Πολιτικη & Οικονομια

Παράλληλοι κόσμοι της ελληνικής πραγματικότητας

Η ασφάλεια, η νομιμότητα και η εύρυθμη λειτουργία του δημοσίου δεν εξασφαλίζονται με ψηφιακούς ή τεχνοκρατικούς καλλωπισμούς επάνω σε ανύπαρκτα δομικά θεμέλια

kalamanti-sofia.jpg
Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 912
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους
© ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ / EUROKINISSI

Τραγωδία Τεμπών - γυναικοκτονία Κυριακής Γρίβα έξω από το ΑΤ Αγ. Αναργύρων: Η λειτουργία του δημοσίου, η εργαλειοποίηση του πόνου, η πολιτική διαχείριση

Η τραγωδία των Τεμπών και η πρόταση δυσπιστίας

Τις τελευταίες εβδομάδες βιώσαμε δύο παράλληλες και αντιφατικές πραγματικότητες μέσω της ελληνικής επικαιρότητας. Η πρώτη πραγματικότητα ξετυλίχθηκε στους μικροπολιτικούς διαξιφισμούς των κομμάτων στο ελληνικό κοινοβούλιο. Μία πρόταση δυσπιστίας, η τέταρτη που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έφερε μαζί της μία συζήτηση σε υψηλούς τόνους στη Βουλή για την τραγωδία των Τεμπών. Τα Τέμπη έχουν ούτως ή άλλως πάψει εδώ και καιρό να αποτελούν ζήτημα ουσίας στη δημόσια σφαίρα, έχοντας εξελιχθεί σε ένα εργαλειοποιημένο σύμβολο πόνου. Η φρικτή εικόνα των συντριμμιών των δύο αμαξοστοιχιών έγινε σταδιακά το πεδίο μάχης μίας ιδεολογικής –και καθόλου ορθολογικής– διελκυστίνδας, την οποία ο κάθε πολιτικός παίκτης τραβάει προς τη μεριά που τον συμφέρει στρατηγικά, δίχως να ενδιαφέρεται για το αν θα αποδοθεί δικαιοσύνη και θα υπάρξει πραγματική διαφάνεια στην υπόθεση. Αρκεί ο ένοχος να είναι ο «σωστός» από άποψη τακτικής. Στην πρόταση δυσπιστίας ακούστηκαν διάφοροι αναμενόμενοι λεονταρισμοί, δίχως ουσιαστικές προτάσεις, δίχως σημαίνουσες παρεμβάσεις προκειμένου να μην επαναληφθεί αντίστοιχο δράμα και να υπάρξει εξυγίανση τόσο του σιδηρόδρομου, όσο και των ελληνικών ΜΜΜ συνολικά.

Η αντιπολίτευση είναι ολίγιστη από κάθε άποψη, τίποτε ουσιαστικό δεν προσφέρει με τις παρεμβάσεις της και ουδόλως ασκεί εποικοδομητική κριτική ή άλλου είδους παραγωγικό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Μοναδικός στόχος η επίμονη προσπάθεια για επιστροφή στην τοξικότητα των μνημονιακών χρόνων, η δημιουργία μίας διαιρετικής τομής που θα περιχαρακώσει από τη μία τις προσωποπαγείς συστημικές δυνάμεις του «κατεστημένου» και των «συμφερόντων» και από την άλλη τους εναλλακτικούς, δήθεν επαναστατικούς και ανεξάρτητους σχηματισμούς. Στην πραγματικότητα οι σχηματισμοί αυτοί δεν έχουν τίποτε περισσότερο να προσφέρουν από αντικαθεστωτικό λαϊκισμό, γενικόλογες υποσχέσεις και εναντίωση στις απανταχού «ελίτ».

Η ιδέα της «παλιάς Ελλάδας» που πρέπει να αφήσουμε πίσω κοιτώντας στον καθρέφτη της αυτοκριτικής είναι ένα επικοινωνιακό μοτίβο που αξιοποιείται σταθερά από τους κυβερνητικούς κύκλους

Από τη μεριά της, η κυβέρνηση φαίνεται να προσφεύγει σταθερά στο διαλεκτικό σχήμα που χαρίζει ευκολότερη ουδετεροποίηση των ευθυνών για αδράνειες και αστοχίες, που έρχονται κάθε τόσο στην επιφάνεια. Η ιδέα της «παλιάς Ελλάδας» που πρέπει να αφήσουμε πίσω, η απόφαση να τα βάλουμε με τον «κακό μας εαυτό» κοιτώντας τον κατάματα στον καθρέφτη της αυτοκριτικής, είναι ένα επικοινωνιακό μοτίβο που αξιοποιείται σταθερά από τους κυβερνητικούς κύκλους, ώστε να μην εξειδικευτεί το πρόβλημα σε λάθη και παραλείψεις κυβερνητικών παραγόντων. Η πολιτική ευθύνη υπογραμμίζεται βεβαίως πως έχει τη σημασία της για την κυβέρνηση, σταματάει ωστόσο κι αυτή ανήμπορη όταν συναντάει μπροστά της το γραφειοκρατικό, παλαιοκομματικό  και συνδικαλιστικό Λεβιάθαν της ελληνικής πραγματικότητας. Αυτό το αφήγημα είναι πρακτικό, αλλά έχει μία λειτουργική ημερομηνία λήξης και μία κυβέρνηση σχεδόν πενταετίας οφείλει σίγουρα να το γνωρίζει καλά.

Η γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα και τα πρωτόκολλα ασφαλείας της αστυνομίας

Η δεύτερη πραγματικότητα, απολύτως αποξενωμένη από την κομματική φούσκα των πολιτικών παιγνίων, ξεσκεπάστηκε άγρια την προηγούμενη εβδομάδα με την υπόθεση της 28χρονης Κυριακής Γρίβα. Η γυναίκα δολοφονήθηκε μπροστά στο αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων, στην προσπάθειά της να ακολουθήσει ένα πρωτόκολλο ασφαλείας, μία διαδρομή κινήσεων και αποφάσεων που υποτίθεται πως θα την προστάτευαν από τον διώκτη της. Η προσπάθειά της όμως συνάντησε φράγμα: ένα υποστελεχωμένο αστυνομικό τμήμα, αποτελούμενο από έναν ειδικό φρουρό καταδικασμένο για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και μία αξιωματικό νεαρή σε ηλικία, που πιθανώς ερχόταν αντιμέτωπη για πρώτη φορά με ανάλογης σοβαρότητας περίπτωση.

Το περιπολικό δεν ήταν διαθέσιμο για να τη συνοδέψει στην ασφάλεια και επιστρατεύτηκε η κλήση στο 100. Ο τηλεφωνητής στην άλλη άκρη της γραμμής είναι φανερό από το ηχητικό της συνομιλίας πως δεν είχε εκπαιδευθεί διόλου στην αξιολόγηση του βαθμού του επείγοντος, ούτε στη διαχείριση περιστατικών που απαιτούν άμεση λήψη αποφάσεων. Αντιθέτως, η ατσούμπαλη πληκτρολόγηση σε κάποιον υπολογιστή –πιθανώς 15ετίας από τα χοντρά πλήκτρα που ακούγονται– μαρτυρά πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος αντιμετώπιζε τη δουλειά του όχι ως ένα πρωτόκολλο κινήσεων που σώζει ζωές, αλλά ως μία τυπική γραφειοκρατική συνδιαλλαγή οποιασδήποτε άλλης διοικητικής υπηρεσίας του δημοσίου.

«Χάνομαι» είναι μία από τις τελευταίες φράσεις που ψελλίζει ασυναίσθητα στο τέλος της κλήσης η Κυριακή Γρίβα, όταν συνειδητοποιεί με απόγνωση πως αντικρίζει μπροστά της τον δολοφόνο της να έρχεται προς το μέρος της. Η νεαρή γυναίκα ξεψυχά λίγα μέτρα από το αστυνομικό τμήμα, μπροστά σε μία υπηρεσία που απέτυχε παταγωδώς να την προστατέψει από μία δηλωμένη με κάθε μέσο απειλή. Χάθηκε η Κυριακή Γρίβα και μαζί της χάθηκε και η ψευδαίσθηση πως ο «εκσυγχρονισμός» και η «μεταρρύθμιση» μπορούν να χρησιμοποιούνται ως κούφιες λέξεις. Διότι η ασφάλεια, η νομιμότητα και η εύρυθμη λειτουργία του δημοσίου δεν εξασφαλίζονται μονομερώς με ψηφιακούς ή τεχνοκρατικούς καλλωπισμούς επάνω σε ανύπαρκτα δομικά θεμέλια, ούτε με ισχνούς, φοβικούς μηχανισμούς αξιολόγησης προσώπων και υπηρεσιών.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ