Πολεις

Η Ελλάδα απ’ έξω κι ανακατωτά

Το να ζεις μόνος σου σε άλλη χώρα ισορροπεί ανάμεσα στο να σου φαίνονται όλα υπέροχα και στο να σου φαίνονται όλα βουνό

Μυρτώ Πατέρα
Μυρτώ Πατέρα
ΤΕΥΧΟΣ ok zoomer
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Ελλάδα απ’ έξω κι ανακατωτά
© Μυρτώ Πατέρα

OK Zoomer: Η ζωή σε μία πόλη του εξωτερικού και η ανάγκη να μοιραστούμε σκέψεις και συναισθήματα με έναν συμπατριώτη μας

Λίγο-πολύ όλοι όσοι είμαστε στη δεκαετία των είκοσι έχουμε πει «να σηκωθώ να φύγω από την Ελλάδα επιτέλους». Άλλοι πάνω στην αγανάκτησή τους για μια χώρα που δεν τους καταλαβαίνει, δεν τους στηρίζει και δεν τους χωράει, κι άλλοι πιο ψύχραιμοι γιατί βαρέθηκαν και θέλουν να δουν τι υπάρχει «εκεί έξω». Οι απογοητεύσεις είναι συχνές και μας σπρώχνουν στο εξωτερικό που αστράφτει στις φωτογραφίες των φίλων μας και στις αφηγήσεις των γονιών μας. Μέχρι και οι νέοι στην υπόλοιπη Ευρώπη μοιάζουν πιο ενδιαφέροντες, πιο ανοιχτόμυαλοι και κάνουν όλα αυτά που παρακαλάμε τους φίλους μας να κάνουμε και εκείνοι πότε δεν θέλουν και πότε δεν έχουν χρόνο.

Πριν από έναν χρόνο και κάτι βρέθηκα στην Ιταλία, σε μια πόλη που δεν θυμίζει σχεδόν σε τίποτα αυτή που άφησα πίσω, για να εφεύρω μια ζωή όπως τη φανταζόμουν. Δυο-τρεις λέξεις ήξερα όλες κι όλες και αυτές τις στραβοπρόφερα. Η ελευθερία που έφερνε η αποδέσμευση από την προβλεψιμότητα της καθημερινότητας, της γλώσσας, της μουσικής και της κουζίνας ήταν απέραντη και με συνεπήρε. Απολάμβανα την κάθε μέρα στο υπέροχα ξαφνιαστικό νέο μου σύμπαν και δεν ένιωθα να μου λείπει τίποτα από τη ζωή μου στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα απ’ έξω κι ανακατωτά
© Μυρτώ Πατέρα

Τυχαία, μετά από κάποιους μήνες που ήδη είχα γνωρίσει λίγους Έλληνες και περισσότερους ξένους, βρεθήκαμε όλοι μαζί σε ένα karaoke party σ’ ένα πολυσύχναστο φοιτητικό μπαράκι. Μετά τα χιλιοτραγουδισμένα «Sara perche ti amo» και «Felicita» μπαίνει στα ηχεία το intro ενός ύποπτα γνώριμου τραγουδιού. Οι Έλληνες κοιταχτήκαμε διερευνητικά μεταξύ μας, καθώς κάτι μας θύμιζε, όσο οι άλλοι συνέχιζαν κανονικά την κουβέντα.

Ναι, ήταν πια σαφές: κάποιος είχε ζητήσει να παίξει το «Ανάβεις φωτιές» της Βανδή.

Μόλις το καταλάβαμε μας άρπαξε ξαφνικός ενθουσιασμός και σηκωθήκαμε επάνω ανυπόμονοι να δούμε ποιος θα τραγουδήσει. Ήταν δυο κορίτσια και μόλις τελείωσαν το τραγούδι τρέξαμε να τους μιλήσουμε λες και ήμασταν μανιακοί φαν της Δέσποινας Βανδή, που βρήκαν επιτέλους ομοϊδεάτες να μεγαλώσουν το φαν κλαμπ. Η χαρά ήταν αμφίδρομη. Φερόμασταν με μια αδικαιολόγητη οικειότητα που μοναδική της βάση ήταν ένα ταίριασμα που μαντεύαμε πως είχαμε, πριν καν το ανακαλύψουμε. Εκείνη τη στιγμή καμία σημασία δεν είχε αν ταιριάζαμε σε οτιδήποτε άλλο πέρα από το ότι είχαμε κάποτε όλοι μας ακούσει αυτό το τραγούδι (σε κάποιο 2000s trash πάρτι, στο ραδιόφωνο, σε σπιτική μάζωξη ή κάπου αλλού) και το ξανακούγαμε τώρα, τόσο μακριά από όλα αυτά, μαζί.

Καθώς περνούσε ο καιρός είχαν δημιουργηθεί δύο βασικές παρέες: μια διεθνής και μια ελληνική, τις οποίες μπλέκαμε ανά διαστήματα. Σύντομα ανακαλύψαμε κι ένα μικρό ελληνικό εστιατόριο κάπου στο κέντρο. Πηγαίναμε συχνά-πυκνά για να τρώμε κάτι που έμοιαζε με ελληνική κουζίνα. Πάντα σε συνοδεία ελαφρολαϊκών και φόντο μπλε καδράκια με λευκές καλημέρες κι ελληνικά νησιά. Υπήρχε κάτι θεραπευτικό σε αυτή τη γραφικότητα που μας έλκυε. Κάθε φορά πηγαίναμε και κάποιον καινούργιο από την παρέα να δοκιμάσει χωριάτικη, τζατζίκι και τα λοιπά. Όταν έλεγε κανείς ότι κάτι του άρεσε, μας έπιανε μια αλλόκοτη υπερηφάνεια – λες και τα είχαμε φτιάξει εμείς.

Η Ελλάδα απ’ έξω κι ανακατωτά
© Μυρτώ Πατέρα

Οι μέρες μας ήταν συνήθως χαρούμενες και γεμάτες μαθήματα, εκδρομές, σινεμά και πάρτι. Το να ζεις μόνος σου σε άλλη χώρα ισορροπεί ανάμεσα στο να σου φαίνονται όλα υπέροχα και στο να σου φαίνονται όλα βουνό. Για μέρες σαν τις δεύτερες, ένας από τους μηχανισμούς μου ήταν να παίρνω τηλέφωνο τη φίλη μου την Αναστασία και να της γκρινιάζω. Τρεις μήνες φιλίας, όταν είσαι μόνος σου στο εξωτερικό, ισοδυναμούν με τρία χρόνια.

«Έλα από το σπίτι, θα φτιάξουμε μακαρόνια και θα δούμε “Κωνσταντίνου και Ελένης”».

Μου έδινε πάντα την ίδια απάντηση κι ήταν πάντα ό,τι χρειαζόμουν. Σε μία από αυτές τις συναντήσεις αρχίσαμε να παρατηρούμε το παράδοξο της κατάστασης. Ήταν ένα φαινόμενο που μας εξίταρε να προσπαθούμε να εξηγήσουμε. Όλα αυτά που θεωρούσαμε τετριμμένα και που με τόση χαρά τρέξαμε να τους ξεφύγουμε ήταν τώρα αυτά που μας ένωναν και μας θεράπευαν.

Δεν ήταν ότι επικοινωνούσαμε καλύτερα μεταξύ μας επειδή μιλούσαμε την ίδια γλώσσα – ίσα ίσα μια γλώσσα που δεν μιλάς άπταιστα σε αναγκάζει να είσαι ευθύς και ειλικρινέστερος χωρίς δηθενιές και υπεκφυγές. Ούτε πάλι μας έλειπε η Ελλάδα, όλοι μπορούσαν να γυρίσουν και όλοι έμεναν. Απολαμβάναμε να τη νοσταλγούμε με μια αγάπη εξ αποστάσεως, όπως μια παλιά σχέση. Χαιρόμασταν όταν οι άλλοι σχεδίαζαν εκεί τις καλοκαιρινές διακοπές τους ζητώντας μας συμβουλές για τις ωραιότερες παραλίες ή όταν προσπαθούσαν να προφέρουν τις δύσκολες λέξεις. Άλλωστε σ’ όποιον λέγαμε από πού ερχόμασταν, πάντα χαμογελούσε και είχε κι από μια ιστορία να μας πει.

Υπήρχε μεταξύ μας ένα δέσιμο πιο βαθύ και ρηχό ταυτόχρονα: είχαμε γελάσει με τα ίδια αστεία, είχαμε ερωτευτεί με την ίδια μουσική, είχαμε απομνημονεύσει τις ίδιες ποπ ατάκες τις οποίες αν έβαζες στη σειρά θα έβγαζες επεισόδια. Μπορεί τα γούστα μας να μην ταίριαζαν σε όλα αλλά ταίριαζαν τα συστατικά μας, στα οποία τελικά πάντα επιστρέφαμε. Όλοι είχαμε ο καθένας άλλες παρέες με παιδιά ολούθε, ξέραμε όμως ότι, αν χρειαστεί, έχουμε κι ο ένας τον άλλο.

Ήταν όμως και το άλλο. Για τους υπόλοιπους ήμασταν οι «Έλληνες» όπως για τη μια οικογένεια η άλλη είναι οι «Παπαδόπουλοι». Υπήρχε αυτή η αίσθηση της κοινότητας και της φροντίδας που χτιζόταν λίγο-λίγο ανεπαίσθητα από έξω προς τα μέσα και το αντίστροφο. Όπως οι οικογένειες, λοιπόν, γιορτές κάναμε πάντα μαζί στο διαμέρισμα με το μεγαλύτερο τραπέζι. Έφερνε κι ο καθένας ό,τι του είχε λείψει και γιορτάζαμε, κι αυτός ήταν ο μόνος πατριωτισμός που χρειαζόμασταν.

Το να ζεις μόνος σου σε άλλη χώρα ισορροπεί ανάμεσα στο να σου φαίνονται όλα υπέροχα και στο να σου φαίνονται όλα βουνό.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ