Πολεις

Το ημερολόγιο της Παρασκευής | 11.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Νομίζω πως βρήκα την ιδέα για το βιβλίο. Δεν είμαι απολύτως σίγουρος ακόμη, αλλά ίσως και να είναι αυτή. Έτσι κι αλλιώς, έχω όσο τίποτε ανάγκη από μια ιδέα — έχω ξεκινήσει από τα γύρω-γύρω, από τα παραφερνάλια, από τα τσικό και τις ακαδημίες, από την τοποθεσία και τους ήρωες, και είναι τελείως λάθος αυτό. Χρειάζομαι την ιδέα. Και ίσως είναι αυτή. Δεν ξέρω. Ίσως. Θα την επεξεργαστώ λιγάκι, κι αν βέβαια δω ότι δεν μου κάνει, θα την πετάξω. Και θα βρω μια άλλη. Το ελπίζω. Αλλά μακάρι να είναι αυτή, για να ξεμπερδεύω, έχω κουραστεί λιγάκι και νιώθω το κεφάλι μου να πονάει. Διαρκώς, το μυαλό μου είναι στραμμένο εκεί — στο άγραφο πουθενά. Ίσως να είναι αυτή, ναι.

Τώρα, μολονότι σχεδόν όλες οι ιδέες μοιάζουν να πέφτουν από ψηλά ίσια μέσα στο κεφάλι σου, ή στην αγκαλιά σου, σαν σε όνειρο, και μάλιστα να εμπεριέχουν όλο το βιβλίο, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρειά του —αλλά σε μικρογραφία: πρέπει να μπεις μέσα τους, να σκαλίσεις, να σκάψεις με ένα πτυοσκάπανο ή και με τα νύχια, να συρθείς στα τέσσερα και να ψάξεις σαν ανθρακωρύχος για να δεις καθαρά αυτές τις λεπτομέρειες της πλοκής, και τους διαλόγους, και τις περιγραφές, και την ατμόσφαιρα, και το στιλ που επιβάλλεται ίσως να έχεις—, δεν μου ήρθε ουρανοκατέβατη. Ή όχι ακριβώς. Μου ήρθε όταν περνούσα, ίσως για χιλιοστή φορά στη ζωή μου, έξω από το παλιό σπίτι στο κάθετο στενάκι, με τα νεοκλασικά στοιχεία —κάτι ακροκέραμα, κάτι ανθέμια, κάτι μπαλκονάκια στηριγμένα σε βάσεις που θέλουν να μοιάζουν με ιωνικά κιονόκρανα—, εκείνο το παλιό, εγκαταλειμμένο σπίτι που μοιάζει ετοιμόρροπο. Και ίσως είναι. Για την ακρίβεια, δεν μου έκανε κάποια εντύπωση το ίδιο το σπίτι, καθώς έχω πάψει ουσιαστικά να το παρατηρώ εδώ και καιρό: είναι ένα με το τοπίο πια, και κανένας δεν μπαίνει μέσα ή δεν βγαίνει από αυτό. Άλλωστε, η μεγάλη δίφυλλη ξύλινη πόρτα του είναι κλεισμένη με αλυσίδα, και τα δύο παράθυρα του ισογείου σφραγισμένα με σανίδες και με προστατευτικές μεταλλικές γρίλιες από πάνω τους, τοποθετημένες πριν από χρόνια. Αυτό που τράβηξε την προσοχή μου ήταν η επιγραφή ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ που προστέθηκε στο μεσαίο μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου: μια μεγάλη, ευδιάκριτη επιγραφή ύψους εβδομήντα, αν δεν κάνω λάθος, εκατοστών —διάολε, είμαι τυπογράφος—, σε ένα μουσαμαδένιο μπάνερ που κάποιος έδεσε στα κολονάκια του στηθαίου. ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ. Με μεγάλα κόκκινα Arial γράμματα.

Δεν ξέρω πότε μπήκε, ή από ποιους (υποτίθεται πως οι ιδιοκτήτες, τα μέλη μιας παλιάς οικογένειας, ζουν σε κάποιες μακρινές χώρες και έχουν κόψει κάθε επαφή τους με την πόλη), αλλά εικάζω πως, αν δεν έγινε χθες, αυτοί που μπήκαν στον κόπο να το κάνουν ανέβασαν και κρέμασαν το μπάνερ μέσα στο τελευταίο δεκαήμερο το πολύ, καθώς περνώ από εδώ σχεδόν κάθε μέρα σε τουλάχιστον μία από τις τρεις βόλτες μας. Δεν μπορεί, άρα, παρά να το πρόσεχα, ίσως μάλιστα και από την πρώτη στιγμή. Αλλά ας υποθέσουμε πως δεν το είδα αμέσως, ίσως επειδή κοιτούσα να μην πατήσουν ή να μη φάνε κάτι τα σκυλάκια μου καθώς ψαχούλευαν και μύριζαν κάτω — εδώ όλοι πετάνε σκουπίδια, σαν να τα αφήνουν επίτηδες στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι, ή στο κατώφλι του, για να ταλαιπωρούν από καθαρή κακία τους οδοκαθαριστές, από ατόφιο μίσος και έχθρα προς την κοινωνία γενικά και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν ειδικά. Ή επειδή το σπίτι είναι εγκαταλειμμένο· θεωρούν ότι τα σκουπίδια τού αξίζουν τρόπον τινά, ή ότι αφήνοντάς τα εκεί δεν κάνουν δα και κάτι κακό, αφού το γέρικο κτίριο είναι ούτως ή άλλως ένα μεγάλο σκουπίδι από μόνο του. Επίσης, το πεζοδρόμιο συχνά έχει σπασμένα γυαλιά, ή σύρματα, ή κομμάτια πλαστικό, ή παλιές αλυσίδες ποδηλάτου, κομματιασμένες πιθανώς με μία πένσα, ή παλιές κοριτσίστικες κούκλες με βγαλμένα χέρια ή χωρίς κεφάλι ή χωρίς μαλλιά, πράγματα που δεν καταλαβαίνεις πώς έφτασαν ώς εδώ και τι είδους πλάσματα είναι αυτά που τα πέταξαν, και γιατί. Μια άλλη φορά μπορεί να μου τράβηξε την προσοχή κάποιος φίλος από απέναντι, από το μεγάλο μαγαζί με τα ρούχα, να χαιρετηθήκαμε, να ανταλλάξαμε καλημέρες και καναδυό κουβέντες για τον καιρό και την κίνηση στην αγορά, και να μην είδα την επιγραφή· ή μπορεί, απλώς, να είχε πολύ ήλιο και να προχωρούσα με το κεφάλι χαμηλωμένο — δεν έχω γυαλιά ηλίου εδώ και πολλά-πολλά χρόνια, δεν ξέρω πόσα, και όλο λέω να πάρω ίσως κάποια στιγμή, αλλά το αμελώ. Δεν ξέρω λοιπόν πότε τοποθετήθηκε το ενοικιαστήριο —έχει και ένα κινητό τηλέφωνο μεσιτικού από κάτω, γραμμένο με μικρότερα, μαύρα γράμματα, στο ίδιο φοντ· δεν έχω ξανακούσει αυτό το μεσιτικό—, αλλά το πολύ να κρεμάστηκε, ξαναλέω, μέσα στον μήνα, όχι πιο πριν. Παρά τους περισπασμούς, θα το είχα δει. Ίσως πράγματι όμως να μπήκε κάποια στιγμή χθες αργά. Είναι το πιο πιθανό. Αν έπρεπε να στοιχηματίσω, εδώ θα έβαζα τα λεφτά μου. Μπήκε είτε χθες αργά το βράδυ, όταν εμείς είχαμε πια γυρίσει στο σπίτι για να κοιμηθούμε, είτε μέσα στη νύχτα.

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ. Η ιδέα είναι απλή, όπως πρέπει να είναι κάθε ιδέα. Είναι στην άκρη της γλώσσας μου. Και ίσως να είναι αυτή που χρειάζομαι.

Οπότε… για να δικαιολογήσουν κάποιοι —ποιοι;— την κίνηση διαφόρων αγνώστων στη γειτονιά μας ατόμων, και το μπες-βγες τους σε ένα παλιό, ακατοίκητο, ετοιμόρροπο σπίτι, κρέμασαν ένα πανό που λέει πως δήθεν το κτίριο διατίθεται προς ενοικίαση. Βέβαια, εδώ που τα λέμε είναι ήδη παράλογο —και ως εκ τούτου αδικαιολόγητο— να νοικιάζεις ένα ετοιμόρροπο σπίτι. Να το πουλήσεις, ναι: το καταλαβαίνει κανείς. Αλλά να το νοικιάσεις, όχι. Εάν όμως, από την άλλη, είχαν κρεμάσει πωλητήριο, ίσως —σκέφτομαι— να τραβούσαν πράγματι την προσοχή κάποιων επενδυτών. Πολλοί είναι αυτοί που σκανάρουν την πόλη για τέτοιες ευκαιρίες, αγοράζοντας παλιά κτίρια για να τα μετατρέψουν σε μπουτίκ ξενοδοχεία, σε χώρους ενοικίασης γραφείων ή σε Airbnb. Και άντε να τους ξεφορτωθείς μετά, ιδίως αν κάνεις το λάθος να μην απαντάς στα τηλεφωνήματά τους. Αλλά κανείς δεν νοικιάζει κτίρια που θέλουν μια περιουσία για να αναστυλωθούν και να ανακαινιστούν. Μόνο οι απαιτούμενες μελέτες δόμησης και ασφάλειας, ηλεκτρολογικού δικτύου, υδραυλικών κλπ., θα κόστιζαν ένα σωρό λεφτά, πράγμα που θα καθιστούσε ακόμη και τη σκέψη για ενοικίαση ασύμφορη, και για τον ιδιοκτήτη, αν τα πλήρωνε αυτός, και για τον ενοικιαστή, αν αποτολμούσε μια τέτοια επένδυση. Οπότε, ναι… δεν ήταν άσχημο κόλπο. Δεν ήταν καθόλου άσχημο κόλπο, αν το καλοσκεφτόσουν.

Στο σπίτι λοιπόν θα άρχιζε να μπαινοβγαίνει κόσμος. Άνθρωποι, δήθεν, που θα ήθελαν να το δουν για να το νοικιάσουν. Και ίσως να το νοικιάσουν τμηματικά, ανά όροφο ας πούμε. Άρα, πολύ περισσότεροι του ενός. Διάφοροι οιονεί ενδιαφερόμενοι. Αλλά φυσικά μόνο τέτοιοι δεν θα ήταν. Σωστά; Σωστά. Θα ήταν κάτι άλλο. Ναι, ωραία — αλλά ΤΙ θα ήταν;…

Οι πιθανές απαντήσεις σε μια τέτοια ερώτηση είναι ουσιαστικά άπειρες, μα όλες συντείνουν στο ότι οι άνθρωποι αυτοί θα ήταν παράνομοι. Με τον ένα ή άλλο τρόπο. Να ήταν, πες, διακινητές ή χρήστες ναρκωτικών; Αλλά γιατί να μπουν σε όλον αυτό τον κόπο; Γιατί να τους συνέφερε περισσότερο να κάνουν εκεί το εμπόριό τους, ενώ μπορούσαν να το κάνουν οπουδήποτε αλλού; Σε ένα σπίτι που έμοιαζε έτοιμο να γκρεμιστεί από στιγμή σε στιγμή; Δεν κολλούσε. Αν μάλιστα γινόταν καινούργια πιάτσα εδώ, θα ήταν η πρώτη πιάτσα με επιγραφή στην πρόσοψή της.

Οπότε, έπρεπε να ήταν κάποιου άλλου είδους παρανομία. Να έκρυβαν άραγε κάτι στα υπόγεια του σπιτιού; Χρυσό; Όπλα; Ανθρώπους; Να γινόταν μήπως παράνομη διακίνηση μεταναστών; Να στοίβαζαν απελπισμένες υπάρξεις μέσα στα ανήλιαγα, γεμάτα υγρασία εκείνα δωμάτια, άντρες και γυναίκες, συχνά και με τα παιδιά τους, που είχαν διασχίσει ολόκληρες θάλασσες πάνω σε σαπιοκάραβα για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και τη φρίκη της πείνας, μόνο και μόνο για να καταλήξουν σ’ αυτό το παλιόσπιτο;

Ανθρώπους λοιπόν; Ανθρώπους, ναι… Ίσως. Ήταν μια καλή ιδέα αυτή. Ή, έστω, η αρχή μιας ιδέας. Μια ιδέα από την οποία μπορούσα να κάνω κάποια πρώτα βήματα, αν μη τι άλλο για να δω πού θα με βγάλουν.

Κάποιοι, λοιπόν, που ξέρουν πως οι ιδιοκτήτες του σπιτιού λείπουν μόνιμα από την πόλη, προσπαθούν με την απλή λύση ενός μπάνερ που γράφει ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ να αποτρέψουν τις φήμες των περιοίκων για περίεργες κινήσεις ανθρώπων σε ένα μισοερειπωμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι της περιοχής αυτής του κέντρου, για να το χρησιμοποιούν σαν προσωρινή φυλακή παράνομων μεταναστών. Σαν ένα Μεταγωγών.

Ίσως. Ίσως…

Όχι. Κάτι δεν μου πηγαίνει καλά με την όλη ιδέα. Πιθανότατα η ίδια η σκέψη πως μέσα στο ελεεινό εκείνο κτίριο θα στοιβάζονταν δέκα, είκοσι ή περισσότερες κάθε φορά απισχνασμένες, απελπισμένες, ικέτιδες μορφές. Δεν μου αρέσει η σκέψη των ανθρώπων που δεν αντέχουν άλλο, με απελπίζει κι εμένα, μαυρίζει την καρδιά μου, με εξουθενώνει. Είναι ένα πρόβλημα αυτό που έχω, το αναγνωρίζω. Μια δειλία, φορτωμένη ενοχές. Δεν θέλω να σκέφτομαι πως ο ήρωάς μου —εν προκειμένω: εγώ— κατεβαίνει τα σκαλιά προς το υπόγειο κρατώντας ένα φακό, και εκεί, ξαφνικά, η τρεμάμενη δέσμη του πέφτει πάνω σε μια ντουζίνα απορημένα, φοβισμένα, απελπισμένα ζευγάρια μάτια, που μισοτυφλώνονται από το φως.

Ωστόσο, η ιδέα πως θα έκρυβαν πράγματι κάποιους εκεί εξακολουθεί να είναι ενδιαφέρουσα… πολύ ενδιαφέρουσα. Κάποιους, ή κάποιον. Κάποιον —έναν— που δεν πρέπει να φανεί. Κάποιον που κρύβεται στο σκοτάδι και στις σκιές. Ένας άνθρωπος… ένα… ένα πλάσμα… της νύχτας.

Κάθομαι πίσω στην καρέκλα μου και το σκέφτομαι γλείφοντας τα χείλη μου. Ξαφνικά, ο λαιμός μου έχει κλείσει. Χρειάζομαι νερό, επειγόντως. Και ίσως ένα τσάι. Ναι, ένα τσάι. Επειγόντως.

Ένας ξαφνικός κρότος με κάνει να πεταχτώ από την καρέκλα. Είναι η πόρτα του μπάνιου, που έκλεισε ξαφνικά από ένα ρεύμα. Ρεύμα; Πώς; Από πού κι ώς πού;

Και όμως. Έξω έχει ξεσπάσει ένα μπουρίνι, που ξεσηκώνει τον κόσμο. Τρέχω και κλείνω τις μπαλκονόπορτες, ενώ ήδη η βροχή έχει αρχίσει να περιστρέφεται σαν υδροστρόβιλος, να μαστιγώνει ό,τι βρει και να πλημμυρίζει το πάτωμα κάπου μισό μέτρο μέσα σε όλα τα δωμάτια. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι να κλείσω και να ασφαλίσω τα πάντα, το μπουρίνι —ή ό,τι και να ’ταν— έχει τελειώσει. Ξεφούσκωσε. Πάει. Σαν να μη συνέβη ποτέ. Τα έχει αυτά η πόλη μας.

Πηγαίνω στο μπάνιο, ανοίγω την πόρτα, και βάζω το βάρος που την κρατά ανοιχτή. Για κάποιο λόγο, το είχα αμελήσει όλες αυτές τις ημέρες του καύσωνα. Είναι επικίνδυνο για τα μικρά: μπορεί να τα χτυπήσει η πόρτα έτσι απότομα που μπορεί να κλείσει από ένα μπουρίνι, και να τους τσακίσει τη ράχη.

Επιστρέφω στην κουζίνα, και βάζω το νερό να βράσει. Ένα πλάσμα της νύχτας, σκέφτομαι. Που κάποιοι φέρνουν μυστικά στο ετοιμόρροπο σπίτι της γειτονιάς.

Αυτό είναι μια κάποια ιδέα — ψέματα;

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY