Εικαστικα

Η Ζουζού Μυταρά διηγείται τη ζωή της

«Η τέχνη είναι εγωκεντρική. Εσύ δουλεύεις, εσύ υποφέρεις. Τον Μίμη τον ξέρει ο κόσμος, εγώ ήμουν πολύ κλειστή, μόνο στη Χαλκίδα ανοίγομαι»

ego.jpg
Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 760
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Δημήτρης Μυταρά και Χαρίκλεια (Ζουζού) Μυταρά

Η εικαστικός Χαρίκλεια (Ζουζού) Μυταρά, σύζυγος του Δημήτρη Μυταρά, διηγείται τη ζωή της

Είναι μια ζωή ολόκληρη ογδόντα πέντε χρόνων ουκ ολίγων, χρειάζονται μερόνυχτα για να τη διηγηθώ, αλλά έχω καλή μνήμη!

Ζουζού Μυταρά
© Πηνελόπη Μασσούρη

Είμαι παιδί της Κατοχής. Γεννήθηκα το ’35 στον Πειραιά. Πέρασα κατά τους μεγάλους άσχημα, κατά τους μικρούς καλά. Εγώ θα πω ότι πέρασα περίεργα, είδα κρεμασμένους δωσίλογους στην πλατεία Αμερικής. Στην Κατοχή ήμουν σε ιδιωτικό σχολείο, μετά πήγα γυμνάσιο στις σχολές Χατζηδάκη με καταπληκτικούς καθηγητές στο γυμνάσιο. Ήταν μαγικό το σχολείο μου, μια βίλα στο Γαλάτσι σκαρφαλωμένη στα ύψη, έβλεπες πιάτο την Αθήνα, είχαμε παραδόξως στην αυλή μας ένα κρι-κρι. Έβλεπα τους Γερμανούς στην Κατοχή, με απωθούσε η γλώσσα τους, οι τρόποι τους, πότε δεν τους συμπάθησα. Όταν αργότερα ταξίδεψα στο Μόναχο το επιβεβαίωσα, με ξένισαν τα ξέχειλα ποτήρια με τις μπίρες, οι μεγαλόσωμοι άνθρωποι, η βάρβαρη γλώσσα τους! Οι Ιταλοί ήταν πιο γλυκείς, μας έδιναν και μια καραμελίτσα σαν να είμαστε τα παιδιά τους, μας φώναζαν και Μπέλα. Ήταν οι Γερμανοί που σφράγισαν το ράδιο, ο πατέρας μου το ξεσφράγισε και έτσι συγκεντρώναμε όλη τη γειτονιά στο δικό μας σπίτι. Από Ευρωπαίους συμπαθώ κυρίως τους Έλληνες, είμαστε ξεχωριστός λαός!

Ζουζού Μυταρά

Ήμουν συμμαθήτρια με την κόρη του Πικιώνη, αλλά δεν μου πήγαινε καθόλου αυτή η τάση του στη λαϊκή κουλτούρα, εμένα που εκτιμώ τους μινιμαλιστικών χαρακτηριστικών αρχιτέκτονες, τους πιο ξεκάθαρους. Αυτά τα σπίτια με ξεκουράζουν. Μου αρέσει ο εσωτερικός χώρος ίσως γιατί είμαι καρκίνος και είμαι του σπιτιού. Έχω τόσα στο μυαλό μου, νιώθω ότι ο κόσμος σέβεται την προσπάθεια που έχουμε κάνει.

Ζουζού Μυταρά

Για ένα πολύ μικρό διάστημα πήγα στον Κουν, που ήταν φίλος μας, με παρακίνηση του Μίμη, όταν κατάλαβα όμως την τρομακτική δυσκολία να υποδύεσαι και να εμβαθύνεις συνεχώς σε χαρακτήρες ξένους προς εσένα, δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Δεν μου πήγαινε άλλωστε το περιβάλλον και έφυγα. Δεν μπόρεσα ποτέ να παίξω ρόλους, να προσποιηθώ, δεν έχω νιώσει ποτέ ούτε έχω κάνει την ωραία, και όταν μου το λένε απαξιώ. Ήθελα να έκανα χορό, ήθελα να γίνω πολλά, ακόμα και ηθοποιός, είχα ταλέντο στο πιάνο και χόρευα, θα μπορούσα να κάνω χιλιάδες πράγματα αλλά δεν με άφηνε η μητέρα μου και είχα σεβασμό σε αυτήν.

Είχα μια μαμά Σμυρνιά, μια κούκλα, είχε έρθει το ’22 στην Ελλάδα λίγο πριν γίνει η καταστροφή στη Σμύρνη, μας έμαθε αξίες ζωής με τις πράξεις της. Είχε τρία αγόρια, τον άντρα της και ένα κορίτσι, εμένα. Το σιδέρωμα μόνο που έκανε της έφτανε, ήταν πολύ καλή μάνα, πολύ καλή νοικοκυρά, πολύ όμορφη. Θυμάμαι τα χέρια της, που ήταν σαν πορσελάνινης κούκλας, ήμουν τυχερή! Τα παιδικά μου χρόνια περάσαν με τρεις αδελφούς στο σπίτι να θέλουν να με κάνουν αγόρι, να παίζουμε πόλεμο, να ανεβαίνουμε με το ποδήλατό τους ανηφοριές και κατηφοριές, να χτυπάμε γόνατα. Καλά παιδιά, πάνε και οι τρεις. Τώρα είμαι μόνη. 

Ζουζού Μυταρά

Από τον Πειραιά θυμάμαι την Τρούμπα, τον κρότο τα ξημερώματα που χτύπησαν το λιμάνι του Πειραιά και έπεφταν τα παράθυρα και οι πόρτες από τα σπίτια, σηκωθήκαμε οι Πειραιώτες με τα πόδια να φύγουμε. Ήμουν πέντε ετών, με έβαλαν στους ώμους, γυρνούσα προς τα πίσω και έβλεπα τους καπνούς από το λιμάνι, διαλυμένα πλοία – μου είχε μείνει αυτή η εικόνα. Είναι αυτή που κουβαλάω όλα τα χρόνια που έζησα σε κάθε εργάκι μου που δεν θεωρώ τελειωμένο, αν δεν έχει ένα σύννεφο καπνού από πάνω σαν υπόκωφη θλίψη. Περάσαμε άσχημη παιδική ηλικία. Δολοφόνησαν τον πατέρα μου όταν ήμουνα 17 μες στο σπίτι αλλά δεν θέλω να το συζητάω. 

Τον Δημήτρη Μυταρά τον γνώρισα στη σχολή Καλών Τεχνών, εκείνος είχε μπει στη σχολή από την προηγούμενη χρονιά. Του άρεσε να μπαίνει στο προκαταρκτικό, που ήταν η τάξη μου, και να κοιτάζει τα έργα που κάναμε – συνήθως ήταν κάρβουνα, κεφάλια. Σιγά-σιγά ερχόταν και για μένα, ήμουν νοστιμούλα, μετά κάναμε πολλή παρέα. Είχε πολύ χιούμορ, ήταν πολύ χαριτωμένος άνθρωπος. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου η εξωτερική του εμφάνιση. Η φιλική παρέα προς το τέλος των σπουδών άλλαξε και γίναμε ζευγάρι. Έτσι όταν πήρε υποτροφία στη Γαλλία πήγα και εγώ για να κάνω ύφασμα και διακόσμηση εσωτερικού χώρου, ενώ ο Μίμης θέατρο, κοστούμια και σκηνικά. Στον γυρισμό δουλέψαμε μαζί στου Δοξιάδη και στην Καλών Τεχνών. Είχαμε αρκετό σεβασμό εκατέρωθεν, θαυμάζαμε ο ένας τον άλλον, δεν προέκυψε ποτέ αντιζηλία, είχαμε μια πολύ καλή σχέση. Ξέρω καλλιτέχνες που ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και χώρισαν, είναι αυτός ο υπερ-εγωισμός του καλλιτέχνη που δεν ξεπερνιέται εύκολα και ξεκινάει από πολύ βαθιά.

Ζουζού Μυταρά

Τον θεωρώ από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές διεθνώς. Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω. Ήμασταν πολύ ειλικρινείς μεταξύ μας, αν και διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Δεν ξεχνάω τη μεγάλη τρυφερότητά του όταν παντρευτήκαμε την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων και τη μεθεπόμενη που με ελάχιστα χρήματα πήραμε το τρένο για το Παρίσι. Διαισθανόταν ότι θα περνούσα μια ταλαιπωρία, εμένα διόλου δεν με ένοιαζε αλλά εκείνον ναι. Κάναμε ταξίδια για να δούμε τέχνη πάντα με περιορισμένα τα οικονομικά μας, γιατί ζούσαμε και οι δύο από μία υποτροφία. Δεν ήμασταν στο κέντρο του Παρισιού, όπως άλλοι, άρα έπρεπε να προσέχουμε.

Σπουδαίος σχεδιαστής και δάσκαλος, μαζί διδάσκαμε τους φοιτητές μας που έβγαιναν στην αγορά έχοντας εφόδια. Πολλές γενιές πέρασαν από μας, τους μαθαίναμε πώς να κάνουν τέχνη εν τω βάθει – ακόμα και σήμερα συναντάω στον δρόμο κάποιους που ήταν μαθητές μας. Πολλά παιδιά μας έκαναν σπουδαίες καριέρες.

Ζουζού Μυταρά

Μου άρεσε να βλέπω τα σχέδιά του στην καθημερινότητα, πάνω στα φλιτζανάκια του καφέ πολύ ωραία σχεδιασμένα, να γίνεται η τέχνη χρηστική και ένας απλός άνθρωπος να έχει ένα καλόγουστο αντικείμενο έστω μαζικής παραγωγής. Δεν δέχτηκα ποτέ καμία ειρωνεία επί του θέματος, αντίθετα χαιρόμουν. Έχω κάνει πολλή δουλειά με το αρχείο Μυταρά, με απασχολούν θέματα σε σχέση με το έργο του.

Ζουζού Μυταρά
Στην Ισπανία, καλοκαίρι του '60

Ο γιος μου, ο Αριστείδης, δυστυχώς μου μοιάζει πολύ. Είναι σεμνός, δεν του αρέσει να διαφημίζεται. Μου αρέσει η μουσική του και διαθέτω ένστικτο γιατί είμαι από οικογένεια μουσικών και ακούω μουσική επιπέδου. Αγαπώ το παιδί μου, δεν μπορώ να το δείξω εύκολα, όταν πεθάνω θα αφήσω μια επιστολή «τι δεν καταλάβατε από μένα 1, 2, 3». Ο γιος μου και η εγγονή μου πήραν το χιούμορ του Μίμη. Το να βλέπεις ένα παιδί 11 χρονών να είναι τόσο υπεύθυνο, να έχει ροπή και ταλέντο προς την τέχνη, να διαμορφώνει την ύλη της επιμελώς, να τελειώνει τη μικρή της δημιουργία μόνο όταν της αρέσει, είναι πολύ θετικό σημάδι για μια μελλοντική εξέλιξη. Διακρίνω το DNA μας πολύ καθαρά στην εγγονή μου, είναι παιδί της τέχνης, μπορεί να μην είναι καλή στα μαθηματικά, όταν πρόκειται για τέχνη όμως γίνεται αμέσως πάρα πολύ σοβαρή. Δεν είναι το αφάν γκατέ της γιαγιάς, είναι αυτόνομος χαρακτήρας, έχει μια ανεξαρτησία κι αν δεν της αρέσει κάτι που της δείχνω σηκώνεται και φεύγει. Δεν είναι βέβαια έτσι με τους γονείς της, που τους λατρεύει, είναι πάρα πολύ τυχερό παιδί γιατί μεγαλώνει με πολύ δοτικούς γονείς. Αυτή είναι η αδυναμία μου, δεν το πολυ-λέω όμως για να μην τους βαραίνω. Απολαμβάνω κάθε στιγμή που είμαι μαζί της.

Οικογένεια Μυταρά
Οικογένεια Μυταρά

Η τέχνη είναι εγωκεντρική. Εσύ δουλεύεις, εσύ υποφέρεις. Τον Μίμη τον ξέρει ο κόσμος, εγώ ήμουν πολύ κλειστή, μόνο στη Χαλκίδα ανοίγομαι. Νομίζω ότι έχει αλλάξει κάτι στη Χαλκίδα με όλη αυτή τη θετική ενέργεια του κόσμου που μας έχει αγκαλιάσει τόσα χρόνια, με το Εργαστήρι Τέχης που φτιάξαμε το 1978.

Ζουζού Μυταρά

Πιστεύω στη φιλία και στην τιμιότητα, είχα πάντα φιλίες που διατηρώ ακόμα και σήμερα. Έχω μία φίλη τη Χρύσα, που ήταν και μαθήτριά μου, 72 ετών, που κάθε μέρα στις 9:30 τηλεφωνεί για καλημέρα. Με προβληματίζει όταν πηγαίνει σε σεμινάρια ψυχολογίας και τα κάνει με πάθος. Εγώ νομίζω ότι αυτά που κάνει τα γνωρίζω έμπρακτα. Με σέβονται, αλλά χάνω από αγάπη και στεναχωριέμαι για αυτό.

Δεν κάνω ποτέ έργο, αν δεν το πιστεύω. Αν αισθάνομαι ότι δεν μου αρέσει το πετάω, αλλά τα περισσότερα τα αγαπάω. Η εργασία μου είναι μοναχική. Δεν ζωγραφίζω αυτό που βλέπω, επεμβαίνω άθελά μου, υποσυνείδητα. Δεν με ενδιέφεραν ποτέ τα ταξίδια που είναι μόνο περιβάλλον, έχω ανάγκη να βλέπω τέχνη, ευφάνταστα προϊόντα, ακόμα και έπιπλα, προσέχω τις λεπτομέρειες. Όταν πήγαμε στις Μαλδίβες ομολογώ πως βαριόμουν, ο γιος μας ο Αριστείδης μόλις μιλούσε και μου έδειχνε με νεύματα ό,τι πολύχρωμο τον εντυπωσίαζε. Απ’ την άλλη ο Μίμης, σαν ζωγράφος που ήταν, έβλεπε καθετί σε σχέση με το σχέδιο ή το χρώμα. Ήταν γεννημένος για αυτό, η Ελλάδα για εκείνον ήταν ένας καμβάς.

Ζουζού Μυταρά

O Μίμης είχε πει κάποτε ότι από τα πρώτα του σχέδια κατάλαβε τι άνθρωπος ήταν. Είχε μία κριτική διάθεση απέναντι στα πράγματα που εκφράστηκε με διάφορους τρόπους, άλλοτε ορατούς, σαν αντιδράσεις στα γεγονότα, κι άλλοτε έμμεσα με τη ζωγραφική, για να αποδώσει την αλήθεια με ειλικρίνεια και πίστη. Yποστήριζε ότι δεν πρέπει να μιλάς πολύ για την τέχνη σου γιατί αυτή είναι κάθε στιγμή έτοιμη να σε διαψεύσει. Οι άνθρωποι που δημιουργούν, έλεγε, πρέπει να έχουν μια έντονη αίσθηση ζωής και να τη μεταδίδουν και στο έργο τους. Να έχουν επίγνωση του μάταιου και της οξύτητας των πραγμάτων που υπάρχουν εκ γενετής μέσα σου, που είναι ο χαρακτήρας σου, και που φέρνουν ένα συνεχές «φάγωμα» μέσα σου και δίνουν τροφή στη δουλειά σου.

Ζουζού Μυταρά

Ο Μυταράς, έστω και αν άλλαζε θεματογραφία, είχε μια ανησυχία ταυτισμένη με το είναι του, μια συνεχή αντιπαράθεση με τον κόσμο γύρω του. Η τέχνη του ήταν ανθρωποκεντρική, κάπου υπήρχε και κάποιος σκύλος ή αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, έπιπλα, αλλά τα αντικείμενα που ζωγράφιζε ποτέ δεν ήταν άψυχα. Η ζωγραφική δεν είναι όπως η σχέση μας με τους ανθρώπους, αποκαλύπτεται δίχως περιορισμό και δεν έχει τέλος. Όσο δίνεσαι, ατελείωτα σου δίνει. Κάποιοι άσχετοι του έλεγαν για το πώς ζωγραφίζει έτσι ανάκατα ενώ φαίνεται «καλό παιδί». Έλεγε ότι ένα χαμόγελο αξίζει περισσότερο από μια επίσημη δεξίωση, για αυτόν η αλήθεια των συναισθημάτων ήταν σημαντικότερη από την αληθοφανή λογική. Συμβούλευε ότι όταν έρχονται άνυδρες ώρες στην τέχνη, να αφήνουμε να λειτουργήσει το ένστικτο και τότε ένας μυστηριώδης σπινθήρας θα λάμψει από τη σύγκρουση με την πραγματικότητα, θα διαπεράσει το έργο, που θα αρχίσει να ζει τη δική του ιστορία. Θεώρησε τη ζωγραφική τρόπο να ζεις, έλεγε, γιατί δίνει περιεχόμενο και λόγο ύπαρξης και αυτό είναι πολύ αισιόδοξο. Η δυνατότητα να εκφράζεσαι είναι μεγάλη διαφυγή, που όμως ταυτόχρονα εμπεριέχει την υπαρξιακή αγωνία, ουσιαστικά χωρίς διέξοδο. Συνδύασε τη δημιουργική του σταδιοδρομία με τη διδακτική του προσφορά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών σε ένα από τα πιο ακμαία εργαστήρια. Η διδακτική του μέριμνα τον έχει εξοικειώσει με τα πιο σημαντικά θεωρητικά κείμενα του 20ού αιώνα και με τη γλώσσα των μορφών διακεκριμένων ψυχολόγων της αντίληψης.

Ήταν ένας θαλασσινός, ένα παιδί της θάλασσας ο Μυταράς. Χρόνια μάζευε κοχύλια, είχε μεγάλη συλλογή, αγόραζε και έκανε ανταλλαγές από το εξωτερικό με μεγάλους συλλέκτες. Ήταν κάτι που τον χαλάρωνε. Όταν ήθελε να διακόψει για λίγο από τη ζωγραφική του πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο και χάζευε τα κοχύλια, παρατηρούσε τις γραμμές. Στο δωμάτιο δίπλα στο ατελιέ υπάρχουν κοχύλια για δύο και τρία μουσεία σε μια παραθαλάσσια πόλη. Δεν ήρθε κανείς εδώ, να τα δει, κανένα όραμα, καμιά πρόταση, κυνηγάω μια Χαλκίδα 40 χρόνια, ό,τι θέλει ας γίνει πια! Ζωγράφισε τα κοχύλια όπως όλα τα άλλα, όπως εμένα. Γεννήθηκε με ένα μολύβι και ένα πινέλο, ήταν μέσα σε όλη του την ψυχολογία να του αρέσει και το αριστούργημα της φύσης, ήταν αυθόρμητος στις επιλογές του.

Ζουζού Μυταρά

Όταν κάτι του άρεσε του αφιερωνόταν με πάθος. Κάπως έτσι καταλήξαμε στο Σούνιο όπου ζωγράφισε τη μικρή εκκλησούλα της Παναγιάς της Καταφυγής, τον συνεπήρε το τοπίο, το έκανε με τον δικό του τρόπο χωρίς ορθόδοξους κανόνες και συχνά μου έλεγε: «Η φύση δεν είναι ο πιο σπουδαίος παράγοντας για να ζωγραφιστεί;» Ζωγράφισε καράβια και ανέμους στο ιερό, μερικοί τον βρίζουν βλέποντάς τα και άλλοι τα καμαρώνουν. Το σύμπαν που δημιούργησε σε αυτό το μικρό εκκλησάκι είναι αποτέλεσμα ενός καθαρά ποιητικού μυαλού. Εκείνα τα χρόνια είχαμε μία βάρκα, τον «Αριστείδη», και κάναμε βόλτες στην ακτογραμμή γύρω από το Σούνιο που έχει μία περίεργη σκληρή γοητεία, βραχώδεις ακτές με κουφάρια από μοτοσικλέτες, εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα και κτίρια φαντάσματα. Η ελληνική θάλασσα είναι μαγική, πουθενά αλλού δεν τη βρήκα. Δεν κάναμε μπάνιο όταν πηγαίναμε στην Ευρώπη, είχαμε άλλα πράγματα να κάνουμε από το να μπούμε στη θάλασσα. Είχα μια λατρεία για το Σούνιο, τον ναό του Ποσειδώνα, μετά τον θάνατό του δεν ξαναπήγα.

Ζουζού Μυταρά

Είχε μια πολιτική άποψη που δεν την έπιανες εύκολα. Έκανε την έκθεσή του μες στη δικτατορία, ήταν συγκλονισμένος από το τι συνέβαινε την εποχή εκείνη και το μετέφερε στα έργα του, τα οποία συγκέντρωσαν πολύ κόσμο που παρέμενε έκπληκτος και σιωπηλός. Τότε ήταν που τον είχαν πιάσει και στην αστυνομία και του ζητούσαν εξηγήσεις για τα έργα, αλλά, εξαίρετος χειριστής του λόγου, μπορούσε να υποστηρίξει εξ απαλών ονύχων την τέχνη του και να διαφύγει. 

Ζουζού Μυταρά

Ο τόπος του, η Χαλκίδα, και ο πορθμός του Ευρίπου, η απίστευτα γοητευτική αλλαγή των νερών, επιφέρει μία αναστάτωση στο μυαλό των αυτόχθονων, είναι σαν να είναι νησιώτες οι Χαλκιδέοι. Όλα αυτά ήταν και ο Μίμης. Ενώ ήταν φαινομενικά ήρεμος, ήταν επαναστατικός, πολλές φορές τον είχαν αποβάλει με αφορμή ότι δεν φορούσε κασκέτο στο γυμνάσιο. Κάποιες φορές εγώ τον αποκάλεσα μουλωχτό. Δεν ήταν τυχαία ούτε αθώα τα διακοσμητικά πορτρέτα που έκανε με επώνυμα πρόσωπα, οι κυρίες με τα τσιουάουα μες στις μόδες τους και τα μποτέ τους, να αναπαύονται σε χαλιά με κεφάλια λεοπάρδαλης, ή τον Λούρο που έχουν τώρα στην Πινακοθήκη.

Ζουζού Μυταρά

Περάσαμε πολλά τα τελευταία χρονιά που έχανε σταδιακά το φως του, είναι τρία χρόνια που έχει φύγει και πολλές οι στιγμές που μου λείπει. Νιώθω να έχω κάνει τον κύκλο μου, λέω «άντε να φεύγουμε τώρα». Να γλιτώσει η γη κι από τον υπερπληθυσμό.

Ζουζού Μυταρά

Δείτε εδώ το εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο Δημήτρης Μυταράς για την Athens Voice.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ