Life in Athens

Μεταμεσονύχτια προβολή στο θερινό της πλατείας

Ο καθένας μοιάζει να σιγοτραγούδα τον προσωπικό του ύμνο, λες και αυτό τον αυτοεμψυχώνει και τον οπλίζει με θέληση και κουράγιο να αντέξει την χαραυγή που τον τσακίζει…

114876-718220.jpg
Μάκης Μάκκας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πλατεία Συντάγματος
© ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI

Ένα νοσταλγικό τοπίο με τις δυσκολίες και τις όμορφες στιγμές που περνάμε μέσα στη μέρα.

Σαν μια μεγάλη αυλή γειτονιάς, ντυμένη και στολισμένη με χρώματα και αρώματα της καλοκαιρινής νύχτας, φεγγοβολά και περιμένει να υποδεχθεί κάποιο αυτοσχέδιο… γλέντι που θα στηθεί επάνω της.

Στέκεται ταπεινά και αθόρυβα στο κέντρο της πόλης. Την βλέπεις ακούραστη, υπομονετική, γεμάτη κατανόηση, στωικότητα, να παρατηρεί σιωπηλά τα πρωινά, ντόπιους και επισκέπτες, να την προσπερνούν νευρικά και βιαστικά δίχως να τις ρίχνουν δεύτερη μάτια. Μοιάζει να υποδέχεται και άλλους, δείχνουν τρομαγμένοι και δύσφοροι, έρχονται συνήθως όταν γλυκοχαράζει, εξαντλημένοι σωματικά και αφυδατωμένοι συναισθηματικά από μια αναπάντεχη εξέλιξη που τους βρήκε αιφνιδιαστικά και τους ανατρέπει απροσδόκητα συνήθειες, τους ακυρώνει επιθυμίες, με το αίσθημα της γης να φεύγει κάτω από τα πόδια τους. Τότε ακριβώς είναι που προσφεύγουν στην πλατεία, ζητώντας της σχεδόν επιτακτικά μια παρηγοριά, μια παροδική λύτρωση – ανακούφιση, λουφάζοντας στην αγκαλιά της.

Σε αυτή την πλατεία ξανάρχισαν τελευταία σε καφέ, παγκάκια και δρομάκια και οι λαϊκές νυχτερινές συνελεύσεις, το μοίρασμα της εμπειρίας τους. Ο καθένας διηγείται τα βάσανα, αναποδιές και τις δυσκολίες που συνάντησε στη μέρα του. Όλοι περνάνε τα ίδια, οπότε αυτό που μένει είναι να ψάχνει κανείς, να συλλέγει εμπειρίες άλλων και να τις συνδυάζει με τις δικές του. Οι άνθρωποι λαχταρούν να ονοματίσουν την οδύνη τους, τις ματαιώσεις, να εντάξουν σε έναν συναισθηματικό χώρο, τους φόβους, αγωνίες, τις διαφορές συγκινήσεις που δεν χωράνε πια μέσα τους. Και αυτό το ξημέρωμα στην πλατεία μπροστά στα μάτια της, εξελίσσονται ευτυχίες, δράματα, αισθήματα, μικρά έπη και δράματα, ήττες και θρίαμβοι.

Ένα νοσταλγικό τοπίο απόψε το ξημέρωμα είναι η πλατεία, γεμάτο με εκφραστικούς και αεικίνητους ανθρώπους, που ξεδιπλώνουν τα φτερά τους άλλοτε για να βγάλουν ίσα ίσα τη μέρα και άλλοτε για να πετάξουν ψηλά, σε μια απέλπιδα φυγή από τα αδιέξοδά τους.

Πρωταγωνιστές, ήρωες και κομπάρσοι διαλεγμένοι με casting και ακροάσεις από το μικρού μήκους σενάριο της ζωής σου. Καλοφωτισμένο το σκηνικό, συνδυασμένo, από τις λάμψεις στις όψεις βιτρινών, το φεγγάρι που φεύγει κατάκοπο, έτσι ολόκληρο που ήταν τούτες τις ημέρες και χτυπούσε τις πρώτες καλοκαιρινές υπερωρίες, και τον ήλιο που σκάει δειλά δειλά. Παρατηρείς τα ξενυχτισμένα πρόσωπα με μεθυσμένη όψη, που ξεβράζει η νύχτα, αλλά με ελαφρύ ρουχισμό και το ταχύ βήμα για το μεροκάματο της αργίας. Κοντράστ.

Από το θηριώδες Καγιέν αποβιβάζεται 35χρονος στην τρίχα ντυμένος, με βλέμμα αποφασισμένο και πλημμυρισμένο αυτοπεποίθηση, τα ένστικτα ενεργοποιημένα προς εκτόνωση και πρόθυμες διαθέσεις. Με δυσκολία υποβασταζόμενη και παραπατούσα, η υπέρλαμπρη ξανθιά συνοδός με τις αισθήσεις να πηγαινοέρχονται και τις αναστολές σιγά-σιγά να την εγκαταλείπουν ψάχνει την είσοδο του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου.

Απέναντι πλάνο, αφετηρία Σύνταγμα – Πετρούπολη: 25χρονη φρεσκοξυπνημένη υπάλληλος ταχυφαγείου, το πρόσωπό της φεγγοβολά νιάτα, ομορφιά μέσα στο σούρουπο, ντυμένη με ένα τζιν και μπλουζάκι στα χρώματα του φεγγαριού που αποχαιρετά, βγάζει γλώσσα στο γλυκό πρωινό, θα χτυπήσει δωδεκάωρο πίσω από τον πάγκο, μοιράζοντας αληθινά χαμογέλα, αυθεντικές καλημέρες, και συνάμα ασυνείδητες προσδοκίες.

Λίγα βήματα πιο δίπλα της η εξαντλημένη από την νυχτερινή εφημερία, σχεδόν μισοκοιμισμένη 45χρονη αποκλειστική του Λαϊκού, κολλά το γεμάτο εξάντληση κουρασμένο πρόσωπό της στο τζάμι του λεωφορείου χαζεύοντας περαστικούς και πρωινούς, που με ταχύ βήμα χάνονται σε διάφορες κατευθύνσεις και από τα ακουστικά να ακούει την Χαρούλα να της τραγουδάει -εμψυχώνοντας την παράλληλα- το «Μη σε νοιάζει, πάτα γκάζι»…Το πρώτο καλοκαίρι που την βρίσκει εντελώς μόνη στην Αθήνα, μετά από είκοσι χρόνια συμβίωσης.

Στον παράλληλο δρόμο, 60χρονος ιδιοκτήτης ψιλικών ειδών, ανεβάζοντας ρολά, χαμογελά σχεδόν συναινετικά, έχοντας γερά καρφωμένο στο μυαλό του το… σ’ αγαπώ και να προσέχεις που του ψιθύρισε για ακόμη ένα πρωινό η γυναίκα του, δίνοντας όρκους μέσα του να μην λυγίσει και χάσει την θέληση και όρεξη για ζωή από το όποιο εμπόδιο συναντήσει στον δρόμο του. Ετούτο το μαγαζάκι το άνοιξε μετά από δυο χρόνια ανεργίας και στριμώγματος. Όταν βρέθηκε απολυμένος από εταιρία τροφίμων που δούλευε από τα 25.

Από το γωνιακό ημιδιαμονής ξενοδοχείο, βγαίνει συνοφρυωμένος, άγρυπνος, άκεφος από τις ματαιωμένες επιθυμίες ο τριανταπεντάχρονος επαρχιώτης, που βλέπει να καταλήγει η διήμερη εκδρομή άδοξα και ναυαγισμένα, μετρώντας ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Σε αυτόν δεν του βγήκε το σενάριο της φαντασίωσης για την αποψινή νύχτα που είχε εγγράψει στο μυαλό του, δεν έκατσε από το πουθενά η περιπέτεια.

Εκλείπουν τελευταία οι εκπλήξεις.

Μα να δεις στο απέναντι στενό από το after μπαρ ξεπροβάλλει πελαγωμένα ευτυχής και ασυγκράτητος 40χρονος, ανεβαίνει βιαστικά στην μηχανή του με ένα κοριτσίστικο χέρι περασμένο γύρω από την μέση του, και ένα κρυμμένο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. Σήμερα από το πουθενά του έσκασε το χαμόγελο η ζωή. Στο τέλος της νύχτας φεύγει γκαζωμένος σχεδόν πανηγυρίζοντας και τροπαιούχος γιατί του έκατσε η νύχτα και έβγαλε καινούρια γνωριμία. Κάνει σχέδια στο μυαλό του για ζευγαρωμένο καλοκαίρι.

Μια χαμηλή μουσική υπόκρουση καλύπτει το τετράγωνο από την καφεγκρίζα, αγέρωχη και επιβλητική πολυκατοικία του ’50. Από το ανοιχτό παράθυρο στο νοικιασμένο δυάρι της, η εξηντάχρονη χήρα, με το ραδιόφωνο στη διαπασών καρφωμένο στην αρχιεπισκοπή, ετοιμάζεται στεγνά και αμίλητα για το πρωινό εξάμηνο μνημόσυνο του εκλιπόντος συζύγου, στρέφει το θλιμμένο βλέμμα της, κοιτώντας εναλλάξ χαμηλά στον πεζόδρομο που διατηρούσαν επί τριάντα χρόνια οικογενειακή επιχείρηση και την λεωφόρο που πάνω της η ζωή, ασυγκράτητη, τρέχει και εξελίσσεται. Στο τραπέζι η τσάντα με τα φαγητά που έχει ετοιμάσει και το τσίπουρο, τα αγαπημένα που μακαρίτη, τα οποία σε κάθε επίσκεψη τα αφήνει στο μνήμα. Ξέρει ότι μετά από λίγα λεπτά θα τα πάρει κάποιο από τα παιδιά που δουλεύουν στο κοιμητήριο.

Στην πιάτσα ανάστατος και θυμωμένος τα βάζει με την τύχη του ο μέλλων συνταξιούχος ταξιτζής, γιατί κουβάλησε σχεδόν δωρεάν, μπατάρικο ζευγάρι Βούλα –Σύνταγμα, που τον έλουσε χαμογελώντας στα ψηλά, τραγουδώντας «πήγαινε με πάλι πίσω ταξιτζή»…

Μετά από λίγο χαμογελά και ησυχάζει ύστερα από τις παραινέσεις και τα πειράγματα των συναδέλφων του ότι «Τελευταίες κούρσες είναι. Σαράντα χρόνια τόσα είδαν τα μάτια σου σε αυτή την πλατεία, τώρα θα χάσεις την υπομονή σου;».

Οι παλαιότεροι ένοικοι της πλατείας ξεπροβάλουν νεοκλασικό της γωνίας με γρήγορες κινήσεις, ζωηροί και χαρούμενοι και με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό τους για φωτογραφία, ένα συμπαθέστατο ζευγάρι 75άρηδων φορτώνει με τα απαραίτητα το ΙΧ τους με προορισμό το χωριό τους, τα Άγραφα, εκεί που γεννήθηκαν, γνωρίστηκαν πριν κατέβουν στην Αθήνα το 1961. Τον τελευταίο καιρό περιμένουν με ανυπομονησία το ταξίδι τους τούτες τις μέρες στην πατρογονική γη, λες και θα είναι το τελευταίο. Είχαν να το επισκεφθούν το πατρικό τους τρία χρόνια με την πανδημία.

Ένα βλέμμα πιο πέρα, με ζωγραφισμένη στο πρόσωπο την εκπλήρωση και ικανοποίηση, 30χρονη Βουλγάρα εργάτρια του συνεργείου καθαρισμού κλέβει χρόνο για τσιγάρο στο σκαλοπάτι της πλατείας, δεν χάνει την ευκαιρία μέσα στα γέλια και τα επιφωνήματα από τις φίλες της να διηγηθεί σχεδόν κινηματογραφικά και εικονογραφημένα την προηγούμενη νύχτα αρραβώνα και γλεντιού που πέρασε σε ομοεθνές καφενείο.

Μέσα στο κέντρο της πλατείας, ένα ζευγάρι Ιταλών φιλιούνται παθιασμένα, μένοντας αγκαλιασμένοι για ώρα, κοιτώντας με θαυμασμό ο ένας τον πρόσωπο του άλλου, λες και πρόκειται για καρτ ποστάλ. Γύρω τους οι περαστικοί στέκουν παρατηρούν, άλλοι με ζωγραφισμένη αμηχανία και μειδίαμα στο πρόσωπο ζηλεύουν και άλλοι κρυφογελώντας με ένα σβηστό θαυμασμό μέσα τους. Η σκηνή ντύνεται μοναδικά από τους φυσικούς ήχους της πόλης που σιγά σιγά ξυπνά, πίνει την πρώτη γουλιά καφέ και συνέρχεται.

Στο περίπτερο ο 67χρόνος παραλαμβάνει την στοίβα από πρωινές εφημερίδες, τσεκάρει και τακτοποιεί. Είναι η τελευταία εργασία πριν παραδώσει το πόστο στον γιο του ιδιοκτήτη. Σε λίγα λεπτά θα κλείσει το δωδεκάωρο 7 με 7. Ρίχνει, όπως κάθε πρωί, λίγες ματιές στις οικονομικές στήλες, αναζητά καμία είδηση για καταβολή των εκκρεμών συντάξεων. Είναι ο βασικός λόγος που κατέβηκε από την Δράμα στην Αθήνα πριν 6 χρόνια. Τεχνίτης μηχανήματων στο εργοστάσιο ήταν 30 χρόνια. Μετά το λουκέτο της επιχείρησης δεν είχε επιλογή άλλη. Γνώριζε ότι μόνο στην εργατομάνα Αθήνα θα έβρισκε κάποια δουλειά του ποδαριού να βγάζει μεροκάματο για τις υποχρεώσεις και να κολλάει κανένα ένσημο για να συμπληρώσει τα συντάξιμα.

Στην πόρτα του Μεγάρου, ο 25χρονος αστυνομικός ίσα που στέκεται στα πόδια του, έβγαλε, βλέπεις, μια ακόμη δύσκολη νύχτα στο άγριο λούνα παρκ του κέντρου, συναισθηματικά αφυδατωμένος και σωματικά εξαντλημένος, αφηγείται στους διπλανούς του, στην κλούβα, τα πανηγύρια του στα χωριά του που γίνονται κάθε χρόνο τέτοια εποχή.

Στο κεντρική καφετέρια της πλατείας ο 65χρονος μουσικός φωνάζει να πληρώσει, είναι η ώρα να φεύγει, τριάντα χρόνια η ίδια συνήθεια όταν δεν δουλεύει. Με δυο φλιτζάνια καφέ, λίγες κλεφτές κουβέντες με τους νυχτομεροκαματιάρηδες της πλατείας για ποδόσφαιρο και πολιτική και την ανάγνωση στα πρωινά φύλλα εφημερίδων, ξεφυλλίζει την νύχτα μέχρι το ξημέρωμα. Δεν τον έχουν δει ποτέ να έχει δεύτερη καρεκλά στο τραπέζι του.

Στο λεωφορείο για το ΚΤΕΛ επιβιβάζεται φορτωμένο με ένα νοικοκυριό πράγματα και εμπορεύματα ένα ζευγάρι Κινέζων που κρυφογελάγαμε ικανοποιημένο με όσα είδε και άκουσε στην πρωινή πρεμιέρα, καθήμενο στα πρώτα καθίσματα της αφετηρίας.

Στο πίσω κάθισμα, αμίλητη μια 23χρονη, στρίβει νευρικά τσιγάρο, με το καστανόξανθο κατσαρό μαλλί της εγκλωβισμένο σε ένα μωβ καπέλο. Περνάει σαν τρέιλερ από ταινία από μπροστά της η τριετία στην Αθήνα: Κάτι βαριά και ασήκωτα πρωινά στην σχολή, φορτωμένα από ατέλειωτα αναίτια ξενύχτια, αγχώδεις λευκές νύχτες που εφημέρευε μονή - σκοπός στη δουλειά της, κάποια φευγαλέα φλερτ τριών ημερών που έμειναν μόνο υπόσχεση, και μια συμβίωση που παίρνει μαζί της, όλα στοιβαγμένα σε δυο βαλίτσες μπροστά στα πόδια της, σε μια φορτωτική, στην τσέπη της και ένα εισιτήριο που κρατά σφιχτά στο χέρι της μισοσκισμένο δίχως επιστροφή Αθήνα-Αλεξανδρούπολη…

Η δασκάλα στην θέση κοντά στον οδηγό, κατεβαίνει δυο στάσεις πιο κάτω, στο Γυμνάσιο στον Κολωνό. Είναι πέμπτη χρονιά που την στέλνουν αναπληρώτρια. Από το ορεινό χωριό της Πίνδου, των 900 μέτρων υψόμετρο, ίσως να είναι καλύτερα. Υπολογίζει ξανά και ξανά πως από τα 1.000 ευρώ, άραγε θα βγαίνει να δίνει 450 ενοίκιο, ρεύμα, αλλά ένας ακόμη κρύος χειμώνας στο χωριό δεν αντέχεται, ειδικά για ένα παιδί της πόλης.

Οι εξοδούχοι και αυτή την νύχτα αποφάσισαν να βγουν από τα σπιτάκια τους που πια δεν τους χωρούσαν, αφήνοντας πίσω τους φόβους και αναστολές και συναντήθηκαν αυτή την νύχτα στην πλατεία και στα γύρω πεζοδρόμια.

Για μένα μην ρωτάς πώς τα είδα όλα αυτά και τι γύρευα πάλι ξημερώματα στην πλατεία. Ένας άγρυπνος που φυλάει την πόλη… Ξέρεις ότι σε περίμενα και απόψε στο ίδιο σαββατιάτικο ραντεβού μπροστά από την στάση των τρόλεϊ. Έχεις αργήσει τρία χρόνια μα δεν απελπίζομαι, ξέρω και από ποιο σημείο θα φανείς. Χορωδία οι ανάσες, τα γέλια και τα κλάματα, οι ευχές και επιθυμίες.

Ο καθένας μοιάζει να σιγοτραγούδα τον προσωπικό του ύμνο, λες και αυτό τον αυτοεμψυχώνει και τον οπλίζει με θέληση και κουράγιο να αντέξει την χαραυγή που τον τσακίζει…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ