Κοσμος

Ντόναλντ Τραμπ: Το νέο δόγμα - Από την απεμπλοκή στον ρεαλισμό

Η παρέμβαση στο Ιράν και το μέλλον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής

Άγης Παπαγεωργίου
Άγης Παπαγεωργίου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ντόναλντ Τραμπ: Το νέο δόγμα - Από την απεμπλοκή στον ρεαλισμό
Ντόναλντ Τραμπ: Από την απεμπλοκή στον ρεαλισμό © Chip Somodevilla/Getty Images

Ντόναλντ Τραμπ: Πώς η παρέμβαση στο Ιράν και η παρουσία του στο ΝΑΤΟ προοικονομούν το μέλλον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής

Είναι ευρέως γνωστό – και πασιφανές, στο τέλος της ημέρας – πως τη στιγμή που ο εκάστοτε νεοεκλεγείς Αμερικανός Πρόεδρος ορκίζεται ότι θα τηρεί το Αμερικανικό Σύνταγμα, παράλληλα κληρονομεί και τις τύχες του διεθνούς συστήματος. Ο όρος «πλανητάρχης» τον οποίο έχει αποδώσει η ελληνική κοινωνία στον ένοικο του Λευκό Οίκου – σε μια νεολογική αποθέωση, καθώς κανένας παρόμοιος χαρακτηρισμός δεν χρησιμοποιείται στη Δύση ώστε να περιγράψει την ισχύ της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας, γεγονός που ίσως κάτι έχει να λέει και για το συλλογικό ελληνικό θυμικό – παρότι ακούγεται κάπως γελοίος, στην πραγματικότητα περιγράφει με αρκετή ακρίβεια τη συνολική προσωπική επιρροή την οποία μπορεί να ασκήσει ο Αμερικανός Πρόεδρος στο διεθνές σύστημα.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, σε όλους ανεξαιρέτως τους Πρόεδρους οι οποίοι έχουν υπηρετήσει μετά το τέλος του Β’ ΠΠ – αλλά και σε αρκετούς από το βαθύ παρελθόν της αμερικανικής ιστορίας – έχουν αποδοθεί δόγματα αναφορικά με την αντίληψή τους σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, ακόμα και αν αυτά δεν είναι απολύτως σαφή σε ορισμένες περιπτώσεις. Από το Δόγμα Μονρόε του 1823 το οποίο προτεραιοποιούσε τη στρατηγική αυτονομία των ΗΠΑ στο Δυτικό ημισφαίριο, μέχρι το δόγμα Ομπάμα της περασμένης δεκαετίας, το οποίο εστίαζε στην ενίσχυση της πολυμερούς διπλωματίας, καθιστώντας την αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή ως την έσχατη επιλογή. Η διεθνής κοινότητα έχει καταβάλει συστημική προσπάθεια ώστε να αποκωδικοποιήσει την εξωτερική πολιτική του εκάστοτε Προέδρου, σε μια προσπάθεια – μεταξύ άλλων – να προβλέψει και τις μελλοντικές του κινήσεις. Την εβδομάδα που πέρασε, ο Ντόναλντ Τραμπ το έκανε εξαιρετικά εύκολο, επαναπροσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδο εξωτερικής, κατά τη διάρκεια της θητείας του και κατά πάσα πιθανότητα.

Το πρώτο Δόγμα Τραμπ, και το κενό επιρροής

Όπως έχει αναλυθεί αμέτρητες πλέον φορές στο παρελθόν, η εξωτερική πολιτική την οποία άσκησε ο Ντόναλντ Τραμπ στο πλαίσιο της πρώτης του θητείας στον Λευκό Οίκο αψήφησε στην πράξη τις μεταπολεμικές – και μετά-ψυχροπολεμικές – σταθερές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Συγκεκριμένα – και σε πλήρη αντίθεση με τον τότε προκάτοχο του – ο Τραμπ διέψευσε την προσήλωση των ΗΠΑ στην πολυμερή διπλωματία, αποδυνάμωσε σε πρωτοφανές επίπεδο τους δεσμούς της Ουάσιγκτον με τους περισσότερους παραδοσιακούς τους εταίρους – και ιδιαίτερα την Ευρωπαϊκή Ένωση – ενώ έδειξε μια εντυπωσιακή, αν και κάπως άβολη, ικανότητα συνεννόησης με μια σειρά αυταρχικών ηγετών, με τις περιπτώσεις των Βλαντιμίρ Πούτιν, Κιμ Γιονγκ Ουν αλλά ακόμα και του Σι Τζιν Πινγκ να ξεχωρίζουν.

Την ίδια στιγμή, κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας στον Λευκό Οίκο, ο 45ος – τότε – Αμερικανός Πρόεδρος απέφυγε συστηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε οποιαδήποτε σύγκρουση εντός του διεθνούς συστήματος, κατηγορώντας παράλληλα όλους ανεξαιρέτως τους προκατόχους του πως είχαν μια αδικαιολόγητη έφεση σε έναν ψυχροπολεμικού τύπου αμερικάνικο παρεμβατισμό και τονίζοντας πως η αμερικανική εξωτερική πολιτική την οποία ακολούθησε επί σειρά δεκαετιών η Ουάσιγκτον δεν εξυπηρετεί πλέον τα συμφέροντα των ΗΠΑ, επιβαρύνοντας παράλληλα σημαντικά και ποικιλοτρόπως τη ζωή των μέσων Αμερικανών πολιτών. Αυτή ακριβώς η συνθήκη αποτέλεσε και ένα εκ των ισχυρότερων προεκλογικών του συνθημάτων στο πλαίσιο της προεδρικής κούρσας του 2024, με τον ίδιο να υπόσχεται πως οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να εμπλακούν ξανά σε οποιαδήποτε διεθνή σύγκρουση.

Σε αυτό το πλαίσιο, αν κανείς συνυπολογίσει τη δυσφορία αναφορικά με τις διεθνείς δεσμεύσεις των ΗΠΑ και σε συνδυασμό με την αποστροφή απέναντι σε οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή μακριά από τις αμερικανικές ακτές (την αμιγώς προστατευτική εμπορική πολιτική την οποία προέκρινε ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας), τότε εύλογα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο Τραμπ αποτέλεσε τον πρώτο νέο-απομονωτιστή ένοικο του Λευκού Οίκου από την περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, η «πραγματική» πραγματικότητα έχει την τάση να είναι αδυσώπητη, αλλά και την ικανότητα να συνθλίβει τις πλάνες ακόμα και του ισχυρότερου εκλεγμένου αξιωματούχου επί της γης. Η πολυπλοκότητα του διεθνούς συστήματος στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα δεν μπορεί να συγκριθεί σε καμία περίπτωση με τις δυναμικές οι οποίες καθόριζαν τις ισορροπίες των δυνάμεων πριν από 100 χρόνια, γεγονός το οποίο αυτομάτως κατέστησε την εξωτερική πολιτική την οποία ακολούθησε ο Ντόναλντ Τραμπ στο πλαίσιο της πρώτης του θητείας αναποτελεσματική.

Το πρώτο Δόγμα Τραμπ – αυτό του νέο-απομονωτισμού και της διεθνούς απεμπλοκής – μπορεί να μην προκάλεσε άμεσα τον ρώσο-ουκρνανικό πόλεμο, ή την τρέχουσα κρίση στη Μέση Ανατολή, ωστόσο έθεσε τις απαραίτητες συνθήκες έτσι ώστε μια σειρά από αναθεωρητικές δυνάμεις – είτε κράτη, όπως η Ρωσία και το Ιράν, είτε non-state actors, όπως μια σειρά από τρομοκρατικές οργανώσεις, οι οποίες δρουν συνήθως με τη στήριξη αναθεωρητικών κρατών – να λάβουν πρωτοβουλίες οι οποίες οδήγησαν σε μια πρωτοφανή αποσταθεροποίηση του διεθνούς συστήματος.

Στην ουσία, το πρώτο Δόγμα Τραμπ, ακόμα και αν κάποιος δεχθεί πως αποσκοπούσε στην ελαχιστοποίηση του αμερικανικού παρεμβατισμού – ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις στο πρόσφατο παρελθόν έχει αποδειχθεί τόσο εξωφρενικά κοστοβόρος, όσο και εν τέλει συγκλονιστικά ανεπιτυχής αναφορικά με την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της Ουάσιγκτον – παρέμενε στον πυρήνα του αφελές, καθώς αψηφούσε τη βασική μεταπολεμική συνθήκη εντός του διεθνούς συστήματος: θέλοντας ή μη, οι ΗΠΑ ήταν, είναι, και παραμένουν το «απαραίτητο κράτος», ο «διεθνής σερίφης» και κάθε άλλος όρος ο οποίος περιγράφεται στην πραγματικότητα ως έχει, δηλαδή πως μόνο οι ΗΠΑ έχουν τόσο την άμεση στρατιωτική επιρροή, όσο και την ήπια ισχύ, ώστε να προχωρήσουν σε τομές οι οποίες μπορούν μεταβάλλουν τις διεθνείς δυναμικές, από τη μια στιγμή στην άλλη.

Το νέο Δόγμα Τραμπ και η στροφή στον ρεαλισμό

Δεδομένα, οι προσδοκίες αναφορικά με την εξωτερική πολιτική την οποία θα ακολουθούσε και στη δεύτερη θητεία του προέβλεπαν μια εξίσου συγκρουσιακή προσέγγιση με τους ετέρους των ΗΠΑ, την περαιτέρω αποδυνάμωση της πολυμερούς διπλωματίας και την ακόμα βιαιότερη απεμπλοκή των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από το διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, οι δύο κρίσεις τις οποίες κλήθηκε να διαχειριστεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας ο Αμερικανός Πρόεδρος υποδεικνύουν ορισμένες ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στις δύο – μη διαδοχικές – του θητείες.

Πρώτον, σε ό,τι αφορά τον Πόλεμο των Δώδεκα Ημερών μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν, ο Τραμπ έλαβε τη στρατηγική απόφαση ώστε να προχωρήσει σε έναν – ομολογουμένως εντυπωσιακό – βομβαρδισμό εναντίον των ιρανικών κρίσιμων πυρηνικών εγκαταστάσεων, εξαναγκάζοντας το ιρανικό θεοκρατικό καθεστώς εν τέλει να συνθηκολογήσει τόσο με την ισραηλινή, όσο και – επί της ουσίας – με την αμερικανική, δίνοντας ένα άμεσο τέλος στις πολυφασικές εκατέρωθεν επιθέσεις, οι οποίες ελλόχευαν τον κίνδυνο μιας ευρύτερης γεωπολιτικής ανάφλεξης στην περιοχή.

Το κρίσιμο στοιχείο αναφορικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Τραμπ στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως προχώρησε στους σχετικούς βομβαρδισμούς κάνοντας μια επίδειξη της αμερικανικής ισχύος – καθώς καμία άλλη υπερδύναμη δεν έχει τη δυνατότητα αξιοποίησης των λεγόμενων bunker-buster bombs – φέρνοντας παράλληλα την Τεχεράνη μπροστά σε ένα αδύνατο δίλημμα, καθώς το ιρανικό καθεστώς είχε πλέον μόνο δύο κακές επιλογές κατόπιν της αμερικανικής παρέμβασης: είτε να προχωρήσει σε μια ουσιαστική επίθεση εναντίον περιφερειακών αμερικανικών βάσεων, ρισκάροντας μια νέα – και συντριπτική – αμερικανική παρέμβαση, ή να προχωρήσει σε μια συμβολική αντίδραση σε μια προσπάθεια να σώσει τα προσχήματα, αποδεχόμενο ωστόσο μια σχεδόν άνευ όρων υποχώρηση.

Ακόμα είναι πολύ νωρίς ώστε να κρίνουμε την παρέμβαση του Τραμπ ως στρατηγικά επιτυχή – καθώς το κραταιό ιρανικό δόγμα του Άξονα της Αντίστασης εναντίον της δυτικής επιρροής στη Μέση Ανατολή αποτελεί τον ορισμό του μηδενικού αθροίσματος, με όρους θεωρίας παιγνίων – ωστόσο το κρίσιμο στοιχείο δεν είναι άλλο από την απόδειξη της πρόθεσης του Αμερικανού Προέδρου ώστε να προχωρήσει εν τέλει σε μια άμεση, περιορισμένου εύρους, αλλά κατά τα άλλα εντυπωσιακή στρατιωτική παρέμβαση, εφόσον ο ίδιος κρίνει πως αυτή εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα. Με άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο ο Τραμπ διαχειρίστηκε τον Πόλεμο των Δώδεκα Ημερών απέδειξε πως στο νέο του δόγμα, η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ αποτελεί πλέον στρατηγική επιλογή, σε μια συνθήκη η οποία δεδομένα αλλάζει άρδην τις προσδοκίες του συνόλου των γεωπολιτικών παικτών αναφορικά με τις εκτιμήσεις τους ως προς την εξωτερική πολιτική, την οποία αναμένεται να ασκηθεί κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του – 47ου πλέον – Προέδρου των ΗΠΑ.

Ντόναλντ Τραμπ: Το νέο δόγμα - Από την απεμπλοκή στον ρεαλισμό
© ΕΡΑ/SHAWN THEW

Δεύτερον, σε μια ακόμα διάψευση των σχετικών προσδοκιών – και χάρη στην καθοριστική συμβολή του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, και πρώην Ολλανδού Πρωθυπουργού, Μαρκ Ρούττε – ο Αμερικανός Πρόεδρος υιοθέτησε μια απροσδόκητα παραγωγική στάση στο πλαίσιο της Συνόδου της Ατλαντικής Συμμαχίας στη Χάγη, η οποία πραγματοποιήθηκε στην καρδιά του πλέον ταραχώδους πολιτικού χρόνου στη μετά-ψυχροπολεμική εποχή. Συγκεκριμένα, μετά από τέσσερα συνεχόμενα έτη αλλεπαλλήλων κατηγοριών εναντίον των ευρωπαίων εταίρων των ΗΠΑ, από το 2016 μέχρι το 2020, αλλά και τους πρώτους πέντε μήνες της δεύτερης του θητείας στον Λευκό Οίκο, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ίδιος άσκησε ασφυκτική πίεση προς τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, ο Τραμπ εξήλθε της Συνόδου δηλώνοντας απολύτως ικανοποιημένος, μετά και την κοινή δέσμευση των Ευρωπαίων ηγετών – αλλά και του Καναδού Πρωθυπουργού, Μαρκ Κάρνεϊ – σε ό,τι αφορά την αύξηση τον εθνικών τους επενδύσεων στον αμυντικό τους τομέα στο ύψος του 5%.

Κάνοντας μια υποδειγματική επίδειξη του αμιγώς συναλλακτικού τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο, ο Τραμπ ουσιαστικά εξανάγκασε τους Ευρωπαίους ετέρους των ΗΠΑ να προχωρήσουν σε μια δημοσιονιμική δέσμευση η οποία μόλις λίγα χρόνια πριν θα έμοιαζε απολύτως εκτός πραγματικότητας· οι συνεχείς του απειλές αναφορικά με μια άμεση απεμπλοκή των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από την Ευρώπη, η οποία με τη σειρά της θα γεννούσε μια υπαρξιακή απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, δεν αποτέλεσε απλώς το έναυσμα για τη σταδιακή υλοποίηση του οράματος της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας, αλλά οδήγησε και σε μια σύγκλιση των ευρωπαϊκών θέσεων με εκείνες της Ουάσιγκτον, ακριβώς ώστε να αποφευχθεί ένα πρωτοφανές κενό ασφαλείας για την Ευρώπη.

Με άλλα λόγια, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Αμερικανός Πρόεδρος αξιοποίησε στο έπακρο το δυσθεώρητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ στις σχετικές διαπραγματεύσεις, καθώς γνωρίζει πως, πρώτον, η ισχυροποίηση του γεωπολιτικού αποτυπώματος της Ευρώπης αποτελεί μια μακροπρόθεσμη διαδικασία η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να παράξει άμεσα αποτελέσματα, αλλά και πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να υιοθετήσουν μια συγκρουσιακή στάση εναντίον της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία ωστόσο θα καταστήσει την Ευρώπη ευάλωτη απέναντι στις απειλές τρίτων κρατών. Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός Πρόεδρος τόνισε μετά το πέρας της συνόδου πως η διορία της 09/07 αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών στο πλαίσιο της σύναψης μιας διμερούς εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν είναι απόλυτη, επιδεικνύοντας εκ νέου την απολύτως συναλλακτική διάσταση της εξωτερικής του πολιτικής.

Η άβολη πραγματικότητα του νέου Δόγματος Τραμπ

Με τα παραπάνω δεδομένα, μπορεί κανείς να προχωρήσει σε μια πρώτη αποκωδικοποίηση του νέου Δόγματος Τραμπ, το οποίο φαίνεται να καθορίζεται από τις εξής καθοριστικές μεταβλητές: πρώτον, έναν απολύτως εναλλακτικό τρόπο προσέγγισης με εχθρούς και φίλους, δεύτερον, την επίδειξη της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος – με άμεσο και στρατηγικό τρόπο, αντί μέσω αέναων παρεμβατισμών και ανατροπής καθεστώτων – εφόσον αυτή κριθεί απαραίτητη και, τρίτον, μιας αδιαφορίας για την κουλτούρα της πολυμερούς διπλωματίας και του διεθνούς δικαίου. Επί της ουσίας, το νέο Δόγμα Τραμπ αντικαθιστά τον αμερικανικό νέο-απομονωτισμό με μια σαφή στροφή προς έναν άτεγκτο ρεαλισμό, ο οποίος προτεραιοποιεί τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα, επιδεικνύοντας ωστόσο σαφώς ευρύτερους βαθμούς ελευθερίας αναφορικά με τους τρόπους μέσω των οποίων αυτά μπορούν να εξυπηρετηθούν. Κυρίως όμως, το νέο Δόγμα Τραμπ – το οποίο αποδεικνύει πως οι ΗΠΑ επιστρέφουν σε μια περισσότερο παρεμβατική εξωτερική πολιτική, αξιοποιώντας ωστόσο διαφορετικά μέσα συγκριτικά με το παρελθόν – είναι βγαλμένο από τους εφιάλτες της καθεστηκυίας τάξης των απανταχού διεθνοσχετιστών, γαλουχημένων με τις δεοντολογικές διδαχές των μεταπολεμικών και μετά-ψυχροπολεμικών διεθνών οργανισμών, οι οποίοι – δικαίως, από την οπτική τους – θεωρούν την προσέγγιση του Αμερικανού προέδρου σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής απρόβλεπτη, ασταθή, και εν τέλει επικίνδυνη· μένει να φανεί ποια προσέγγιση θα φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα μέχρι το 2028.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY