Life in Athens

Urban Lines: Μια διαφορετική βόλτα με το μετρό στο Μέγαρο Μουσικής

Ένας κύριος κοντά στα 70 μπαίνει στο βαγόνι, κατεβάζει τη βελόνα στο γραμμόφωνο κι ο καθένας ονειρεύεται τη δική του ζωή

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
ΤΕΥΧΟΣ 719
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σταθμός Μετρό Μέγαρο Μουσικής

Urban Lines - Μέγαρο Μουσικής: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Για μία πιο interactive αναγνωστική εμπειρία προτείνεται, ενώ διαβάζετε, να ακούτε το πρώτο μέρος της σύνθεσης «Gnossienes» του Erik Satie.

Erik Satie - Gnossiennes 1,2,3 [HQ]


Το μετρό είναι ασφυκτικά γεμάτο αυτή την ώρα. Στέκομαι όρθια και ακουμπάω την πλάτη μου στα διαφημιστικά «παράθυρα». Σήμερα πουλάνε έπιπλα. Προς στιγμήν φαντάζομαι τα βαγόνια στημένα σαν σαλόνια, με μικρά old-fashioned τραπεζάκια και ρετρό πορτατίφ, παλιά τηλέφωνα και ενδιαφέροντα βιβλία που μπορείς να διαβάσεις μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου. Βλέπω ανθρώπους να συζητάνε καθισμένοι σε καναπέδες. Μια κοπέλα να διαβάζει τις σημειώσεις της από την τελευταία διάλεξη και ένα παλικάρι να χαζεύει μια ταινία στο τάμπλετ του, καθισμένο σε μια 60s πολυθρόνα. Μια κυρία να διακοσμεί ένα τραπεζάκι με ένα σεμεδάκι που έφερε απ’ το σπίτι και έναν κύριο να στέκεται διστακτικά σε μια γωνία.

Ξαφνικά διακρίνω στο βάθος έναν κύριο να μπαίνει στο βαγόνι μας. Είναι κοντά στα 70. Τα μαλλιά του πλούσια, άναρχα και ολόλευκα. Φοράει ένα παλιό κοστούμι της δεκαετίας του ’50 το οποίο είναι σε άριστη κατάσταση, σαν να το είχε μόλις αγοράσει. Δεν τον προσέχει όμως κανείς. Κρατάει στα χέρια του ένα γραμμόφωνο. Το ακουμπά απαλά σε ένα από τα ψηλά τραπεζάκια. Οι κινήσεις του είναι αργές, μετρημένες, ήσυχες, σχεδόν αθόρυβες, οριακά αόρατες. Βγάζει ένα βινύλιο από την τσάντα του και το ακουμπά ευλαβικά επάνω. Κατεβάζει τη βελόνα αλλά ο χαρακτηριστικός αυτός ήχος πριν ξεκινήσει η μουσική, η τριβή της βελόνας στα άδεια αυλάκια του δίσκου, δεν είναι αρκετά δυνατός να διαπεράσει τον ήχο του βαγονιού που σχίζει τις ράγες. Η σύνθεση «Gnossienes» του Erik Satie, όμως, είναι.

Η κοπέλα σηκώνει τα μάτια της, το παλικάρι αφήνει το τάμπλετ να πέσει στα πόδια του, η κυρία ισιώνει το φόρεμά της και κοιτά το ρολόι της, ενώ ο κύριος στη γωνία κλείνει τα μάτια του και αφήνει το κεφάλι του να ακουμπήσει πίσω. Κανείς δεν αναρωτιέται. Κανείς δεν απορεί. Κανείς δεν μιλά. Απλά «χάνονται».

Η κοπέλα είναι σπίτι της, κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Δυο χέρια είναι ακουμπισμένα στους ώμους της. Μια κούπα καφέ αχνίζει μπροστά της. Οι ακτίνες του πρωινού ήλιου διαχέονται γλυκά στο δωμάτιο. Δυο χείλη σκύβουν να τη φιλήσουν απαλά στον λαιμό. Τα πόδια της, εμφανή κάτω απ’ το φόρεμά της, ανατριχιάζουν. Το ένα χέρι της μπαίνει στα μαλλιά του συντρόφου της, και το άλλο πιάνει το δικό του και το κατευθύνει στο στέρνο της.

Το παλικάρι βρίσκεται στην αγαπημένη του παραλία. Είναι βράδυ, φθινόπωρο. Κάθεται σε μια πετσέτα, ντυμένος αλλά ξυπόλυτος. Τα πατζάκια του σηκωμένα, τα πόδια του αλμυρά. Βγαίνει από το νερό μια μορφή σκοτεινή και κατευθύνεται προς το μέρος του. Ακούγεται μόνο ο ήχος των βημάτων στα βότσαλα. Η γυμνή αυτή μορφή γονατίζει μπροστά του και του χαμογελά πριν του βρέξει τα χείλη.

Η κυρία είναι στην αυλή ενός σπιτιού στην εξοχή. Ακούγονται τζιτζίκια· είναι καταμεσήμερο. Κρατάει στα χέρια της ένα γράμμα. Το έχει ήδη διαβάσει δεκάδες φορές. Οι εικόνες που περιγράφει ήδη ανεξίτηλες στο μυαλό της, σαν να τις έζησε η ίδια. Αισθάνεται σταγόνες ιδρώτα να γλιστρούν απ’ τους κροτάφους και να διασχίζουν τον λαιμό της. Κάθε μεσημέρι, εδώ και μήνες, φοράει το ίδιο φόρεμα και περιμένει. Από τις 2 μέχρι τις 4. Το πλένει, το ξαναφορά. Έχει φθαρεί πια, τα λουλούδια που το διακοσμούν έχουν ξεθωριάσει. Τα τζιτζίκια σωπαίνουν για μια στιγμή. Αντηχεί μες στο άδειο σπίτι το όνομά της. Η ώρα είναι 15:44.

Ο κύριος είναι μέσα σ’ ένα κινούμενο αυτοκίνητο. Είναι σούρουπο, 27 Νοέμβρη. Η θερμοκρασία έξω φλερτάρει με το μηδέν, όπως και ο χρόνος μέσα σε αυτό. Το οξυγόνο στην καμπίνα ή υπολείπεται, ή είναι υπερβολικό, δεν μπορεί να καταλάβει πια. Οι εικόνες του τελευταίου 48ωρου παίζουν ξανά και ξανά σε μια αέναη λούπα. Τα χρώματα του ουρανού αλλάζουν μπροστά του, ταΐζοντας τις αναμνήσεις του με γεύσεις άγνωστες έως σήμερα. Η σιωπή είναι εκκωφαντικά γεμάτη ευδαιμονία. Απλώνει το χέρι του ψάχνοντας ένα άλλο. Καθώς το βρίσκει τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω απ’ τα δικά της και κουμπώνουν εκεί, σε μια ώρα δίχως ταυτότητα.

Το κομμάτι τελειώνει. Η βελόνα βρίσκεται και πάλι στην άβυσσο του ήχου. Το βινύλιο γυρίζει υπάκουα, αλλά άσκοπα πια. Ο κύριος χαμογελά. Σηκώνει τη βελόνα και την ακουμπά στη θέση της, ανάμεσα σε δυο χρονικές στιγμές. Βάζει το βινύλιο στην τσάντα του, παίρνει το γραμμόφωνο στα χέρια του και αποχωρεί.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ