Πολιτικη & Οικονομια

Πρέπει να διδάσκεται η κριτική θεωρία της φυλής στα σχολεία;

Τι είναι η Critical race theory (CRT) και γιατί δημιουργεί τέτοια αναστάτωση στην αμερικανική εκπαίδευση

portrait-322469_1920_2.jpg
Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
kritiki-theoria-fylis.jpg

Critical race theory (CRT): Η κριτική θεωρία της φυλής, οι αντιδράσεις και η εκπαίδευση.

Τα πανεπιστήμια, τα κινήματα δικαιωμάτων και μεμονωμένοι ακτιβιστές στις ΗΠΑ ζητούν να επανεξεταστεί ολόκληρο το νομικό σύστημα καθώς τέμνεται με τα ζητήματα της φυλής, του φύλου, της μετανάστευσης και της θρησκείας. Ζητούν δηλαδή να επανεξεταστεί η ιστορία του ρατσισμού, οι μορφές του (χρώματος, αναπηρίας, σεξουαλικής πρακτικής), καθώς το πώς και το γιατί ο ρατσισμός είναι «δομικός» ή «συστημικός». Σ’ αυτό το πλαίσιο της γενικότερης μελέτης του φαινομένου, από τη δεκαετία του 1970 στα περισσότερα πανεπιστήμια δημιουργήθηκαν τομείς «Φυλετικών Σπουδών» παραλλήλως με τους τομείς των «Σπουδών Φύλου». Σε αυτές τις σπουδές, οι φοιτητές εμβάθυναν στην ιστορία του ρατσισμού, στις ιδέες νομομαθών και αγωνιστών, καθώς και στη λεγόμενη «κριτική θεωρία» που τοποθετεί και εξετάζει τον ρατσισμό ως χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Τώρα, τίθεται το ερώτημα αν η «κριτική θεωρία της φυλής» πρέπει να διδάσκεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Σύμφωνα με την κριτική θεωρία, ο ρατσισμός είναι λιγότερο το αποτέλεσμα ατομικών προκαταλήψεων και περισσότερο το αποτέλεσμα περίπλοκης, ευμετάβλητης και συχνά δυσδιάκριτης κοινωνικής δυναμικής: η λευκή υπεροχή είναι μια κοινωνική κατασκευή που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λευκών και περιθωριοποιεί τους εγχρώμους (όχι μόνο τους μαύρους) μέσω φαινομενικά ουδέτερων νόμων οι οποίοι στην πράξη αποβαίνουν εις βάρος των μειονοτήτων. Με λίγα λόγια, η κριτική θεωρία του ρατσισμού μελετά όλες τις όψεις της ανθρώπινης και κοινωνικής δραστηριότητας μέσα από το πρίσμα της φυλής και των σχέσεων εξουσίας.

Μέσω της πολιτικής των θετικών διακρίσεων που εφαρμόζονται από το 1970 έχει επιτευχθεί κάποια φυλετική πολυμορφία στα ΑΕΙ ―τόσο στο επίπεδο των φοιτητών όσο και στο επίπεδο του διδακτικού προσωπικού και των θεσμικών οργάνων― αλλά, ενώ πριν από μερικές δεκαετίες, φαινόταν ότι είχε συναφθεί συμμαχία μεταξύ των εγχρώμων και των αριστερών λευκών, σήμερα το πρότυπο του white liberal κατηγορείται επίσης για ρατσισμό. Στη δεκαετία του 1980 πάντως, σε πολλά ΑΕΙ δημιουργήθηκαν έδρες και εργαστήρια που ερευνούσαν την «εναλλακτική» ιστορία μακριά από την επιρροή των λευκών liberal διανοουμένων: έκτοτε τα μέλη των έγχρωμων μειονοτήτων πήραν την ιστορία στα χέρια τους και μέχρι το 2002 η κριτική θεωρία του ρατσισμού διδασκόταν σε πάνω από 20 νομικές σχολές και σε όλες σχεδόν τις σχολές κοινωνιολογίας. Στο μεταξύ, η σχετική βιβλιογραφία αφθονούσε: στη δεκαετία του 1990, μερικά βιβλία όπως εκείνο της Patricia Williams «The Alchemy of Race and Rights» και το «Faces at the Bottom of the Well»  του Derrick Bell έγιναν μπεστ-σέλερ.

Στα ΑΕΙ η κριτική θεωρία του ρατσισμού συγχωνεύτηκε με τον ριζοσπαστικό φεμινισμό και τις σπουδές φύλου: ο προσανατολισμός της ήταν η κριτική του οικονομικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού, η ανάδειξη της κρυμμένης ιστορίας και των εγκλημάτων της λευκής φυλής, καθώς και η αναθεώρηση της διδακτικής και της ερμηνείας της ιστορίας. Τα κινήματα που αναπτύχθηκαν παραλλήλως αντλούσαν έμπνευση από τον μαύρο εθνικισμό της δεκαετίας του 1970 (Black Power, Μαύροι Πάνθηρες) κι από τη λεγόμενη «πλάνη της συμπόνοιας» στην οποία υποτίθεται ότι πέφτουν πολλοί λευκοί με καλές προθέσεις. Σήμερα, η κριτική θεωρία του ρατσισμού έχει εμπλουτιστεί με στοιχεία από την ψυχανάλυση -γίνεται λόγος για «εσωτερίκευση της φυλετικής κατωτερότητας» εκ μέρους των εγχρώμων- και φυσικά από τις μετα-αποικιακές σπουδές που έχουν εδραιωθεί στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου.

Ως νομική απόρροια της κριτικής θεωρίας του ρατσισμού πρέπει να θεωρούνται οι αντιρατσιστικοί νόμοι υπό την έννοια της ρητορικής μίσους ως κολάσιμης πράξης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός ορισμένων εγκλημάτων ως «εγκλήματα μίσους» προκύπτει από αυτή την προσέγγιση. Αλλά υπάρχουν κάποια προβλήματα όπως η καλλιέργεια και ανάδειξη εκδικητικών συναισθημάτων, η επιδείνωση του συναισθήματος αδικίας και ο «εθνικισμός» των εγχρώμων που τους οδηγεί στη μονομερή ερμηνεία του κόσμου και τους περικλείει σε ένα νοερό σύστημα φυλετικού διαχωρισμού. Γι’ αυτό, η απάντηση στο ερώτημα αν πρέπει να διδάσκεται η κριτική θεωρία του ρατσισμού στα σχολεία δεν είναι καθόλου απλή και έχει προκαλέσει πικρές διαμάχες όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στη Βρετανία και στην Αυστραλία.

Πολλοί καθηγητές αρνούνται να διδάξουν στα παιδιά την ιστορία των «λευκών προνομίων» φοβούμενοι ότι θα δημιουργήσουν ρατσιστικά αντανακλαστικά ακόμα κι εκεί όπου δεν υπάρχουν. Εκτός από τους φανατικούς Ρεπουμπλικανούς που επιμένουν σ’ αυτό που ονομάζουν «πατριωτική εκπαίδευση», υπάρχουν κι εκείνοι που πιστεύουν ότι η κριτική θεωρία του ρατσισμού θα διχάσει ακόμα περισσότερο χωρίς να προσφέρει τίποτα σε γνώσεις και κοινωνική ωριμότητα. Ήδη, σε μερικές πολιτείες, στο Άινταχο, στην Άιοουα, στην Οκλαχόμα, στο Τεννεσσή, στη Φλόριντα και στο Τέξας, η πρόταση για εισαγωγή του σχετικού μαθήματος στο σχολείο έχει απορριφθεί. Το επιχείρημα της απόρριψης ήταν ο κίνδυνος ενός καινούργιου φυλετικού διαχωρισμού, η τοποθέτηση των εγχρώμων στον ρόλο του θύματος και η απαξίωση της εθνικής ιστορίας ως ένα αιώνιο χρονικό ρατσιστικών εγκλημάτων. Kι όμως στα σχολεία του Όρεγκον, της Καλιφόρνιας και της περιοχής της Ουάσιγκτον το μάθημα έχει αρχίσει να διδάσκεται με σκοπό, όπως λένε, οι τοπικοί νομοθέτες, «να αποδομηθεί η λευκή φυλετική ταυτότητα» η οποία ευθύνεται για τον συστημικό ρατσισμό.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ