Πολιτικη & Οικονομια

Απλή αναλογική ή υπεραπλούστευση της Δημοκρατίας;

Μια ποιοτική σύγκριση μεταξύ απλής και ενισχυμένης αναλογικής, ιδίως ως προς δύο βασικά στοιχεία: τον δημοκρατικό χαρακτήρα τους και τη δυνατότητά τους να δίνουν σταθερές κυβερνήσεις.

Βασίλης Καραμητσόπουλος
Βασίλης Καραμητσόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Απλή αναλογική ή υπεραπλούστευση της Δημοκρατίας;
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI

Απλή και ενισχυμένη αναλογική: Μια σύγκριση των δύο συστημάτων

Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου, όπως είναι γνωστό, θα διεξαχθούν με διαφορετικό εκλογικό σύστημα από αυτό που ίσχυσε στις τελευταίες εκλογές. Σε αυτές είχε εφαρμοστεί το σύστημα απλής αναλογικής που είχε θεσπιστεί επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2016, ενώ στις επόμενες θα ισχύσει για πρώτη φορά ένα σύστημα κατ’ αρχήν ενισχυμένης αναλογικής, με κλιμακωτό bonus εδρών, βάσει του νόμου που ψηφίστηκε το 2020 επί κυβέρνησης ΝΔ.

Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά στον δημόσιο διάλογο για τα δύο αυτά συστήματα (απλή και ενισχυμένη αναλογική, στις διάφορες παραλλαγές τους), ωστόσο η σπάνια ιστορικά περίπτωση (μοναδική στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία) να εφαρμόζονται στη διάρκεια περίπου ενός μήνα δύο διαφορετικά εκλογικά συστήματα, προσφέρεται για μια ποιοτική σύγκριση μεταξύ τους, ιδίως ως προς δύο βασικά στοιχεία: τον δημοκρατικό χαρακτήρα τους και τη δυνατότητά τους να δίνουν σταθερές κυβερνήσεις.

Η γνώμη μου είναι ότι τα δύο αυτά στοιχεία δεν είναι αλληλοσυγκρουόμενα. Ένα σύστημα -όπως η ενισχυμένη αναλογική- που υποβοηθά τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης, είτε αυτοδύναμης, είτε συνεργασίας με κορμό το κόμμα που λαμβάνει τη σχετική πλειοψηφία, δεν είναι λιγότερο δημοκρατικό από ένα σύστημα απόλυτης αντιπροσώπευσης που αντιστοιχίζει ευθέως την αναλογία ψήφων στην επικράτεια με την αναλογία εδρών στο κοινοβούλιο. Σε αντίθεση ίσως με ό,τι είναι ευρέως διαδομένο, η πλήρης αντιπροσωπευτικότητα δεν είναι κατ’ ανάγκη πιο δημοκρατική. Όπως, αντίστοιχα, ο σχηματισμός κυβέρνησης από το κόμμα που επιλέγουν οι περισσότεροι, δεν είναι ένας αναγκαίος συμβιβασμός εις βάρος της Δημοκρατίας, αλλά ανήκει αυτοτελώς στον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το ίδιο το Σύνταγμα εξάλλου αναγνωρίζει ρητά την αξία της κυβερνητικής σταθερότητας (αρ. 41 Σ).

Η απόλυτη αντιπροσωπευτικότητα δεν είναι αναγκαστικά δημοκρατικότερη

Η απλή αναλογική πάσχει ακριβώς στο σημείο όπου υποτίθεται ότι υπερτερεί, τον δημοκρατικό χαρακτήρα, καθώς πολύ συχνά στερεί από το κόμμα που επέλεξαν οι περισσότεροι πολίτες τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση, ακόμα κι αν αυτό συγκεντρώνει στην κάλπη ποσοστά που πλησιάζουν την απόλυτη πλειοψηφία. Στο όνομα της απόλυτης αντιπροσωπευτικότητας, πέραν του ότι συχνά οδηγεί σε ακυβερνησία, πολλές φορές επιβάλλει συνεργασίες μεταξύ κομμάτων που κανένας ψηφοφόρος δεν θέλησε. Μάλιστα, όταν ένα σημαντικό ποσοστό των κομμάτων αρνούνται να μετάσχουν σε οποιονδήποτε κυβερνητικό συνασπισμό (φαινόμενο όχι σπάνιο στην πατρίδα μας), η απλή αναλογική δημιουργεί τις συνθήκες ώστε το μόνο ρεαλιστικό σενάριο να είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης απ' το πρώτο και το δεύτερο κόμμα. Μια κατάσταση που εν τέλει απογυμνώνει τις εκλογές από  τη βασική τους λειτουργία , τη δυνατότητα αποδοκιμασίας του κυβερνώντος κόμματος. Οι εκλογές καθίστανται έτσι μια διαδικασία μέσω της οποίας απλώς αλλάζει το ποσοστό συμμετοχής των ίδιων κομμάτων στην εξουσία. Αλλά ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν είναι αναγκαία η σύμπραξη των δύο μεγάλων κομμάτων, πόσο δημοκρατικό είναι ένα κόμμα που συγκεντρώνει π.χ. 40% να είναι όμηρος ενός διαρκούς veto ενός κόμματος του 4%, το οποίο de facto θα έχει δυσανάλογα μεγαλύτερη ισχύ από την εκλογική του επίδοση και θα μπορεί να επιβάλλει τη δική του ατζέντα;

Οι αδυναμίες αυτές της απλής αναλογικής συχνά κατορθώνουν να αυξάνουν αντί να μειώνουν την πόλωση και να ωθούν τους ψηφοφόρους να επιλέξουν με βάση κυρίως το κριτήριο της κυβερνησιμότητας, αντί να εκφράσουν τη γνήσια προτίμησή τους. Το αποτέλεσμα συχνά είναι να περιορίζεται, αντί να αυξάνεται, η πολυφωνία στο κοινοβούλιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις τρεις εκλογές της περιόδου 89-90 τα δύο μεγάλα κόμματα αθροιστικά συγκέντρωσαν μέχρι και 87% των ψήφων στην επικράτεια. Αν ίσχυε, μάλιστα, τότε, το όριο του 3%, τα κοινοβουλευτικά κόμματα που θα κατόρθωναν να μπουν στη Βουλή θα ήταν μόλις τρία (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ). Ακόμη, δεν θα ήταν υπερβολή να υποθέσουμε ότι αν οι πρόσφατες εκλογές του Μαΐου 2023 δεν τελούνταν με τη σιγουριά ότι στις επόμενες θα ισχύσει ενισχυμένη αναλογική, πιθανώς δεν θα προέκυπτε πεντακομματική αλλά τετρακομματική Βουλή.

Το ότι ο βαθμός αντιπροσωπευτικότητας στο κοινοβούλιο δεν αποτελεί μέτρο της δημοκρατικότητας ενός συστήματος φαίνεται και από το γεγονός ότι σε αρκετές χώρες στον κόσμο -και μάλιστα σε ισχυρές και ανεπτυγμένες δημοκρατίες- δεν ισχύουν καν αναλογικά συστήματα αλλά πλειοψηφικά: στην τυπική τους μορφή, αυτά τα συστήματα δίνουν όλες τις έδρες μιας εκλογικής περιφέρειας στο κόμμα που πλειοψηφεί (σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και με σχετική πλειοψηφία). Κανείς δεν μπορεί σοβαρά να υποστηρίξει ότι, για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο, η χώρα με την μεγαλύτερη κοινοβουλευτική παράδοση, έχει ελλιπή δημοκρατία επειδή δεν έχει αναλογικό εκλογικό σύστημα. Και αυτό παρόλο που το εν λόγω σύστημα μπορεί, για παράδειγμα, να δώσει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε κόμμα που δεν έχει κερδίσει την λεγόμενη λαϊκή ψήφο. Αλλά και στην Ελλάδα, τα αναλογικά εκλογικά συστήματα είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος εκλογικού νόμου, «από τις 53 γνήσιες εκλογικές αναμετρήσεις από το 1843 μέχρι το 2019, οι 45 έχουν γίνει με πλειοψηφικό και μόλις 8 με -οποιασδήποτε μορφής- αναλογικό, καταδεικνύοντας αφενός την έλλειψη ανάγκης για υιοθέτηση αναλογικού συστήματος και αφετέρου τον ορατό κίνδυνο ακυβερνησίας».

Το ισχύον εκλογικό σύστημα είναι πολύ αναλογικό, παρά το bonus

Ακόμη πάντως και αν θεωρήσουμε ότι ο υψηλός βαθμός αντιπροσωπευτικότητας είναι απαραίτητος, το νέο εκλογικό σύστημα αποτελεί σίγουρα βελτίωση σε σχέση με το παρελθόν. Η θέσπιση κλιμακωτού bonus, από 20 έως 50 έδρες, που θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά στις προσεχείς εκλογές του Ιουνίου, μειώνει σημαντικά την απόκλιση μεταξύ του ποσοστού ψήφων που λαμβάνει κάθε κόμμα στην επικράτεια και του ποσοστού εδρών που θα λάβει στη Βουλή. Με το νέο σύστημα δίνονται 20 έδρες στο πρώτο κόμμα εφόσον αυτό υπερβεί το 25% (αν δεν συγκεντρώσει αυτό το ποσοστό, τότε δεν υπάρχει bonus και το σύστημα πρακτικά μετατρέπεται σε απλή αναλογική, με την εξαίρεση της ρήτρας εισόδου του 3%). Για κάθε επιπλέον 0.5% της λαϊκής ψήφου πέραν του 25%, το πρώτο κόμμα λαμβάνει μία έδρα, με όριο αυτού του κλιμακωτού bonus το 15% και τις 30 έδρες. Έτσι αν λ.χ. το πρώτο κόμμα λάβει 40%, τότε θα λάβει 20 έδρες επειδή υπερέβη το 25% συν άλλες 30 έδρες για το υπερβάλλον 15%, σύνολο 50 έδρες, που είναι και το μάξιμουμ του bonus εδρών που μπορεί να λάβει.

Αλλά ακόμη και το σύστημα με το αδιαβάθμητο bonus 50 εδρών που ίσχυσε σε πέντε εκλογικές αναμετρήσεις από το 2012 έως και το 2019 ήταν, παρά την περί του αντιθέτου, ίσως, κοινή πεποίθηση, ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά συστήματα που έχουν ισχύσει ποτέ στη χώρα μας. Στην κοινή πεποίθηση ότι το σύστημα αυτό (αλλά όπως είδαμε και το νέο σύστημα, εφόσον το πρώτο κόμμα φτάσει το 40%) ενισχύει υπερβολικά το πρώτο κόμμα, συντελεί η λανθασμένη αντίληψη ότι χορηγεί σε αυτό ένα καθαρό bonus 50 εδρών, δηλαδή 50 επιπλέον έδρες από όσες θα δικαιούτο αν είχαμε απλή αναλογική. Αυτό βεβαίως δεν ισχύει. Αυτό που ισχύει είναι ότι οι 250 από τις 300 έδρες μοιράζονται αναλογικά σε όλα τα κόμματα που εισέρχονται στη Βουλή, ενώ από τις εναπομείνασες 50, αντί να δοθεί στο πρώτο κόμμα το αναλογικό του μερίδιο (ως πρώτο, θα έπαιρνε έτσι κι αλλιώς τη μερίδα του λέοντος) του χορηγείται το 100%. Ένα πρακτικό παράδειγμα που επεξηγεί γιατί δεν πρόκειται για «καθαρό» bonus, προκύπτει από τις τελευταίες εκλογές του Μαΐου. Αν σε αυτές ίσχυε το νέο σύστημα αντί της απλής αναλογικής, η ΝΔ θα λάμβανε 171 βουλευτές αντί για 146 που έλαβε (άρα το «καθαρό» bonus θα ήταν 25 βουλευτές και όχι, βέβαια, 50). Εξάλλου, από τις πέντε μέχρι σήμερα εκλογικές αναμετρήσεις που ίσχυσε το bonus των 50 εδρών, μόνο σε αυτές του 2019 κατόρθωσε να δώσει αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση, κάτι που δείχνει και εν τοις πράγμασι το περιορισμένο ύψος της ενίσχυσης του πρώτου κόμματος.

Είναι τέλειο το ισχύον σύστημα;

Όλα τα παραπάνω προφανώς δεν σημαίνουν ότι διαθέτουμε το ιδανικό εκλογικό σύστημα. Υπάρχουν ακόμη αδυναμίες, με σημαντικότερη ίσως το ότι ο πήχης της αυτοδυναμίας, μια τόσο σημαντική παράμετρος διαμόρφωσης των κινήτρων των ψηφοφόρων, καθορίζεται από έναν εντελώς αστάθμητο παράγοντα: το ποσοστό των ψήφων που λαμβάνουν τα κόμματα που μένουν εκτός Βουλής. Άλλη αδυναμία που χρήζει διόρθωσης είναι η εσωτερική κατανομή των εδρών στις εκλογικές περιφέρειες, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση των τετραεδρικών, στις οποίες δεν είναι σπάνιο να καταλήγουν και οι τέσσερις έδρες στο πρώτο κόμμα. Ωστόσο, νομίζω ότι τα παραπάνω επιχειρήματα τοποθετούν τον πολιτικό διάλογο στη σωστή του βάση, καταδεικνύοντας ότι στα βασικά της στοιχεία η ενισχυμένη αναλογική αποτελεί ένα δημοκρατικότατο εκλογικό σύστημα που συγκεράζει την ανάγκη αντιπροσωπευτικότητας με την ανάγκη σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων, χωρίς η πρώτη να υποχωρεί σημαντικά χάριν της δεύτερης, χωρίς να πλήττεται η πολυφωνία στο Κοινοβούλιο, και χωρίς να αποτρέπεται η ουσιαστική (εν)αλλαγή των κομμάτων που ασκούν εξουσία.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ