Life

Εικόνες και λέξεις

Τι μπορείς να δεις από πίσω;

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
43894-92068.jpg

Σκηνή πρώτη Στο μετρό, απέναντί μου, ένα αγοράκι στο καρότσι παρέα με τον μπαμπά του, εκείνος όρθιος. Tο βλέμμα του μικρού δείχνει ανήσυχο. Είναι σχεδόν μωρό, όμως κοιτάζει με τον τρόπο των μεγάλων, έντονα, γυρνάει ολόγυρα με τα μεγάλα του μάτια σαν να παρατηρεί, σαν να έχει έγνοιες. Κρατάει σφιχτά με τα μικρά του δαχτυλάκια την υφασμάτινη μπάρα του καροτσιού, το όριό του με τον κόσμο, σηκώνει τη μικρή του πλάτη και στρέφει αργά το κεφάλι σε διάφορες κατευθύνσεις. Ο συνοδός του το αγγίζει σαν να θέλει να του υποδηλώσει παρουσία, ότι δεν είναι μόνο σ’ αυτή τη ζωή, κάπως αδέξια όμως, σαν να μην ξέρει ακριβώς πώς, σαν να είναι πρωτάρης με ένα πλάσμα σαν κι αυτό, με αγάπη πάντως.

Εσύ μένεις να το κοιτάς. Τι μπορείς να δεις; Να του έχει συμβεί κάτι ή μήπως είναι η φύση του τέτοια, επίμονη και μελαγχολική; Τι μπορείς να σκεφτείς την ώρα που το τρένο ξαφνικά αναπτύσσει ιλιγγιώδη ταχύτητα, σαν να φτάνει στα όριά του, και νιώθεις έναν ασυνείδητο φόβο μήπως εκτροχιαστεί τα λίγα δευτερόλεπτα που ο θόρυβος γίνεται εκκωφαντικός;

Ένα τέτοιο πλάσμα σε ένα τέτοιο μέρος, τρυφερό και παράταιρο, κοιτάζει εξερευνητικά χωρίς ούτε μισό χαμόγελο. Κι είναι η αντίθεση μεγάλη, γιατί οι άνθρωποι στο μετρό στέκονται βουβοί, με το βλέμμα ακίνητο και ξεχασμένο. Όμως, τα λιγοστά εκείνα δευτερόλεπτα που το τρένο γρυλλίζει τα μάτια του μωρού ανοίγουν ορθάνοιχτα και γεμίζουν το βαγόνι, σαν να βυθίζονται σε μαύρη τρύπα...

Κοίτα με λίγο, κοίτα με. Είμαι κι εγώ εδώ. Σε βλέπω.

Στέκεται λίγο πάνω μου κι ύστερα φεύγει, συνεχίζει να παρατηρεί με τα μεγάλα του μάτια, να χάνεται. Κι όμως ποτέ δεν θα θυμάται ετούτη τη στιγμή, ποτέ δεν θα φτάσει τόσο πίσω να ανακαλέσει το δικό μου βλέμμα, μα ούτε το θόρυβο, τις μυρωδιές, την απουσία, τον αποχωρισμό. Γιατί τίποτα από ό,τι υπήρξε δεν ξαναγίνεται.

Τι τρομερή και θλιβερή η ματιά του παιδιού που χάσαμε...

Ο θόρυβος καταλαγιάζει. Το τρένο δεν εκτροχιάζεται, συνεχίζει την πορεία του μέχρι την επόμενη στάση, όπως η ζωή μας, αφήνοντας στο παρελθόν κάθε στιγμή που ζήσαμε. Κι εμείς ξεχνάμε. Και προχωράμε. Και είναι εκεί που μπαίνουν τα θεμέλια και χτίζεται ο κόσμος μας, στα πρώτα εκείνα χρόνια τα τρυφερά σαν μίσχοι λουλουδιών. Οι ιστορίες επαναλαμβάνονται κι οι πρώτες πράξεις του δράματος παίζονται ξανά και ξανά.

Πες μου, όμως, τι μπορείς να δεις εκεί πίσω;

Σκηνή δεύτερη «Νόμιζα πως είχα μεγαλώσει», μου είπε με μάτια βουρκωμένα και με φωνή που τρέμει, «νόμιζα πως όλα τα είχα λύσει, τακτοποιήσει, η αφελής, με μένα πιο πολύ θυμώνω. Ξέρεις πώς είναι, η μητέρα αντανακλά τη ζεστασιά, τη θαλπωρή, μια ζεστή αγκαλιά που θα σε παρηγορήσει. Ο πατέρας είναι η δύναμη, η προστασία, το δέντρο που κάτω απ’ τη σκιά του θα μείνεις να προστατευθείς από την καταιγίδα. Νόμιζα πως τον είχα συγχωρήσει, πως ήταν εκεί για μένα, η αφελής...»

Είναι η άμυνά μας. Χτίζουμε μια εικόνα, τι περιμένουμε από τους άλλους, πώς θα τους θέλαμε. Έπειτα η εικόνα θρυμματίζεται και μένουμε με το παράπονο. Τα θέματα των πρώτων χρόνων ποτέ δεν τα τακτοποιείς εντελώς. Ο χρόνος κυλάει, φεύγει και χάνεται, μα όταν το παρελθόν επιστρέφει είμαστε ευάλωτοι.

Η ενηλικίωση κρύβει παγίδες, τα πράγματα γίνονται κάπως οριστικά. Κι όμως, η αναζήτηση οφείλει να διαρκέσει. Η ιστορία μας... Πώς φτάσαμε ως εδώ. Τι έγινε τότε. Κάτι να θυμηθούμε από παλιά, την καταγωγή ενός αισθήματος. Τις δυο φιγούρες που κράτησαν στα χέρια τους τη μοίρα μας· το παράστημά τους, τα σημάδια της δικής τους ζωής. Ένα περιστατικό από όταν ήμασταν μικροί, μια θαμπή ανάμνηση, μια επανάληψη μέσα στα χρόνια.

Κάθε τι μέσα μας έχει μια ιστορία. Η ιστορία μας, όμως, δεν έχει μόνο μία αφήγηση. Όπως συμβαίνει συνήθως, έτσι κι εδώ τα πράγματα επιδέχονται πάνω από μία ερμηνείες. Το παρελθόν είναι φτιαγμένο από αφηγήσεις, από παλιές φωτογραφίες στιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη, στριμωγμένες σε κουτιά στουμπηγμένα σε ντουλάπια, ένα παλίμψηστο καλυμένο με πέπλα μυστηρίου που οδηγούν σε χρόνους παρελθόντες. Το οικογενειακό μας δέντρο είναι παρόν στα κύταρά μας κι οι ιστορίες των προγόνων μας κείτονται πλάι στη δική μας. Η μνήμη λειτουργεί επιλεκτικά, διαλέγει τι θα θυμάται. Στα υπόλοιπα, τα δύσκολα, δίνει μια και τα σπρώχνει στο σκοτάδι. Μα κι αυτό πρόσκαιρο είναι, όπως όλα... Γι’ αυτό σκέψου, θυμήσου. Ψάξε ξανά τις λέξεις, βρες άλλες.

Η ιστορία της ζωής μας δεν είναι μία, αλλά πολλές.

Σκηνή τρίτη «Είσαι πολύ ευαίσθητη», λέει, «καταλαβαίνεις πολλά».

Η συμφιλίωση είναι ένα κλειδί, μα παίρνει χρόνο, θέλει κόπο. Θέλει μάτια που βλέπουν. Δεν θέλει ματαιοδοξία, ναρκισσισμό. Θέλει καλοσύνη και θάρρος. Να μη φοβηθείς να τσαλακώσεις την εικόνα σου, να μη διστάσεις να εξερευνήσεις τη δύναμή σου. Να μην τρομάξεις με ό,τι βρεις. Είναι οι ευαίσθητοι άνθρωποι που αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, επιδεικνύοντας μια μορφή αλληλεγγύης. Απέναντι στους άλλους, δείχνουν κατανόηση.

Ευαισθησία σημαίνει να είσαι ανοιχτός σε μια εικόνα, να μην την προσπερνάς. Και με τις λέξεις, να μπορείς να βλέπεις πίσω από αυτές, όσα κρύβουν, να μην τις εκβιάζεις. Ακόμα και σε αυτή την ίδια τη σιωπή, ακόμα και στο χειμαρρώδη λόγο, τον φλύαρο. Μερικές φορές μιλάμε και δεν λέμε τίποτα, ο ήχος της φωνής σκεπάζει την αμηχανία μέσα μας. Κι άλλες φορές μένουμε σιωπηλοί. Ο καθένας διαλέγει πόσο θα μιλήσει, τι θα πει. Είναι κι οι φορές που τα λόγια μάς επιβάλλονται, βγαίνουν από μόνα τους, χωρίς να ρωτήσουν...

Οι άνθρωποι λένε τόσα, όσα. Τα υπόλοιπα πρέπει να τα καταλάβει κανείς μόνος.

Τα λόγια κρύβουν απωθημένα, ανάγκες, συναισθήματα. Είναι η βιτρίνα. Τα δικά σου και των άλλων. Θέλουν πείσμα και κοφτερή λεπίδα, να τα αποδομήσεις, να τα φτιάξεις από την αρχή, μια διαδικασία σύνθεσης και κατανόησης των πραγμάτων. Καλύτερα να είναι κανείς καχύποπτος με τη γλώσσα, υποψιασμένος. Τα μάτια αποκαλύπτουν πιο πολλά. Οι χειρονομίες. Η ένταση της φωνής. Ο επιτονισμός. Τα χέρια που τρέμουν. Το ανεπαίσθητο μάγκωμα των χειλιών. Η γλώσσα του σώματος δεν λέει εύκολα ψέματα.

Η άλλη, ναι, μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Λειτουργεί ανεξάρτητα, με δόλο ή χωρίς. Δεν υπολογίζει τίποτα, κανένα εμπόδιο, μα ούτε περιορισμό. Βάζει τις λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη, φτιάχνει προτάσεις, τις αρθρώνει, υψώνει τον τόνο της φωνής. Είναι άπειρη, παντοδύναμη, φτιάχνει πραγματικότητες, μέσα κι έξω. Και αλήθεια να λέει, την πιστεύεις;

Να, κοίτα, μπορώ να σου φτιάξω μια πρόταση, οποιαδήποτε, μπορώ. ........

Εσύ; Μπορείς να δεις από πίσω; Τι βλέπεις;


Η Pina Baous, με το μοναδικό της βλέμμα, ανέδειξε τη γλώσσα του σώματος όσο λίγοι.


Το πολύ ωραίο soundtrack από την ταινία «Pina» του Wim Wenders για την Pina Bausch. Ακούστε το δυνατά.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY