Πολιτικη & Οικονομια

Λαϊκή Μουσική και Εθνική Αυτογνωσία

Γιατί είναι σημαντική η λαϊκή μας μουσική

alexandros-eleftheriadis.jpg
Αλέξανδρος Ελευθεριάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
elliniki-moysiki-ellada-2021.jpg
© EUROKINISSI / ΚΑΛΛΙΑΡΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

Εξετάζοντας τα επιτεύγματα της Ελλάδας τον 20ο αιώνα, δύο ξεχωρίζουν ως κορυφαία και μοναδικά: η ποίηση και η λαϊκή μουσική μας.

Πριν από ένα περίπου χρόνο ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση η σύνθεση της επιτροπής «Ελλάδα 2021», με πρόεδρο την κα. Γιάννα Αγγελοπούλου, που θα οργανώσει τις επίσημες εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Στη παρουσίαση ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης επισήμανε: «Η δική μας γενιά οφείλει να δείξει τι πετύχαμε σε δύο αιώνες ελεύθερης ζωής». Με έκπληξη είδα ότι στην Επιτροπή δεν εκπροσωπείται καθόλου το λαϊκό τραγούδι.  Αυτό δεν άλλαξε ούτε όταν η επιτροπή επεκτάθηκε μερικούς μήνες αργότερα. 

Κι όμως, εξετάζοντας τα επιτεύγματα της Ελλάδας τον 20ο αιώνα, δύο ξεχωρίζουν ως κορυφαία και μοναδικά: η ποίηση και η λαϊκή μουσική μας.  Στην ποίηση τα δύο Nobel (Σεφέρης 1963 και Ελύτης 1979) δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. 

Η λαϊκή μουσική όμως είχε διαφορετική τύχη.  Οι λέξεις «μπουζούκι» και «μπουζούκια» έχουν  πάρει αρνητικό χαρακτήρα.  Εκλαμβάνονται ως συνώνυμα του χαμηλού γούστου, του ευτελούς και εύκολα εμπορεύσιμου.  Σε πολλούς φέρνουν εικόνες από αχανή κέντρα διασκέδασης, όπου τραγουδιστές με κιτς ντυσίματα τραγουδούν και χορεύουν υπό τον εκκωφαντικό ήχο ηλεκτρικών μπουζουκιών και ορχηστρών που παραπέμπουν περισσότερο σε ερασιτεχνική ροκ μπάντα παρά σε λαϊκή ορχήστρα.   

Τα λαϊκά τραγούδια όμως είναι ζωντανά και υπάρχουν παντού: στις ταβέρνες, τους συναυλιακούς χώρους, στο ραδιόφωνο, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, και κυρίως στις κοινές μας μνήμες. (Η εποχή του κορωνοϊού θα είναι, ελπίζω, απλώς μια παρένθεση.) Είναι μια  σημαντική πολιτιστική κληρονομιά, και μια παρακαταθήκη που μπορεί να προσφέρει πολλά.

Γιατί είναι σημαντική όμως η λαϊκή μας μουσική;  Κατ’ αρχήν είναι παράδειγμα καινοτομίας. Πήρε την παράδοση της ανατολικής μουσικής, βασισμένη στα μακάμια, τις ιδιαίτερες κλίμακες της τουρκικής και περσικής μουσικής, και την προσάρμοσε σε όργανα που ακολουθούν τη δυτική μουσική παράδοση και το συγκερασμένο σύστημα με τις 12 νότες. Είναι το σύστημα που χρησιμοποιεί το πιάνο και η κιθάρα και είναι η βάση για όλη τη σύγχρονη δυτική μουσική, από τον Bach μέχρι τη Lady Gaga. Και το έκανε αυτό χρησιμοποιώντας ένα ουσιαστικά καινούργιο όργανο, το μπουζούκι, και τον μικρότερό του αδελφό, τον μπαγλαμά. 

Δημιούργησε λοιπόν μια καινούργια μουσική, συνδυάζοντας δύο πολύ σημαντικά ρεύματα, της ανατολής και της δύσης.  Αν η καινοτομία δεν σας είναι προφανής, αναλογιστείτε ότι η δυτική μουσική βασίζεται σε 3 ουσιαστικά κλίμακες από τις 266 που θεωρητικά θα μπορούσαν να κατασκευαστούν με 7 νότες. Η λαϊκή μουσική ανακάλυψε 13 (ανάλογα με το πως τις μετράει κανείς) που έχουν μελωδικό και αρμονικό ενδιαφέρον και έχτισε πάνω σ’ αυτές αριστουργήματα. Αντίστοιχο πλούτο αξιοποίησε και ρυθμικά, με πολυποίκιλα ρυθμικά μέτρα (ζεϊμπέκικο, απτάλικο, καμηλιέρικο, καλαματιανό, τσιφτετέλι, κλπ.). Μέχρι και 5/8 υπάρχουν, σε ένα πολύ ωραίο οργανικό κομμάτι του Τσιτσάνη.  Να θυμίσω ότι το κομμάτι Take Five του Dave Brubeck Quartet έκανε πάταγο στο χώρο της τζαζ γιατί απέδειξε ότι μπορεί να υπάρξει swing και εκτός των κλασσικών 4/4 (είναι γραμμένο σε 5/4).  

Ακόμα περισσότερο σημαντικό όμως απ’ τα καινοτομικά της στοιχεία είναι το ότι η μουσική αυτή δημιούργησε ένα κοινό υπόστρωμα στη ζωή όλων των Ελλήνων, ανεξάρτητα οικονομικής ή πολιτικής τοποθέτησης.  Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί που δεν έχουν μελαγχολήσει, χαρεί, αναπολήσει, ονειρευτεί, κάποια στιγμή στη ζωή τους με κάποιο κλασικό τραγούδι του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα, ή του Μητσάκη. Είναι εντυπωσιακό, λοιπόν, ότι, παρ’ όλα αυτά, σαν χώρα αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε τη μουσική αυτή σαν κάτι μοναδικό και καθοριστικό για την ταυτότητά μας, αλλά και σαν ένα πολιτιστικό προϊόν με διεθνή σημασία.

Στην Αμερική η τζαζ, με επίσης ταπεινές ρίζες, στηρίχθηκε τόσο καλλιτεχνικά όσο και ακαδημαϊκά, ώστε να γίνει μια παγκόσμια μουσική. Εμείς θεωρήσαμε τη δική μας μουσική μια Ελληνική ιδιαιτερότητα που έπρεπε να μείνει στα ενδότερα. Και αυτό παρά το Oscar τραγουδιού το 1960 του Χατζιδάκι για το «Ποτέ την Κυριακή», που έγινε γνωστό σε όλη την υφήλιο. Ακόμα μνημονεύουμε τη διάλεξη του Χατζιδάκι το μακρινό 1949 για να αυτοεπιβεβαιωθούμε ότι, ναι, το ρεμπέτικο έχει αξία (και αγνοώντας φυσικά τις πολλές της ανακρίβειες). Αυτό είναι το κοντινότερο σημείο και ο φωτεινότερος φάρος παρ’ όλο που έχουν περάσει 71 χρόνια. 

Φανταστείτε να λέγαμε την ιστορία της οικογένειας Mozart, διηγούμενοι πώς αγόρασαν σπίτια, δανείστηκαν, έχασαν, πλούτισαν, πτώχευσαν, χωρίς να αναφέρουμε ότι υπήρχε και ένα παιδί, ο Wolfgang Amadeus , που έπαιζε και έγραφε μουσική. Αυτό συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα που θέλει να διηγηθεί την ιστορία της των τελευταίων 200 χρόνων. 

Πριν μερικές μέρες δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας. Η έκθεση αναγνωρίζει τον πολιτισμό ως μία από τις σημαντικές «κάθετες» περιοχές της οικονομίας για τις οποίες παρουσιάζει συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής. Επισημαίνει σωστά ότι (σελ. 218): «Αν και ο τομέας πολιτισμού στην Ελλάδα διαθέτει ισχυρή βάση και συγκριτικά πλεονεκτήματα, διαφαίνεται σημαντική υστέρηση στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, στη νέα παραγωγή και στη διασύνδεσή τους με την οικονομία και τις νέες τεχνολογίες. Η ασθενής διασύνδεση του πολιτισμού με την οικονομία στη χώρα λειτουργεί σε βάρος και των δυο.»  

Πράγματι, οι προσπάθειές μας για ανάπτυξη δεν πρέπει να επικεντρώνονται μόνο σε δραστηριότητες που κάνουν και οι ανταγωνιστές μας, τα άλλα κράτη δηλαδή, αλλά και - κυρίως - σε δραστηριότητες που έχουμε κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αν και θα ήταν άδικο να περιμένουμε μεγάλη εξειδίκευση στις προτάσεις της έκθεσης αυτής, είναι ενδεικτικό ότι η λέξη «μουσική» αναφέρεται μόνο μία φορά (τα παράγωγά της τέσσερεις). 

Η υπουργός Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη δημοσίευσε λίγες μέρες μετά ένα σχετικό άρθρο με τίτλο «Ο Πολιτισμός ως εργαλείο ανάπτυξης» (Καθημερινή, 29/11/2020).  Δυστυχώς δεν διάβασα ούτε εκεί συγκεκριμένες προτάσεις για την ενίσχυση της πρωτογενούς  Ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας και σίγουρα δεν διάβασα απολύτως τίποτα για τη λαϊκή μουσική. 

Στέρεες βάσεις για το οποιοδήποτε μέλλον μας μπορούν να μπουν μόνο όταν μάθουμε να αναγνωρίζουμε μόνοι μας ποιό κομμάτι της ιστορίας μας έχει αξία, τι μας χαρακτηρίζει, και ποιά είναι εν τέλει η ταυτότητά μας.  Η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να επενδύσει στην γνήσια, καινοτόμα, και διαρκώς δημιουργική λαϊκή μουσική της. Αντιγράφοντας άλλους χωρίς επαρκή αυτογνωσία γινόμαστε απλώς μια καρικατούρα τους. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ