Κοσμος

Η γλώσσα ως όπλο αντίστασης: Όταν η Κύπρος λογοκρίνει τη φωνή της

Το δικαίωμα στην έκφραση με τη γλώσσα με την οποία υπάρχουμε

vivian_avamidou
Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η γλώσσα ως όπλο αντίστασης: Όταν η Κύπρος λογοκρίνει τη φωνή της
© Getty/ Unsplashed

Δύο συγγραφείς, ο Ελληνοκύπριος Γιώργος Παπακωνσταντίνου και ο Τουρκοκύπριος Χαλίλ Καραπασάουγλου, εξηγούν την επιλογή τους να γράφουν στις διαλέκτους τους και το γιατί η χρήση, η διάσωση και η διάδοση της κυπριακής γλώσσας είναι μια βαθιά πολιτική πράξη

Αφορμή για αυτό το άρθρο ήταν η αψυχολόγητη –και απαράδεκτη, αν ρωτάτε εμένα– απόφαση της ηγεσίας της Κύπρου να αποσύρει την έκδοση που συνόδευε την κυπριακή συμμετοχή στη 19η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής. Όσοι είστε ήδη ενήμεροι σχετικά με τα όσα συνέβησαν θα ξέρετε πως η αιτία της απόσυρσης αφορούσε δυο σημεία: κάποιες ιστορικές αναφορές οι οποίες, κατά την άποψη του υπουργείου, δεν ταυτίζονται με τις εθνικές μας θέσεις, και το γεγονός ότι η συγκεκριμένη έκδοση είναι γραμμένη στην κυπριακή διάλεκτο και όχι σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κύπρου. Η λογοκριτική αυτή απόφαση δεν έχει ενοχλήσει μόνο τον καλλιτεχνικό κόσμο της Κύπρου. Εναντίον της εκφράστηκε και μεγάλος αριθμός ανθρώπων που σέβονται την ελεύθερη σκέψη και έκφραση. 

Όσον αφορά τις διαλέκτους, ελληνική και τουρκική, που μιλάμε στην Κύπρο εδώ και αιώνες, στα κυπριακά σχολεία δεν διδάσκονται – άλλωστε δεν υπάρχει επίσημος τρόπος γραφής τους. Κι αν στα δικά μου χρόνια, τη δεκαετία του ’70 δηλαδή, μας ξέφευγε καμιά κυπριακή λέξη στην τάξη, οι φιλόλογοι μάς μάλωναν αυστηρά. Όσο για τη λογοτεχνία μας, στην κυπριακή διάλεκτο εκφραζόταν μόνο μια μικρή μερίδα συγγραφέων, τα θέματα των οποίων ήταν είτε πατριωτικά είτε κοινωνικά. Ε, ναι! Πώς να στοχαστεί κανείς σε μια γλώσσα που δεν γράφεται, που δεν μελετήθηκε ικανοποιητικά, που δεν εκτιμήθηκε όσο της έπρεπε;

Έχει περάσει μισός αιώνας από τότε και τα πράγματα έχουν αλλάξει δύο φορές. Έτσι, τουλάχιστον, συνειδητοποιώ εγώ, η ξενιτεμένη από το 1974 Κύπρια. Τα πρώτα χρόνια, κάθε φορά που γυρνούσα στο νησί μου, καταλάβαινα πως σιγά σιγά οι φίλοι μου Ελληνοκύπριοι άρχιζαν να στρογγυλεύουν τις λέξεις, να προσθέτουν ελληνικές εκφράσεις στον λόγο τους, να ελληνοποιούν τα κυπριακά που ήξερα και εξακολουθούσα να μιλάω με την οικογένειά μου στην Αθήνα.

Και πάνω που έλεγα πως θα χαθεί σιγά σιγά η όμορφη διάλεκτός μας, που σμιλεύτηκε εδώ και αιώνες αναμειγνύοντας τα αρχαία ελληνικά με τα ενετικά, τα φράγκικα, τα τουρκικά και τα αγγλικά για να προκύψει κάτι τόσο ιδιαίτερο, διαπίστωσα πως τελικά η νεολαία θα αντιστεκόταν. Άκουγα στις συζητήσεις των νέων να ξαναγεννιούνται λέξεις και εκφράσεις της γιαγιάς Θεοδώρας, που μυρίζουν κυριακάτικη κουζίνα και ανθούς πορτοκαλιάς, σαν τον κόρφο της. Τους ακούω να συζητούν μεταξύ τους και να εκφράζονται έτσι σε συζητήσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Αυτά ξέρω εγώ. Ή μάλλον, αυτά παρατηρώ. Και κάτι ακόμα, πολύ πιο αξιοπρόσεκτο: πως η κυπριακή διάλεκτος, με ελληνική ή τουρκική ρίζα, έχει εισχωρήσει με μεγάλη συνέπεια και στα λογοτεχνικά κείμενα των νεότερων λογοτεχνών. Το βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον, γιατί αντιλαμβάνομαι πως με αυτή τους την απόφαση κάτι πολύ συγκεκριμένο προσπαθούν να μας πουν. Στρέφομαι, λοιπόν, σε δυο νέους λογοτέχνες μας, τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου και τον Χαλίλ Καραπασάουγλου, που με μεγάλη προθυμία συμφώνησαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μου.

— Ας ξεκινήσουμε από τα πολύ βασικά. Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι στα σχολεία δεν διδάσκουμε τη γλώσσα της άλλης κοινότητας;

Γιώργος Παπακωνσταντίνου: Η Υπόθεση της Επαφής (Contact Hypothesis, Allport 1954) αναφέρει ότι η επαφή βοηθά στη μείωση των προκαταλήψεων και από τις δύο πλευρές. Στην περίπτωση της Κύπρου, εκτός από την αγγλική γλώσσα, που μπορεί να χρησιμεύσει ως κοινό σημείο αναφοράς, όλα τα άλλα διατηρούνται ξεχωριστά.

Η κατεύθυνση της εκπαίδευσης στην Κύπρο είναι σαφής. Κάθε πλευρά πρέπει να διατηρεί άμεσους δεσμούς και επαφή με τον εθνικό πυρήνα, με την αντίστοιχη «μητέρα πατρίδα» της, που τόσο εύκολα χώρισαν στα δυο αυτό το νησί. Με αυτήν ακριβώς τη νοοτροπία ταυτίζεται η απουσία εκπαίδευσης στην τουρκική γλώσσα –επίσημη γλώσσα του νησιού– σε περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, καθώς και η απουσία εκπαίδευσης στην ιστορία των Τουρκοκυπρίων ως αναπόσπαστου μέρους της κυπριακής ταυτότητας. Είναι ένας βολικός τρόπος για να αποθαρρυνθεί η κατανόηση της άλλης πλευράς – κάτι που δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο βαθιά επιζήμιο είναι για την ειρηνευτική διαδικασία.

Χαλίλ Καραπασάουγλου: Το γεγονός ότι οι γλώσσες των άλλων δεν διδάσκονται στα σχολεία είναι αποτέλεσμα του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού. Ακόμα και το όνειρο να ζούμε μαζί σ’ αυτό το νησί ενοχλεί. Ενώ καταβάλλουμε μεγάλη προσπάθεια να διδάξουμε στα παιδιά μας γλώσσες όπως τα αγγλικά και τα γαλλικά, οι τουρκόφωνοι και οι ελληνόφωνοι Κύπριοι, που ζουν μαζί εδώ και αιώνες, δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια να διδάξουν ο ένας τις γλώσσες του άλλου.

Ωστόσο, ξοδεύουμε πολλά χρήματα για να μπορούμε να μιλάμε τις γλώσσες των αποικιοκρατών. Αυτό δημιουργεί μια συνθήκη αποξένωσης. Η γλώσσα είναι ένας από τους πιο ουσιαστικούς παράγοντες στη δημιουργία κοινής συνείδησης και κοινής φαντασίας, ωστόσο οι Κύπριοι δεν θέλουν να πραγματώσουν αυτό το όνειρο.

«Alasia Struggles», στένσιλ του Κύπριου street artist Twenty Three στο Λύκειο Παλουριώτισσας, Λευκωσία, 2020
«Alasia Struggles», στένσιλ του Κύπριου street artist Twenty Three στο Λύκειο Παλουριώτισσας, Λευκωσία, 2020

— Ποιες γλώσσες επηρέασαν τη διάλεκτο που χρησιμοποιείτε στην Κύπρο;

Χ.Κ.: Η κύρια ραχοκοκαλιά των κυπριακών τουρκικών είναι τα κεντροασιατικά τουρκικά. Επιπλέον, έχουν επηρεαστεί σοβαρά από την ελληνοκυπριακή γλώσσα. Τα κυπριακά τουρκικά έχουν επηρεαστεί καθοριστικά από τις δομές των προτάσεων και τις λέξεις της ελληνοκυπριακής γλώσσας. Υπάρχει ακόμη και ένα κοινό λεξικό που γράφτηκε από τους Ορχάν Καμπατάς και Ιάκωβο Χατζηπιερή. Επιπλέον, τα κυπριακά τουρκικά ενσωματώνουν πολλές λέξεις από γλώσσες όπως τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά και τα αραβικά.

Γ.Π.: Η ελληνοκυπριακή διάλεκτος συνδέεται άμεσα –συντακτικά, γλωσσικά και γραμματικά με την αρχαία ελληνική γλώσσα. Επιπλέον, τα τουρκικά, τα αραβικά, τα λατινικά, τα ιταλικά και τα αγγλικά έχουν επηρεάσει το λεξιλόγιό της.

— Πώς είναι η κατάσταση στα σχολεία της Κύπρου σήμερα όσον αφορά τη χρήση της διαλέκτου σε σύγκριση με την κύρια γλώσσα; Στην εποχή μου (τη δεκαετία του ’70) οι μαθητές δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν τη διάλεκτο κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Είναι η κυπριακή διάλεκτος πιο αποδεκτή στην τάξη σήμερα;

Γ.Π.: Παρόλο που έχουν περάσει μερικά χρόνια από τότε που τελείωσα το σχολείο, αυτό που θυμάμαι –και πιστεύω ότι ισχύει ακόμα και σήμερα– είναι ότι η γραπτή έκφραση στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο δεν επιτρέπεται. Αποδεκτά είναι μόνο τα νέα ελληνικά. Ωστόσο, όσον αφορά την ομιλούμενη γλώσσα, οι αντιδράσεις ποικίλουν. Υπάρχουν καθηγητές που επιμένουν οι μαθητές να μιλούν μόνο τα νέα ελληνικά και άλλοι που τους επιτρέπουν να εκφράζονται με όποιον τρόπο αισθάνονται πιο άνετα.

Ωστόσο, επειδή απουσιάζει εντελώς η εκπαίδευση στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο, με την πάροδο του χρόνου η ομιλία των μαθητών γίνεται ένα μείγμα νέων ελληνικών και διαλέκτου. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι τα αγγλικά, που χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επηρεάζουν τον τρόπο ομιλίας των νέων κάτι που περιορίζει την ικανότητά τους να εκφράζονται με σαφήνεια.

Χ.Κ.: Ο γιος ενός φίλου τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά στη συνέχεια φοίτησε σε γυμνάσιο στα Κατεχόμενα. Δεν γνώριζε την τυπική τουρκική γλώσσα, επειδή δεν είχε λάβει επίσημη εκπαίδευση. Γι’ αυτό τον λόγο έγραφε στα κυπριακά τουρκικά. Στο σχολείο στα Κατεχόμενα αντιμετώπισε προβλήματα σ’ αυτό το θέμα, γιατί εκεί διδάσκεται η τυπική τουρκική γλώσσα, ως ένα από τα απαραίτητα εργαλεία για τη δημιουργία δεσμών με την Τουρκία.

Σήμερα, χάρη στη διαφοροποίηση των μέσων επικοινωνίας, δυστυχώς, τα παιδιά μας έχουν αρχίσει να μιλούν τουρκικά της Κωνσταντινούπολης. Οι τουρκόφωνοι Κύπριοι βρίσκονται σε διαδικασία αφομοίωσης. Μπορούμε να πούμε ότι ο πληθυσμός που μετακινείται από την Τουρκία στην Κύπρο παίζει επίσης σοβαρό ρόλο σ’ αυτό. Όμως η ανεξαρτησία του πνεύματος προϋποθέτει την ανεξαρτησία της γλωσσικής έκφρασης.

— Τα περισσότερα από τα κυπριακά λογοτεχνικά έργα είναι γραμμένα είτε στα ελληνικά είτε στα τουρκικά. Τι σας έκανε να αποφασίσετε να γράψετε στην κυπριακή γλώσσα;

Γ.Π.: Ο τρόπος που ξεκίνησα εγώ να γράφω ήταν μέσω της ελληνοκυπριακής ομοιοκαταληξίας, γνωστής ως «τσιάτιστα» [σημ.: κάτι ανάλογο με τις κρητικές μαντινάδες]. Συνήθιζα να ανταλλάσσω προφορικά ποιήματα με τη γιαγιά μου, οπότε, μετακομίζοντας στη Λευκωσία, άρχισα να τα γράφω για να μπορώ να τα μοιραστώ μαζί της όταν θα επισκεπτόμουν ξανά το χωριό. Έτσι διαπίστωσα ότι μπορούσα να εκφράζομαι με μεγαλύτερη άνεση και αμεσότητα μέσω της ελληνοκυπριακής διαλέκτου, και ότι το συγκεκριμένο λεξιλόγιο έδινε στα κείμενά μου κάτι πιο αληθινό.

Οι ιδιωματισμοί και το λεξιλόγιο φέρουν διαφορετικό γραμματικό βάρος και δύναμη – αντανακλούν την ταυτότητα του νησιού. Ήταν η γλώσσα που έμαθα στο σπίτι, που μιλούσα με τους φίλους και την οικογένειά μου. Ήταν ο τρόπος έκφρασής μου χωρίς περιορισμούς, χωρίς όρια, χωρίς «μη». Ήταν η γλώσσα μου, οι λέξεις μου, ο τόπος μου και οι άνθρωποί του. Εκεί βρίσκεται η απάντηση όσον αφορά την επιλογή: Χρειάζεται να υπάρχει κυπριακή λογοτεχνία στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο και όχι μόνο στην νεοελληνική. Και η ίδια η διάλεκτος θα πρέπει να αναγνωριστεί και να διασωθεί, ενσωματώνοντας τις όποιες αλλαγές υφίσταται ως ζωντανός οργανισμός.

Χ.Κ.: Ως αντιρρησίας συνείδησης, έχω δηλώσει ότι δεν θα πάρω όπλα εναντίον Κυπρίων και δεν θα συμπράξω με τις κατοχικές δυνάμεις και εξ αιτίας αυτής μου της στάσης έχω βρεθεί στο δικαστήριο πολλές φορές κι έχω φυλακιστεί δύο. Επιπλέον, διεξάγω ακαδημαϊκές μελέτες για τον τουρκικό εποικισμό. Ενστερνίζομαι τον αντιαποικιακό πολιτικό λόγο έμπρακτα εδώ και πολύ καιρό. Πρόκειται για μια πρακτική πολιτικής ανυπακοής, μια μέθοδο αντίστασης. Απορρίπτεις αυτό που σου επιβάλλεται από την εξουσία. Δηλώνεις ότι δεν δέχεσαι το πουκάμισο που θέλουν να σε υποχρεώσουν να φορέσεις.

Στο πλαίσιο της Κύπρου, ο αποικιοκράτης προσπαθεί συνεχώς να σε βάλει στη μία ή την άλλη πλευρά. Στο μυαλό του υπάρχει ένας «ιδανικός» τυπος ανθρώπου. Αυτός που υπακούει, που του μοιάζει, που εκπληρώνει τις επιθυμίες του και ζει για να τον υπηρετεί. Αυτός που «ξεχνάει» τον εαυτό του για να υπάρχει μόνο στον κόσμο του αποικιοκράτη. Αυτή είναι μια διαδικασία μεταμόρφωσης. Ο άνθρωπος γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και απαρνιέται τον εαυτό του προκειμένου να ταιριάξει στην τυπολογία του ανθρώπου που έχει στο μυαλό του ο αποικιοκράτης. Έτσι επέρχεται η σταδιακή υποδούλωση των υπό εκμετάλλευση ανθρώπων.

Το βλέπουμε αυτό στην καθημερινότητά μας. Για να υπάρξεις στον πνευματικό κόσμο του εκμεταλλευτή αποικιοκράτη, πρέπει να χρησιμοποιείς «την ίδια γλώσσα», «τους ίδιους ήχους» μ’ αυτόν, να απαρνηθείς τον εαυτό σου. Όσο υπάρχεις σ’ εκείνο τον κόσμο, εξαφανίζεσαι από τον δικό σου. Για αυτό τον λόγο ξεκίνησα να γράφω στα κυπριακά τουρκικά πριν από περίπου έναν χρόνο. Έτσι έγραψα για πρώτη φορά τα ποιήματά μου. Γράφω άρθρα για την εφημερίδα Yenidüzen μία φορά την εβδομάδα. Αυτά τα γραπτά είναι γενικά θεωρητικά και πολιτικά. Είναι μια σημαντική διαδικασία και εμπειρία για μένα, ένας τρόπος αντιαποικιοκρατικής αντίστασης, μια πράξη πολιτικής ανυπακοής. Απορρίπτω τους κανόνες και τα πρότυπα που μου επιβάλλουν.

Στην πραγματικότητα, τα κυπριακά τουρκικά περιγράφουν ποιοι είναι οι Τουρκοκύπριοι. Λέξεις και ήχοι από την κεντρική Ασία, την Τουρκία, την Ελλάδα, την Κύπρο, τα αραβικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα αγγλικά χτίζουν την ύπαρξη της κοινότητας στην οποία ζω. Αυτές είναι οι ρίζες του ιστορικού μας ταξιδιού στο νησί. Τα κυπριακά τουρκικά δεν είναι στείρα, δεν έχουν πρότυπο ή μορφή. Είναι επομένως μια «queer» γλώσσα με άμορφες έννοιες. Επιπλέον, δανείζονται εκατοντάδες λέξεις από την ελληνοκυπριακή. Δεν είναι μια γλώσσα που βασίζεται σε ένα έθνος, δεν φέρει εθνικές αξίες ούτε είναι χτισμένη γύρω από εθνικά συμφέροντα. Γεννήθηκαν σ’ ένα μέρος διεθνικό. Οι Κύπριοι είναι επίσης διεθνικοί άνθρωποι. Ωστόσο, ο εθνικισμός τούς έχει καταστρέψει ή θέλει να τους καταστρέψει. Πρέπει να αγκαλιάσουμε τις γλώσσες μας για να δημιουργήσουμε μια αναλόγως διεθνική κυπριακή συνείδηση.

— Σας απασχόλησε ποτέ το γεγονός ότι έτσι το κοινό σας μπορεί να συρρικνωθεί;

Χ.Κ.: Το κοινό-στόχος μου έχει περιοριστεί σε μια μικρή μερίδα ανθρώπων που αναζητούν έναν τρόπο αντίστασης και ύπαρξης. Η αντίσταση είναι η πιο καίρια πρακτική στη διαδικασία εξανθρωπισμού. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το άτομο που αντιστέκεται είναι το υπάρχον άτομο. Από αυτή την οπτική γωνία, η φωνή του ανθρώπου που αγωνίζεται για την ύπαρξη αγκαλιάζεται από άλλους ανθρώπους που αντιστέκονται. Δείτε: εγώ σας μιλάω κι εσείς πολλαπλασιάζετε τη φωνή μου. Αυτός ο ήχος μεγαλώνει. Εν τω μεταξύ, νεαροί φίλοι μας έχουν πραγματοποιήσει μελέτες για τα κυπριακά τουρκικά.

Οι φίλοι μας Ντορούκ Εκινγέν και Ουούρτζαν Καρσιγιαλί δημιούργησαν έναν ιστότοπο που ονομάζεται «Λεξικό Cylingo» (https://cylingo.org/index.html) για τα κυπριακά, τουρκικά και ελληνικά. Χρησιμοποιεί και τις τρεις γλώσσες. Υπάρχουν σοβαρές επιθέσεις στα Κατεχόμενα, κατευθυνόμενες από την Τουρκία. Επιχειρούν τη συστηματική καταστροφή του πολιτισμού μας. Οι νέοι, ειδικότερα, ασκούν αντίσταση σε διάφορες περιοχές. Αυτό το έργο των αγαπητών Ντορούκ και Ουούρτζαν είναι επίσης πολύτιμο για μένα. Ο ιστότοπος μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Ο Ντορούκ προσπαθεί τώρα να διδάξει τα κυπριακά τουρκικά στο ChatGPT. Τέτοιες προσπάθειες είναι ανεκτίμητες.

Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα είναι η έκφραση και η ειλικρίνεια στη γραφή και το θέμα που θέλω να μεταφέρω

Γ.Π.: Ανάμεσα σε τόσο πολλές διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους σε όλο τον κόσμο, οποιαδήποτε επιλογή θα περιόριζε το κοινό. Μόνο τα αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα προσφέρουν τεράστιο κοινό, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση. Φυσικά, αξίζει να σημειωθεί ότι, η ελληνοκυπριακή είναι διακριτή, μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή και να διαβαστεί από το ελληνικό κοινό, δεδομένων των μοναδικών χαρακτηριστικών της.

Πέρα απ’ αυτό, εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα είναι η έκφραση και η ειλικρίνεια στη γραφή και το θέμα που θέλω να μεταφέρω. Η τέχνη της γραφής ορίζεται αφενός από τη χρήση της γλώσσας και αφετέρου από το περιεχόμενο. Το πρώτο απαιτεί από τον συγγραφέα ή τον ποιητή τη βαθιά γνώση και το δεύτερο το να έχει κάτι να πει. Αυτό που έχει σημασία είναι η καθαρότητα της φωνής ώστε να εκφραστεί το νόημα. Έτσι, ενώ το κοινό μπορεί να είναι μικρότερο, η επικοινωνία είναι πιο άμεση.

«Alasia Wonders», στένσιλ του Κύπριου street artist Twenty Three στο Windcraft Music Festival στα Κατύδατα, 2019
«Alasia Wonders», στένσιλ του Κύπριου street artist Twenty Three στο Windcraft Music Festival στα Κατύδατα, 2019

— Λάβατε σχόλια από την Ελλάδα και την Τουρκία από άτομα που δεν είναι εξοικειωμένα με τη διάλεκτό μας;

Γ.Π.: Γενικά, έλαβα θετικά σχόλια από το ελληνικό κοινό. Πιο συγκεκριμένα, φέτος, στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, βρέθηκα στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο Ιανός, όπου μου ζητήθηκε να διαβάσω κάτι στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο. Τα σχόλια και οι αντιδράσεις ήταν πολύ όμορφα και υποστηρικτικά. Υπήρξαν επίσης άνθρωποι που με ενθάρρυναν να συνεχίσω να γράφω στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο και να προωθήσω τα βιβλία μου στην Ελλάδα, καθώς υπάρχει ενδιαφέρον για τη μελέτη τους.

Το κοινό που διαβάζει τα βιβλία μου ή παρακολουθεί θεατρικά έργα που βασίζονται σε κείμενά μου συνεχίζει να με στηρίζει. Περιστασιακά, όταν δημοσιεύω κάτι στα ελληνικά, με ρωτούν πότε θα κυκλοφορήσει το επόμενο βιβλίο στα ελληνοκυπριακά, κάτι που βρίσκω ενθαρρυντικό και που αποτελεί μια επιβεβαίωση για να συνεχίσω να δημιουργώ σε αυτή τη βάση. Φυσικά, υπάρχουν και κάποιοι που μου ζητούν να επιμείνω μόνο στην ομοιοκατάληκτη ελληνοκυπριακή ποίηση, αλλά προσπαθώ να παρουσιάζω και να αναπτύσσω τη γραφή μου στη διάλεκτο με βάση ακριβώς τα πράγματα που με αφορούν – κοινωνικά, συλλογικά και ως άνθρωπο.

Χ.Κ.: Μια πολύ μικρή ομάδα από την Τουρκία παρακολουθεί αυτά που γράφω. Αν και δυσκολεύονται να τα καταλάβουν, καταβάλλουν προσπάθεια να τα κατανοήσουν και δέχομαι πολλά θετικά, υποστηρικτικά σχόλια. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα. Ωστόσο, δέχομαι και πολλή κριτική και, φυσικά, υπάρχουν κι εκείνοι που αντιτίθενται στο όλο εγχείρημα και αρνούνται να διαβάσουν τα άρθρα μου.

— Τι λένε οι Κύπριοι συνάδελφοί σας για τη γραφή σας στις διαλέκτους μας;

Γ.Π.: Εξαρτάται από την περίπτωση και την προσέγγιση. Υπάρχουν αρκετοί που υποστηρίζουν και κατά καιρούς προωθούν τη γραφή μου στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο. Φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι που την υποτιμούν, την απορρίπτουν και δεν την αναγνωρίζουν καν ως μέρος της λογοτεχνίας γενικά ή της κυπριακής λογοτεχνίας ειδικότερα. Συνήθως την αμφισβητούν χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την ελληνικότητα του νησιού και την εθνική ταυτότητα. Για ορισμένους, η γραφή στη διάλεκτο γίνεται αντιληπτή ως λαογραφική γραφή, όχι ως σύγχρονος τρόπος έκφρασης, κάτι με το οποίο διαφωνώ.

Συχνά παρουσιάζω πειραματικές ή σύγχρονες προσεγγίσεις μέσω ποιητικής πρόζας για να αποδείξω ακριβώς αυτό: η γραφή στη διάλεκτο είναι ζωντανή κι έχει πολλά να προσφέρει στη σύγχρονη λογοτεχνία. Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, ειδικά στις μέρες μας, υπάρχουν επίσης πολλοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί που θεωρούν τη γραφή στην ελληνοκυπριακή κατάρα και πρόβλημα – ξεχνώντας ότι η διάλεκτος είναι προϊόν της κοινωνίας και της ιστορίας του νησιού.

Χ.Κ.: Μεταξύ των Κυπρίων διανοουμένων υπάρχουν τόσο υποστηρικτές όσο και αντίπαλοι. Οι αντίπαλοι λένε ότι τα άρθρα μου είναι γραμμένα σε μια «πρωτόγονη» γλώσσα. Αναφέρουν δεν μπορούν να εκφραστούν οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους στα κυπριακά τουρκικά με γραπτό λόγο. Δυστυχώς, αυτοί είναι στην πλειονότητά τους αριστεροί διανοούμενοι. Κάποιοι λένε ότι αυτή η γλώσσα ανήκει στις επαρχίες και ότι ιδέες και σκέψεις δεν μπορούν να παραχθούν μέσω αυτής.

— Θα σκεφτόσασταν να συμπεριλάβετε γλωσσάρι στα βιβλία σας ώστε να διευκολύνεται ο αναγνώστης ή θεωρείτε  ότι κάτι τέτοιο θα στερούσε την ομορφιά της έκφρασης;

Γ.Π.: Η γραφή μου στα ελληνοκυπριακά γίνεται στην καθομιλουμένη, έτσι συνήθως δεν υπάρχουν άγνωστες λέξεις – ή, αν υπάρχουν, ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να τις αναζητήσει και να βρει τη σημασία τους. Οι λέξεις ακολουθούν μια συγκεκριμένη λογική –γράφονται, προφέρονται και ορίζονται– και αυτή η λογική υπάρχει παντού γύρω μας – στην κοινωνία, στις κοινές μας εμπειρίες και αναμνήσεις ως κατοίκων του νησιού, αλλά και ως μέρος της συλλογικής μνήμης της ανθρώπινης ύπαρξης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι, σε μια προσπάθεια να ενισχύσω την εξοικείωση με τη διάλεκτο και την αναγνωσιμότητά της, κάθε μήνα επιλέγω μια λέξη και παρουσιάζω τη σημασία και τη χρήση της σε κάποιο από τα έργα μου.

Χ.Κ.: Δεν σκοπεύω να κάνω κάτι τέτοιο. Υπάρχουν πηγές για τα κυπριακά τουρκικά. Ο αναγνώστης μπορεί να έχει πρόσβαση σ’ αυτές, αν το επιθυμεί. Δεν έχει νόημα να εξηγούμαι με υποσημειώσεις στην πατρίδα μου. Δεν γράφω σε μια γλώσσα που προέρχεται από το διάστημα. Οι λέξεις μου χρησιμοποιούνται σ’ αυτό το νησί εδώ και εκατοντάδες χρόνια.

Ωστόσο, οι κυπριακές γλώσσες πρέπει να διδάσκονται. Γι’ αυτό πρέπει να ιδρύσουμε σχολεία και ινστιτούτα. Ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία μιας κοινής ζωής είναι η γλώσσα. Αν επιστρέψουμε στις βασικές μας αξίες, θα επικοινωνούμε μεταξύ μας σε σωστές βάσεις. Τα ελληνοκυπριακά και τα τουρκοκυπριακά είναι οι γλώσσες της ειρήνης και της αντίστασης.

Όσο οι Κύπριοι επιστρέφουν στις δικές τους τουρκικές και ελληνικές γλώσσες, θα συνειδητοποιούν την οικοδόμηση της «ειρήνης» και μιας «κοινής πατρίδας»

— Πιστεύετε ότι αυτή η απόφασή σας παίζει κάποιον ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων, και με ποιον τρόπο;

Χ.Κ.: Όσο οι Κύπριοι επιστρέφουν στις δικές τους τουρκικές και ελληνικές γλώσσες, θα συνειδητοποιούν την οικοδόμηση της «ειρήνης» και μιας «κοινής πατρίδας». Ζούμε μαζί εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι είναι το αποτέλεσμα αυτής της πολιτιστικής συσσώρευσης. Ψάχνουμε για τη γλώσσα της ειρήνης στα αγγλικά. Ψάχνουμε για τη μετάφραση του bariş [Σημ.: ειρήνη στα τουρκικά] σε τυπικά τουρκικά και ελληνικά. Ψάχνουμε επίσης για τυποποιημένες μορφές ειρήνης. Δεν υπάρχει μορφή ή πρότυπο για το να είσαι Κύπριος. Ο δρόμος προς την ειρήνη μπορεί να εδραιωθεί μόνο με τα δικά μας τουρκικά και ελληνικά.

Γ.Π.: Το 2021, κατά τη διάρκεια εργαστηρίου μετάφρασης στο Φεστιβάλ Βιβλίου Λευκωσίας, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι συγγραφείς είχαν την ευκαιρία να μεταφράσουν ένα κείμενο οι μεν στη γλώσσα των δε. Ο αγαπημένος ποιητής Ταμέρ Εντζούλ επέλεξε να μεταφράσει το γραμμένο στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο κείμενό μου στην τουρκοκυπριακή. Στη συζήτηση που ακολούθησε μια εκδήλωση ανάγνωσης ποίησης  παρατηρήσαμε ότι ορισμένες λέξεις είχαν ρινικές καταλήξεις και στις δύο διαλέκτους. Εκεί που η ελληνοκυπριακή είχε το τελικό «ν», η τουρκοκυπριακή είχε κάτι παρόμοιο. Επρόκειτο για την αναγνώριση ενός κοινού στοιχείου – μιας κοινής βάσης επικοινωνίας. Η διάλεκτος λοιπόν προσφέρει την πρώτη και πλέον θεμελιώδη αρχή τόσο για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους: μια κοινή ταυτότητα, μια κοινή πατρίδα και κοινούς αγώνες σε όλη την ιστορία. Ένα μικρό σημείο σύγκλισης ενόψει τόσων προσπαθειών διχασμού.

— Να τελειώσουμε με τον πρόσφατο θόρυβο γύρω από την απόσυρση της έκδοσης από το περίπτερο της 19ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής; Ποια είναι η δική σας γνώμη γι’ αυτό;

Γ.Π.: Αυτό ήταν το μεγαλύτερο θέμα συζήτησης τις τελευταίες μέρες, κι έδωσε σε πολλούς την ευκαιρία να στοχοποιήσουν τη διάλεκτο, τις τέχνες, χρησιμοποιώντας παράλληλα το Κυπριακό για να χτίσουν πολιτικές καριέρες. Οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από την απόσυρση του βιβλίου αποτελεί, τουλάχιστον, λογοκρισία και άμεση απειλή για τη δημοκρατία αυτής της χώρας. Η τέχνη θα είναι πάντα πολιτική, επειδή είναι μέρος της ίδιας της κοινωνίας, του κοινού που συνεχίζει να αγωνίζεται μέρα νύχτα για την επιβίωση. Κάποιοι το είδαν αυτό ως ευκαιρία για να σπείρουν ξανά το μίσος, στοχοποιώντας έμμεσα την τέχνη και την καλλιτεχνική έκφραση.

Τον Μάρτιο του 2025, ένας βουλευτής στην Ελλάδα επιτέθηκε σε έργα τέχνης με το πρόσχημα της προσβολής των ιερών. Στην Κύπρο, την ίδια χρονιά, προσπαθούν να αποσύρουν βιβλία – ίσως και να τα κάψουν. Η ιστορία μπορεί να μας δείξει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτό. Η αναβίωση της ξεπερασμένης αφήγησης «Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια» ως πολιτικό εργαλείο είναι ανησυχητική. Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιες ιδεολογίες στο παρελθόν συνδέθηκαν με τον διχασμό, τη λογοκρισία και είχαν τραγικές συνέπειες για την Κύπρο. Η τέχνη θα πρέπει να λειτουργεί ως καθρέφτης της κοινωνίας και ως χώρος διαλόγου – όχι ως αποδιοπομπαίος τράγος για τις ατζέντες των λίγων.

Χ.Κ.: Είναι κρίμα για τους Κύπριους. Μπορείς να είσαι οτιδήποτε στην Κύπρο· μπορείς να είσαι Τούρκος και Έλληνας· μπορείς να συνεχίζεις τη ζωή σου ως Άγγλος ή Γάλλος. Όμως δεν μπορείς να είσαι απλώς Κύπριος. Όλα όσα αφορούν τους Κύπριους απορρίπτονται…

Ευχαριστώ τους δύο μας λογοτέχνες· τους ευχαριστώ και χαίρομαι, γιατί με το έργο τους αγωνίζονται συνειδητά για μια ενιαία ταυτότητα στην Κύπρο μας.

Γιώργος Παπακωνσταντίνου

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι Κύπριος ποιητής, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας, του οποίου το έργο επαναπροσδιορίζει την κοινωνία μέσα από το πρίσμα της ποίησης και της λογοτεχνίας. Συνδυάζει την παράδοση με τη νεωτερικότητα για να δημιουργήσει συναισθηματικά ηχηρά έργα που εξερευνούν θέματα ταυτότητας, σύνδεσης και ανθρώπινης εμπειρίας σε όλες τις γλώσσες και τους πολιτισμούς. Συγγραφέας πέντε βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των «Ημιτελές» και «Σκιές στο σκοτάδι», ο Γιώργος αντλεί από τις πολιτισμικές του ρίζες για να εμπνεύσει το κοινό να οραματιστεί μια κοινωνία που βασίζεται στην ενσυναίσθηση και την κοινοτική δύναμη. Το έργο του έχει παρουσιαστεί στην Κύπρο, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Χαλίλ Καραπασάουγλου

Ο Χαλίλ Καραπασάουγλου, γεννήθηκε στο Ipsillat (Ψυλλάτος) το 1985. Αποφοίτησε από το Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας και Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Ανατολικής Μεσογείου το 2008. Το 2020 ολοκλήρωσε τη μεταπτυχιακή του διατριβή με θέμα «Αναπαράσταση ρομπότ στον κινηματογράφο επιστημονικής φαντασίας» στη Σχολή Επικοινωνίας του ίδιου πανεπιστημίου, όπου και ξεκίνησε το διδακτορικό του την ίδια χρονιά. Τον Ιούλιο του 2008 μετακόμισε στην Αγγλία και συγκεκριμένα στη Οξφόρδη, όπου παρέμεινε για σύντομο χρονικό διάστημα, πριν εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Επέστρεψε στην Κύπρο προς το τέλος του 2010. Άρθρα του για την πολιτική, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, ποιήματα και συνεντεύξεις του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες του νησιού, όπως η Afrika και η Realist, και έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Aci Biberli Aşk», εκδόθηκε το 2013 και η δεύτερη, με τίτλο «Ahir Zaman Âlemi», το 2020. Είναι αντιρρησίας συνείδησης. Το 2012 συνελήφθη για ένα άρθρο σχετικά με τη βία στον στρατό και εξέτισε ποινή φυλάκισης σε στρατιωτικές φυλακές. Από τότε έχει συλληφθεί άλλες δύο φορές και έχει εκτίσει ποινές φυλάκισης για υποθέσεις άρνησης στράτευσης. Αγωνίζεται στον τομέα του αντιμιλιταρισμού.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY