Design & Αρχιτεκτονικη

Decadence

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη μετράει πόση παρακμή χωράει το σαλόνι της Μαντάμ Μποβαρί

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
59001-119998.jpg

Ό,τι ανεβαίνει κατεβαίνει, η ακμή συνοδεύεται από παρακμή. Αλλά έχει μια γοητεία το fin-de-siecle (έστω και με κάμποσα χρόνια καθυστέρηση). Είναι σαν βελούδινος καναπές που ’χει φάει τα ψωμιά του και τον κρατάς επειδή σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια με ένα μεταφυσικό τρόπο… ή έστω επειδή σου χαϊδεύει βελούδινα τον πισινό…

Θαυμάζω τις αντίκες στα σπίτια φίλων: τραπεζάκια με inlaid patterns από φίλντισι, μπουφεδάκια-«μαρκετερί», πολυέλαιοι από κρύσταλλο του 1930. Τραπεζομάντιλα με χρυσά κρόσσια, κεντημένα μέχρι να πούνε ήμαρτον. Δαντελωτά ντιβανοσκεπάσματα, μπρούντζινα χερούλια σε σχήμα πάπιας, δερμάτινα μπαουλάκια-τραπέζια του καφέ, πόδια τραπεζιών σκαλισμένα σαν πόδια δράκου και φλιτζάνια με ερωδιούς. Γραφεία από μασίφ καρυδιά, σεκρετέρ από αρχαία τριανταφυλλιά και μπουντουάρ με μπιζουτέ καθρέφτες.

Είναι υπέροχα όλα αυτά, τα χαζεύζω όντως – παρακμιακά, ωστόσο καλλιτεχνικά, decadent, αλλά με χαρακτήρα, όπως κάθε τι το παρακμιακό, μια και κρύβουν μια λάμψη πίσω τους, μια (σωστά, ναι, ναι) μια ακμή: για να ξεπέσεις, οφείλεις πρώτα να αναρριχηθείς. Να ανεβείς στη βουνοκορφή κι από κει να αρχίσεις την κατρακύλα, εσύ κι όλη σου η προίκα, έπιπλα, κεντήματα, τα άπαντα. Γνώρισαν μεγάλες δόξες, όλα τα μοναδικά κομμάτια που διαλέγουν με προσοχή οι φίλοι μου – ή, μάλλον, τα διάλεξαν χρόνια πριν, στο Μοναστηράκι, σε ταξίδια στη Βόρεια Ευρώπη, σε παλαιοπωλεία και σε ειδικά μαγαζιά μη-μαζικά, μη-εμπορικά… τα διάλεξαν όταν ήδη ήταν στην παρακμή τους (τα έπιπλα, όχι οι φίλοι μου).

Δεν αγόρασα ποτέ τίποτα ούτε με ελάχιστο ίχνος decadence, επειδή μεγάλωσα μέσα στο παλιό έπιπλο, μέσα στα μαρκετερί/φίλντισι/κρύσταλλο/κέντημα/σεκρετέρ/μπαουλάκι/φύλλο χρυσού. Δηλαδή, σε σπίτια που είχανε μόνο τέτοια πράγματα, και άφθονη decadence, που είναι πολύ ωραιότερη λέξη από την «παρακμή». Ο όρος «decadence» ενέχει πολυτέλεια, λούσο, βελούδο, νταντέλα – δεν ξέρω γιατί ο ξένος όρος ακούγεται περισσότερο Σαλόνι της Μαντάμ Μποβαρί και λιγότερο «Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» ή, ακόμα χειρότερα, πρωινή τηλεόραση. Το πρώτο ισορροπεί στην κορυφή της καμπύλης, εκεί που η πολυτέλεια κι η χλιδή είναι έτοιμες αλλά όχι ακριβώς ακόμα να πάν’ ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη. Το δεύτερο, η «παρακμή»… είναι λαδωμένοι πολιτικοί, διαφθορά, σύρσιμο στα πατώματα και βουλιαγμένες πολυθρόνες με σπασμένες σούστες. Είναι επίσης πρωινή και απογευματινή ελληνική τηλεόραση, κανάλια της συμφοράς με γκόμενες όλο κόκκινα νύχια και ζωγραφισμένα χείλια, εκατοντάδες τούρκικα σίριαλ, εκεί που παλιά ανθούσαν οι (εξίσου παρακμιακές) βραζιλιάνικες σειρές. Για ποιο λόγο ο ίδιος όρος σε δύο διαφορετικές γλώσσες φέρνει στο νου διαφορετικά πράγματα, είναι μυστήριο…

n

Αν το ψάξεις (στο ίντερνετ, πού αλλού; στο σκρίνιο σου;), αν κοιτάξεις δηλαδή τον όρο σε Τέχνη, λογοτεχνία, ποίηση, αρχιτεκτονική, ζωγραφική-γλυπτική, στο θέατρο και τη μουσική… μπερδεύεσαι ακόμα περισσότερο στα μυστήρια του Σύμπαντος. Ποιο είναι το «θέατρο της παρακμής» τελικά; Όταν οι συγγραφείς άρχισαν να κάνουνε σεξ με περισσότερο κόσμο έγιναν «παρακμιακοί»; Όταν δοκίμασαν εξωτικά ντραγκς ή όταν από σύμπτωση έπεσαν όλοι μαζεμένοι σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο; Οι απόψεις διίστανται, ακόμα και για το αν η παρακμή είναι φαινόμενο προ του (οποιουδήποτε) πολέμου ή μετά από αυτόν. Με εξαίρεση τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που όλοι συμφωνούν ότι άρχισε να ξεφουσκώνει όταν παρα-φούσκωσε και να ξεφτίζει όταν φορτώθηκε με πάρα πολλά κρόσσια. Για την παρακμή της, δηλαδή, δεν υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις – κατέκτησε το μισό κόσμο κι όταν πια εδραιώθηκε ως αυτοκρατορία, έσκασε στο φαΐ κι έπαψε να είναι πολεμική δύναμη από τα πολλά όργια. Και σεξ με ξένο κόσμο και σουτζούκ λουκούμ; Ε, όχι.

Έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για τους Queen και τον τραγουδιστή τους, τον Freddy Mercury: οι Queen, λέει ο Mercury, «έγιναν σούπερ γκρουπ λίγο πριν αρχίσει η παρακμή τους» και συμπληρώνει μετά, «που όμως δεν έφτασε ποτέ, γιατί δεν παρήκμασαν ποτέ οι Queen!». Ο Μπράιαν Μέι εξηγεί, «έλεγαν οι κριτικοί κάθε τόσο ότι είμαστε παρακμιακοί, και φτάσαμε να το θεωρούμε κομπλιμέντο γιατί αποκαλούσαν decadent τον Andy Warhol, ένα σωρό κόσμο… ήμασταν τουλάχιστον με καλή παρέα!»

Αλλά επιμένω: «decadent» είναι ένα κέικ σοκολάτα με γλάσσο, κρέμα σαντιγί και φράουλες. Ένα κολιέ με πολύτιμες πέτρες που ξεχειλίζει ρουμπίνια, ένα φόρεμα με βελούδινη φούστα και δαντελένια μανίκια, ο Ολιβιέ Μαρτίνεζ, η Σκάρλετ Γιόχανσον, οι δυο τους μαζί με το μοντέλο Ντέιβιντ Γκάντι. Σε ένα βελούδινο καναπέ σε σουίτα του Ritz στο Λονδίνο ή στο Maxim’s στο Παρίσι (το χοντραίνω επίτηδες, για να γίνω πιο σαφής). «Παρακμιακή» είναι η πολιτική της εποχής που ζούμε, όχι μόνο η τηλεόρασή της… όχι μόνο οι ξανθές με τα μποτοξιασμένα κούτελα και τα φουσκωτά ζυγωματικά, τα εξτένσιονς και τα χείλη-σωσίβια στις μικρές οθόνες, αλλά και οι πολιτικοί που βγαίνουν μετά ή πριν από αυτές… και δεν έχουν απολύτως τίποτα το βελούδινο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ