Όσα συζητήθηκαν στα πάνελ σε video, highlights και εικόνες
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Κύπρος, μια ιστορία εισβολής και προσφυγιάς, που λίγοι θυμούνται και λίγους συγκινεί
Το βιβλίο της Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη «Της Ντροπής» (εκδ. Μελάνι) είναι ένα λογοτεχνικό ντοκουμέντο της ιστορίας της Κύπρου
Καθόταν σταυροπόδι στην κουζίνα, στο διαμέρισμά τους στο Παγκράτι. Στο χέρι της έκαιγε ένα τσιγάρο, και κάθε τόσο το άπλωνε μέχρι το τασάκι μπροστά της, να τινάξει τη στάχτη, χωρίς να βλέπει πού θα έπεφτε ή να τη νοιάζει. Το βλέμμα της ήταν στραμμένο στην κατσαρόλα, όπου έβραζε καρότα, σέλινο και πατάτες για να φτιάξει σούπα.
Η σκέψη της, πάλι, ταξίδευε αλλού. Πάνω από ταραγμένες θάλασσες, και πάνω από απέραντα ακαλλιέργητα χωράφια στο χρώμα της κίτρινης μαργαρίτας και της κατακόκκινης παπαρούνας. Πάνω από βαριά, σκουριασμένα συρματοπλέγματα, βαρέλια και σακιά γεμάτα άμμο, φραγκοσυκιές που ξεπετάχτηκαν πλάι στα ξεχασμένα ντουβάρια. Και πάνω από ποτάμια, στεγνά τα πιο πολλά· όπως στεγνά ήταν και τα μάτια της.
Βρισκόταν σε μία άλλη κουζίνα, πάνω από μία άλλη κατσαρόλα. Εκεί που είχε αφήσει να βράζει η μαρμελάδα σύκο. Είχε μόλις ρίξει μισό ποτηράκι ούζο· το μεγάλο της μυστικό. Γι’ αυτήν τη μαρμελάδα τη ζήλευε όλη η Αμμόχωστος.Είχε προλάβει, άραγε, να σβήσει το μάτι της κουζίνας; Δεν θυμόταν. Όταν την τράβαγε ο άντρας της για να φύγουν, με τα βομβαρδιστικά ήδη πάνω από το κεφάλι τους, να το είχε σβήσει το μάτι; Δεν θυμόταν. Όταν οι σειρήνες της πόλης άρχισαν πάλι να ουρλιάζουν και να ουρλιάζουν, όταν όλη η γειτονιά έτρεχε για να μπουν στ’ αυτοκίνητα και να φύγουν — το έσβησε το μάτι;
Τα λαχανικά σιγοβράζανε στην κατσαρόλα, κι εκείνη, μια στο τόσο, γύρναγε προς τη μεριά της Τασούλας που καθόταν δίπλα της σκυμμένη στο πλεκτό της, και μ’ έναν αναστεναγμό επαναλάμβανε πάντα την ίδια φράση: «Έτσι που λες, Τασία μου...»
Κι αν έπεφτε στο πάτωμα η στάχτη από το τσιγάρο της, δεν πειράζει.
(«Σαράντα πέντε χρόνια σκόνη», Της Ντροπής, εκδ. Μελάνι)
***
73 μικροϊστορίες για μια πόλη πληγωμένη. Με ρημαγμένα σπίτια πίσω από συρματοπλέγματα και ασπροκόκκινες κορδέλες. Με έρημα καταστήματα που κάποτε είχανε ζωή.
73 στιγμιότυπα σαν κινηματογραφικές εικόνες – σαν σε όνειρο. Με ήρωες που γεμίζουν δάκρυα από προσδοκίες που ματαιώθηκαν. Mε τη λαχτάρα να θυμηθούν. Η τελευταία ταινία στο σινεμά, η τελευταία μέρα στη δουλειά, όλα τα τελευταία πράγματα τη μέρα πριν εκδιωχθούν. Οι βουκαμβίλιες, τα γιασεμιά, οι φοίνικες, η οδός Δημοκρατίας, το καφέ στη Στοά της Ερμού, σε εκείνον τον δρόμο, σε εκείνο το κτίριο, στο γήπεδο, στο σχολείο, στο μαγαζί με τα παιχνίδια, στο πρακτορείο με τις εφημερίδες. Ο τσαγκάρης, η μοδίστρα, ο χειριστής του γερανού, οι καστόρινες μπότες δώρο εφηβικών γενεθλίων, η κουζίνα που μοσχομυρίζει τα κυριακάτικα μεσημέρια, ο φούρνος του κυρ-Ανέστη, το στέκι που φλέρταραν αγόρια και κορίτσια πίνοντας μιλσέικ.
Τα ενετικά τείχη της παλιάς πόλης. Το πλιάτσικο από τους Τούρκους στρατιώτες. Η άσφαλτος που έχει φυτρώσει, οι φθαρμένες πινακίδες των μαγαζιών, τα σπίτια-φαντάσματα.
Στην καμπίνα του πλοίου πηγαίνοντας για την Αθήνα, μαμά και κόρες. Το διαμέρισμα στο Παγκράτι. Η επιστροφή μετά από 43 χρόνια.
73 μικροϊστορίες που μπερδεύουν τη φαντασία με τη ζωή που σταμάτησε απότομα ένα πρωί του Αυγούστου του 1974, με την τουρκική εισβολή. Το φόντο είναι πραγματικό. Τα πρόσωπα άλλοτε υπαρκτά, όπως της γιαγιάς Θεοδώρας που η μικρή ηρωίδα την αγαπούσε επειδή την άφηνε να βουτάει το μπισκότο στον καφέ της. Κι άλλοτε επινοημένα, η γλώσσα πάντοτε λογοτεχνική.
Για να αισθανθείς ωστόσο το βιβλίο χρειάζεται να ξέρεις τα γεγονότα, ή μάλλον, αυτό είχε στο μυαλό της η συγγραφέας του, να λειτουργήσει η λογοτεχνία σαν όχημα για να την Ιστορία.
Η Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη ζει μια ευτυχισμένη και γεμάτη ζωή στην Πράγα, αλλά κάπου στο βάθος υπάρχει αυτό το συναίσθημα από το οποίο εμπνεύστηκε τον τίτλο του τελευταίου της βιβλίου: «Της Ντροπής» (εκδ. Μελάνι). Στις παρουσιάσεις του σε πόλεις της Ελλάδας, της Κύπρου, της Τσεχίας, στο Λονδίνο, και όπου βρει ανοιχτό τον δρόμο, κάνει μία προσωπική εκστρατεία για να μιλήσει για την ιστορία της Κύπρου και των Αμμοχωστιανών, για την εισβολή και ό,τι ακολούθησε. Κι αν κάποια στιγμή οι πρόσφυγες το παίρνουν απόφαση και ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους, εδώ ήταν αλλιώς. Οι πρόσφυγες κυρίως από την Αμμόχωστο συνέχιζαν τη ζωή τους πιστεύοντας ότι κάποτε θα επιστρέψουν, καθώς η περίπτωσή τους χρησιμοποιήθηκε σαν διαπραγματευτικό χαρτί στις συνομιλίες για το Κυπριακό.
Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. Ελάχιστοι στην Ελλάδα συγκινούνται από την υπόθεση της κατεχόμενης Κύπρου – ούτε καν την ξέρουν. Όπως είπαν και στην ίδια, ήδη το 2004, στον εκδοτικό που έστειλε το πρώτο της μυθιστόρημα («Όταν θα πέσουν τα μαύρα»), που μιλάει για τα χρόνια στην Αμμόχωστο πριν από την εισβολή: «η Κύπρος στην Ελλάδα δεν πουλάει» (το βιβλίο βγήκε τελικά σε κυπριακές εκδόσεις και πήρε Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος).
Οι περισσότεροι από εμάς πράγματι ποτέ δεν νιώσαμε ενσυναίσθηση για τα «αδέρφια» μας τους Κύπριους και για το δράμα των προσφύγων, ούτε όταν σκεφτόμαστε την Κύπρο έχουμε στο μυαλό μας μια ιστορία που εκκρεμεί – όσο για τις νεότερες γενιές δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει «ψευδοκράτος», τι είναι τα Κατεχόμενα και γιατί το Κυπριακό αποτελεί αγκάθι στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας.
Να, λοιπόν, μια ευκαιρία να θυμηθούμε. Η λογοτεχνία, μέσα από αυτά τα μικρά σε έκταση διηγήματα, γίνεται η αφορμή για να μιλήσουμε για την ιστορία της Κύπρου.
Στο βιβλίο της Βίβιαν η γραφή συμπυκνώνει τρυφερά και με λεπτότητα τη μνήμη. Πιάνει τα μικρά της ζωής και φτιάχνει το μεγάλο κάδρο. Όσο για τη μελαγχολία των ηρώων ζωντανεύει και από τις πραγματικές εικόνες, καθώς κάθε διήγημα συνοδεύεται από ένα QR code το οποίο αντιστοιχεί σε μια φωτογραφία. Ο αναγνώστης μπορεί να δει την κάθε φωτογραφία (πριν ή αφού διαβάσει την ιστορία, κάντε το πείραμα), και οι εικόνες λειτουργούν σαν υπόμνηση του τραύματος.
Λέει η συγγραφέας: «Οι φωτογραφίες αποτέλεσαν την αφορμή για τη συγγραφή αυτής της συλλογής διηγημάτων. Στην πλειοψηφία τους, τις τράβηξαν φίλοι μου στις πρώτες επισκέψεις τους στην Αμμόχωστο το 2020, όταν για πρώτη φορά ο Ερντογάν άνοιξε κάποιους δρόμους από την πόλη μας η οποία ήταν κλεισμένη σε συρματοπλέγματα. Αδυνατώντας, λόγω του κορονοϊού, να επισκεφτώ την Αμμόχωστο από την Πράγα, παρακολουθούσα διψασμένη την έκθεση των φωτογραφιών στα κοινωνικά δίκτυα και με είχαν συγκλονίσει. Άλλες μου ξύπνησαν αναμνήσεις από τα χρόνια στην πόλη, κάποιες άλλες μου έδωσαν την αφορμή να πλάσω ιστορίες που αναφέρονται στα κακώς καμωμένα, κάποιες τρίτες με ενέπνευσαν να γράψω ιστορίες που κινούνται κάπου μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Οι εικόνες μου μίλησαν και μου διηγήθηκε η κάθε μία τη δική της ιστορία».
«Για πρώτη φορά, εκείνες οι γιορτές δεν είχαν ήχο. Δεν γέμισαν τα χαρούμενα γέλια και οι φωνές της οικογένειας. Δεν βγήκε κανείς στο μπαλκόνι στη θέση της γιαγιάς Θεοδώρας για να ρίξει από το μπαλκόνι την πήλινη κουκκουμάρα γεμάτη νερό, έτσι, για να πάει το πάσα κακό. Κι ακόμα... πόσο παράξενο... δεν κατάφεραν ούτε οι μπουρούδες των πλοίων να περάσουν μέσα από τους τοίχους του σπιτιού μας.
Για πρώτη φορά στις γιορτές του 1973· γιατί από τότε ακολούθησαν ίδια στεγνές γιορτές για άλλα σαράντα εφτά χρόνια. Μόνο που αυτές δεν τις είχε προδώσει η καρδιά καμιάς γιαγιάς Θεοδώρας. Τις πρόδωσε η καρδιά αυτού του λαού που εξακολουθεί να μη βρίσκει τον δρόμο για την επανένωση και την επιστροφή. Που δεν ξέρει πώς να ρίξει από το μπαλκόνι την κοκκουμάρα για να πάει το πάσα κακό...» (Της Ντροπής. εκδ. Μελάνι)
Όταν κάποιος σου αφηγείται την ιστορία της ζωής του, και τον ρωτάς: «Τι θυμάσαι από εκείνη την ημέρα;» αποκτάς μια οικειότητα με τον ίδιο, αλλά και ένα άλλο βλέμα πάνω στην Ιστορία. Πρώτα, όμως, ζήτησα από τη Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη να εξηγήσει την ιστορία της Κύπρου σε όσους δεν τη γνωρίζουν.
Βίβιαν, γιατί επικεντρώνεσαι στο συναίσθημα της Ντροπής;
Μισός αιώνας από την ημέρα του πραξικοπήματος και στη συνέχεια από την Τουρκική εισβολή είναι μια τεράστια χρονική περίοδος. Έχουμε προλάβει και τα έχουμε νιώσει όλα· πονέσαμε, κλάψαμε, θυμώσαμε, αγανακτήσαμε. Αυτό που οι πιο πολλοί από εμάς δεν έχουμε ακόμα κάνει, είναι να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να αποδεχτούμε τις ευθύνες μας· ηγέτες, πολιτικοί, πολίτες. Γυρνάω στις πόλεις της Κύπρου και της Ελλάδας προσπαθώντας, μέσα από τα μικρά μου διηγήματα, να μιλήσω για αυτές τις ευθύνες και για την ντροπή που θα έπρεπε όλοι να νιώθουμε. Αν κάποιοι βολεύονται με την πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στο νησί, πρέπει να αντιληφθούμε πως δεν πρόκειται να μείνει για πάντα έτσι. Το χειρότερο δεν το έχουμε ακόμα δει.
Συμφωνείς ότι οι περισσότεροι πια ούτε καν γνωρίζουν την ιστορία της Κύπρου;
Ναι έτσι είναι, για αυτό στις παρουσιάσεις του βιβλίου στις πόλεις της Ελλάδας και της Κύπρου προσπαθώ να τους την εξηγήσω. Με απλά λόγια. Μετά συγκινούνται και διαβάζουν με άλλο βλέμμα το βιβλίο.
Τι τους λες;
Κάνω μια ιστορική διαδρομή για την πόλη, και εστιάζω στη διαφορά που έχουν τα άλλα κατεχόμενα σε σχέση με την Αμμόχωστο. Κάποτε η πόλη μας ήταν μοιρασμένη στα δύο. Από τη μια, η Παλιά Πόλη που περικλείεται από τα ενετικά τείχη και που ήδη από τον 16ο αιώνα, με την άλωση της Κύπρου από τους Οθωμανούς, κατοικούσαν μόνο οι κατακτητές που παρέμειναν στο νησί. Από την άλλη, η περιοχή που επικράτησε να λέγεται Βαρώσι (στα τουρκικά σημαίνει προάστιο). Εκεί διέμεναν οι αυτόχθονες κάτοικοι του νησιού, οι Ελληνοκύπριοι, αφού εκδιώχθηκαν έξω από τα τείχη. Εκεί, όπου είχαν παλιότερα τα περιβόλια τους, ανέπτυξαν την πόλη τους κι είναι ακριβώς εκείνο το τμήμα της Αμμοχώστου που γνώρισε τεράστια άνθιση και αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά θέρετρα στην Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικές οι φωτογραφίες.
Η ιστορία της εισβολής και η περίπτωση της Αμμοχώστου
Τι συνέβη με την τουρκική εισβολή του 1974;
Το μέρος του Βαρωσιού που γειτνιάζει με τα ενετικά τείχη της παλιάς πόλης εποικήθηκε αμέσως, όπως όλα τα άλλα μέρη στο βόρειο τμήμα του νησιού. Το υπόλοιπο, το πιο εμπορικό και τουριστικό, το οποίο φιλοξενούσε περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού της πόλης, περιφράχθηκε με συρματοπλέγματα από τον τουρκικό στρατό, λεηλατήθηκε πλήρως και στη συνέχεια παρέμεινε έτσι, άδειο και έρημο μέχρι τώρα. Αυτό το κομμάτι της πόλης αποτέλεσε ξεχωριστό διαπραγματευτικό χαρτί στις συνεχιζόμενες συνομιλίες, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, λόγω της αδιαλλαξίας και από τις δυο μεριές. Κι ας προωθήθηκαν ειδικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την επιστροφή της πόλης στους νόμιμους κατοίκους της.
Η πολιτική των Κυπρίων πολιτικών ποια ήταν;
Ότι δεν θα πρέπει να διαχωριστεί η περίπτωση της Αμμοχώστου, να μην «αμμοχωστοποιηθεί», όπως έλεγαν, το πρόβλημα γιατί φοβούνταν ότι θα θεωρηθεί ότι είχαμε μια νίκη και άρα σε όλα τα υπόλοιπα θα έπρεπε να κάνουμε πίσω. Τελικά δεν έγινε τίποτα σε κανένα επίπεδο.
Μέχρι που το 2020 το καθεστώς του Ερντογάν αποφάσισε να καθαρίσει και να ασφαλτοστρώσει δύο μόλις δρόμους της περίκλειστης πόλης και να επιτρέψει τις «επισκέψεις» για πρώτη φορά μετά το 1974· στους δικούς τους πολίτες, στους τουρίστες, αλλά και σε εμάς, τους νόμιμους πολίτες αυτής της πόλης. Στους δρόμους μέσα από την παλιά άσφαλτο, όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, είχαν ξεφυτρώσει δέντρα και θάμνοι κι ανέβηκαν στα ερειπωμένα, στα απογυμνωμένα κτίρια, λες για να τα προστατεύσουν από τα αδιάκριτα μάτια.
Αφού πέρασαν πρώτα οι μπουλντόζες του Ερντογάν για να χαραχτούν και πάλι οι δυο δρόμοι, έριξαν καινούργια άσφαλτο σαν μαύρο χαλί μετατρέποντας τις τραγικές εικόνες των σπιτιών μας σε τουριστική ατραξιόν προς όφελος των κατακτητών. Για εμάς, τους νόμιμους ιδιοκτήτες της πόλης, είναι μια καινούργια μαχαιριά στην πενηντάχρονη ανοιχτή πληγή της προσφυγιάς μας.
Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Να ορίσουμε την αρχή; Γιατί πρέπει κάποτε να καταγραφεί πως αρχή του προβλήματος δεν αποτελεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου το 1974. Στο νησί της Κύπρου είχαμε δύο κοινότητες που ζούσαν μαζί. Οι μεταξύ τους τριβές άρχισαν μετά την Ανεξαρτησία από τη βρετανική κυριαρχία, μετά το 1960, με αποκορύφωμα τις αιματηρές συγκρούσεις τα Χριστούγεννα του 1963, που συνεχίστηκαν και στο 1964, που με τις ευλογίες και των Βρετανών κατέληξαν στην υποχώρηση των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες.
Να θυμίσουμε ότι το 1878 η Τουρκία παραχώρησε την Κύπρο στην Αγγλία, που κράτησε το νησί μέχρι το 1960, όταν η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία. Τρία μόλις χρόνια μετά, οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από τις περιοχές που ζούσαν μαζί με Ελληνοκύπριους.
Η Βρετανία, σαν εγγυήτρια δύναμη, για να εκτονώσει, δήθεν, τα πνεύματα, τράβηξε με πράσινο μολύβι γραμμές στον χάρτη του νησιού, διαχωρίζοντας τις περιοχές όπου θα έμεναν από τότε οι Τ/Κ μακριά από τους Ε/Κ. Αυτό το νοητό τείχος ονομάστηκε πράσινη γραμμή που διατηρήθηκε μέχρι το 1974. Επίσης από το 1964 οι Τουρκοκύπριοι με την παραίνεση της Τουρκίας αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τη διακυβέρνηση της χώρας, από τη Βουλή και τα υπουργεία, όπως το καθόριζε το σύνταγμα του 1960.
Ένα τέτοιος θύλακας ήταν και η παλιά Αμμόχωστος, καθώς έδιωξαν τους λίγους Ελληνοκύπριους που ζούσαν εκεί;
Ναι, όπως είπαμε, στην Παλιά Πόλη, πίσω από τα ενετικά τείχη, κατοικούσαν ήδη από τον 16ο αιώνα κυρίως Τουρκοκύπριοι, ενώ οι Ελληνοκύπριοι συνέχισαν να αναπτύσσουν την πόλη εκτός των τειχών. Από το ’64 η Παλιά Πόλη έκλεισε για τους Ε/Κ και οι λίγοι που έμεναν εκεί εκδιώχθηκαν. Οπότε εγώ, που γεννήθηκα το 1958 και το ’64 ήμουν 4-5 χρονών, δεν είχα μνήμες και εικόνες από την παλιά Αμμόχωστο. Παρότι ήταν δίπλα στα σπίτια μας, δεν μπορούσα να επισκεφτώ αυτό το κομμάτι της πόλης μας. Την Παλιά Πόλη την είδα το 2004, όταν για πρώτη φορά άνοιξαν κάποια από τα οδοφράγματα που διαχωρίζουν τα κατεχόμενα εδάφη από την ελεύθερη περιοχή, οπότε μπορούσαμε να πάμε στην άλλη πλευρά, όχι μόνο στην Αμμόχωστο, αλλά και στην Κερύνεια, και στα υπόλοιπα κατεχόμενα μέρη. Αντίστοιχα, στην ελεύθερη περιοχή δεν άλλαξε τίποτα, οι Τουρκοκύπριοι που είχαν κυπριακό διαβατήριο και ταυτότητα εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα να έρθουν και να εργαστούν, να πηγαίνουν στα νοσοκομεία μας και διατηρούν όλα τα δικαιώματα των κυπρίων πολιτών. Οι έποικοι βέβαια όχι, γιατί θεωρούνταν ξένο σώμα.
Οι σχέσεις των δυο κοινοτήτων δεν ομαλοποιήθηκαν ποτέ;
Όχι, και επιβαρύνθηκαν μάλιστα με νέες εχθροπραξίες το 1967. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, όμως, δεν έλαβε ποτέ στα σοβαρά τον κίνδυνο που εγκυμονούσε ένα τέτοιο παιγνίδι με τη φωτιά. Αγνοώντας την τουρκοκυπριακή κοινότητα –που άλλωστε αποτελούσε λιγότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού του νησιού– επικεντρώθηκε στις εσωτερικές διαφορές της δικής τους κοινότητας, ανάμεσα σε αυτούς που ηθελημένα ή βλακωδώς δέχτηκαν να μπλεχτούν στα παιγνίδια της ελληνικής χούντας, ιδρύοντας την ΕΟΚΑ Β και στους οπαδούς του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που είτε γιατί ήταν πραγματιστές, είτε γιατί βολεύτηκαν κάτω από το νέο καθεστώς του ανεξάρτητου κράτους, διαχώρισαν τη θέση τους.
Κατάληξη αυτών των ένοπλων διαφορών ήταν το προδοτικό πραξικόπημα του 1974, ενορχηστρωμένο από την Χούντα της Ελλάδας και την παράνομη οργάνωση της ΕΟΚΑ Β. Κι αυτό, το πραξικόπημα, άνοιξε την κερκόπορτα για τους Τούρκους, οι οποίοι δικαιολόγησαν την εισβολή τους στο νησί, σαν προσπάθεια προστασίας των Τ/Κ έναντι της κυπριακής χούντας που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα.
---> Πριν από το 1974 o πληθυσμός της Κύπρου ήταν Ελληνοκύπριοι (78%) και Τουρκοκύπριοι (18%). Με την εισβολή 200.000 Έλληνες Κύπριοι έφυγαν πρόσφυγες στο νότιο τμήμα του νησιού ή στο εξωτερικό. Παράλληλα, οι Τουρκοκύπριοι μεταφέρθηκαν στον κατεχόμενο από την Τουρκία βορρά. Στα χρόνια που ακολούθησαν η πλειοψηφία από τους εναπομείναντες εγκλωβισμένους Ελληνοκύπριους εκδιώχθηκαν και μεταφέρθηκαν 120.000 έποικοι από το εσωτερικό της Τουρκίας. Το 1983 ανακηρύχθηκε μονομερώς ως ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», το λεγόμενο «ψευδοκράτος», που αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία.
Σήμερα το νησί de facto διοικείται από δύο κύρια μέρη. Την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία ελέγχει περίπου το 58% της έκτασης του νησιού, και την αποκαλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (37% του νησιού), η οποία αποτελεί υποτελή κατοχική διοίκηση του Τουρκικού κράτους. Περίπου το 5% του νησιού καταλαμβάνεται από τον ΟΗΕ (Πράσινη Γραμμή) και από το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο διατηρεί τις περιοχές κυρίαρχων βάσεων Ακρωτηρίου και Δεκέλειας.
Ο πληθυσμός στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου ανερχόταν στο τέλος του 2021 στους 918.100 κατοίκους, μεγάλο μέρος των οποίων (21,1%) αποτελούν ξένοι υπήκοοι.
2ο μέρος: Η εισβολή του τούρκικου στρατού στην Κύπρο - μια προσωπική ιστορία
Θυμάσαι την ημέρα που φύγατε από το σπίτι σας;
Αυτό που πιθανά έχουν στο μυαλό τους οι περισσότεροι, ότι έπεφταν οι βόμβες και ότι φύγαμε γιατί βλέπαμε τον Τούρκο να μπαίνει στην πόλη, δεν συνέβη στην Αμμόχωστο. Να θυμίσουμε ότι η εισβολή έγινε σε δύο γύρους. Ο πρώτος ήταν όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Κερύνεια και στα γύρω χωριά, στις 20 Ιουλίου του 1974. Η νότια πλευρά εξακολουθούσε τότε να ζει στον κόσμο της, πιστεύαμε δηλαδή ότι θα σταματούσαν εκεί πάνω και ότι εμείς ήμασταν πάρα πολύ μακριά, υπήρχε άλλωστε εκεχειρία μετά τον πρώτο γύρο. Η Αμμόχωστος αποτέλεσε πρώτο σημείο υποδοχής των προσφύγων που έφθαναν από τις βορειότερες περιοχές του νησιού.
Ο δεύτερος γύρος έγινε στις 14 Αυγούστου, σχεδόν έναν μήνα μετά, που με όλες αυτές τις διαπραγματεύσεις μας φάνηκε αιώνας. Για να καταλάβετε, στο Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου μαζεύτηκε πάρα πολύ υλικό από τους συμπολίτες μας, ρούχα, παπούτσια και ένα σωρό πράγματα πρώτης ανάγκης για να δώσουμε στους έρημους τους Κερυνιώτες που έμειναν έξω από τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες. Υπάρχει μια συγκλονιστική φωτογραφία, όταν άνοιξε το Λύκειο Ελληνίδων, που την τράβηξε ο δημοσιογράφος Κώστας Κωνσταντίνου, που ο χώρος είναι γεμάτος με υφάσματα, τα ρούχα που μαζέψαμε τότε.
Όταν βομβάρδισαν την Αμμόχωστο, στον πρώτο γύρο, θεωρήσαμε ότι το έκαναν γιατί είχαμε κάποια αντιαεροπορικά συστήματα. Ότι αυτό ήταν και τέρμα. Φροντίσαμε αμέσως να επισκευάσουμε τις ζημιές. Στο δικό μας το σπίτι, για παράδειγμα, επειδή έπεσαν πολύ κοντά οι βόμβες, έσπασαν όλα τα τζάμια και τα φτιάξαμε. Δεν μας περνούσε από το μυαλό ότι υπήρχε περίπτωση να προσφυγοποιηθούμε κι εμείς.
Στις 14 Αυγούστου, τα ξημερώματα, όταν πέρασαν πάνω από την πόλη αναγνωριστικά αεροπλάνα, καταλάβαμε ότι θα ακολουθούσαν τα βομβαρδιστικά. Σχεδόν όλη η πόλη μπήκαμε στα αυτοκίνητα για να πάμε σε διπλανά χωράφια, με λίγες κουβέρτες και νερό, ίσα για να γλιτώσουμε από τον βομβαρδισμό και να γυρίσουμε πίσω. Δεν φύγαμε επειδή βλέπαμε τον τούρκικο στρατό να μπαίνει στην πόλη. Αφού μάθαμε ότι όντως ο τουρκικός στρατός μπήκε, εξακολουθούσαμε να περιμένουμε, πιστεύοντας πως θα φύγουν γιατί στις διαπραγματεύσεις μιλούσαν για την περιοχή μέχρι την Αμμόχωστο – πώς είναι δυνατόν να πάρουν και την πόλη μας;
Και πού πήγε ο κόσμος; Πού πήγατε εσείς;
Πολλοί πήγαν σε συγγενείς, αν είχαν, σε άλλες πόλεις, οι άτυχοι στις σκηνές. Εμείς πήγαμε στο πρώτο χωριό που συναντήσαμε, στο Φρέναρος. Εκεί οι άνθρωποι άνοιξαν τα σπίτια τους και βγήκαν από τα κρεβάτια τους για να μας φιλοξενήσουν. Όταν πέρασαν οι πρώτες μέρες και συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπάρχει γυρισμός, τουλάχιστον σύντομα, πήγαμε στο χωριό του πατέρα μου, στην Ευρύχου, στην περιοχή του Τροόδους, όπου φιλοξενηθήκαμε για 1-2 βδομάδες από την αδερφή του. Και στη συνέχεια στη Λεμεσό, όπου είχε ήδη πάει ο αδερφός της μητέρας μου και νοίκιαζε σπίτι, μια που ήταν καθηγητής – όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι εξακολουθούσαν να έχουν τον μισθό τους, σε αντίθεση με όσους εργάζονταν στον ιδιωτικό τομέα.
Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας; Και τι έγινε μετά;
Στην αρχή δούλευε στις αγγλικές βάσεις, σαν διοικητικός υπάλληλος, και μετά άνοιξε ένα ξυλεμπορικό κατάστημα. Η Αμμόχωστος ήταν η Βυρηττός της Μεσογείου. Είχε τεράστια ανάπτυξη από το ’60 μέχρι το ’74, τουριστική κυρίως λόγω της παραλίας αλλά και γενικότερα. Είχε τραβήξει κεφάλαια της Μέσης Ανατολής, είχε όλα τα φόντα να αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο και να βοηθήσει την οικονομία όλης της Κύπρου.
Εμείς, λοιπόν, μείναμε πολύ λίγο στη Λεμεσό, ήμασταν πάρα πολύ τυχεροί σαν οικογένεια. Ο συνέταιρος του πατέρα μου στο ξυλεμπορικό είχε και μια άλλη επιχείρηση με δομικά υλικά και συνεργαζόταν με διάφορες εταιρείες, μία εκ των οποίων η εταιρία Πετζετάκης, πολύ μεγάλη στον χώρο των σωλήνων ύδρευσης. Μετά την εισβολή επικοινώνησε και του είπε ότι ήθελε να βοηθήσει, να έρθουν 4-5 οικογένειες στην Αθήνα, να τους φιλοξενήσει για ένα χρόνο μέχρι να σταθούν στα πόδια τους. Η φιλοξενία ήταν για τα γυναικόπαιδα, οι άντρες έπρεπε να φροντίσουν να βρουν δουλειά. Αρχές Σεπτεμβρίου η μητέρα μου με τις δυο της κόρες ήρθαμε στην Αθήνα και νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα, εκείνος μας έδινε 3.000 δραχμές ανά άτομο τον μήνα για τα βασικά έξοδα που χρειάζεται ένα σπίτι. Ήταν αρκετά χρήματα. Θυμάμαι το ’76, όταν άρχισα για πρώτη φορά να εργάζομαι παράλληλα με τις σπουδές, έπαιρνα 6.000 και ήταν σοβαρός μισθός. Ο πατέρας μου έμεινε για λίγο στην Κύπρο ελπίζοντας να βρει δουλειά και να μπορέσει να μας ξαναπάει πίσω, αλλά δεν τα κατάφερε και ήρθε κι εκείνος. Σιγά σιγά δημιουργήσαμε καινούργια ζωή στην Αθήνα.
Με τα πρώτα χρήματα που πήραν από τον Πετζετάκη η Βίβιαν με τη μητέρα της και την αδελφή της αγόρασαν 3 κρεβάτια, 3 μαχαίρια, 3 πιρούνια, 3 πιάτα, 1 τραπέζι... λίγα ρούχα. Τον πρώτο καιρό, όταν άλλαζαν επισκέψεις με τις άλλες οικογένειες που είχαν έρθει μαζί, έπαιρναν τις καρέκλες τους και πήγαιναν, έμεναν όλοι Παγκράτι. Οι περισσότεροι πρόσφυγες βέβαια έμειναν στην Κύπρο. Στη Λεμεσό δημιουργήθηκαν πρωινά και απογευματινά σχολεία, τα οποία ωστόσο δεν βοήθησαν στην ανάμειξη του πληθυσμού, βρήκαν τους φίλους μας και αυτό ήταν μια παρηγοριά, αλλά αυτό δεν βοήθησε στην ένωση με τους άλλους Κύπριους.
Δεν είχα σκεφτεί ότι στο ίδιο το νησί, στον ίδιο τόπο, μπορούσε να υπάρχει ρατσισμός.
Μία ταυτότητα έχει ο πρόσφυγας, ίδια παντού. Για αρκετά χρόνια είχαμε το παράπονο ότι δεν μας δέχθηκαν, υπήρχαν περιπτώσεις που δεν νοίκιαζαν τα σπίτια τους στους πρόσφυγες γιατί φοβούνταν μη δεν πληρώναμε. Η μαμά μιας φίλης μου, που έχει αλτσχάιμερ, επαναλαμβάνει συχνά μια ιστορία, ότι στη Λευκωσία, που ήταν ελάχιστοι πρόσφυγες, άκουγε κάποιες μαμάδες να λένε «πρόσεχε τα παιδιά σου γιατί έχει 2 προσφυγάκια στην τάξη και έχουν ψείρες». Τέτοιες ιστοριούλες υπάρχουν.
Μετά, στην Αθήνα, τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του…
Στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια είχαμε στενές σχέσεις οι Κύπριοι μεταξύ μας. Υπήρχαν σύλλογοι στα πανεπιστήμια, ενώσεις Κυπρίων σε όλες τις πόλεις που προσπαθούσαν να βοηθήσουν, η ζωή προχώρησε όμως και γίναμε Αθηναίοι όπως όλοι όσοι είχαν έρθει από επαρχία. Αυτό είναι και ένα μέρος του προβλήματος. Οι Κύπριοι πρόσφυγες τράβηξαν τον δρόμο τους, θεωρώντας ότι κάποιοι άλλοι, οι πολιτικοί μας, θα τα καταφέρουν ώστε να γυρίσουμε εμείς πίσω... Είναι αυτό που με έκανε να γράψω αυτό το βιβλίο και να το ονομάσω της Ντροπής. Δεν το παλέψαμε, δεν κάναμε ό,τι έπρεπε. Ελάχιστα εκπροσωπήθηκε στην πολιτική ζωή ο προσφυγικός κόσμος, ελάχιστα ακούστηκε η δική μας η φωνή. Οι πολιτικοί το χειρίστηκαν με βασική αρχή αυτό που έλεγε κάποτε ο Μακάριος, ότι ο μακροχρόνιος αγών είναι που θα φέρει το αποτελέσαμε. Ήταν και το μεγάλο μας λάθος, αφήσαμε τα πράγματα και παγιώθηκαν. Και τώρα δεν μπορείς να πείσεις κανέναν ξένο ότι υπάρχει λογική στο να προσπαθήσουν να μπουν και να βοηθήσουν. Ακόμα και στο θέμα των εποίκων, τι να πούμε σε έναν έποικο τρίτης γενιάς, εσύ να πας στο σπίτι σου; Ποιο σπίτι του;
- Δεν υπάρχουν ψυχικές εκκρεμότητες; - Μόνο στους πρόσφυγες, αλλά στους ανθρώπους που τα έζησαν, όταν φύγει και αυτή η γενιά δεν θα υπάρχει τίποτα.
Η ιστορία της Αμμοχώστου είναι μια ιστορία μέσα στην ιστορία της Κύπρου, εσείς θα μπορούσατε ίσως να κερδίσετε τον τόπο σας.
Έτσι είναι, παρ’ όλα αυτά όλοι οι πρόσφυγες αφήσαμε το θέμα να παγιωθεί. Ο πολιτικός κόσμος δεν έλαβε υπόψη τη φωνή των ανθρώπων που πίστευαν ότι από τη στιγμή που χάσαμε έναν πόλεμο οφείλουμε να βρούμε κάποιους συμβιβασμούς για το καλύτερο. Κέρδισε η φωνή που έλεγε, ας τ’ αφήσουμε έτσι, είμαστε εντάξει στο νότιο κομμάτι. Κομβικό σημείο ήταν το Σχέδιο Ανάν, που το φτύσαμε, και δεν καταλάβαμε ότι αν είχε ψηφιστεί θα υπήρχε το ¼ των εποίκων, μπορεί και λιγότερο, ο τουρκικός στρατός σταδιακά θα έφευγε, ο τόπος θα ήταν σήμερα αλλιώς.
Με το Όχι στο Σχέδιο Ανάν σάς εγκατέλειψαν και οι Έλληνες που πίστεψαν ότι ήταν μια λύση. Όχι μόνο στο επίπεδο της πολιτικής αλλά και της ενσυναίσθησης.
Ακριβώς έτσι! Το ίδιο ισχύει για τον ξένο παράγοντα. Τους ξεγελάσαμε, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο μπήκαμε στην ΕΕ ήταν ουσιαστικά μια υπόσχεση τότε του Κρανιδιώτη από τη μεριά των Κυπρίων, και του Σημίτη, να γίνει η ένταξη της Κύπρου και ότι θα συμφωνήσουμε στη βάση του σχεδίου Ανάν. Την προηγούμενη μέρα του δημοψηφίσματος, όμως, ο πρόεδρος της Κύπρου, ο Τάσος Παπαδόπουλος, βγήκε με δάκρυα για να πει «εγώ παρέλαβα κράτος και δεν θα παραδώσω κοινότητα», για να πείσει τους Κύπριους να μην ψηφίσουν θετικά στο δημοψήφισμα. Υποτίθεται ότι είχαν φτάσει οι συζητήσεις σε ένα σημείο που ήταν όλα αποδεκτά, τελευταία στιγμή ουσιαστικά βγήκε στην τηλεόραση για να πει, μην το ψηφίσετε.
Και δεν ήταν ο μόνος. Ο Χριστόφιας, ο πρόεδρος του ΑΚΕΛ, του αριστερού κόμματος –γιατί ούτε οι Ρώσοι ήθελαν το Σχέδιο–, στην τελευταία συνέλευση στο κόμμα του έπαθε ξαφνικά αφωνία και δεν μπορούσε να πει τη γνώμη του. Ο Μητσοτάκης ο παππούς, θυμάμαι, έλεγε, «καλά, έπαθε αφωνία, να πάρει το μολύβι και να μας γράψει τι θέλει, δεν μπορεί;» Ήταν τραγική η κατάληξη στο Σχέδιο Ανάν. Οι Ελληνοκύπριοι, ακόμα και οι πρόσφυγες, επηρεάστηκαν και ψήφισαν Όχι, ελάχιστοι ψηφίσαμε Ναι. Ενώ οι Τουρκοκύπριοι ψήφισαν Ναι.
Αυτή την ντροπή τη νιώθω στο στήθος
Κρίμα. Χάθηκε μια πολύ σημαντική ευκαιρία. Ίσως είχατε πάρει πίσω τα σπίτια σας.
Βέβαια, και όχι μόνο, και άλλες περιοχές θα δίνονταν πίσω. Και μετά, με το Κραν Μοντανά, που ήταν η τελευταία φορά που έγινε συνδιάσκεψη για τη λύση, που για πρώτη φορά είχαν ανοίξει στο τραπέζι χάρτες και συζητούσαν για συγκεκριμένες περιοχές, και ξαφνικά ο Αναστασιάδης σηκώθηκε και έφυγε. Δεν είχε λογική όλο αυτό.
Δεν είμαι αισιόδοξη ότι έχει τη θέληση σήμερα ο Ερντογάν να προχωρήσει σε μια λύση συμβιβαστική, απλά σκέφτομαι πως αν σταματήσουμε κι εμείς οι 10 άνθρωποι να μιλάμε, η όποια κατάληξη θα είναι ακόμα χειρότερη. Πραγματικά αυτή την ντροπή τη νιώθω στο στήθος. Όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης σε αυτό που ζούμε σήμερα. Είναι εκείνοι που έφεραν τα πράγματα έτσι ώστε να μπορεί να γίνει η εισβολή, αλλά είναι και όλοι άλλοι, εμείς, οι γονείς μας, που δεν κάναμε τίποτα τόσα χρόνια για να πιέσουμε την κυβέρνηση. Οι δικαιολογίες των προσφύγων ήταν πως ήταν με τα ρούχα που φορούσαν και έπρεπε να ορθοποδήσουν, αλλά από ένα σημείο και μετά; Πώς γίνεται να μένεις έξω από τη δράση και από την πολιτική στη διαμόρφωση κάποιων θέσεων που σε αφορούν άμεσα;…
Στους Κύπριους δεν υπάρχουν ψυχικές εκκρεμότητες;
Μόνο στους πρόσφυγες, αλλά στους ανθρώπους που τα έζησαν, όταν φύγει και αυτή η γενιά δεν θα υπάρχει τίποτα. Τα παιδιά μας έχουν ακούσει ιστορίες, έχουν πάει, έχουν δει, αλλά τους είναι κάτι άγνωστο. Την πρώτη φορά που άνοιξε η Αμμόχωστος, η κόρη μιας φίλης μου που πήγαν μαζί της είπε, μα καλά για αυτά κλαίγατε; Έχει μεγαλώσει σε ένα ωραίο σπίτι στη Λευκωσία, και της δείχνουν κάτι ερείπια για να της πουν, αυτό είναι το σπίτι σου…
Ξέρω ότι την αγαπάς την Ελλάδα. Νιώθεις καθόλου Ελληνίδα; Έχεις μέσα σου νοσταλγία για κάτι που δεν έζησες;
Θέλω να νιώθω Κύπρια, δεν ξέρω αν το έχω καταφέρει, αλλά αυτό ήταν το μεγάλο λάθος, δεν νιώσαμε πότε Κύπριοι, ότι είχαμε διαφορετική ταυτότητα από την ελληνική. Για αυτό είμαστε εδώ που είμαστε. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά, έχοντας γνωρίσει τον κόσμο εκ των υστέρων χαίρομαι αυτή την ελευθερία που είχα και τις ευκαιρίες που μου δόθηκαν. Αλλά, ναι, σου λείπει αυτό το κάτι που δεν το γνώρισες. Ένα συναίσθημα κάποιας έλλειψης για κάτι που δεν ξέρεις και πώς θα ήταν, αυτό νιώθω για την πατρίδα μας. Κάτι που ξεριζώθηκε από μέσα μου βίαια. Όσο κι αν δεν θέλω να ταυτίζομαι με πράγματα –μερικές φορές οι ταυτότητες μπορεί να είναι φονικές, όπως λέει ο Αμίν Μααλούφ– το να μη νιώθεις πως κάπου υπάχουν ρίζες σού δημιουργεί κάποιο κενό.
Η Βίβιαν Αβρααμίδου Πλουμπή όταν έφτασε στην Αθήνα τελείωσε το σχολείο και πήρε πτυχίο από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Επειδή η αδερφή της έμενε στην Αμερική πήγε εκεί και έκανε το δεύτερο πτυχίο στη Στατιστική στο τμήμα Μαθηματικών. Όταν γύρισε στην Ελλάδα δούλεψε στον Οργανισμό Αττικών Συγκοινωνιών και στα 30 της έφυγε από το Δημόσιο και προσλήφθηκε σε μια πολυεθνική που μόλις ξεκινούσε στην Αθήνα και έκανε έρευνα αγοράς, εντελώς συμπτωματικά Κυπριακών συμφερόντων, όπου ανέλαβε ως διευθύντρια. Όταν η εταιρία αυτή συγχωνεύτηκε με τη Νίλσεν και της πρότειναν να αναλάβει τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, διάλεξε την Πράγα όπου ζει τα τελευταία 26 χρόνια με τον σύζυγο της Δημήτρη Πλούμπη, πολιτικό μηχανικό, με τον οποίο γνωρίστηκαν μόλις έφτασε στην Αθήνα. Παράλληλα, ως συγγραφέας, έχει εκδώσει 11 βιβλία.
3ο μέρος: Η επιστροφή στα Βαρώσια
Πώς είναι να επιστρέφεις στον τόπο που γεννήθηκες και μεγάλωσες μετά από 46 χρόνια;
Η λέξη επιστροφή έχει για μας μια ιδιαίτερη έννοια. Όσο αυτός ο γυρισμός θα έχει συγκεκριμένο ωράριο, δεν είναι δυνατόν να μας ανακουφίσει. Με τη δύση του ηλίου οι κατοχικές αρχές αρχίζουν να μετράνε τα βήματά μας για την έξοδο. Ναι, η περίκλειστη πόλη έχει ωράριο επισκέψεων: 8:00-19:30.
Κι όμως, επιστροφή την είπα όταν για πρώτη φορά ταξίδεψα στην Κύπρο με σκοπό να δω τους τόπους μας· επιστροφή στα πρώτα μέρη που γνωρίσαμε, στις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων, στο σπίτι. Όταν αντικρίζεις τα γνώριμα μέρη, γυρνάνε οι διακόπτες, επιστροφή στο 1974. Κι αυτός των συναισθημάτων: στεγνώνει κάθε θυμός, αγανάκτηση και λύπη και ξεπηδά μόνο μια τεράστια λαχτάρα· να αναγνωρίσεις, να μυρίσεις, ν’ αφουγκραστείς τις κουβέντες που είναι κρυμμένες για χρόνια στην ψυχή των ερειπίων.
Τι θυμάμαι από την πρώτη φορά;
Μα τη φυσικότητα με την οποία πέρασα κάτω από τις απαγορευτικές κορδέλες κι έτρεξα για να χωθώ στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων, λες και ήμουν ξανά στο σπίτι μόλις μια μέρα πριν. Κι ακόμα πιο έντονα θυμάμαι το γεγονός ότι πρόσεξα για πρώτη φορά την γκρεμισμένη μας στέγη, στις εικόνες του βίντεο που τράβαγα για χάρη του πατέρα και της αδελφής μου. Πρόσεξα στο βίντεο τη μισοκατεστραμμένη κλειδωμένη πόρτα της αυλής, κι ας πέρασα μέσα από αυτήν για να βρεθώ στις ασπρόμαυρες πλάκες της ταράτσας μας· εκεί που έκανα τα πιο τρελά παιγνίδια, που έζησα τα πιο απίθανα όνειρα. Στα εφτά μόλις λεπτά που σουλατσάρισα ξανά στο σπίτι μας, είχα γυρίσει μισό αιώνα πίσω.
Ξέρω ότι ξαναπήγες σε μία πολύ προσωπική, συγκινητική στιγμή.
Λίγες μέρες μετά την εισβολή η οικογένειά μου, μαζί κι εγώ, βρεθήκαμε στην Αθήνα. Εκεί, πολλά χρόνια αργότερα, χάσαμε τη μητέρα μου· στην Αθήνα· σε ένα μέρος που μας φιλοξένησε, που μας χάρισε αγάπη μα και πίκρες, σ’ ένα ξένο μέρος, που δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ δικό μας. Γι’ αυτό και οι στάχτες από τα οστά της μητέρας μου έπρεπε να μεταφερθούν στον τόπο που την γέννησαν· στην Αμμόχωστο. Το ταξίδι το έκανα πέρσι το καλοκαίρι, κι όταν την άφησα πια να κολυμπήσει στην πανέμορφη θάλασσά μας, να γίνει ένα με την χρυσή μας άμμο, ένιωσα για πρώτη φορά μια τεράστια αγαλλίαση. Ένιωσα πως ένας τουλάχιστον κύκλος στην ταραγμένη μας ζωή, έκλεισε σωστά.
Τέλος, είδα στο Facebook την ανάρτησή σου, όταν πριν λίγες μέρες συνόδευσες τρεις ηλικιωμένους για να δουν για πρώτη φορά, μετά από μισό αιώνα, την περίκλειστη πόλη, την πόλη τους.
Η τελευταία «επίσκεψη» στην πόλη μου, πριν από λίγες μέρες, ήταν ένα τάμα· ήθελα με κάθε δυνατόν τρόπο να βοηθήσω τους δυο πατεράδες μου, φυσικό και πνευματικό, καθώς και τη θεία μου να βρεθούνε ξανά για λίγο, έστω, στην πόλη τους. Μέχρι πρόσφατα, όσο κι αν το επιθυμούσαν, τους ήταν αδύνατον στην ηλικία τους να περπατήσουν τους δυο δρόμους τους οποίους καθάρισε και ασφαλτόστρωσε το τουρκικό καθεστώς. Μέχρι που πρόσφατα, μαζί με άλλα μέτρα που πάρθηκαν για να προσελκύουν τους τουρίστες και να αποθαυμάζουν το έγκλημα, μαζί με τα προς ενοικίαση ποδήλατα, τα μικρά λεωφορεία, τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες, τα περίπτερα που πουλάνε δροσερά αναψυκτικά, έβαλαν και ηλεκτρικά ανοιχτά οχήματα για τη μετακίνηση στους δυο δρόμους. Όσο κι αν πονάει αυτή η εκμετάλλευση, τα ηλεκτρικά οχήματα ήταν ο μόνος τρόπος να εκπληρωθεί το τάμα.
Φτάσαμε πολύ πρωί, στον δρόμο κυκλοφορούσαν μόνο τα δυο ηλεκτρικά αυτοκίνητα με μοναδικούς επιβάτες, εμάς. Στην άδεια πόλη αντηχούσε μόνο η δική μου φωνή, που πάσχιζε να ξυπνήσει μνήμες. Ενενήντα τριών, ενενήντα και ογδόντα έξι. Μαζί με μας τους τρεις, τα παιδιά τους, τα δυο οχήματα ήταν φορτωμένα με 457 χρόνων αναμνήσεις. Μια τεράστια αμηχανία στο βλέμμα των τριών ηλικιωμένων. Ούτε λύπη, ούτε αγανάκτηση, καμιά αγωνία ν’ αναγνωρίσουν, να ταυτοποιήσουν με όσα χώρεσε για τόσα χρόνια η μνήμη. Κοιτούσαν αχόρταγα τα έρημα κτίρια γύρω τους, σήκωναν το κεφάλι ψηλά, στις σκουριασμένες πινακίδες που κρεμόντουσαν πάνω από τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες των καταστημάτων, χωρίς κουβέντες, σχεδόν χωρίς ανάσα. Μόνο πού και πού, στα λόγια μου, κουνούσαν το κεφάλι αμυδρά.
Επρόκειτο για επιβεβαίωση, απογοήτευση, μαγάρισμα της μοίρας που μας έλαχε; Τότε θυμήθηκα την πρώτη φορά που αντίκρισα την ίδια αμηχανία. Ήταν στο βλέμμα του παππού, κάθε που του ανακοίνωνα δειλά τον θάνατο κάποιου συνομήλικού του. Ναι, τελικά, αυτό το βλέμμα, αυτό που αποκρυπτογράφησα αρχικά σαν αμηχανία, είναι το βλέμμα που κοιτάζει τη μοίρα ίσα στα μάτια.
Δειτε περισσοτερα
Το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών και τώρα κυκλοφορεί και σε βιβλίο
Η λαμπερή ιστορία της γυναίκας που επαναπροσδιόρισε τη μόδα
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της