Πολιτικη & Οικονομια

Πολιτικοί με παρελθόν ή πολιτική με μέλλον;

Γράφει ο Αλέξανδρος Ονουφριάδης

65195-144723.jpg
Αλέξανδρος Ονουφριάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
65212-131264.jpg

Κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογές, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται γύρο από τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων τα οποία συνήθως αυτοακυρώνονται μετεκλογικά. Από τη μεταπολίτευση και μετά, θα διαπιστώσουμε ότι τα περισσότερα προγράμματα ήταν από τη φύση τους μη εφαρμόσιμα, με πιο πρόσφατα παραδείγματα το «λεφτά υπάρχουν» του ΠΑΣΟΚ, τα «Ζάππειο Ι και ΙΙ» της ΝΔ, καθώς επίσης και το τωρινό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.

Επομένως, η δογματική προσκόλληση σε προεκλογικές υποσχέσεις δεν είναι η καλύτερη δυνατή προσέγγιση του εγχώριου αλλά και του διεθνούς σκηνικού, τα οποία χαρακτηρίζονται από μεγάλη πολυπλοκότητα και αστάθεια, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολες τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις. Τα απογοητευτικά ποσοστά επιτυχίας των προβλέψεων των διαφόρων «ειδικών» και «διαμορφωτών» της κοινής γνώμης (κομματικά στελέχη, αναλυτές, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί) σε διάφορα ζητήματα που απασχολούν καθημερινά το δημόσιο βίο (οικονομία, εξωτερική πολιτική, κλπ.) είναι επίσης ενδεικτικά του προβλήματος. Συνεπώς, σε ότι αφορά το προγραμματικό ζήτημα, ένα «ολοκληρωμένο» πρόγραμμα με λύσεις σε όλα τα ζητήματα και με βάθος τετραετίας, είναι πιθανότερο ότι δεν θα εφαρμοστεί, ή και μετά από κάποιους μήνες θα καταστεί μη ρεαλιστικό σε σημαντικό μέρος του. Από την άλλη, ένα «εθνικό σχέδιο» που θα χαρακτηρίζεται από ξεκάθαρους βασικούς άξονες και συνάμα θα συνδυάζει χωρίς φόβο και πάθος ιδέες, πολιτικές και εργαλεία (ανεξαρτήτως του αν αυτά χαρακτηρίζονται «αριστερά», «δεξιά», «φιλελεύθερα» κ.ο.κ.), είναι ίσως το πρόγραμμα που χρειαζόμαστε.

Υπάρχει μια γενικότερη αίσθηση ότι πληρώσαμε ακριβά, ιδίως την τελευταία πενταετία, το γεγονός ότι η πολιτική τάξη στο σύνολο της, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση, αποδείχθηκαν ανίκανες να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Για παράδειγμα, στο κεντρικό ζήτημα του μνημονίου, τέσσερα χρόνια μετά, η συζήτηση συνεχίζει να περιστρέφεται γύρω από το ποιος είπε/λέει/θα πει ένα μεγαλοπρεπές ΝΑΙ ή ΟΧΙ, και στο ποιος ήταν/είναι/θα είναι ο πλέον ικανότερος διαπραγματευτής. Δυστυχώς, το σύνολο του πολιτικού δυναμικού αποδείχθηκε ανεπαρκές για να κάνει μια τίμια, ανοιχτή και εφ’ όλης της ύλης συζήτηση για τις αιτίες που οδήγησαν τη χώρα στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, να διαμορφώσει ένα εγχώριο διαρθρωτικό σχέδιο που θα υποκαθιστούσε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις παρεμβάσεις των δανειστών, και να επιλέξει με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση την καλύτερη ομάδα διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Πέρα από την ανεπάρκεια, ένα ακόμη ζήτημα το οποίο εγείρεται είναι η έλλειψη αξιοπιστίας των πολιτικών. Σημασία δεν έχει τι λέει κάποιος αλλά ποιος είναι αυτός που το λέει. Μπορεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας, που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση με τις επιλογές του, να μας βγάλει κιόλας από το τέλμα στο οποίο βρισκόμαστε;

Άμεσα συνδεδεμένη με τα παραπάνω είναι η συζήτηση σχετικά με την ανανέωση του πολιτικού δυναμικού. Στη συζήτηση αυτή εμφανίζεται συστηματικά, κυρίως από την πλευρά των «ειδικών», το εξής παράδοξο. Ενώ τίθεται επιτακτικά και αναντίρρητα η ανάγκη της ανανέωσης τόσο στα πρόσωπα όσο και στις λογικές, τα νέα «άφθαρτα» πρόσωπα που δοκιμάζουν να μπουν στον πολιτικό στίβο, κατηγορούνται για έλλειψη εμπειρίας. Αδιαπραγμάτευτα, ένα αξιοπρεπές βιογραφικό και μια επιτυχημένη επαγγελματική και κοινωνική πορεία μαζί με τη διάθεση ενασχόλησης με τα κοινά, δεν εξασφαλίζουν από μόνα τους και a priori την επιτυχία στη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων και στη άσκηση εξουσίας. Από την άλλη, για πόσο καιρό ακόμα θα συνεχίσουμε να ζούμε την τυραννία των βιογραφικών που αρχίζουν και τελειώνουν με ένα επιτυχημένο επίθετο του μπαμπά ή της μαμάς, με πλούσια συνδικαλιστική δράση σε μαθητικές και φοιτητικές νεολαίες, συνεπή παρουσία σε δημόσιες μετακλητές θέσεις, και κομματικά κατευθυνόμενους συνδικαλιστικούς αγώνες; Μήπως τελικά είναι προσόν η έλλειψη πολιτικής εμπειρίας, τουλάχιστον όπως την ορίζαμε μέχρι σήμερα;

Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων, καθώς και μεγάλο μέρος του «μεσαίου χώρου», πολιτών που αρνούνται τη συμμετοχή στο επικίνδυνο παιχνίδι της πόλωσης και της εμφυλιοπολεμικής διαλεκτικής, αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται στην πολιτική σκηνή της χώρας και έχουν μπροστά τους τρεις διαφορετικούς δρόμους να επιλέξουν. Πρώτον, τα «κόμματα εξουσίας», τα οποία στην παρούσα μορφή τους δύσκολα συγκινούν τους νέους με την ρητορική τους. Δεύτερον, τα κόμματα που είτε δημιουργήθηκαν είτε γιγαντώθηκαν στις προηγούμενες εθνικές εκλογές, κεφαλοποιώντας την απογοήτευση και την οργή του κόσμου μεσούσης της κρίσης. Αυτοί οι νεοπαγείς πολιτικοί σχηματισμοί τροφοδοτούνται από τα παλαιότερα κόμματα τόσο σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού όσο και σε επίπεδο νοοτροπιών. Τρίτον, νέα πολιτικά σχήματα, τα οποία εκ των πραγμάτων θα στερούνται πολιτικής εμπειρίας αλλά και ενός προγράμματος με ιδεολογικές παρωπίδες.

Τη δεδομένη χρονική στιγμή, μια τέτοια προσπάθεια φαίνεται να αποτελεί το Ποτάμι στον πολιτικό ορίζοντα της χώρας, ως μία δύναμη ανανέωσης προσώπων και ιδεών χωρίς ταμπού. Απαλλαγμένο από κομματικές νομενκλατούρες και επαγγελματίες συνδικαλιστές, το Ποτάμι είναι ικανό να δελεάσει τόσο τη νέα γενιά όσο και τη μεσαία τάξη, και να αποτελέσει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για όσους επιζητούν την πολυπόθητη ανασυγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Ας κρίνουμε λοιπόν το Ποτάμι τόσο για τον προγραμματικό του λόγο όσο και για τα πρόσωπα που απαρτίζουν το ευρωψηφοδέλτιο του.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ