Μουσικη

Judas Priest: 40 χρόνια «British Steel» - Η ιστορία του άλμπουμ

Η εξομολόγηση του Rob Halford στον Χρήστο Κισατζεκιάν για το επιδραστικό άλμπουμ που επέστρεψε διπλό και εμπλουτισμένο στο πλαίσιο της Record Store Day 2020

chris_kissadjekian.jpg
Χρήστος Κισατζεκιάν
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το heavy metal συγκρότημα Judas Priest
Οι Judas Priest στα γυρίσματα του βιντεοκλίπ «Don’t Go», 1981 © Michael Putland/Getty Images/Ideal Image

Ο Χρήστος Κισατζεκιάν θυμάται όσα του είπε ο Rob Halford για το άλμπουμ.

Το Σάββατο 29 Αυγούστου 2020 το θεμελιώδες «British Steel» γίνεται αισίως σαράντα χρονών (και τεσσερισήμισι μηνών). Γεγονός που αφού πρώτα μας θέλει κατηφείς συνειδητοποιώντας πως μας πήρανε τα χρόνια, μας βάζει στο τριπάκι να επενδύσουμε ξανά μανά τον όβολό μας ως αρρωστάκια, αποκτώντας το σε διπλό βινύλιο με το artwork του δίσκου εκτυπωμένο σε κάθε πλευρά των δίσκων. Και βέβαια ως είθισται σε περιπτώσεις σαν κι αυτές, δεν λείπει κι από εδώ το προβλεπόμενο «τυράκι», με αφορμή τη φετινή Record Store Day που θα εορταστεί πολλαπλώς σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες. Στην περίπτωσή μας; Νταξ, μην τρελαθούμε κιόλας, άντε να το ονοματίσουμε «κασεράκι Μακεδονίας», αφού τα μόνα δωράκια kinder-έκπληξη εδώ είναι η συμμετοχή του ακυκλοφόρητου «Red, White & Blue» που προοριζόταν για το «Turbo», όπως και μια ζωντανά ηχογραφημένη εκδοχή του «Grinder» από την περιοδεία του 1984 για τις ανάγκες προώθησης του «Defenders Of The Faith». Βλέπεις και τα δυο τους έπαιξαν ξανά τον ρόλο αυτό στη remastered έκδοση του τιμώμενου άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 2001.

Ηλίου φαεινότερο φυσικά πως η αναμενόμενη εορταστική κυκλοφορία γίνεται συγκυριακά κάτω από πολύ ζόρικες συνθήκες, αφού λόγω της επάρατης πανδημίας, το βαρυσήμαντο άλμπουμ επανεκδίδεται εν τω μέσω της αναβολής της παγκόσμιας περιοδείας των Βρετανών metalheads όπως ξέρουμε καλά και του λόγου μας (17 Ιουλίου τους περιμέναμε κι από εδώ…) για το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2021. Όπου οι Judas Priest, οι Ιερείς, γιορτάζουν μάλιστα τα πενήντα τους χρόνια. Όμως σημείωσε αν θες πως έχουμε και κάτι ενδιαφέρον μέσα στον κυκεώνα των διαρκών αναβολών που μας θέλουν συθέμελα να βιώνουμε αυτό το άχαρο… safe mode: στις 29 Σεπτεμβρίου κυκλοφορεί από την Hachette Books η αυτοβιογραφία του Metal God, Rob Halford, σε ηχητικό format audiobook με γενικό τίτλο «Confess»! 

«Το “Confess” είναι μια κυριολεκτικά μοναδική για όλη μου τη ζωή ευκαιρία να εκθέσω κάθε μα κάθε πτυχή του εαυτού μου» ομολογεί ο φαλακρός γίγας και προσθέτει «…Το να σκάψω βαθιά δίχως να κρύψω το παραμικρό, δίχως τίποτα να φοβάμαι, ήταν από πολλές απόψεις συνάμα συναρπαστικό, διασκεδαστικό, ενοχλητικό, τρομακτικό, έως και καθαρτικό. Δεν έκανα την παραμικρή έκπτωση! Ήρθε η ώρα μου να εξομολογηθώ».

Η αδιαμφισβήτητη προσφορά του Rob Halford στη μεταλλική κοινότητα όσον αφορά την πηγαία, εξτρεμιστική εκφραστική που ως τραγουδιστής επέβαλε μέσα από τους Judas Priest, ως solo καλλιτέχνης μα και ως ηγέτης των καταιγιστικών Fight, μνημονεύεται παγκοσμίως. Οι ανυπέρβλητες, «θεόρατες» στριγκλιές του χάραξαν το έργο του βαθιά μες τις αβυσσαλέες χαράδρες των πολύτιμων βινυλίων στα οποία συμμετέχει. Με την ευκαιρία της επίσκεψής του στη χώρα μας το 2000 στο πλαίσιο της προώθησης του απρόσμενα ευφάνταστου «Resurrection», ο αγέραστος Rob αποδείχθηκε πέρα για πέρα πρόθυμος απέναντί μου στο να ξεσκονίσει μνήμες του παρελθόντος. Ανάμεσά σε όσα μου εκμυστηρεύτηκε λοιπόν στη αίθουσα συνεδριάσεων της πολυεθνικής EMI στη Λεωφόρο Μεσογείων, σε μένα και τον αείμνηστο και πολυαγαπημένο μου Χάρη Ευκαρπίδη, αναφέρθηκε παθιασμένα στη σημαντικότητα του εορταζόμενου δίσκου ως εξής:

«Μια εξέχουσα στιγμή στην πολύχρονη πορεία μας υπήρξε σίγουρα και το “British Steel”. Με την κυκλοφορία του οι Priest κατάφεραν για πρώτη φορά να κατακτήσουν το αμερικάνικο κοινό μέσο της έντονης παρουσίασής του από τους παραγωγούς των FM. Μέσα από αυτό καταφέραμε επίσης να αποδείξουμε πλέον σε όλους πως μπορούσαμε να γράψουμε και ποιοτικές συνθέσεις των τριών λεπτών… Έως τότε βλέπεις κυριαρχούσε η εντύπωση πως τα τραγούδια σε έναν heavy metal δίσκο δεν επιτρεπόταν να διαρκούν λιγότερο από πέντε-έξι λεπτά της ώρας! Γεγονός που καταρρίψαμε μονομιάς με ολιγόλεπτα κομμάτια που έγραψαν τη δική τους ιστορία, όπως τα «Breaking Τhe Law» και «Living After Midnight». Το ακραίο εξώφυλλο έδενε απόλυτα με το επιθετικό περιεχόμενο του άλμπουμ, προετοιμάζοντας κατάλληλα το αγοραστικό κοινό για το τι έμελλε να ακούσει».

Το «British Steel» κυκλοφόρησε στις 14 Απριλίου 1980. Έως και σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά, εκατομμύρια οπαδοί της μεταλλικής κοινότητας πίνουν νερό στο όνομά του ορκιζόμενοι στα μαύρα, δερμάτινα perfecto τους πως το συγκεκριμένο κύημα υπήρξε το κορυφαίο τους. Επιτρέψτε μου να ομολογήσω εδώ πως οι δύο δίσκοι που κατά την ταπεινή μου άποψή ήθελαν τους Αρχιερείς στην κορυφή του κόσμου, ήταν το hard & heavy rock «Sad Wings Of Destiny» στην πρώτη, πιο «παλιομοδίτικη» περίοδό τους, και το «Painkiller» στην πιο… μπροστόβαρη, μετέπειτα εποχή τους. Όμως κι εγώ ο ίδιος οφείλω να παραδεχθώ πως όταν πρόκειται για επιρροή, επιδραστικότητα και διεθνή εμπορική καταξίωση, το «British Steel» βγαίνει πιο μπροστά από όλα τους, αντικειμενικά. Και τούτο γιατί δίχως αυτό, το πιθανότερο είναι πως δεν θα γευόμασταν τα όσα το κίνημα του New Wave Of British Heavy Metal μας κληροδότησε μέσα από τα έργα και τις (αξέχαστες) ημέρες λατρεμένων σχημάτων όπως οι Iron Maiden, Saxon, Diamond Head και Grim Reaper.

«Όταν γεννήσαμε το “British Steel” μας διακατείχε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα πως κάτι πραγματικά συναρπαστικό ήταν πολύ κοντά», μου ανέφερε ο Rob Halford όταν συναντηθήκαμε στην Αθήνα. «Μπήκαμε για ηχογράφηση έχοντας για πρώτη φορά στα χέρια μας ελάχιστες έτοιμες ιδέες. Έτσι το υλικό στη συντριπτική του πλειοψηφία γεννήθηκε επιτόπου, εντός των τειχών, με εμένα, τον Glenn (Tipton) και τον KK (Downing) να σκαρφιζόμαστε riffs και στιχάκια. Ως τότε τα τραγούδια ήταν κύημα ενός από εμάς και τα φέρναμε σχεδόν ολοκληρωμένα στο τραπέζι, επιτρέποντας φυσικά στους υπολοίπους τις δικιές τους προτάσεις προς βελτίωση. Όμως εδώ, λειτουργήσαμε ως συνθετικό τρίο. Και να που, όπως αποδείχθηκε, το “British Steel” αποτέλεσε ένα μοναδικό ρεκόρ για μας, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μέσα από ανθεμικά τραγούδια όπως τα “Breaking the Law” & “Living After Midnight”. Ειδικά το δεύτερο κομμάτι μας χάρισε αυτό που ονειρευόμασταν: μια παγκόσμια ραδιοφωνική δημοσιότητα! Κι αν σκεφτεί κανείς πως γεννήθηκε, είναι να γελάς… Μια νύχτα επιστρέφοντας πιωμένοι από μια pub, ο Tipton έπιασε στα χέρια του την κιθάρα και άρχισε να τζαμάρει επανειλημμένα πάνω σε ένα γαμημένα αξιομνημόνευτο riff. Ενθουσιασμένος ων, δε σκέφτηκε πως προσπαθούσα να αποκοιμηθώ. Κι ας ήταν τέσσερεις τα ξημερώματα! Είχε στήσει τον ενισχυτή του στον από κάτω όροφο, ακριβώς κάτω από το υπνοδωμάτιό μου. Σε κάποια φάση λοιπόν με πιάσαν τα νεύρα μου και κατέβηκα να του πω «ρε Glenn, μπορείς να το χαμηλώσεις λιγάκι, δεν μπορώ να κοιμηθώ, είναι τέσσερεις μετά τα μεσάνυχτα και συ ζεις μετά από αυτά (σ.σ.: αυτολεξεί “you ’re living after midnight”). Η αυτόματη αντίδρασή του ήταν να μου απαντήσει «Α, τι ωραία, αυτός είναι υπέροχος τίτλος για αυτό το τραγούδι, τσέκαρε λιγάκι μια στιγμή και τα υπόλοιπα ακόρντα!»…  

Αν σκεφτείς δε πως τούτη η ιστορική ηχογράφηση διήρκησε μονάχα εικοσιοκτώ μέρες, τότε υποκλίνεσαι μονομιάς. Και ας ήταν παρακαλώ ο πρώτος δίσκος της μπάντας που πίσω από τα τύμπανα βρίσκουμε τον Dave Holland. Ο νεοσύλλεκτος τα πήρε σβάρνα όλα! Ο τόπος; Τα Tittenhurst Park Recording Studios, μια ονειρική, εξοχική έπαυλη στο Berkshire που κάποια στιγμή μάλιστα ανήκε στον Ringo Starr των Beatles. O καπετάνιος της κονσόλας; Το «έκτο μέλος» του σχήματος για μπόλικες κυκλοφορίες τους, ο διάσημος Tom Allom (παραγωγός και στους Black Sabbath, Def Leppard, Pat Travers, Y&T κ.α.). Να θυμίσω πως η ψηφιακή εποχή ανήκε ακόμη στα πολυπόθητα σενάρια του μέλλοντος. Έτσι στο σημείο που ακούμε γυαλιά να σπάνε κατά την διάρκεια του «Breaking The Law», πρόκειται για τα άδεια μπουκάλια του γαλατά της γειτονιάς που έμελλε να γίνουν διάσημα μέσω της θραύσης τους. Όπως και τα πιατικά, τα μαχαιροπίρουνα και οι συγκρουόμενες μπάλες του μπιλιάρδου που διανθίζουν διακριτικά τα παρασκήνια του «Metal Gods».   

Αυτό ήταν. Οι Judas Priest είχαν πατήσει το πόδι τους γερά στο έμπα της δεκαετίας του 1980, παρέα με AC/DC, Saxon, Maiden, Motorhead, Whitesnake. Ο Halford μάλιστα δήλωσε ξεκάθαρα πως η επιρροή που είχε το ότι οι Judas Priest άνοιγαν το 1979 και το 1980 την ευρωπαϊκή περιοδεία των AC/DC πριν και μετά την εμβληματική κυκλοφορία του «Back In Black» είναι εμφανής σε αρκετά τραγούδια του «British Steel».

To ανατριχιαστικό έως και σοκαριστικό εξώφυλλο με το χέρι που γραπώνει άφοβα (και αναίμακτα!) το ξυράφι φιγουράρει έως και σήμερα ανάμεσα στα κορυφαία της Μεταλλικής Εικονογραφίας. Όσο για αυτό καθαυτό το μουσικό περιεχόμενο… Αν και κάτω από αφόρητη πίεση χρόνου, στην τελική απέδωσε καρπούς στα μέγιστα ως αυθόρμητο και παρορμητικό. Ήτοι αυθεντικά απέριττο και φρέσκο. Το «Breaking The Law» απέγινε λάβαρο των απανταχού επαναστατημένων νεαρών εν μια νυκτί. Το «Living After Midnight» αντιστοίχως συντροφεύει ακόμη τους αμετανόητους εραστές της μπάρας και του αλκοόλ. Το «Rapid Fire» παραπέμπει στους συμπατριώτες Motorhead όντας αδρό και καταιγιστικό, τα γηπεδικά-ανθεμικά «Metal Gods» & «United» δεν λείπουν σχεδόν ποτέ από το set list των βετεράνων έως και σήμερα.

Διόλου παράξενο λοιπόν το ότι κατά την περιοδεία τους το 2009 για τον εορτασμό της 30ής τους επετείου οι Judas Priest παρουσίαζαν από σκηνής ολόκληρο τον δίσκο, και μάλιστα με την ακριβή σειρά των τραγουδιών όπως αυτά έγραψαν ιστορία αποτυπωμένα στα μαύρα περιστρεφόμενα αυλάκια του.

Με το που ολοκληρώθηκε η εγγραφή του μνημειώδους δίσκου το management των Judas Priest είχε ήδη οργανώσει την παγκόσμια προωθητική τους περιοδεία, αρχής γενομένης στις 7 Μαρτίου του 1980, ένα μήνα και κάτι μέρες πριν την επίσημη ημερομηνία κυκλοφορίας του.

Το καλοκαίρι τους ήθελε πλέον να πρωταγωνιστούν στις αρένες των ΗΠΑ. Ο δρόμος δικός τους. Η σελίδα είχε γυρίσει για αυτούς μια για πάντα και τους ήθελε Metal Gods.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ