Life in Athens

Έτοιμο να πέσει το σπίτι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Θλίψη για την κατάντια του διατηρητέου στα Εξάρχεια όπου κάποτε έζησε ο «καταραμένος» μποέμ ποιητής

4669-35224.jpg
Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 829
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Φωτογραφία από το κτίριο που έζησε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στα Εξάρχεια.
© Θανάσης Καρατζάς

Το σπίτι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στα Εξάρχεια: Πώς είναι σήμερα το σπίτι όπου έζησε, έγραψε, ερωτεύθηκε και αυτοκτόνησε ο ποιητής.

Μοιάζει με το τέλειο ερείπιο. Το παρατηρείς και σκέφτεσαι ότι θα πέσει από στιγμή σε στιγμή. Κάποια πανιά και λαμαρίνες προσπαθούν να κρύψουν το χάλι, αλλά το κάνουν χειρότερο. Η απόλυτη εγκατάλειψη για ένα κτίριο μέσα στον αστικό ιστό, διατηρητέο από το 1984, με τεράστια ιστορία, καθώς είναι το σπίτι όπου έγραψε, ερωτεύθηκε και έζησε για σχεδόν 40 χρόνια ο μποέμ ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944), στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, στα Εξάρχεια. Εδώ αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στην καρδιά τα ξημερώματα της 8ης Ιανουαρίου, πάμπτωχος και εξαρτημένος από την ηρωίνη.

Με πατέρα στρατιωτικό που είχε διατελέσει και υπουργός και μητέρα που ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη, ο Λαπαθιώτης πιθανότατα θα αισθανόταν ότι ζούσε σε λάθος εποχή. Δεν έκρυψε ποτέ τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και προτιμούσε να κάνει παρέα με ανθρώπους από τα λαϊκά στρώματα και μαζί τους να συχνάζει στους τεκέδες – λόγοι για τους οποίους λοιδορήθηκε από τους καθωσπρέπει της εποχής. Ασπάστηκε, επίσης, τις ιδέες του σοσιαλισμού.

«Είχε μέσα του το μεγάλο πάθος της αδιάκοπης αναζήτησης, τον κατείχε τόσο τυρρανικά η ανάγκη νέων συγκινήσεων ώστε κατάντησαν μοναδικός σκοπός της ζωής του αυτές οι νυχτερινές περιπλανήσεις. Κι όταν οι άλλοι τον κατέταξαν με τους ύποπτους τύπους της παράνομης ηδονής, ο Ναπολέων οχυρώθηκε πίσω από την επιπόλαιη κρίση των ανθρώπων και χαμογελώντας αδιάφορα προς τις ταπεινές τους διαδόσεις, εξακολουθούσε να μένει, όπως και πριν, κλεισμένος στον εαυτό του». - Γιώργος Τσουκαλάς *

Κοιτάζω ξανά το ερείπιο και προσπαθώ να φανταστώ την εικόνα του ως αρχοντικό. Πίσω από τα μεγάλα ξύλινα παράθυρα θα στεκόταν κάποτε ο Λαπαθιώτης, ποιος ξέρει τι αντίκριζε, πώς θα ήταν εκείνα τα χρόνια αυτή η γειτονιά των Εξαρχείων. Και τι θα αισθανόταν εάν έβλεπε τη σημερινή του κατάντια. Μια περιγραφή του σπιτιού, ενώ ζούσε ακόμη ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, δίνει ο Γιώργος Τσουκαλάς: «Εκείνο το σαλόνι του σπιτιού του, στην οδό Οικονόμου, ήταν πάντοτε βυθισμένο στο μισοσκόταδο, με βαριές κουρτίνες στα παράθυρα, με έπιπλα παλαιικά, με διάχυτη μια δυνατή μυρωδιά, ανάμεικτη από κλεισούρα, σκόνη κι αναμνήσεις. Είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και τις πιο απίθανες συλλογές: αυθεντικές φωτογραφίες διασήμων αντρών, αυτόγραφα από μεγάλους συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς, ηθοποιούς, γραμματόσημα, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Είχε κι ένα αναλόγιο κι εκεί πάνω έγραφε, όρθιος, χρησιμοποιώντας πάντοτε σινική μελάνι».

Ο Μ. Γ. Μπίρης, στο βιβλίο του «Αθηναϊκή αρχιτεκτονική» (1987) αναφέρει ότι το κτίριο οικοδομήθηκε κατά τη δεκαετία του 1870 και το περιγράφει ως διώροφο νεοκλασικό με υπερυψωμένο υπόγειο. Γράφει ακόμη ότι «η κλασική τριμερής διάρθρωση της πρόσοψης, με το αέτωμα και τον μεγάλο εξώστη με τα μαρμάρινα φουρούσια, και τα “τραβηχτά” διακοσμητικά στοιχεία επάνω από τα ανοίγματα, συνδυάζονται με μια παραδοσιακότερη εσωτερική συγκρότηση, με αυλή, εξωτερική κλίμακα και χαγιάτι». Δεν γνωρίζουμε τι απόγινε το σπίτι μετά τον θάνατο του Λαπαθιώτη, ωστόσο μια μαρτυρία δίνει το 1983 ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου, σε επιστολή του τότε προς τον Δήμο Αθηναίων με την οποία ζητούσε να κηρυχθεί το κτίριο διατηρητέο. Ο Ιωάννου, επικαλούμενος παλαιούς γείτονες, αναφέρει ότι «το σπίτι αυτό γνώρισε μεγάλες κοινωνικές δόξες και τιμήθηκε με επισκέψεις πρωθυπουργών και ανωτάτων αρχόντων της εποχής, ενώ σήμερα κατοικείται από φτωχές οικογένειες, προερχόμενες από τα μέρη της Πίνδου, που το ενοικιάζουν κατά δωμάτιο».

Πίσω πάλι στον χρόνο, στη διάρκεια της Κατοχής, λίγο πριν ο ποιητής αυτοκτονήσει, περιγράφει την εικόνα του και πάλι ο Γιώργος Τσουκαλάς: «Σ’ εκείνα τα φριχτά χρόνια της Κατοχής ανταμωθήκαμε τυχαία με τον Λαπαθιώτη, που είχαμε καιρό να ιδωθούμε. Ήτανε σαν να είχε χαμένα τα νερά του. Μου παραπονέθηκε για τις δυσκολίες που συναντούσε, για τα βιβλία του, που είχε αναγκαστεί να τα ξεπουλάει, για τον Μήτσο τον Παπανικολάου, που είχε αναλάβει αυτή την εκποίηση και που, στο τέλος, του τα πουλούσε χωρίς να του πηγαίνει ούτε δραχμή, γιατί η ηρωίνη είχε ακριβύνει φοβερά».

Στο διπλό τεύχος της «Νέας Εστίας» που κυκλοφόρησε 1-15 Ιανουαρίου 1944, η αναγγελία του θανάτου του Λαπαθιώτη συνοδεύθηκε από αυτό το ποίημά του:
«Τ’ όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, – και να σβήσω. / 
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου... /
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου – κι όπως ήρθα και θα φύγω
».

Η κηδεία του έγινε λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του με χρήματα που συγκέντρωσαν φίλοι του με έρανο.  


* Ο Γιώργος Τσουκαλάς (1903-1974) ήταν συνοδοιπόρος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη σε αρκετές από τις περιπλανήσεις του, όπως γράφει ο Τσουκαλάς στο βιβλίο του «Κουρασμένος απ’ τον έρωτα», που εκδόθηκε το 1927 από τις εκδόσεις Εκλεκτή Βιβλιοθήκη και επανεκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις Φαρφουλάς. Οι περιγραφές του Τσουκαλά για τον Λαπαθιώτη που περιλαμβάνονται σε αυτό το άρθρο, δημοσιεύθηκαν στη «Νέα Εστία», τον Μάρτιο του 1964. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ