Φωτογραφια

Polixeni Papapetrou

Ποια είναι η διάσημη Ελληνίδα καλλιτέχνης που εξόργισε τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας; Η A.V. φιλοξενεί έργο της Πολυξένης Παπαπέτρου στο εξώφυλλό της και μιλάει μαζί της

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
128847-291148.jpg

Από τον Πύργο και τον Πόρο στη Μελβούρνη του ’60. Από τη Νομική στη φωτογραφία. Έχει στο βιογραφικό της περισσότερες από 50 ατομικές εκθέσεις και 100 ομαδικές σε όλο τον κόσμο (Αυστραλία, Ασία, Ευρώπη, Αμερική). Έχει συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ φωτογραφίας (Κορέα, Κολομβία, Ολλανδία, Παρίσι, Αθήνα, Μπρατισλάβα, Κίνα, Μόντρεαλ) και έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές διεθνώς. Πάνω στη δουλειά της έχουν γίνει έρευνες ενώ αναφορές υπάρχουν σε τουλάχιστον 200 άρθρα και διατριβές.

Το 1987 η νεαρή δικηγόρος Πολυξένη Παπαπέτρου άρχισε να ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία. Το ενδιαφέρον της τράβηξαν από νωρίς τα ζητήματα της προσωπικής ταυτότητας, του ρόλου και των φύλων, της υποκουλτούρας και του περιθωρίου. Το 2000 πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει τη δικηγορία και να αφοσιωθεί στην τέχνη της φωτογραφίας. Στις πρώτες της δουλειές πρωταγωνιστές ήταν άνθρωποι περιθωριακοί, φαν του Έλβις Πρίσλει, drag queens, κλόουν, body builders. Από το 2002 ξεκίνησε να φωτογραφίζει παιδιά ντυμένα με κοστούμια σε διάφορους ρόλους θέλοντας να ερευνήσει την κοινωνική ταυτότητα των παιδιών γενικότερα. Κύριοι πρωταγωνιστές των έργων της έγιναν τα δύο παιδιά της, η Ολυμπία και ο Σόλομον, γεγονός που σταδιακά προκάλεσε αντιδράσεις. Μάλιστα, τον Ιούλιο του 2008 μια παλιά φωτογραφία της κόρης της (είχε τραβηχτεί το 2003) βασισμένη στο πορτρέτο της Beatrice Hatch του Charles Dodgson, στο εξώφυλλο του περιοδικού Art Monthly Australia, προκάλεσε σάλο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας Kevin Rudd δήλωσε ότι δεν μπορεί να ανεχθεί τέτοιου «είδους γελοιότητες». Η 10χρονη τότε Ολυμπία δήλωσε ότι προσβλήθηκε από αυτές τις δηλώσεις του πρωθυπουργού. Η Πολυξένη χρησιμοποιεί στις φωτογραφίες της γραφίστικα φόντα, τοπία, κοστούμια και μάσκες συνδέοντας με ένα παράξενο, ονειρικό ή και κάπως απειλητικό τρόπο τον κόσμο της φαντασίας με τον αληθινό, μπερδεύοντας το παρελθόν με το σήμερα, τα παιδιά με τους μεγάλους.

Αυτό τον καιρό το αθηναϊκό κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει δουλειά της από κοντά αφού φωτογραφίες της θα φιλοξενηθούν στην Anna Pappas Gallery στα πλαίσια της Art Athina (26-29/5), ενώ έκθεση της ετοιμάζεται και στο Μουσείο Μπενάκη, στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Μήνα Φωτογραφίας τον Ιούνιο.

image

image

Γιατί φωτογραφία; Τι σε τράβηξε εκεί; Υπάρχει καλλιτεχνική παράδοση στην οικογένεια;

Η ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία ήρθε εντελώς τυχαία και εξελίχθηκε με τα χρόνια. Ίσως να υπήρξε «καλλιτεχνική φλέβα» στην οικογένεια αν το έψαχνα πίσω στις γενιές, αλλά κάτι που να γνωρίζω όχι. Το 1985 ξεκίνησα να δουλεύω ως δικηγόρος και εκείνη περίπου την εποχή άρχισα να ενδιαφέρομαι και για τη φωτογραφία. Έτυχε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 να πέσει στα χέρια μου ένα βιβλίο του αμερικανού φωτογράφου Diane Arbus που μου αποκάλυψε τη δύναμη αυτής της τέχνης. Ενώ ακόμη εργαζόμουν ως δικηγόρος, το 1993 ξεκίνησα σπουδές στη φωτογραφία και σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι αυτό θα γινόταν το «επάγγελμά» μου. Συνέχισα να ασκώ τη δικηγορία μέχρι το 2000 που αποφάσισα να γίνω καλλιτέχνης «πλήρους απασχόλησης».

Elvis, Marilyn, drag queens, body builders... Τι σε οδήγησε να ερευνήσεις ζητήματα προσωπικής ταυτότητας και τι είναι αυτό που συνδέει τις πρώτες αυτές δουλειές σου;

Μεγαλώνοντας ως παιδί Ελλήνων μεταναστών στη Μελβούρνη του ’60, η καθημερινότητά μου ήταν πολύ διαφορετική από των Αυστραλών. Όταν ξεκίνησα το σχολείο δεν μιλούσα αγγλικά, είχα ξενικό όνομα που κανείς δεν μπορούσε να προφέρει. Δεν με ενδιέφερε να υιοθετήσω τις συνήθειες των αυστραλών φίλων μου, περισσότερο ταυτιζόμουν με ανθρώπους που ήταν σαν κι εμένα. Τα ερωτήματα ταυτότητας με προβλημάτιζαν καθώς μεγάλωνα, δεν ήξερα τι με καθόριζε. Αυτό ήταν μια αρκετά διαμορφωτική εμπειρία.

Στο πανεπιστήμιο, είχα περισσότερες ελευθερίες για να προσδιορίσω την ενήλικη ταυτότητά μου και ξεκίνησα να πειραματίζομαι με το ντύσιμο και την εμφάνισή μου ως τρόπους να «είμαι» κάποια. Αυτή η περιέργειά μου με τα παιχνίδια ρόλων μπήκαν και στη δουλειά μου, είτε φωτογραφίζοντας ανθρώπους που ήταν οι ίδιοι-ρόλος, είτε δημιουργώντας τους δικούς μου χαρακτήρες. Οι λάτρεις του Έλβις, οι drag queens, οι περφόρμερς στα τσίρκα και οι body builders, όλοι έπαιζαν με τις ίδιες έννοιες ταυτότητας και αναπαράστασης. Έκαναν την ταυτότητά τους παράσταση, αλλά περισσότερο από αυτό, συνεχίζω να ασχολούμαι με αυτό το θέμα, επειδή ακόμη προσπαθώ να καταλάβω το νόημα της ύπαρξης.

image

image

Τι σε οδήγησε να επικεντρώσεις την έρευνά σου στην παιδική ηλικία;

Το ενδιαφέρον μου στο να φωτογραφίζω παιδιά έχει περισσότερο να κάνει με την κατανόηση των θεωριών περί παιδικής ταυτότητας από ιστορική και σύγχρονη οπτική – όχι ως τρόπος καταγραφής ή εξερεύνησης της προσωπικής μου σχέσης με αυτά, αλλά περισσότερο το πώς αντιλαμβάνεται αυτή τη σχέση το υποσυνείδητό μας.

Ήθελα να ερευνήσω το πώς στο τέλος του 19oυ αιώνα εξιδανικεύτηκε η δημόσια εικόνα των παιδιών, ενώ κρύφτηκε επιμελώς κάθε αρνητικό χαρακτηριστικό που μπορεί να συνδεόταν με την παιδική ηλικία. Οι κοινωνίες θέλουν να βλέπουν τα παιδιά ως σύμβολα της αθωότητας, εύθραυστα και ευάλωτα και με αρετές που έχουν χάσει οι ενήλικες (που εκδιώχθηκαν από τη δική τους Εδέμ).

Ίσως η αποστασιοποίηση από την εικόνα ενός παιδιού μας βοηθάει να αισθανθούμε άνετα βλέποντάς την και η «χαριτωμένη» γλώσσα που χρησιμοποιούμε γίνεται το φετίχ της ανίσχυρης φύσης τους. Εγώ προτιμώ να απεικονίζω το παιδί μέσα από το πρίσμα της λογικής και όχι του ρομαντισμού, όμως σε αυτή μου την προσέγγιση καραδοκεί ο κίνδυνος να προσβληθούν οι ευαισθησίες των ενηλίκων.

Τα δύο παιδιά σου, η Ολυμπία και ο Σόλομον, είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές των έργων σου. Αυτό πώς προέκυψε;

Ακόμη και πριν γεννηθούν τα παιδιά μου, με ενδιέφερε το πώς η κουλτούρα μας αντιλαμβάνεται την «παιδική ηλικία», πώς η έννοια παιδί διαμορφώνεται από τους ενήλικες και εξακολουθεί να προσδιορίζεται και να επαναπροσδιορίζεται από τους ενήλικες. Νομίζω πως στην παιδική ηλικία καθρεφτίζονται οι επιθυμίες και οι προσδοκίες των ενηλίκων, έτσι την αντιλαμβάνονται, πάνω της επενδύουν τις δικές τους φιλοδοξίες. Επηρεάστηκα και από το βιβλίο του Philippe Ariès, «Centuries of Childhood».

Κάνοντας δικά μου παιδιά, μπόρεσα να εξερευνήσω τις θεωρίες αυτές «πρώτο χέρι», αλλά τις φωτογραφίες τις υποκίνησε η Olympia. Όταν παίζαμε μου ζητούσε συχνά να τη φωτογραφίζω καθώς έβαζε τα «καλά» της και κάπως έτσι δημιουργήθηκε και η πρώτη μου φωτογραφική σειρά με τον τίτλο «Phantomwise».

image

image

Χρησιμοποιείς φωτογραφία, γραφίστικα φόντα, τοπία, κοστούμια και μάσκες. Συνδέεις έτσι το φανταστικό κόσμο με τον αληθινό, το παρελθόν με το σήμερα, τα παιδιά με τους μεγάλους;

Πριν ξεκινήσω να φωτογραφίζω παιδιά μεταμφιεσμένα με διάφορα κοστούμια, οι άνθρωποι ερχόντουσαν να τους φωτογραφίσω με τα δικά τους κοστούμια. Οι drag queens φορούσαν τις πληθωρικές τους νυχτερινές τουαλέτες, το μέικ απ τους, φτερά και πούπουλα και ψεύτικα νύχια, οι λάτρεις του Έλβις ντύνονταν σε στιλ ροκαμπίλι των 50s, οι παλαιστές φορούσαν ευφάνταστες κάπες και μάσκες και οι μπόντι μπίλντερ εμφανιζόντουσαν με τα σώματα άψογα μαυρισμένα και επιμελώς γυαλισμένα. Με βοήθησαν να καταλάβω τη σημασία της εμφάνισης και του ρούχου στο χτίσιμο της προσωπικής ταυτότητας, του ρόλου και των φύλων. Όλη αυτή η σκηνική παρουσία είναι το συστατικό του καλού θεάτρου.

Δουλεύω όπως θα δούλευε κάθε άνθρωπος του θεάτρου. Τα περισσότερα από τα υλικά μου, όπως θεατρικά κοστούμια και μεγάλα ζωγραφικά φόντα προέρχονται από θέατρα. Σίγουρα υπάρχει ένας κρίκος που ενώνει τα θεατρικά και φωτογραφικά μου περιβάλλοντα, ενώ και τα δυο έχουν μαγικούς παραλληλισμούς στην ιστορία της ζωγραφικής, που με συναρπάζουν.

Δημιουργώ φανταστικούς κόσμους μέσα στους πραγματικούς και το φωτογραφικό αποτέλεσμα μπορεί να ειδωθεί ως σημείο επαφής του εσωτερικού με τον εξωτερικό μου κόσμο. Ο εσωτερικός μου κόσμος μού είναι οικείος αλλά αρκετά συχνά κρατάει μυστικά και από μένα. Προσπαθώντας να κατανοήσω τον εξωτερικό, δημιουργώ έναν άλλο κόσμο μέσα μου, μια αντανάκλαση του δικού μου εσωτερικού κόσμου όπως θα λειτουργούσε στον πραγματικό. Έτσι οι φωτογραφίες μου είναι ταξινομημένες δικές μου πραγματικότητες – όχι αυτές ενός ντοκουμενταρίστικου στιλ φωτογραφίας, αλλά ενός άλλου κόσμου. Μέσα από τις μεταμορφώσεις ελπίζω να οδηγήσω τον θεατή μέσα σε έναν διαφορετικό χώρο – αυτόν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, εκεί που η ασάφεια και η αντίφαση δημιουργούν ένα αυτοτελές σύνολο- ένα χώρο που μοιράζονται εξίσου το αντικείμενο και ο θεατής.

Κάποια στιγμή στη καλλιτεχνική σου πορεία «συναντήθηκες» με την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων»; Πόσο χρονών ήσουν και πόσο σε επηρέασε;

Η έρωτας με την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων ξεκίνησε από μια σειρά έργων που έφτιαξα το 2003 με τον τίτλο «Dreamchild», στην οποία δημιουργούσα ξανά κάποιες φωτογραφίες του Lewis Carroll με νεαρά κορίτσια, όπως η Alice Liddell (για την οποία έγραψε ο Carroll την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων).

Η Olympia πόζαρε ως Alice Liddell και άρχισε να ταυτίζεται με την Αλίκη. Μου ζήτησε να της διαβάσω την ιστορία της Αλίκης και τότε ήταν που διάβασα κι εγώ εκείνο το βιβλίο. Ήμουν 37 ετών. Ίσως πουν κάποιοι ότι ήμουν πολύ μεγάλη για να διαβάσω ένα παιδικό βιβλίο, αλλά όταν ήμουν μικρή οι γονείς μου δεν σκεφτόντουσαν να μου αγοράζουν βιβλία στα αγγλικά, αφού τα παρείχε το σχολείο, αν και αυτό το βιβλίο δεν το είχε.

image

Τι διαφοροποιεί τους ανθρώπους από τα ζώα και τα παιδιά από τους ενήλικες;

Τόσο τα ζώα όσο και τα παιδιά μπαίνουν στη συνειδητότητά μας με μυστήριους τρόπους, τα παρατηρούμε για να κατανοήσουμε το δικό μας βασίλειο των συναισθημάτων και τους εαυτούς μας.

Είναι αυτά που δεν έχουμε κοινά με τα ζώα που μας ορίζουν ως ανθρώπινα όντα. Στη σειρά «Between Worlds» (παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Φωτογραφίας της Αθήνας το 2010) τα παιδιά εμφανίζονται ως ζώα, κάτι που αντιλαμβανόμαστε αμέσως, αλλά είναι ένα νέο είδος, με μορφή που να αποκαλύπτει τα μεταξύ τους κοινά. Τα παιδιά βρίσκονται ανάμεσα σε δύο κόσμους, των μωρών και των ενηλίκων. Φορούν μάσκες ζώων που τους επιτρέπουν να κατοικούν έναν ενδιάμεσο κόσμο που τα χωρίζει από τους ενήλικες, και ως ανθρώπους από τα ζώα. Μέσα από αυτές τις ασάφειες, ήθελα να εξερευνήσω το χώρο που τα ζώα και τα παιδιά καταλαμβάνουν στη συνείδησή μας. Με έναν παρόμοιο τρόπο, τα παιδιά είναι το «άλλο» που καθορίζει την ενήλικη ζωή, και γι’ αυτό το λόγο τα παιδιά διαποτίζουν τη συνείδησή μας, κάποιες φορές με τρόπο αξιολάτρευτο και κάποιες άλλες με τρόπο απειλητικό.

Μπορείς να μου πεις μερικά πράγματα που σε ενέπνευσαν και που ίσως συνέβαλαν στη δημιουργία του προσωπικού σου στιλ. Αλήθεια πώς θα χαρακτηρίζες το στιλ σου;

Δύσκολο να απαντήσω. Δημιουργώ εικόνες που βγαίνουν από το μυαλό μου, τις βλέπω στο μυαλό μου και προέρχονται από κάπου βαθιά στον ψυχισμό μου. Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο στιλ, κάτι να αντιπροσωπεύει τη δουλειά μου δηλαδή, αλλά θέλω από τεχνικής άποψης, οι φωτογραφίες μου να είναι σε απόλυτη και αυστηρή συμφωνία με αυτό που απεικονίζουν. Τα χρώματα, οι συνθέσεις, η οπτική, ο φωτισμός, η δράση, το σκηνικό, η σκηνοθεσία, όλα. Το προσωπικό μου στιλ βασίζεται στις εμπειρίες που έχω αποκτήσει ζώντας σε αυτόν τον κόσμο και κάθε δουλειά μου παρουσιάζει και μια διαφορετική «γεύση» αυτού το κόσμου. Για παράδειγμα, αυτή την περίοδο αντιμετωπίζω μια σοβαρή ασθένεια και έτσι στη νέα μου δουλειά με τον τίτλο “Eden” φωτογραφίζω λουλούδια και τα χρησιμοποιώ μεταφορικά για να αποτυπώσω τον κύκλο της ζωής, από το μπουμπούκι, στο άνθος, στην ωριμότητα και στον μαρασμό.

Στο έργο σου με το πορτραίτο της Beatrice Hatch χρησιμοποιώντας την κόρη σου ως μοντέλο ξεσήκωσε αντιδράσεις, μέχρι και ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Kevin Rudd κατέκρινε δημόσια το έργο. Σε επηρέασε ψυχολογικά όλη αυτή η διαμάχη; Ποια συμπεράσματα έβγαλες από εκείνη την εμπειρία;

Αν αυτή η εμπειρία είχε προκαλέσει κάποιο ψυχικό τραύμα στη 10χρονη τότε κόρη μου Ολυμπία, τότε σίγουρα αυτό θα είχε άσχημες ψυχολογικές επιπτώσεις σε όλους μας. Πριν δημοσιευθεί η δουλειά, είχα συμβουλευτεί την Ολυμπία και η δημοσίευση έγινε με τη δική της συγκατάθεση. Όταν ο τότε πρωθυπουργός της Αυστραλίας κατέκρινε δημόσια τη φωτογραφία, η Ολυμπία είπε μιλώντας στη δημόσια τηλεόραση ότι τα σχόλιά του την προσέβαλαν. Δεν φοβόταν τον πρωθυπουργό και ήθελε να υπερασπιστεί τη θέση της και τη φωτογραφία. Η θύελλα που δημιουργήθηκε δεν την τρόμαξε, είχε και την υποστήριξη της οικογένειάς της και των φίλων της για να ξεπεράσει αυτή τη δοκιμασία. Το σημαντικότερο όλων όμως, όπως μου εξομολογήθηκε, ήταν πως για εκείνη το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν άνευ ουσίας, δεν την ενδιέφερε καθόλου, ήταν ασήμαντο, το μόνο που την ενοχλούσε ήταν ότι εγώ ήμουν άρρωστη με καρκίνο.

Μετά από αυτή την αντιπαράθεση αποφάσισες να φοράς μάσκες στα μοντέλα σου; Τι ήθελες να δείξεις με αυτό;

Οι μάσκες φορέθηκαν ξανά στη δουλειά «Between Worlds», που ακολούθησε αμέσως μετά την αντιπαράθεση του 2008. Πρώτον γιατί δεν ήθελα ο κόσμος να δείχνει τις φωτογραφίες και να αναγνωρίζει ότι τα παιδιά ήταν τα παιδιά μου. Κάτω από τη μάσκα θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Το να χρησιμοποιώ μάσκες αποδείχθηκε απελευθερωτικό, γιατί με βοηθάει να μιλάω για «ταυτότητα» χωρίς να αναφέρομαι σε κάποια συγκεκριμένη, η φιγούρα είναι πιο γενική, πιο αρχετυπική. Το αντικείμενο γίνεται μια «παγκόσμια» φιγούρα – ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, ούτε παιδί ούτε ενήλικας· μπορεί να είναι οτιδήποτε και οποιοσδήποτε, να επικαλείται τα συμβολικά «υβρίδια» της ιστορίας της τέχνης, όπως οι σάτυροι και οι κένταυροι της Ελληνικής μυθολογίας. Κρύβοντας την ταυτότητα των παιδιών, νιώθω ότι μπορώ να μιλήσω για την παιδική ηλικία με έναν πιο αφηρημένο τρόπο. Γιατί τα παιδιά είναι «μεταμφιεσμένα», δεν έχουν όνομα, μιλούν παγκόσμια για τις συνθήκες της ανήλικης ζωής και την παράδοξη ικανότητα να παίζουν ρόλους. Κρύβοντας την ταυτότητά τους, αποκαλύπτω τις ιδέες μου χωρίς προκαταλήψεις. Η όλη ιδέα είναι να δούμε ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μας σε αυτές τις φιγούρες.

Επίσης η μάσκα με συνδέει με τις αρχαίες θεατρικές παραδόσεις. Αν δείτε τις πρώτες μου δουλειές, πάντα υπήρχε το στοιχείο της μάσκας, όπως στην «Phantomwise» (2002). Ακόμα και στις δουλειές μου με τις drag queens και τους κλόουν, και εκείνοι εμφανίζονταν βαριά και έντονα βαμμένοι, μια άλλη μορφή μάσκας δηλαδή. Έτσι, μιας και η μάσκα ήταν κάτι σαν υπογραφή στις πρώτες δουλειές μου, μετά την αντιπαράθεση του 2008 έγινε και κάτι σαν δημόσια δήλωση.

image

Άνθρωποι, καταστάσεις, τοπία, τέχνη, θέατρο, βιβλία ...τι κυρίως αποτελεί πηγή έμπνευσης για σένα;

Ως καλλιτέχνης αναζητάς μόνιμα νέες ιδέες. Για μένα είναι και το να φαντάζομαι τα παιδιά ως ζώα τη μια στιγμή και ως ηλικιωμένους ανθρώπους την επόμενη. Οι ιδέες μου εμπλουτίζονται βλέποντας εικόνες και πίνακες από την ιστορία της τέχνης, από τη θρησκεία, τη μυθολογία, το σινεμά και τη λογοτεχνία. Δεν μπορώ όμως να πω τι ακριβώς παίρνω από όλα αυτά. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να πω τι παίρνω από το υποσυνείδητο, αυτό που ναι μεν νιώθω αλλά δεν τον αναγνωρίζω αμέσως και αρχίζω να το καταλαβαίνω αργά μέσα από τις φωτογραφίες μου.

Αλλά το να εμπνέομαι σαν καλλιτέχνης είναι λίγο διαφορετικό από την ευχαρίστηση που βιώνω κοιτώντας απλώς ένα ζώο ή ένα ωραίο σπίτι. Όσο ενδιαφέροντα και να είναι αυτά πάντως δεν με εμπνέουν να δημιουργήσω ένα έργο τέχνης. Αλλά ένα τοπίο θα με εμπνεύσει, όπως και ένα έργο τέχνης ή φωτογραφίας. Όλες αυτές οι πήγες σε σημαδεύουν και πάντα με οδηγούν σε ένα διαφορετικό μονοπάτι.

Τι κατά τη γνώμη σου κάνει μια φωτογραφία αξέχαστη;

Αυτό είναι υποκειμενικό νομίζω, καθώς όλοι αντιδρούμε ένα έργο τέχνης με βάση τις προσωπικές μας εμπειρίες. Υπάρχουν εικόνες που μόλις τις βλέπουμε χαράζονται αμέσως στην ψυχή μας, γίνονται ένα με αυτό που είμαστε. Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση για να απαντηθεί, το ίδιο μυστηριώδης όσο να εξηγήσεις γιατί είσαι ερωτευμένος με κάποιον. Μπορεί να απαριθμήσεις όλα τα καλά στοιχεία μιας φωτογραφίας ή ενός ανθρώπου παρόλο που δεν μπορείς να ορίσεις ακριβώς το «γιατί». Αυτόν τον γρίφο λύνει ο Roland Barthes στο βιβλίο του «Camera Lucida», όμως η δική μου αντιληπτική ικανότητα δεν είναι τόσο εξελιγμένη όσο του Barthes.

image

Τι θα ήθελες να «δουν» οι Αθηναίοι στα έργα σου;

Σαν καλλιτέχνης που εκθέτει, σκέφτομαι αυτή την ερώτηση όλη την ώρα και θέλω να ξέρω περισσότερα για τις αντιδράσεις, να ευχαριστηθώ τις συζητήσεις. Το αθηναϊκό κοινό είναι χωρίς αμφιβολία ένα εκλεπτυσμένο κοινό, με ρίζες που το συνδέουν με την ιστορία της ποίησης, της τέχνης, αλλά και της μετανάστευσης στην Αυστραλία. Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι φαντάζονται οι έλληνες για τη ζωή των συγγενών τους που μετανάστευσαν στην Αυστραλία. Γνωρίζουν σίγουρα τις υλικές αντιθέσεις αλλά όσον αφορά σε μια φανταστική ζωή και αυτό που τη συνδέει με το κοινό παρελθόν; Έτσι λοιπόν, δεν έχω προσδοκίες αλλά έχω μεγάλη περιέργεια. Ίσως η δουλειά μου ξυπνήσει κάποια παιδική ανάμνηση, την αίσθηση του διαφορετικού που ηχεί μέσω της φωνή ενός έλληνα καλλιτέχνη από έλληνες γονείς της διασποράς.

Φωτογραφίζεις για τον εαυτό σου ή για τους άλλους;

Για μένα και για τα παιδιά μου, αλλά σίγουρα και για τους άλλους. Οι καλλιτέχνες πάντα συνομιλούν με τους άλλους μέσω της δουλειάς τους, αλλά κυρίως με τον εαυτό τους.

Τι αγαπάς πιο πολύ στη δουλειά σου;

Το ότι δεν μπορώ σε έναν βαθμό να εξηγήσω με λόγια το πώς ένα έργο μου «εξελίσσεται», τις ιδέες και το τελικό αποτέλεσμα. Επειδή αναζητώ κι εγώ απάντηση σε αυτό το ερώτημα, παράγω περισσότερη δουλειά προκειμένου να την κατανοήσω. Αλλά ίσως δεν μάθω ποτέ και πάντα θα αναρωτιέμαι αν θα καταλάβουμε ποτέ τους εαυτούς μας, ακόμα και εμείς οι ίδιοι. Νομίζω πως αυτό είναι που αγαπώ περισσότερο στο έργο μου: το ότι δεν το καταλαβαίνω απόλυτα.

Τι ετοιμάζεις καλλιτεχνικά αυτή την περίοδο;

Για τουλάχιστον 15 χρόνια τώρα ψάχνω τις έννοιες, το νόημα, τους προσδιορισμούς της παιδικής ταυτότητας. Το ένα πρότζεκτ μοιάζει η συνέχεια του άλλου, πάντα στην ίδια αναζήτηση. Αυτή την περίοδο δουλεύω τη σειρά Eden που έχει να κάνει με τη μετάβαση νεαρών κοριτσιών από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Όλα απεικονίζονται με λουλούδια που συμβολίζουν τον κύκλο της ζωής. Εξακολουθώ να δουλεύω με τις φιγούρες, με φιγούρες που και εκτελούν ένα ρόλο και ταυτόχρονα ανήκουν στατικές σε έναν άλλο κόσμο, με μια ταυτότητα με την οποία δύσκολα ταυτίζεται κανείς. Η δουλειά πάντα γυρίζει τελικά στο ίδιο μυστήριο της ταυτότητας και της ύπαρξης, αλλά κάθε προσπάθεια αναπαράστασης αυτού του μυστηρίου, αποτυπώνεται με διαφορετική μορφή.

image

Γεννήθηκες στη Μελβούρνη από έλληνες γονείς. Από πού κατάγονται οι γονείς σου; Μιλάς καθόλου ελληνικά;

Ο πατέρας μου γεννήθηκε και έζησε στον Πύργο, στην Πελοπόννησο και η μητέρα μου έζησε στον Πειραιά αλλά και στον Πόρο. Πήγα σε ελληνικό σχολείο, αλλά όπως και τα περισσότερα ελληνάκια της διασποράς, τότε το «σνόμπαρα», για να μετανιώσω βέβαια αργότερα ως ενήλικας. Καταλαβαίνω τα ελληνικά και μπορώ να μιλήσω τόσο όσο χρειάζεται να σώσω κάποια στιγμή τη ζωή μου, αλλά φυσικά όχι τέλεια. Αν και τα ελληνικά μου θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα, λατρεύω να μιλάω αυτή την τόσο πλούσια γλώσσα, και διασκεδάζω με το μοναδικό χιούμορ των ελλήνων.

Πόσο συχνά επισκέπτεσαι την Ελλάδα; Θα έρθεις με την ευκαιρία της Art Athina ή της προσεχής έκθεσης σου στο Μουσείο Μπενάκη;

Έχω έρθει στην Ελλάδα τρεις φορές, με τελευταία τον Νοέμβριο του 2015. Θα έρθω τον Ιούνιο για την έκθεσή μου στο Μουσείο Μπενάκη, που γίνεται στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Μήνα Φωτογραφίας.

Πόσο «πατρίδα» αισθάνεσαι την Ελλάδα;

Η Ελλάδα είναι το σπίτι μακριά από το σπίτι μου. Είναι σα να λέμε, το εναλλακτικό πνευματικό μου σπίτι. Ένα περίεργο συναίσθημα να το εξηγήσεις με απλά λόγια, όταν έχεις δυο πατρίδες στη ζωή σου και αισθάνεσαι στην καρδιά σου και τις δυο να σε τραβάνε προς τη μια και την άλλη κατεύθυνση ταυτόχρονα.

Πώς σου φαίνεται το γεγονός ότι το έργο σου θα είναι τυπωμένο στο εξώφυλλο μιας εφημερίδας δρόμου που κυκλοφορεί σε όλη την Ελλάδα;

Είναι μια συναρπαστική εμπειρία, να βρίσκω αναγνώριση στην πατρίδα των γονιών μου, και θα δώσει μεγάλη χαρά και στους γονείς μου στην Αυστραλία και στην όμορφη και μεγάλη οικογένειά μας στην Ελλάδα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ