλικία να ασχολείται επισταμένα με τη λάτιν μουσική. Πρόκειται για έναν ξεχωριστό κόσμο, μια διαφορετική κουλτούρα, που απαιτεί τα δικά της μοναδικά ερεθίσματα. Ο Βασίλης Σταματίου θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τις στάσεις του μουσικού του ταξιδιού, από τις πρώιμες ροκ παραστάσεις μέχρι τις κομβικές καταλυτικές συναντήσεις με το λάτιν στοιχείο.

«Ξεκίνησα με hard rock, όταν ήμουν 12 ετών. Έπειτα από μια φάση με new wave, μπήκα στη λεγόμενη «μαύρη» μουσική, που ακουγόταν πολύ σε αθηναϊκά κλαμπ. Όταν αλλάζεις εσύ ταυτότητα, δεν μπορεί η μουσική να μείνει ίδια. Ειδικά εκείνες τις εποχές, τα πράγματα ήταν πιο σαφή. Αυτά που σε εκφράζουν στα 15 σου, στα 19 όχι απλά δεν σε εκφράζουν αλλά δεν σου ταιριάζει και το πολιτισμικό προϊόν γύρω τους. Για κάποιο διάστημα η σχέση με τη μουσική μπορεί να είναι «οπαδική». Αλλά αν μείνει για πάντα έτσι, χάνουμε πολλά. Τότε λοιπόν, στις αρχές των 80s, ήταν ακόμα relevant η μουσική της προηγούμενης δεκαετίας. Και τα ροκ μαγαζιά έπαιζαν πολλά και διαφορετικά πράγματα. Οπότε δεν ήταν απίθανο μεγαλώνοντας να μεταβείς σε κάποιον άλλο ήχο. Τις Κυριακές κατεβαίναμε Μοναστηράκι πρωί πρωί για να βρούμε δίσκους. Μυήθηκα στη μαύρη μουσική με καλλιτέχνες όπως οι Temptations, οι Funkadelic, ο Prince κ.ά. Όλο αυτό άρχισε να μου ταιριάζει, σε μια Αθήνα μάλιστα που έμπαινε στην εποχή των ντισκοτέκ και των κλαμπ. Των χώρων δηλαδή όπου η μουσική ήταν πιο εναλλακτική. Το 1998, σε διακοπές στην Πάρο, ήρθα σε επαφή με μουσική soca και zouk, από τα γαλλόφωνα και αγγλόφωνα κράτη της. Μοιάζει με μοντέρνα αφρικάνικη μουσική και όχι με tribal. Μου άρεσε πολύ. Αποφάσισα να το ψάξω περαιτέρω. Επισκέφτηκα κατευθείαν το Jazz Rock και αγόρασα το «Latin-Soul-Rock» από τους Fania All Stars. Ήταν ένα σούπερ γκρουπ της σάλσα, αλλά τότε φυσικά δεν το γνώριζα. Μέσα σε δυόμισι χρόνια πήρα και τους 200 δίσκους που υπήρχαν σ’ εκείνο το ράφι. Στη συνέχεια άρχισα να παίρνω και από το εξωτερικό, μέσω του θρυλικού mail order. Ανακάλυψα και την Descarga στην Αμερική, μια σούπερ οργανωμένη εταιρεία που δούλευε με CD, και έφτιαξα ένα πολύ μεγάλο μέρος της δισκοθήκης μου. Από κει και μετά παράτησα σταδιακά τα άλλα ακούσματα, καθώς τα κάλυψε η κουβέρτα που λέγεται latin. Θεώρησα επίσης απαραίτητο να μάθω την ισπανική γλώσσα.», θα πει χαρακτηριστικά.

Βασίλης Σταματίου
Με τον Τίτο Πουέντε (Προσωπικό Αρχείο)

«Η λατινοαμερικάνικη μουσική είναι μια πανσπερμία από είδη. Από το 1970 κι έπειτα εμφανίζονται είδη που δεν είναι γηγενή, αλλά προσαρμογές άλλων στον λάτιν ήχο. Όπως π.χ. το λατινοαμερικάνικο ροκ. Το οποίο, για να καταλάβεις, δεν έχει σχέση με τον Κάρλος Σαντάνα, φέρ’ ειπείν. Το rock en español είναι κάτι άλλο και αφορά γκρουπ από Μεξικό, Κολομβία, Χιλή κ.λπ. Ουσιαστικά είναι ροκ για τους λατίνους. Χώρες όπως την Κολομβία, το Πουέρτο Ρίκο και την Κούβα τις έχω επισκεφτεί επανειλημμένα. Αιτία των επισκέψεών μου ήταν η μουσική· θεωρούσα τον εαυτό μου ως ένα είδος «στρατιώτη» της. Πρώτα λοιπόν έμαθα τη γλώσσα και στη συνέχεια ήθελα να γίνω μέρος αυτού του πράγματος. Να μου γίνει βίωμα, να χορέψω π.χ. ένα τραγούδι στις πέντε το πρωί μαζί με τους ντόπιους. Βίωμα όμως είναι και το να μάθεις εσύ ο ίδιος να αποδίδεις μουσικά αυτό που ακούς. Κάπως έτσι ξεκίνησα, αγόρασα τύμπανα congas από τον πρώτο μου δάσκαλο, τον Στέλιο Ζαχαρίου. Καταλάβαινα πως ο ρόλος των κρουστών στο είδος αυτό είναι αντίστοιχος με αυτόν του σαξοφώνου στην τζαζ ή της κιθάρας στο ροκ. Αυτό άνοιξε έναν ολοκαίνουργιο δρόμο, καθώς μέσα από τα κρουστά κάνεις ένα συντεταγμένο και όχι άτακτο ταξίδι από τη Λατινική Αμερική στην Αφρική. Έχω γυρίσει όλη την Κούβα. Την πρόλαβα και σε μια εποχή που δεν υπάρχει πια, όταν μόλις είχε βγει από την απομόνωση τη δεκαετία του ’90 και οικονομικά ήταν σε άθλια κατάσταση, αλλά είχε έναν βαθμό πολιτιστικής αυθεντικότητας, καθώς ήταν ακόμα ανέγγιχτη από τον τουρισμό. Μελετώντας ένα είδος μουσικής, καταλαβαίνεις πως η επιφάνεια μπορεί να είναι καμιά φορά πλασματική, αλλά το υπόβαθρο είναι πάντοτε πραγματικό. Το θέμα λοιπόν δεν είναι απλώς να επισκεφτείς την Κούβα, που, έτσι κι αλλιώς, είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Ο σκοπός των επισκέψεών μου ήταν πολύ συγκεκριμένος. Το «βίωμα».

Βασίλης Σταματίου
© Τάσος Ανέστης

Στο Πουέρτο Ρίκο αντίστοιχα πήγα τέσσερις φορές και επισκεπτόμουν το Congresso Mundial De La Salsa. Έκανα και μαθήματα με τον Modesto Cepeda, έναν γκουρού της αφρο-πορτορικάνικης μουσικής. Το Πουέρτο Ρίκο είναι «ζόρικο», δεν είναι ασφαλής χώρα όπως η Κούβα. Στα 90s λοιπόν και ενώ είχα αποκτήσει ευχέρεια στο παίξιμο των κρουστών, σχηματίσαμε τους Olubata. Παράλληλα, το 1997 περίπου, δημιουργήθηκαν οι Tierra Brava μια σάλσα ορχήστρα με έναν Χιλιανό που ζει στην Ελλάδα, τον Alejandro Diaz. Το όνομα της ορχήστρας το εμπνευστήκαμε από μια κουβανέζικη σαπουνόπερα, μια σειρά εποχής από την περίοδο της αποικιοκρατίας. Άρχισα λοιπόν να παίζω με τους Tierra Brava, κάνοντας live στην Αθήνα και στην επαρχία. Την ίδια στιγμή είχε δημιουργηθεί μια σκηνή, όπου, αν ένα γκρουπ χρειαζόταν κάποιο μέλος, πήγαινε κάποιος από τους υπόλοιπους και κάλυπτε τη θέση. Κάναμε live στο Palenque και σε άλλα μαγαζιά της εποχής και ερχόταν πολύς κόσμος. Ήταν πολύ καλή εποχή για τα live αυτά, ενίοτε παίζαμε και τέσσερις φορές την εβδομάδα. Το 2000 ήρθε στην Ελλάδα ο Κουβανός δάσκαλός μου στα κρουστά, ο Cristobal. Έμεινε στη χώρα για δυόμισι χρόνια. Ένας εξαιρετικός μουσικός και άνθρωπος του φολκλόρ. Μαζί δημιουργήσαμε τους IMOLE και για ένα μεγάλο διάστημα ήμουν ο μόνος Έλληνας σ' αυτούς. Ήταν σίγουρα το πιο δύσκολο και απαιτητικό τεχνικά γκρουπ στο οποίο συμμετείχα. Βγήκαμε και στην τηλεόραση μια δυο φορές. Μετά σταμάτησα να παίζω με γκρουπ, καθώς ο χρόνος μου μειώθηκε αισθητά. Είχα αρχίσει να δραστηριοποιούμαι ως DJ λάτιν μουσικής και ταυτόχρονα ξεκίνησα ραδιόφωνο στο Kosmos.».

Βασίλης Σταματίου
Στο στούντιο του ραδιοφωνικού σταθμού «Kosmos» (Προσωπικό Αρχείο)

Στην κουβέντα μας θα μπουν δύο μεγάλοι σταθμοί στη ζωή του, η δημοσιογραφία και το ραδιόφωνο. Δρόμος αναπόφευκτος σε μεγάλο βαθμό, λόγω του οικογενειακού περιβάλλοντος. Ο πατέρας του Βασίλη Σταματίου, Κώστας, ήταν κριτικός κινηματογράφου και βιβλίου στα Νέα, όπως και θεατρικός μεταφραστής. Αντίστοιχα, η μητέρα του, Μαρία Παπαδοπούλου, κριτικός κινηματογράφου και τηλεόρασης μεταξύ άλλων και ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Κάπως έτσι η θέαση και αντιμετώπιση της ζωής γίνεται μέσα από το φίλτρο του σινεμά, του βιβλίου, της τέχνης γενικότερα. Ο Βασίλης Σταματίου κράτησε το ίδιο φίλτρο, επιλέγοντας απλώς άλλα μουσικά μονοπάτια, σε μια έκφραση ταύτισης και αποστασιοποίησης ταυτόχρονα.

«Ο πατέρας μου, Κώστας Σταματίου, ήταν ένας γκουρού, ένας άνθρωπος με μια βιβλιοθήκη στο μήκος ενός ολόκληρου σπιτιού. Κάθε Σάββατο στο δισέλιδο των Νέων έγραφε, με αφορμή τα βιβλία, πραγματείες ολόκληρες. Εκλαϊκευμένες όμως, γι' αυτό και τον διάβαζε πολύς κόσμος. Εγώ θεωρώ πως είμαι καλός στην ανάλυση, αλλά όχι στη σύνθεση. Είμαστε σε μεγάλο βαθμό –αν όχι απόλυτο– παράγωγα του περιβάλλοντός μας. Η επιρροή των γονιών είναι καταλυτική, ό,τι δρόμο κι αν τραβήξει κάποιος. Σήμερα μπορώ να διακρίνω κάποια πολύ καλά της διαπαιδαγώγησής του, που δεν μπορούσα παλιότερα. Υπάρχει βέβαια και η διαφοροποίηση. Εγώ έγινα κάποια στιγμή πολύ «physical», σε αντίθεση μ' αυτόν. Η πρώτη μου δουλειά λοιπόν ήταν στα Νέα. Δεν είχα σπουδάσει κάτι, ως ένα είδος «επανάστασης». Πήγα δοκιμαστικά στην εφημερίδα, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα. Έγραφα κοινωνικά κείμενα, με χιουμοριστικό τρόπο, τα οποία άρεσαν πολύ, κι έτσι αντιλήφθηκα ότι μπορούσα να ασχοληθώ επαγγελματικά, κάτι που κατάλαβε και ο αείμνηστος Λέων Καραπαναγιώτης (σ.σ.: ιστορικός διευθυντής των Νέων). Δεν ήμουν τόσο ρεπόρτερ όσο «γραφιάς». Στην αρχή έκανα ελεύθερο και στη συνέχεια καλλιτεχνικό ρεπορτάζ.»

Βασίλης Σταματίου
Στα γραφεία των «Νέων» με τους Μικέλλα Χαρτουλάρη, Γιώργος Σαρηγιάννη και τον αξέχαστο Γιώργο Μπρουνιά (Προσωπικό Αρχείο)

«Στα 90s ξεκίνησε η χρυσή εποχή των περιοδικών και πέρασα δύο χρόνια στον Ταχυδρόμο, ενώ στη συνέχεια, έξι χρόνια στα περιοδικά της ΙΜΑΚΟ. Από το 2000 κι έπειτα αποτραβήχτηκα. Έγραφα περιστασιακά και συνεργάστηκα με ανθρώπους όπως ο Αντώνης Λυμπέρης, ο Κίμων Φραγκάκης και η Μαρία Μπακοδήμου. Η δημοσιογραφία δεν ήταν αυτό που λέμε η κ@βλα μου, κι έτσι ήρθε στη συνέχεια, ως μάννα εξ ουρανού, το ραδιόφωνο. Ξεκίνησα λοιπόν το 1991 στον Jazz FM, στο πλευρό του αείμνηστου Κώστα Γιαννουλόπουλου, ενός γκουρού του είδους. Έμεινα μέχρι το 1996, όταν και έκλεισε ο σταθμός. Εκείνη την εποχή οι ραδιοφωνικές συχνότητες μετατρέπονταν σε τεράστιο περιουσιακό στοιχείο. Από το 2001 και το ξεκίνημα του Kosmos, με προτροπή του Μάνου Τζανακάκη, ξεκίνησα εκπομπές κάθε Σαββατοκύριακο, οκτώ με δέκα το βράδυ. Έπειτα από ένα διάλειμμα κάποιων χρόνων επέστρεψα, με διευθυντή τον Λεωνίδα Αντωνόπουλο. Η εκπομπή και το ραδιόφωνο γενικότερα είναι η πιο σταθερή σχέση στη ζωή μου. Με τις όποιες διακοπές, ασχολούμαι εδώ και 34 χρόνια. Πιστεύω πως έχω καταφέρει πλέον να βρίσκω την ισορροπία ανάμεσα στο ψυχαγωγικό και το εκπαιδευτικό κομμάτι, τα οποία πρέπει να υπηρετούνται εξίσου. Υπάρχουν έτσι ανάμεσα στα τραγούδια εμβόλιμες ιστορίες για την ιστορία και την κουλτούρα της μουσικής, κάτι που θεωρώ πως γαντζώνει τον ακροατή και τον γοητεύει. Δεν ήταν συνειδητή αυτή η αλλαγή, έγινε στην πορεία από μόνη της, αλλά ταιριάζει με την άποψη που έχω σήμερα για το ραδιόφωνο. Η τρέλα του πρώτου καιρού έχει αντικατασταθεί από την απαίτηση από τον εαυτό μου για ένα συγκεκριμένο επίπεδο, κάτι που αυξάνει τη δουλειά που πρέπει να κάνω. Μπορεί να χρειαστώ και δύο ημέρες για να συντάξω ένα playlist, χώρια τα κείμενα. Την ίδια στιγμή έχω ξεκινήσει και podcast για την ιστορία της latin μουσικής, το «Buena Vista Podcast Club». Προφανώς, είμαι «στρατιώτης» της λατινοαμερικάνικης μουσικής. Αν θα μείνω γνωστός σε πέντε ανθρώπους, είναι γι' αυτόν ακριβώς τον ρόλο του ενεργητικού ενδιάμεσου. Με τα χρόνια πιστεύω πως έχω καταφέρει να έχω ένα true κοινό, όπως θα λέγαμε, το οποίο μάλιστα αποτελείται και από μη Έλληνες, που με ακούνε από το site του Kosmos και στέλνουν μηνύματα από διάφορες χώρες. Είναι το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να πω ότι νιώθω περήφανος. Για το ότι έχω επηρεάσει έστω και λίγο θετικά τη ζωή ενός ανθρώπου, δίνοντάς του χαρά και βοηθώντας τον να βρει κάτι που του έλειπε. Δεν είναι θέμα ναρκισσισμού, είναι απλά πολύ μεγάλη η έκπληξη. Καθώς η σχέση με τη μουσική είναι πρωτίστως προσωπική, δεν μπορείς να καταλάβεις τον ουσιαστικό αντίκτυπό της σε τρίτους. Έχει μια αξία αντικειμενική. Μια αξία που δημιουργείται στη ζωή κάποιου άλλου, περιέργως με τον δικό σου τρόπο!», θα πει αναφερόμενος στη σχέση λατρείας του με το λάτιν στοιχείο.»

Βασίλης Σταματίου
Με την Τζοάν Μπαέζ στο Αεροδρόμιο του Ελληνικού (Προσωπικό Αρχείο)

Ο Βασίλης Σταματίου θα μιλήσει στη συνέχεια για τη σημασία των πολεμικών τεχνών στη ζωή του. Με την αφετηρία της ενασχόλησής του να είναι η ψυχική παράμετρος της βίας, ο φόβος τού να χτυπήσεις αλλά και να χτυπηθείς. Το ένστικτο επιβίωσης, η βία σε σχέση με την κοινωνική παιδεία – παράμετροι που λαμβάνει ο δάσκαλος πολεμικών τεχνών ιδιαίτερα σοβαρά, ειδικά όταν συνδυάζει μαθήματα και επιρροές από τη διδασκαλία πολλών διαφορετικών ειδών και χωρών.

«Προέρχομαι από μια γενιά που γυμνάστηκε ελάχιστα, κι εγώ δεν αποτελούσα εξαίρεση. Στα 90s άρχισε να έρχεται στην Ελλάδα η κουλτούρα του γυμναστηρίου για όλο τον κόσμο. Μέχρι τότε γυμναζόσουν σε συχνή βάση εάν ήσουν αθλητής ή «σφίχτης». Θυμάμαι να βλέπω αγώνες πυγμαχίας στο Eurosport, τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης και των δορυφορικών καναλιών, κυρίως αγώνες του Μοχάμεντ Άλι. Ο συγκεκριμένος δεν με γοήτευσε απλά ως αθλητής αλλά και ως προσωπικότητα. Έτσι λοιπόν άρχισα να ασχολούμαι σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Με τον Σπύρο Κατσιγιάννη –ο οποίος δυστυχώς δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή– έκανα τα πρώτα μου μαθήματα. Από αυτόν προέκυψε και το ενδιαφέρον για τη ρωσική πολεμική τέχνη, παρά το ότι μέχρι τότε ασχολούμασταν κυρίως με την αντίστοιχη φιλιππινέζικη. Ως χόμπι φυσικά όλα αυτά τότε. Όντας όμως «στρατιώτης», όπως ανέφερα, σε καθετί με το οποίο καταπιάνομαι, ασχολήθηκα ενεργά, μέχρι που κι αυτό έγινε κάτι δικό μου. Στην αρχή δυσκολεύτηκα με τη ρωσική πολεμική τέχνη, αλλά έκανα την απαιτούμενη δουλειά ώστε να την κάνω κτήμα μου. Γενικά, θεωρώ τον εαυτό μου καλό δάσκαλο, καθώς με ενδιαφέρει η ευρυμάθεια, να μαθαίνω για πολλά διαφορετικά πράγματα και να τα καταχωρίζω. Θεωρώ τη γνώση απαραίτητη για τη διαμόρφωση κριτηρίου. Ειδικά όταν έχεις να συζητήσεις ή να απευθυνθείς σε αυθεντίες.»

Βασίλης Σταματίου
Στη σχολή πολεμικών τεχνών «STORM Combat System»

«Αντίστοιχα, λοιπόν, οι πολεμικές τέχνες είναι κάτι στο οποίο πρέπει να επενδύσεις χρόνο και ουσία. Είναι μια διαδικασία που με τη σειρά της πηγάζει από μια υπόγεια ανάγκη. Εγώ έχω μια πετριά να κάνω τον δάσκαλο και να μεταλαμπαδεύω γνώση. Θεωρώ πως είναι επιρροή του πατέρα μου. Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ, αλλά θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου λίγο «διανοούμενο». Με την έννοια του ανθρώπου που αναζητεί τη γνώση και επεξεργάζεται τις καταστάσεις. Ως εκ τούτου, θεωρώ την προσέγγισή μου στη βία αντίστοιχη ενός διανοούμενου. Το βίωμα καθαυτό είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να φας ξύλο και όχι μόνο να ρίξεις, αλλιώς είναι μονόπλευρο. Πρέπει να αναμετρηθείς με ανθρώπους από πολύ διαφορετικά background και θα πρέπει εσύ –ως άνθρωπος των βιβλίων– να τους πείσεις πως, αν χρειαστεί, μπορείς να τους κάνεις τόπι στο ξύλο. Σημειολογικά φυσικά. Η ενασχόληση με τη βία μπορεί καμιά φορά να βγάλει ένα ζωώδες ένστικτο. Σε ό,τι με αφορά, με ενδιαφέρει η συμβίωση του διανοούμενου με το «ζώο» και νομίζω ότι το καταφέρνω. Είναι σίγουρα ένα ενδιαφέρον ταξίδι. Δεν έχω υπόστρωμα βίαιο, αλλά όλα είναι θέμα mode και όχι mood. Όλη αυτή η εξερεύνηση είναι μια εναλλακτική ψυχανάλυση που γίνεται χωρίς λέξεις, αλλά μέσα από το σώμα, που αντίστοιχα μας δίνει πάντα κάποιες απαντήσεις. Στις πολεμικές τέχνες, ξεκινάς κάνοντας κάποια πράγματα εντελώς ασυντόνιστα, αλλά έπειτα από επίμονη προσπάθεια βρίσκεις τον δρόμο σου. Αυτό είναι κάτι που δημιουργεί νέες ανάγκες στην πορεία. Οδεύεις πάντα προς μια ολοκλήρωση που ποτέ δεν έρχεται, αλλά βλέπεις την πρόοδο. Το ίδιο γίνεται με όλα όσα καταπιανόμαστε, για μένα τη δημοσιογραφία, το ραδιόφωνο, τα βιβλία κ.λπ. Στην πορεία και μέσα από μια διαδικασία προσωπικής έρευνας, κατέληξα σ' ένα συγκεκριμένο είδος της ρωσικής πολεμικής τέχνης, το «Systema». Ξεκινώντας από αυτό, μελέτησα κι άλλα είδη στη συνέχεια. Κατέληξα σ' ένα υβριδικό προπονητικό πρόγραμμα, το οποίο και ονόμασα «STORM Combat System». Το σύστημα αυτό πατάει με το ένα πόδι στη ρωσική πολεμική τέχνη και με το άλλο στη λεγόμενη σύγχρονη αυτοάμυνα. Έχει να κάνει με διαφορές στην εκπαιδευτική μεθοδολογία. Ο στόχος είναι να αναδιαμορφώνονται συνεχώς τα αποτελέσματά σου, αλλά και τα συμπεράσματα γύρω απ' αυτά. Οι πολεμικές τέχνες είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου και με χαρακτηρίζει».

Βασίλης Σταματίου
Βασίλης Σταματίου © Τάσος Ανέστης

Στο σπίτι του θα βρεις στοίβες ολόκληρες από βιβλία, πολλά από τα οποία περιγράφουν λεπτομερώς την κουλτούρα των χωρών στις οποίες ταξίδεψε. Επίσης θα βρεις φωτογραφίες με πρόσωπα αναγνωρίσιμα, αγαπημένους μουσικούς και καλλιτέχνες. Κάποιες απ' αυτές είναι από το Palenque, έναν πραγματικό ναό της λάτιν μουσικής στην Αθήνα.

«Υπάρχουν φωτογραφίες με κάποιους διάσημους που σημαίνουν πολλά για μένα. Είναι σαφώς αυτή με τον Bruce Dickinson, νέο τότε μέλος των Iron Maiden, σε επίσκεψη με τον Adrian Smith για την προώθηση του «The Number of the Beast». Σίγουρα οι φωτογραφίες που έχω με τον Τίτο Πουέντε σε διάφορες συναντήσεις μας, αυτή με την αγαπημένη μου Σέλια Κρουζ (σ.σ. διάσημη Κουβανέζα τραγουδίστρια), αλλά και με τον μουσικό ήρωά μου Ρουμπέν Μπλάδες. Το Palenque Club είναι ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Ξεκίνησε από την πλατεία Αγίου Θωμά στου Γουδή και στη συνέχεια κατέβηκε στην Ούλοφ Πάλμε. Σύντομα θα ξανανοίξει, με νέα ιδιοκτησία. Ξεκίνησα να πηγαίνω το 1994 και κατά καιρούς βλέπαμε σπουδαία live. Φιλοξενούσε θρύλους της λάτιν μουσικής και ενίοτε ανέβαινα κι εγώ για jam. Στο Palenque έχω γνωρίσει και πολύ σημαντικούς για τη ζωή μου ανθρώπους. Θυμάμαι επίσης πως το επισκέπτονταν συχνά ο Βαγγέλης Παπαθανασίου κι ο Διονύσης Σαββόπουλος και κάθονταν σε ένα συγκεκριμένο τραπέζι. Ο Παπαθανασίου μάλιστα –λάτρης της λάτιν– πήγαινε με κάποιους από τους μουσικούς του club στο προσωπικό του studio κι έπαιζαν. Ο ιστορικός ιδιοκτήτης του Palenque, Βασίλης Κουνενής, έλεγε χαρακτηριστικά πως τραγουδούσε ο Ray de la Paz (σ.σ. τραγουδιστής της σάλσα) και ο Vangelis δίπλα του έπαιζε bongos. Καταλάβαινες ότι εκείνη τη στιγμή λειτουργούσε ως «οπαδός».

Βασίλης Σταματίου
Με τον Μπρους Ντίκινσον των Iron Maiden (Προσωπικό Αρχείο)

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY