Life

Ο παππούς

...και το ασυνείδητο

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
76276-153722.jpg

Αποφάσισα να μάθω όσο πιο πολλά για την ιστορία των παππούδων, πριν είναι πολύ αργά. Από όλους ξεχώρισα αυτόν τον παππού. Του άρεσε η κλασική μουσική και τα λουλούδια. Είχαν έναν ολάνθιστο κήπο που τον φρόντιζε όλη η οικογένεια. Πού και πού ερχόταν κι ένας κηπουρός, χωρίς λεφτά, και βοηθούσε στις εργασίες του κήπου.

Ο παππούς, λέει, πολέμησε 11 ολόκληρα χρόνια, από το ’12 μέχρι το ’23, η ιστορία του είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Μία από τις χρονιές των πολέμων, στο Μπιζάνι, παραλίγο να πεθάνει από κρυοπαγήματα. Για καλή του τύχη πέρασε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος πάνω στο άλογο σε μια επιθεώρηση των στρατευμέτων. Αυτό το φαντάρο γιατί τον έχετε πεταμένο; ρώτησε, να τον πάρετε γρήγορα. Ο παππούς σώθηκε χάρη στην εύνοια του βασιλιά και από τότε όλη η οικογένεια ένιωθε ευγνωμοσύνη για το πρόσωπό του, έγιναν βασιλικοί με την καλή έννοια. Ο παππούς είχε ένα μεγάλο γραμμόφωνο που πολύ το αγαπούσε, δύο όλα κι όλα σε όλη την Ελλάδα. Το έβαζε στο καφενείο που είχε στην παραλιακή πλευρά της πόλης και η μουσική αντηχούσε μέχρι τα απέναντι βουνά. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, για να μην το πάρουν οι Γερμανοί, το πήγε στον ξάδελφό του, που ήταν βαρελάς, και το έκρυψαν στον πάτο ενός βαρελιού. Από πάνω έβαλαν κι άλλα βαρέλια και το γραμμόφωνο γλίτωσε. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο παππούς την ημέρα της απελευθέρωσης ήταν να ξεθάψει το γραμμόφωνο. Το πήγε στο καφενείο και έβαλε τέρμα τον εθνικό ύμνο: πανζουρλισμός, ζητωκραυγές, συγκίνηση.

Όποτε έβλεπε φαντάρο, ο παππούς, δάκρυζε και έβαζε εμβατήρια.

Οι παππούδες γεννήθηκαν περίπου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οι δικοί τους γονείς σχεδόν πρόλαβαν τους Τούρκους. Τι είναι το σύγχρονο ελληνικό κράτος; 4-5 γενιές όλες κι όλες… Είναι ωραίο οι ιστορίες να πηγαίνουν από γενιά σε γενιά, όχι μόνο γιατί η ιστορία της οικογένειάς μας είναι και η ιστορία του τόπου μας, αλλά και για έναν άλλο πολύ σημαντικό λόγο. Μελετώντας τις ιστορίες των προγόνων μας γνωρίζουμε πιο πολύ τον εαυτό μας, από πού ερχόμαστε.

Κοιτάω τις φωτογραφίες προσεκτικά. Παρατηρώ τα πρόσωπα.

Την ιστορία των γονιών λίγο πολύ την ξέρουμε, είναι η ιστορία της Κατοχής, του Εμφυλίου και της Μεταπολίτευσης, αριστεροί-δεξιοί, καραμανλικοί-παπανδρεϊκοί. Μετά, είναι και η προσωπική τους ιστορία, πώς μεγάλωσαν, πώς γνωρίστηκαν, πώς έζησαν. Οι γονείς της γενιάς μου και οι πιο πίσω επωμίζονταν ο ένας το βάρος του άλλου μια ζωή· άλλοι ήταν αγαπημένοι, άλλοι όχι· κάποιοι λίγοι χώριζαν. Αυτά, χοντρικά. Γιατί από πίσω τρέχει μια άλλη ιστορία, ελάχιστα ορατή… η ιστορία του ασυνειδήτου. Αυτή κι αν περνάει από γενιά σε γενιά, κι ας την αγνοούμε, είναι μια ιστορία σκοτεινή, η ιστορία των ψυχικών τραυμάτων, των συμπτωμάτων και των ασθενειών.

Αυτό τώρα πώς να το εξηγήσω;

Υπάρχουν ψυχικές διαδικασίες που, αν και ενεργές, παραμένουν κρυφές, διατρέχουν το γενεαλογικό μας δέντρο και διέπονται από την αρχή της επανάληψης. Δηλαδή, τείνουμε να αναπαράγουμε συναισθήματα που μάς πηγαίνουν πίσω, στους πρώτους εκείνους χρόνους που δομούνται οι αρχές και οι κανόνες της ψυχικής μας ζωής, στις πρώτες μας σχέσεις.

Εκεί, τώρα, χρειάζεται φτυάρι. Ανοίγεις μια τρύπα και πας...

Η ιστορία των προγόνων μας σε ένα βαθμό είναι και δική μας. Το υλικό είναι δυσπρόσιτο: απωθημένες επιθυμίες· φόβοι· μύχιες σκέψεις· ανομολόγητα πάθη· δικά τους και δικά μας. Κι έπειτα είναι τα οικογενειακά μυστικά… Κάθε παιδί μεγαλώνει εν μέσω μυστικών, στο βαθμό που έρχεται αντιμέτωπο με λέξεις και συμπεριφορές το νόημα των οποίων δεν μπορεί να καταλάβει. Ό,τι αποκρύβεται, λέγεται πάντοτε διαφορετικά. Τα ασυνείδητα βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν παρακάμπτοντας τις λέξεις.

Η ιστορία της ζωής μας μοιάζει με παλίμψηστο. Η εργασία για να την αποδομήσεις είναι κοπιαστική: ιστορίες, εκ νέου αφηγήσεις, αποκαλύψεις…

Δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποιοι είμαστε αν δεν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε το παρελθόν, τις ιστορίες, τις έξω και τις μέσα, τις φανερές και τις κρυφές. Δεν είναι εύκολο. Η αφήγηση δεν είναι μία αλλά πολλές, όσες και τα πρόσωπα. Όσο για την ιστορία του κάθε προσώπου, έχει κι αυτή ρωγμές, γιατί το εργαλείο μας για να την προσεγγίσουμε, η γλώσσα, είναι πολυσήμαντο και απείρως ικανό για κατασκευές. Η αφήγηση είναι πάντα σε τρίτο πρόσωπο.

Τον παππού που ξεχώρισα δεν τον γνώρισα καν, η ζωή του είναι ένα παζλ που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, μέχρι ένα σημείο. Τα ίχνη του χάνονται στο χρόνο. Ήταν καλός; ρωτάω. Πού έζησε τα παιδικά του χρόνια; Από πού ερχόταν; Σίγουρα του άρεσε η κλασική μουσική;

Κοιτάω τις φωτογραφίες. Είναι στιβαγμένες σε ένα κουτί, μπερδεμένες. Η μαμά κι ο μπαμπάς στην εκκλησία. Τα βαφτίσια. Η παιδική ηλικία. Η αδερφή μου κι εγώ. Το σπίτι των παιδικών χρόνων. Η μαμά νέα κι όμορφη. Εγώ μωρό. Ο μπαμπάς με κοντό παντελονάκι. Η γιαγιά στον ολάνθιστο κήπο. Τα αδέρφια των γονιών. Τα ξαδέλφια. Ο θείος που πέθανε… Οι φωτογραφίες ξυπνούν αναμνήσεις. Το καφενείο του παππού, πλάι στη θάλασσα, που το πήρε ο άλλος θείος. Τα απογεύματα πηγαίναμε και τρώγαμε σιροπιαστά, κανταΐφι και γαλακτομπούρεκο, κάτω από τις μουριές, τα έφτιαχναν οι γυναίκες του σπιτιού. Κι έπειτα παίζαμε στο περιβολάκι, απέναντι. Κάπου θα υπάρχει κι αυτό.

Ψάχνω με μανία στο κουτί το περιβολάκι των παιδικών μου χρόνων.

Το παρελθόν μοιάζει με μαύρο πηγάδι γεμάτο ιστορίες. Οι ιστορίες είναι ό,τι μας έχει απομείνει για να ρίξουμε φως, οι ερωτήσεις στους αμέσως προηγούμενους. Η εργασία για να νοηματοδοτήσουμε εκ νέου τον παρελθόντα χρόνο είναι επίπονη. Ρωτάμε για να καταλάβουμε, τον εαυτό μας πιο πολύ…

Μαμά, τον μπαμπά τον αγαπούσες; 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY