Πολιτικη & Οικονομια

Βουβές εκλογές και χωλή αυτοδιοίκηση

Η αυτοδιοίκηση εξακολουθεί να παραμένει, κοινωνικά, οικονομικά και επιχειρησιακά καθηλωμένη λόγω του ασφυκτικού ελέγχου που της ασκεί η κεντρική κυβέρνηση

89182-200292.jpg
Παναγιώτης Καρκατσούλης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στιγμιότυπο από την ψηφοφορία για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές σε εκλογικό τμήμα της Αθήνας, Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023.
© ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI

Αυτοδιοικητικές και Περιφερειακές εκλογές 2023: Σχόλιο για την ποδηγέτηση της αυτοδιοίκησης από την κεντρική κυβέρνηση.

Στην πορεία προς τις αυτοδιοικητικές εκλογές παρατηρούμε το παράδοξο χιλιάδες άνθρωποι να εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη συμμετοχή τους σε μια διαδικασία της οποίας η κατάληξη δεν έχει τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανταπόδοση της επένδυσής τους. 

Η αυτοδιοίκηση εξακολουθεί να παραμένει, κοινωνικά, οικονομικά και επιχειρησιακά καθηλωμένη λόγω του ασφυκτικού ελέγχου που της ασκεί η κεντρική κυβέρνηση. Ο έλεγχος αυτός δεν είναι ο επιβεβλημένος έλεγχος απόδοσης των πόρων που χορηγούνται στην αυτοδιοίκηση από την κεντρική κυβέρνηση αλλά έλεγχος χειραγώγησης και υποταγής στις πολιτικές προτεραιότητες του κέντρου διακυβέρνησης.

Είναι αποκαλυπτικά όσα περιλαμβάνονται στη μελέτη του ΚΕΦιΜ για την οικονομική αποδοτικότητα των Δήμων. Σ’ αυτήν αναφέρεται ότι οι δήμοι παρουσιάζουν μικρή οικονομική αυτοτέλεια, αφού τα έσοδά τους προέχονται κυρίως από την κρατική επιχορήγηση. Κατά μέσο όρο, μόνο το 36% των συνολικών τους εσόδων προέρχονται από ίδια έσοδα. Το 2021 κανένας Δήμος δεν κατάφερε να τηρήσει τον προϋπολογισμό του σε ποσοστό άνω του 80%, ενώ μόνο το 27% κατάφερε να τον τηρήσει σε ποσοστό άνω του 50%.

 Ίσως η πιο χαρακτηριστική αποτύπωση της συνεχιζόμενης πρακτικής για την ποδηγέτηση της αυτοδιοίκησης από την κεντρική κυβέρνηση είναι η λεγόμενη «μεταφορά αρμοδιοτήτων».

Με δεδομένο ότι δεν υπήρξε ούτε υπάρχει ουσιαστική συμμετοχή των συλλογικών οργάνων της αυτοδιοίκησης στην απονομή ή κατανομή αρμοδιοτήτων, αφού αυτές απονέμονται από την κεντρική κυβέρνηση κατά το δοκούν, χωρίς να προηγείται διάλογος ούτε ως προς την φύση τους ούτε και ως προς την οργάνωση της μεταφοράς τους, είναι εύλογα το κενά και οι παραλείψεις κατά την εφαρμογή τους.

Κι αν αυτό συνιστά μια αντι-δεοντολογική πρακτική στις σχέσεις των επιπέδων διοίκησης, η άτακτη και τυχαία, εν πολλοίς, μεταφορά αρμοδιοτήτων από κάθε υπουργείο που κρίνει ότι αυτές πρέπει να ασκηθούν στο αυτοδιοικητικό επίπεδο, δημιουργεί μεγάλα προβλήματα αποσπασματικότητας, επικαλύψεων και αδυναμίας συντονισμού. Ούτε λόγος, βεβαίως, για στρατηγικό σχεδιασμό ή έστω έναν αξιοπρεπή προγραμματισμό. Η διοίκηση ασκείται μέρα τη μέρα, βλέποντας και κάνοντας.

Οι πολεοδομικές αρμοδιότητες, για παράδειγμα, που μεταφέρθηκαν ονομαστικά στους Δήμους το 2021, δεν συγκροτούν το αντικείμενο μιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Αιωρούνται αναζητώντας μια πρόσφορη δομή. Όπου υπήρχαν επαρκώς λειτουργούσες τεχνικές υπηρεσίες αυτές ενσωματώθηκαν στις ήδη ασκούμενες, ενώ σ’ άλλους Δήμους που η τεχνική υπηρεσία είτε ελλείπει είτε είναι υποστελεχωμένη έμειναν στα χαρτιά και δεν εφαρμόζονται.

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την μεταφορά υγειονομικών αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στην άσκηση κυρώσεων σε επαγγελματίες υγείας όπως και με τις αρμοδιότητες του πρωτογενούς τομέα (γεωργία-αλιεία) που εκχωρήθηκαν στους Δήμους από το υπουργείο Γεωργίας. Οι περισσότεροι Δήμοι δεν διαθέτουν τμήμα δημόσιας υγείας ούτε τμήματα αγροτικής παραγωγής. Αποτέλεσμα της άγνοιας και της μη διαδραστικής επικοινωνίας είναι οι Δήμοι να μην μπορούν να ασκήσουν τις αρμοδιότητες αυτές και ο νομοθέτης να αναγκάζεται να παρατείνει τον χρόνο άσκησής τους, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, έως και δέκα (10) φορές!

Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει και η μεταφορά αρμοδιοτήτων χωρίς την κοστολόγηση της άσκησής τους με αποτέλεσμα ακόμη κι όταν υπάρχουν οι δομικές προϋποθέσεις άσκησής τους, αυτές να μην μπορούν να  εφαρμοστούν επειδή δεν υπάρχουν οι αναγκαίοι πόροι. Η δραματική μείωση των κεντρικών αυτοτελών πόρων, στα χρόνια των μνημονίων, είχε ως συνέπεια την αδυναμία άσκησης πολλών από τις αρμοδιότητες που μετέφερε το πρόγραμμα «Καλλικράτης» στους ΟΤΑ.

Μια εξίσου προβληματική περιοχή που απειλεί την βιωσιμότητα των ΟΤΑ είναι οι προσλήψεις και η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Κατ’ ουσίαν οι υπάλληλοι των ΟΤΑ εξαρτώνται από την κεντρική κυβέρνηση και το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού προσλαμβάνονται και εξελίσσονται με αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης. Αντί να προσαρμοστεί το σύστημα διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού στις ιδιαιτερότητες των Δήμων, προσαρμόζονται οι Δήμοι στην ισοπεδωτική, αντι-αναπτυξιακή και γραφειοκρατική λογική του Υπαλληλικού Κώδικα.

Το άκαμπτο και απολύτως αντιπαραγωγικό σύστημα διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού αποστερεί τους εργαζόμενους στους ΟΤΑ από τον ψυχικό δεσμό με την περιοχή τους, δηλαδή, από το σημαντικότερο κίνητρο απόδοσης που έχει ένας εργαζόμενος σ’ έναν Δήμο. Ατύπως,  αναπτύσσονται σχέσεις μεταξύ των πολιτών και των υπαλλήλων που τους επιτρέπουν να παρακάμπτουν σιωπηρά πολλές από τις αγκυλώσεις της κεντρικής γραφειοκρατίας.

Η μεταχείριση της αυτοδιοίκησης είτε μέσα από το σύστημα εκχώρησης αρμοδιοτήτων είτε μέσα από το αποστεωμένο σύστημα διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού αντανακλούν την εδραιωμένη πεποίθηση της κεντρικής κυβέρνησης ότι η αυτοδιοίκηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας «εκτελεστικός μηχανισμός». Αυτό βρίσκεται στον αντίποδα των σύγχρονων διοικητικών και οργανωσιακών προσεγγίσεων που αντιμετωπίζουν την αυτοδιοίκηση ως τμήμα ενός δικτύου διακυβέρνησης και τις τοπικές πολιτικές ως διακριτή κατηγορία εντός ενός ομόκεντρου κύκλου δημοσίων πολιτικών με κοινές στοχεύσεις.

Εν κατακλείδι, η αδυναμία των ΟΤΑ να απογαλακτιστούν από τον εναγκαλισμό της κεντρικής κυβέρνησης έχει ως αποτέλεσμα τόσο την καχεκτική ανάπτυξή τους όσο και την συνεχιζόμενη αδυναμία παροχής ποιοτικών υπηρεσιών στους πολίτες. Οι πρόσφατες εικόνες από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες αποτυπώνουν και την διοικητική αβελτηρία των τοπικών Αρχών να συνδράμουν τις προσπάθειες των πολιτών για την όποια περιστολή των δραματικών επιπτώσεων των καταστροφών. 

Στο ιδιαιτέρως βεβαρημένο περιβάλλον των δημοσίων διοικήσεων, κεντρικών και τοπικών, λόγω των συνεχών και πολλαπλών κρίσεων και καταστροφών, η μεταρρύθμιση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας των ΟΤΑ καθίσταται επιτακτική.

Δυστυχώς δεν διαγράφεται κανένας καλός οιωνός γι’ αυτό, ειμή μόνον η αύξουσα κινητοποίηση των ίδιων των πολιτών. Η χειραφέτησή τους μπορεί, ωστόσο, να οδηγήσει στη μεταρρύθμιση και τον μετασχηματισμό των ΟΤΑ από χωλά διοικητικά μορφώματα σε επιτυχημένες δημόσιες οργανώσεις.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ