Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Οι εθνικοί ευεργέτες της Αθήνας
Ημέρα Μνήμης των Εθνικών μας Ευεργετών – 30 Σεπτεμβρίου: Τα κτίρια της Αθήνας μέσα από τις δωρεές εθνικών ευεργετών
Η λέξη «ευεργέτης» σημαίνει ο «δωρητής» (από το ευ -καλό + εργέτης, ο «ποιών», ο «εργάτης»). Πολλά, αν όχι τα περισσότερα, δημόσια κτίρια στην Αθήνα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα οικοδομήθηκαν και λειτούργησαν χάρη στη φιλοπατρία, γενναιοδωρία, μεγαλοψυχία και ευγενή προσφορά Ελλήνων της διασποράς, των γνωστών Εθνικών Ευεργετών.
Λόγω κυρίως της ενασχόλησής τους με το εμπόριο, το οποίο στα τέλη του 18ου αιώνα γνώρισε μεγάλη άνθιση, είχαν δημιουργήσει τεράστιες περιουσίες και αποφάσισαν να τις προσφέρουν, ολόκληρες ή μέρος αυτών στην Ελλάδα, χτίζοντας νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια, οικήματα για κοινωφελείς σκοπούς, προικοδοτώντας ταυτόχρονα την εύρυθμη λειτουργία τους.
Σήμερα όλα αυτά δεσπόζουν και ομορφαίνουν τον ελληνικό χώρο, αποτελώντας μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε πώς θα ήταν η Αθήνα χωρίς το Ζάππειο Μέγαρο, την Ακαδημία Αθηνών, την Εθνική (Βαλλάνειο) Βιβλιοθήκη, το Αρχαιολογικό Μουσείο, την Σχολή Ευελπίδων, το Πολυτεχνείο, το Μέγαρο Μελά, το Οφθαλμιατρείο, το Μαράσλειο Διδασκαλείο, το Αστεροσκοπείο, το Μουσείο Μπενάκη, το Μέγαρο Ανδρέα Συγγρού κ.ά.
Ο ελληνικός ευεργετισμός, ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο, έκανε την εμφάνισή του πριν την Ελληνική Επανάσταση, τότε που άρχισε να κυοφορείται σιγά-σιγά η ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας, και συνεχίστηκε δυναμικά στα χρόνια της συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Αποτελεί δε μία σημαντική σελίδα της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας της Ελλάδος από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ού. Συνήθως γίνονταν ευεργέτες δύο πατρίδων μιας και οι ευεργεσίες τους δεν είχαν σαν αποδέκτη μόνο τη γενέθλια χώρα αλλά και τους τόπους όπου πλούτιζαν.
Η Πολιτεία τούς τίμησε με τον τίτλο του Εθνικού Ευεργέτη και από το 2007 η 30ή Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε ως ημέρα μνήμης αυτών και μακάρι να αποτελούν φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση γιατί, όπως έχει γραφτεί «Όλοι οι ευεργέτες ήταν πλούσιοι, όμως οι πλούσιοι δεν είναι όλοι ευεργέτες».
Γεώργιος Αβέρωφ
Ο Γεώργιος Αβέρωφ (Μέτσοβο 15 Αυγούστου 1815 - Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 15 Ιουλίου 1899) είναι ένας από τους σημαντικότερους εθνικούς ευεργέτες της Ελλάδος και δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως ο Πρύτανης αυτών. Κατά τη συνήθεια της εποχής, καθιέρωσε ως επώνυμο το όνομα του πατέρα του, Αυγερινού (Αυγέρου), το οποίο μετατράπηκε σε Αβέρωφ.
Ήταν ο νεότερος από τα πέντε παιδιά της οικογένειας του κτηνοτρόφου Μιχαήλ Αυγέρου Αποστολάκα και της δεύτερης γυναίκας του, Ευδοκίας Φάφαλη. Οι γονείς του επιθυμούσαν να γίνει δάσκαλος στο εκεί σχολείο. Τα δικά του όνειρα όμως ήταν διαφορετικά και προτίμησε να τα υλοποιήσει φεύγοντας στο εξωτερικό. Σε ηλικία 22 ετών εγκαταστάθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου και αρχικά εργάστηκε κοντά στον αδελφό του που διατηρούσε εκεί κατάστημα με υφάσματα. Οι ικανότητές του και η επιχειρηματική διορατικότητά του γρήγορα τον ανέδειξαν ως τον μεγαλύτερο έμπορο βάμβακος της Αιγύπτου, με σημαντική θέση στην οικονομική ζωή της χώρας αλλά και τον πλουσιότερο Έλληνα της διασποράς, με την περιουσία του να ξεπερνάει τα 100.000.000 δρχ. Έτσι έγινε πράξη η ευχή «χώμα να πιάνεις, μάλαμα να γίνεται» που λέγεται ότι του έδωσε η μητέρα του όταν αυτός έφευγε από το χωριό.
Οι ευεργεσίες του προς τον λαό της Αιγύπτου αλλά και την Ελληνική Κοινότητα Αλεξάνδρειας είναι πολλές και γενναιόδωρες (ίδρυση γυμνασίου, παρθεναγωγείου, νοσοκομείου). Το ίδιο σημαντικές ήταν και οι δωρεές του προς την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μέτσοβο.
Με την οικονομική του συνεισφορά αποπερατώθηκε το Πολυτεχνείο της Αθήνας, το Μετσόβειο, όνομα που οφείλεται στον τόπο καταγωγής των τριών δωρητών (Στουρνάρη, Τοσίτσα & Αβέρωφ). Επίσης χτίστηκαν η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (σημερινά Δικαστήρια της Ευελπίδων), οι φυλακές Αβέρωφ (Αβερώφειον Εφηβείον, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Μέγαρο του Αρείου Πάγου), ανεγέρθηκαν οι ανδριάντες του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και του Ρήγα Φεραίου στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και πληρώθηκε το μάρμαρο (εξ ου και η παροιμιώδης έκφραση) για την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Θερμός υποστηρικτής του Χαριλάου Τρικούπη, δώρισε στο ελληνικό κράτος το ποσό των 70.000 λιρών μετά την πτώχευση του 1893.
Σπουδαία υπήρξε η συνδρομή του στη ναυπήγηση του θωρηκτού «Αβέρωφ», τη ναυαρχίδα του Πολεμικού μας Ναυτικού, το αποκαλούμενο «τυχερό» και «αήττητο» πλοίο για τις επιτυχίες του στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Από τη διαθήκη του προήλθε το ποσό της προκαταβολής (1/3 της αξίας) προς απόκτηση του πλοίου που τιμητικά έλαβε το όνομα Γ. ΑΒΕΡΩΦ. Το συγκεκριμένο πλοίο συνδέθηκε άρρηκτα με την ιστορία της Ελλάδος, με τη φήμη του να ‘χει ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας μας και ακόμη και σήμερα μία επίσκεψη σε αυτό να προκαλεί συγκίνηση και θαυμασμό.
Το ελληνικό κράτος, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον μεγάλο ευεργέτη, έστησε τον ανδριάντα του προ του Παναθηναϊκού Σταδίου, έργο του Γεωργίου Βρούτου.
Ευάγγελος και Κωνσταντίνος Ζάππας
Οι Ευάγγελος και Κωνσταντίνος Ζάππας ήταν ξαδέλφια με καταγωγή από το Κάτω Λάμποβο Τεπελενίου της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εντός της ιστορικής περιοχής της Βόρειας Ηπείρου. Απέκτησαν τεράστια περιουσία και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο Ευάγγελος Ζάππας (1800-1865), γιος του ευκατάστατου εμπόρου Βασιλείου Ζάππα και της Σωτηρίας, το γένος Μέξη, στρατολογήθηκε, στην ηλικία των 13 ετών, από τον Αλή Πασά και στάλθηκε φρουρός σε ένα φρούριο κοντά στα Γιάννενα. Γρήγορα μεταπήδησε στο στρατόπεδο των Σουλιωτών και έγινε το πρωτοπαλίκαρο του Μάρκου Μπότσαρη. Η συμβολή του στον αγώνα ήταν τεράστια και πολέμησε στο πλευρό πολλών επιφανών αγωνιστών. Στο τέλος της επανάστασης εγκαταστάθηκε στη Βλαχία, όπου εντάχθηκε πλήρως στην τοπική κοινωνία. Νοικιάζοντας και εκμεταλλευόμενος μοναστηριακά κτήματα απέκτησε γρήγορα τεράστια περιουσία την οποία διέθεσε για ευεργεσίες και στις δύο πατρίδες του, με βασικό όμως αποδέκτη την Ελλάδα.
Η ιδέα του για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων δεν είχε την αποδοχή του τότε Υπουργού Εξωτερικών, Αλέξανδρο Ραγκαβή, ο οποίος υποστήριζε ότι το πνεύμα της εποχής ήταν διαφορετικό από εκείνο της αρχαιότητας και τα κράτη έπρεπε να συναγωνίζονται στη βιομηχανική πρόοδο και όχι στον αθλητισμό. Με το σκεπτικό αυτό, πρότεινε στον Ζάππα μία μικτή διοργάνωση η οποία θα συμπεριελάμβανε έκθεση βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων μαζί με αθλητικούς αγώνες. Έτσι το 1858 γεννήθηκαν τα Ολύμπια ή Ζάππειες Ολυμπιάδες, προάγγελοι των Ολυμπιακών Αγώνων (έγιναν το 1859, 1870, 1875 και 1889 σε διάφορα σημεία των Αθηνών) και μερικά χρόνια αργότερα η Αθήνα στολίστηκε με το Ζάππειο Μέγαρο, μέσα στο οποίο αυτά θα λάμβαναν χώρα.
Λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία του Ζάππα, το κτίριο να βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο, η Βουλή των Ελλήνων διέθεσε δημόσια γη 80.000 περίπου τετραγωνικών μέτρων, μεταξύ του ναού του Ολυμπίου Διός και του τότε Ανακτορικού Τύπου. Το Ζάππειο Μέγαρο είναι το πρώτο κτίριο παγκοσμίως που αναγέρθηκε για την εξυπηρέτηση των Ολυμπιακών Αγώνων. Θεμελιώθηκε το 1874 σε τροποποιημένα από τον Α. Θεοφιλά, αρχικά σχέδια του Φ. Μπουλανζέ, τα οποία άλλαξε αργότερα ο Θεόφιλος Χάνσεν. Το νεοκλασικό κτίριο με το κορινθιακού ρυθμού πρόπυλο εγκαινιάστηκε με επισημότητα στις 20 Οκτωβρίου 1888.
Ο Ε. Ζάππας πέθανε το 1865 και, όπως όριζε στη διαθήκη του, το σώμα του τάφηκε στη Ρουμανία και το κρανίο του μεταφέρθηκε στο καινούργιο ομώνυμο ολυμπιακό κτήριο στην Αθήνα. Οι επισκέπτες του Ζαππείου μπορούν να δουν την επιγραφή: «Ενθάδε κείται η κεφαλή».
Μετά τον θάνατο του Ε. Ζάππα, ο ξάδελφός του Κωνσταντίνος Ζάππας (1814-1892), κληρονόμος της περιουσίας και διαχειριστής της διαθήκης, διέθεσε τεράστια ποσά για κοινωφελή έργα και δραστηριότητες στη γενέτειρά του και σε παρακείμενα χωριά στην Β. Ήπειρο, σε πόλεις της Θράκης, στην Αθήνα (ανέγερση Ζάππειου Μεγάρου), καθώς επίσης στο Βουκουρέστι και στη Κωνσταντινούπολη.
Το ελληνικό κράτος, προς τιμήν των δύο εθνικών ευεργετών, ύψωσε τους ανδριάντες τους μπροστά από το Ζάππειο Μέγαρο.
Ιωάννης Δομπόλης
Ο Ιωάννης Δομπόλης (1769 - 1849), ιδρυτής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, γεννήθηκε στη Νίζνα της Ρωσίας (νυν Ουκρανίας) και ήταν γιος του Ηπειρώτη δερματέμπορου Τριαντάφυλλου Δομπόλη που είχε μεταναστεύσει στη Ρωσία. Μορφωμένος, γλωσσομαθής και οξυδερκής, ασχολήθηκε με το εμπόριο και με τραπεζικές επιχειρήσεις στην Αγία Πετρούπολη, επεκτείνοντας την ήδη μεγάλη περιουσία του πατέρα του. Ήταν διακεκριμένο μέλος της ελληνικής ομογένειας και συναναστρεφόταν με υψηλά ιστάμενους Ρώσους και κυβερνητικούς παράγοντες της αυτοκρατορίας. Για τις υπηρεσίες του προς τη ρωσική αυλή του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Συμβούλου και Ιππότη.
Το 1809 γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, ανερχόμενο τότε στέλεχος της ρωσικής διπλωματίας και συνδέθηκε μαζί του με στενή και εγκάρδια φιλία. Η σχέση αυτή υπήρξε καταλυτική στις αποφάσεις του για τη διάθεση της περιουσίας του. Όπως αναφέρεται στη διαθήκη του, οι δύο φίλοι «υπεσχέθημεν αλλήλοις να μεταχειρισθώμεν παν μέσον προς διάδοσιν της δημοσίας παιδεύσεως εν Ελλάδι».
Το 1818 έγινε ταμίας στη Φιλόμουσο Εταιρεία της Βιέννης (1814-1820) που είχε ιδρυθεί από τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο και τον Ανθιμο Γαζή, έναν χρόνο μετά την αντίστοιχη της Αθήνας, με στόχο την μεταλαμπάδευση ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα και την ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου των Ελλήνων.
Στις 14 Απριλίου του 1827 ο Ι. Καποδίστριας εξελέγη πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας. Εκτιμώντας τις ικανότητες του Δόμπολη του πρότεινε να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα, όπου τον διόρισε Ταμία της Ελλάδος και συγχρόνως Πρόβουλο της Οικονομίας, δηλαδή Υπουργό των Οικονομικών. Ο Δόμπολης παρείχε τις υπηρεσίες του αμισθί, συνδράμοντας το έργο το Καποδίστρια. Δύο περίπου χρόνια μετά, τον Νοέμβριο του 1829, παραιτήθηκε για λόγους υγείας και επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1849 συνέταξε τη διαθήκη του, αιτώντας από τη ρωσική κυβέρνηση να φροντίσει να μεταφερθεί στο ελληνικό δημόσιο το ποσό που θα προέκυπτε (κεφάλαιο και τόκοι), μέχρι το 1906 από την κατάθεση των 232.857 αργυρών ρουβλίων της προσωπικής του περιουσίας «προς ανίδρυσιν εν Αθήναις ή εν οιαδήποτε άλλη πόλει ήτις έσται πρωτεύουσα της Ελλάδος, τω 1906, Πανεπιστημίου ονομασθησομένου Καποδιστριακού». Επίσης ανέφερε ότι το πανεπιστήμιο θα έπρεπε να είχε, εκτός των άλλων επιστημονικών οργάνων και εργαστηρίων, ιδιαίτερο παρεκκλήσιο για να εκκλησιάζονται σε αυτό οι καθηγητές και οι φοιτητές. Ζήτησε δε τη συγκεκριμένη ονομασία για το Πανεπιστήμιο, ώστε να ικανοποιήσει την υπόσχεση προς τον φίλο του Ι. Καποδίστρια.
Το 1906 η ελληνική κυβέρνηση παρέλαβε ένα μέρος του κληροδοτήματος και άρχισε να υλοποιείται η βούληση του διαθέτη. Επειδή είχε ήδη ιδρυθεί το Εθνικό Πανεπιστήμιο (1837), τα χρήματα διατέθηκαν για την ανέγερση κτιρίων, αγορά ακινήτων, την εσωτερική οργάνωση κ.λπ., και συγκροτήθηκαν δύο πανεπιστήμια: το Καποδιστριακό που θα περιλάμβανε τις θεωρητικές σχολές και το Εθνικό στο οποίο εντάχθηκαν οι θετικές σχολές. Τα 1932 τα δύο ιδρύματα ενώθηκαν στο γνωστό Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Τα ποσά του κληροδοτήματος που δεν παραδόθηκαν μέχρι το 1918 εξανεμίστηκαν με τον πληθωρισμό του ρουβλίου και δεν εισπράχθηκαν ποτέ από την ελληνική κυβέρνηση.
Γεώργιος Σίνας & Σίμων Σίνας
O Γεώργιος Σίνας (1783-1856) γεννήθηκε στη Νίσσα της Σερβίας. Καταγόταν από σπουδαία οικογένεια μεγαλεμπόρων από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου. Ορφανός από μητέρα, πέρασε τα παιδικά και σχολικά του χρόνια στις Σέρρες με τη θεία του και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Βιέννη όπου εγκαταστάθηκε και ασχολήθηκε με τις ήδη επιτυχημένες επιχειρήσεις του πατέρα του, Σίμωνα (1753-1822), ιδρυτή και γενεάρχη της δυναστείας των Σίνα.
Ευφυής και προικισμένος με σπάνιο επιχειρηματικό δαιμόνιο, ανέπτυξε εξαιρετικές πρωτοβουλίες, γιγαντώνοντας την οικογενειακή περιουσία αλλά συμβάλλοντας, ταυτόχρονα, στην ανάπτυξη της αυστριακής βιομηχανίας και του εμπορίου.
Επεκτείνοντας τις δραστηριότητές του στον τραπεζικό κλάδο, κατάφερε να γίνει ο πιο πλούσιος και ισχυρός τραπεζίτης της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, με διεθνές κύρος, και το 1825 εκλέχθηκε πρώτος από τους δέκα διευθυντές της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας. Λόγω δε της οξυδέρκειάς του στα τραπεζικά θέματα ήταν γνωστός ως «Η Πυθία του Χρηματιστηρίου της Βιέννης».
Στήριξε την υλοποίηση των σχεδίων του προσωπικού φίλου, κόμη Ιστβάν Σετσένι (István Széchenyi), τον «μεγαλύτερο των Ούγγρων», και με την συνδρομή του έγινε πραγματικότητα η περίφημη «Γέφυρα των Αλυσίδων» που ένωσε την Βούδα και την Πέστη, καθώς και τα προγράμματα που αφορούσαν τον σιδηρόδρομο ή την ατμοπλοΐα. Θεωρείται δε ο πατέρας των σιδηροδρόμων των νοτίως του Δούναβη χωρών, καθώς και της Βαλκανικής.
Διατηρούσε στενές σχέσεις με την Ελλάδα και επί βασιλείας Όθωνα διορίστηκε πρόξενος της Ελλάδας στην Βιέννη, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Πρόσφερε τεράστια ποσά στην ελληνική παροικία της Βιέννης και στη Μοσχόπολη, γενέτειρα της οικογενείας του. Στην Αθήνα ενίσχυσε οικονομικά φιλανθρωπικά και πνευματικά ιδρύματα, όπως την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, το Λύκειο Θηλέων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (Αρσάκειο), το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Οφθαλμιατρείο, την Αρχαιολογική Εταιρεία, τον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών κ.ά.
Όμως η μεγαλύτερη δωρεά του προς την Ελλάδα είναι η ίδρυση του Αστεροσκοπείου, στον λόφο Νυμφών της Αθήνας, η ανέγερση του οποίου πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1842-1845 σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Στο αέτωμα του κτιρίου τοποθετήθηκε η επιγραφή «Servare Intaminatum», δηλαδή «Να διατηρηθεί ανέπαφο», καθώς και ολόγλυφη σύνθεση στο κέντρο της οποίας έχει τοποθετηθεί ο θυρεός της οικογένειας Σίνα. Ο Γ. Σίνας φρόντισε επιπλέον για τον εξοπλισμό του κτιρίου με βιβλία και τα απαραίτητα αστρονομικά και μετεωρολογικά όργανα.
Το ελληνικό κράτος, για την προσφορά του αυτή, τον τίμησε με το μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Η επιστημονική κοινότητα ονόμασε, προς τιμή του, έναν κρατήρα στη σελήνη «Κρατήρας Σίνας».
O Σίμων Σίνας (1810 - 1876), γιος του ευεργέτη Γεωργίου Σίνα και κληρονόμος της αμύθητης περιουσίας του, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βιέννη. Σπούδασε ιστορία, φιλοσοφία και πολιτική οικονομία, στο πανεπιστήμιο της αυστριακής πρωτεύουσας και ασχολήθηκε με τις οικογενειακές επιχειρήσεις καθώς επίσης και με την πολιτική. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στο ελληνικό προξενείο της Βιέννης και από το 1858, αφού πολιτογραφήθηκε Έλληνας, διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Αυστροουγγαρία, την Πρωσία και τη Βαυαρία.
Κοσμοπολίτης, ιδιαίτερα ευφυής και δραστήριος επιχειρηματίας ανήκε στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με αυτοκρατορικό ζεύγος της Αυστρίας, τον Φραγκίσκο Ιωσήφ Α’ και την Ελισάβετ (γνωστή ως Σίσσυ). Το 1864 ο Ιωσήφ του απένειμε τον τίτλο του αυλικού μυστικοσυμβούλου.
Ο Σίμων Σίνας, όπως και ο πατέρας του Γεώργιος, τιμήθηκαν για τις υπηρεσίες τους προς την Αυστρία και τα άλλα κράτη με παράσημα και έλαβαν τον τίτλο του βαρόνου.
Ο Σίμων Σίνας, «...εκπληρών ευσεβώς τας διαθήκας του πατρός...», συνέχισε τις αγαθοεργίες στην Αυστροουγγαρία και στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Ανέλαβε την δαπάνη συντήρησης του Αστεροσκοπείου και τον εφοδιασμό του με τα τελειότερα μηχανήματα της εποχής, τοποθετώντας δε εκεί διευθυντή τον διακεκριμένο Γερμανό αστρονόμο, Γιοχν Φρίντριχ Σιούλιους Σμιτ. Συνέβαλε δε, διαθέτοντας σημαντικά ποσά, στην αποπεράτωση του Μητροπολιτικού Ναού της Αθήνας και του «Αμαλίειου Ορφανοτροφείου». Απέκτησε πολλά οικόπεδα στο κέντρο της Αθήνας καθώς και το γνωστό «Επτάλοφο» ή «Πύργος της Βασίλισσας», που το αγόρασε το 1870, μετά τον θάνατο του Όθωνα. Το 1897 το κτήμα πουλήθηκε στον Γεώργιο Παχύ.
Όμως το όνομα του Σίνα έχει συνδεθεί άρρηκτα μ' ένα από τα ωραιότερα νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας και σύμφωνα με την γνώμη πολλών ειδικών, ένα από τα ωραιότερα του κόσμου: το Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών. Η τεράστια δωρεά του, το 1856, υπήρξε καθοριστική για την ίδρυση της Ακαδημίας και την ανέγερση του νεοκλασικού μεγάρου με τον υπέροχο γλυπτικό και ζωγραφικό διάκοσμο, στο οποίο αυτή θα στεγαζόταν.
Το κτίριο σχεδιάστηκε από τον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν και θεμελιώθηκε με πανηγυρική τελετή το 1859, παρουσία του Όθωνα. Θεωρείται δε το σημαντικότερο έργο του Θ. Χάνσεν. Αν και ο Σ. Σίνας είχε εκφράσει την επιθυμία του να παραστεί στην τελετή, δεν τα κατάφερε λόγω ασθένειας της κόρης του.
Οι οικοδομικές εργασίες, ενώ προχωρούσαν με ταχείς ρυθμούς, σταμάτησαν μετά την έξωση του Όθωνα το 1864 και συνεχίστηκαν τέσσερα χρόνια αργότερα. Μετά τον θάνατο του Σ. Σίνα, η σύζυγός του, Ιφιγένεια, ανέλαβε την ευθύνη για την συνέχιση των εργασιών και το κτίριο ολοκληρώθηκε το 1885.
Στις 20 Mαρτίου του 1887, 31 χρόνια από την αναγγελία της δωρεάς και 28 χρόνια από την θεμελίωση του κτιρίου, ο Ernst Ziller, ως πληρεξούσιος των κληρονόμων του Σίμωνος Σίνα, παρέδωσε στον Πρωθυπουργό Xαρίλαο Tρικούπη το μέγαρο της αποκαλουμένης τότε «Σιναίας Aκαδημίας».
Από τον γάμο του με τη γεννηθείσα στη Βουδαπέστη Ιφιγένια Γκίκα φον Ντεσανφάλβα, κόρη μεγαλέμπορου γουναρικών από τα Ιωάννινα, απέκτησε έξι παιδιά, τα δύο εκ των οποίων πέθαναν στη γέννα. Η επιθυμία του ήταν η περιουσία του να παραμείνει σε ελληνικά χέρια και έτσι φρόντισε οι δύο κόρες του να παντρευτούν με Έλληνες. Η Ειρήνη έγινε σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου Μαυροκορδάτου (γιος του Έλληνα Πρωθυπουργού Αλ. Μαυροκορδάτου) και η Ελένη του πρίγκιπα Γρηγορίου Υψηλάντη, γόνο της οικογένειας των Υψηλάντηδων.
Ο Σίμων Σίνας πέθανε στη Βιέννη, σε ηλικία 65 ετών, χωρίς να έχει επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα. Μετά τον θάνατό του, η τεράστια περιουσία του εξανεμίστηκε από τους κληρονόμους και ιδιαίτερα από τον γαμπρούς του πρίγκιπα Γρηγόριο Υψηλάντη και Δούκα Ντε Κάστρις (σύζυγο της κόρης του, Ιφιγένειας), οι οποίοι καταστράφηκαν οικονομικά από την χαρτοπαιξία.
Μέσα στην Ακαδημία Αθηνών έχει στηθεί ένα άγαλμά του, έργο του Λεωνίδα Δρόση. Επίσης, ένας δρόμος μεταξύ των Μεγάρων της Ακαδημίας και του Οφθαλμιατρείου ονομάστηκε οδός Σίνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μπουτάτος Χρήστος, ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδ. ΦΥΛΑΤΟΣ. Θεσσαλονίκη 2018.
- Παπαγεωργίου Π. Στέφανος, ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΥΕΡΓΕΤΣ "Αξιοι της Εθνικής Ευγνωμοσύνης". Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997.
- Αρβανιτάκης Δημήτρης (επιμέλεια), ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ. Πρακτικά Ημερίδας. Δευτέρα 29/12/2004. Μουσείο Μπενάκη, Κτίριο οδού Πειραιώς. Εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2006.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
academyofathens.gr/el/building/introduction
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού