Θεατρο - Οπερα

Τάσης Χριστογιαννόπουλος: Ένας ευγενής βαρύτονος

Οι τενόροι είναι οι σταρ ή, με ποδοσφαιρικούς όρους, είναι οι... γκολτζήδες της όπερας

53155-117261.jpg
Λένα Ιωαννίδου
ΤΕΥΧΟΣ 725
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
valeria_isaeva-2140.jpg
Τάσης Χριστογιαννόπουλος

Ο διεθνής βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος μιλάει στην ATHENS VOICE με αφορμή την όπερα «Ντον Κάρλο» που θα παρουσιαστεί στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

Ο «Ντον Κάρλο», η μεγαλόπρεπη όπερα των 6 πρωταγωνιστών, που ανεβαίνει σε λίγες μέρες από τη Λυρική, στάθηκε αφορμή να συναντήσουμε τον διεθνή μας βαρύτονο και να μιλήσουμε για όλα: για την πολυεπίπεδη πολιτική διάσταση του έργου αλλά και του ρόλου που θα ερμηνεύσει. Για τη λατρεία του στο Βέρντι, για τενόρους και βαρύτονους, για την εμπειρία του από σκηνοθέτες της αποδόμησης, για την όπερα στην Ελλάδα...

Μελωδικές άριες, εκρηκτικά ντουέτα, μεγαλειώδεις σκηνές πλήθους, επιβλητική ορχηστρική γραφή. Μια grand opera που τα έχει όλα! O Ντον Κάρλο (ή αν προτιμάτε, Δον Κάρλος) του ώριμου Βέρντι, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Φρίντριχ Σίλλερ δεν είναι ιστορική όπερα, παρόλο που οι κεντρικοί ήρωες αντιστοιχούν σε υπαρκτά πρόσωπα, έχει όμως έντονη πολιτική χροιά. Είναι ένα πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στην κοσμική εξουσία και την εκκλησία, στον φιλελευθερισμό και την απολυταρχία, αλλά και ένα έργο με βαθιά ανθρώπινους χαρακτήρες. Φυσικά, δεν λείπουν τα πάθη, οι έρωτες, η ζήλια, η προδοσία, συστατικά απαραίτητα στη συνταγή ενός αυθεντικού μελοδράματος.

Δεν υπάρχει άλλη όπερα του Βέρντι που να έχει γνωρίσει την αναγνώριση αλλά και τη λήθη, να έχει κατακριθεί από τους ομοτέχνούς του και που να έχει γραφτεί και ξαναγραφτεί τόσες φορές, όσο ο Ντον Κάρλο! Το 1867 πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι, σαν πεντάπρακτη όπερα με μπαλέτο, γραμμένη στα γαλλικά. Μετά κόπηκε η πρώτη πράξη. Στην Ιταλία μεταφράστηκε και έγινε τετράπρακτη, μετά ξανά πεντάπρακτη... Το 1886, μετά από πολλές αναθεωρήσεις από την πλευρά του συνθέτη στη μουσική και στο κείμενο, παρουσιάστηκε στην Ιταλία η τελική διπλή εκδοχή, σε τέσσερις ή πέντε πράξεις χωρίς μπαλέτο – με αυτό η διάρκειά της θα ξεπερνούσε τις 5 ώρες! Εμείς πάντως θα παρακολουθήσουμε την ιταλική, πεντάπρακτη εκδοχή της Μόντενα σε μια εντυπωσιακή παραγωγή που υπογράφει ο Σερ Νίκολας Χάιτνερ.

a_simopoulos_1x4a2534.jpg

Στον Ντον Κάρλο των έξι πρωταγωνιστών, ο Βέρντι πρωτοτυπεί και σε αντίθεση με τις περισσότερες όπερές του, ο βαρύτονος ενσαρκώνει όχι τον «κακό» της ιστορίας αλλά τον Ροντρίγκο, Μαρκήσιο ντελ Πόζα, ένα χαρακτήρα ευγενή, γενναιόδωρο, αλτρουιστή, που ρισκάρει τη ζωή του για τη σωτηρία των καταπιεσμένων και εν τέλει θυσιάζεται για τον φίλο του και τα πιστεύω του. 

Η ερμηνεία του Ροντρίγκο από δύο σπουδαίους διεθνείς μας βαρύτονους, τον Τάσση Χριστογιαννόπουλο και τον Δημήτρη Πλατανιά, στάθηκε αφορμή για μια απολαυστική κουβέντα εφ όλης της ύλης με τον Tassis Christoyannis –όπως τον γνωρίζουν οι λάτρεις της όπερας στο εξωτερικό– έναν γοητευτικό συνομιλητή, γεμάτο χιούμορ, με γνώση και άποψη για το λυρικό τραγούδι...

Ο «πολιτικός» Ροντρίγκο. «Ο Βέρντι έδωσε στον χαρακτήρα αυτόν την πιο έντονα πολιτική διάσταση. Έχω σκεφτεί πολλά προκειμένου να τον ενσαρκώσω. Ο Ροντρίγκο πεθαίνει γιατί επιμένει –και μαγκιά του– στην πολιτική του πρόταση, όχι από πείσμα, αλλά από έναν βαθύ ανθρωπισμό. «Πεθαίνω ευτυχισμένος» τραγουδά στην τελευταία του άρια, γιατί έχει μείνει συνεπής στις επιλογές του. Ο θάνατος για εκείνον δεν είναι κάτι κακό αλλά η συνέχεια της δικής του πορείας, ένα ακόμα βήμα για να μπορέσει να ανθίσει αυτό που πιστεύει – κάτι που ενδεχομένως θα γινόταν αν η Εκκλησία κρατούσε άλλη στάση. Στον Ντον Κάρλο ο συνθέτης τολμά για πρώτη φορά να τα βάλει απροκάλυπτα με την Εκκλησία, το ισχυρότερο κέντρο θρησκευτικής, οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Ο καθολικισμός εκείνη την εποχή είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του κόσμου. Είναι εκπληκτικός δε ο τρόπος που κατορθώνει να βγάλει αυτό το γεγονός στην επιφάνεια και να το φωτίζει με τα πιο σκοτεινά χρώματα. Όταν πρωτοεμφανίζεται ο Μέγας Ιεροεξεταστής ακούγεται μια μουσική σχεδόν υποχθόνια, με τα φαγκότα να παίζουν χαμηλά, σαν να βγαίνει από τα έγκατα της γης μια σκοτεινή οντότητα. Στο ντουέτο του με τον βασιλιά, ο τελευταίος, που στέκει ανίσχυρος μπροστά του τραγουδά «ο θρόνος θα πρέπει πάντα να υποκλίνεται στην Εκκλησία».

a_simopoulos_1x4a2357.jpg

Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι όλα αυτά τα μεγάλα έργα δεν είναι μόνο πολιτικά, διαπραγματεύονται ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και ερωτήματα που μας ταλανίζουν όλους. Κάνεις μια επιλογή που θεωρείς ότι είναι η καλύτερη για το κοινό καλό, όχι για την καρδιά σου, αλλά και πάλι χαμένος είσαι αφού ακολουθεί πολύς πόνος και εν τέλει θάνατος. Στον Ντον Κάρλο αυτό γίνεται σαφές από την πρώτη πράξη: ο Φίλιππος, βασιλιάς της Ισπανίας, βρίσκεται στη Γαλλία να κλείσει ειρήνη και να την επισφραγίσει παντρεύοντας το γιο του, Ντον Κάρλο, με την Ελισάβετ, κόρη του Γάλλου βασιλιά. Οι δύο νέοι συναντιούνται, ερωτεύονται, όμως τα σχέδιά τους ανατρέπονται όταν ο Φίλιππος αποφασίζει να την παντρευτεί ο ίδιος. Ο γάμος όμως δεν μπορεί να γίνει αν η κόρη δεν πει το ναι. Εκείνη αρνείται, αλλά όταν ο λαός την παρακαλεί να δεχτεί για να σώσει τη χώρα της από τον πόλεμο, υποχωρεί, κάνοντας την αναγκαστική επιλογή της μοίρας, η οποία όμως δεν τη λυτρώνει.

Η ερμηνεία. «Έχω τραγουδήσει τον Ροντρίγκο σε διαφορετικές παραγωγές και στις δύο γλώσσες. Ο ρόλος δεν έχει ιδιαίτερες δυσκολίες, η δυσκολία του είναι μόνο η διάρκεια. Η παρουσία του είναι πυκνή, ουσιαστική, έντονη συναισθηματικά. Καλείσαι επομένως να διαχειριστείς αυτή την ένταση στη διάρκειά της. Δεν υπάρχει ωστόσο κάτι ακραίο στη φωνή. Δεν ζητά κάτι αναπάντεχο, ορμητικό, μόνο να μπορέσεις να οδηγηθείς στις φωνητικές και συναισθηματικές διαδρομές που προτείνει. Ο Ροντρίγκο είναι ένας Ισπανός ευγενής και η τραγουδιστική γραφή του ρόλου κινείται μέσα στα πλαίσια της ευγένειας. Για παράδειγμα, στο ντουέτο με τον βασιλιά, ενώ προς στιγμή ξεφεύγει –σε μια φράση σημειώνεται η λέξη gritando (κραυγάζοντας)– αμέσως μετά, κατεβαίνοντας μια οκτάβα, επανέρχεται στην ευγενή συμπεριφορά που πρέπει να έχει ως χαρακτήρας. Ακόμα και ο θάνατός του έχει μια τραγουδιστική ευγένεια... Ο Βέρντι πάντα αντιμετωπίζει με σεβασμό, τρυφερότητα και πολλή αγάπη το όργανο της φωνής, ακόμα και στις μεγάλες εξάρσεις των χαρακτήρων του, όπως είναι ο Ριγκολέτο ή ο Οθέλλος. Φαίνεται πως ο συνθέτης όταν έγραφε, τα τραγουδούσε πρώτα ο ίδιος – ήταν βαρύτονος. Ο Πουτσίνι δεν είναι το ίδιο. Απαιτεί έντονες και άγριες φωνητικές συμπεριφορές. Για παράδειγμα στον Σκάρπια –από την Τόσκα– μπορεί να σου «σπάσει» τη φωνή. Για να μη μιλήσουμε για τον Βότσεκ που μελετώ τώρα –η όπερα του Άλμπαν Μπεργκ ανεβαίνει τον Ιανουάριο από τη Λυρική– όπου το ζητούμενο δεν είναι ο τραγουδιστής αλλά ένας ηθοποιός που κινείται σε μουσικές περιοχές.

a_simopoulos_1x4a2162.jpg

Γκολτζήδες τενόροι, γήινοι βαρύτονοι. Οι τενόροι, όπως και οι σοπράνο, είναι σταρ λόγω φυσιολογίας. Οι οξύτερες φωνές, που κινούνται σε υψηλότερες συχνότητες από ό,τι οι υπόλοιπες, δημιουργούν μεγαλύτερη ένταση, εξιτάρουν τον κόσμο που τις ακούει. Για να χρησιμοποιήσουμε ποδοσφαιρικούς όρους, είναι οι... γκολτζήδες της όπερας. Η υψηλή συχνότητα ανεβάζει τη δόνηση του σώματος. Τον ήχο τον «ακούμε» πρώτα με το δέρμα, εκεί φτάνουν τα ηχητικά κύματα . Είναι δηλαδή πρώτα μια σωματική αίσθηση, μετά ακουστική και στο τέλος εγκεφαλική. Γι' αυτό οι συνθέτες επιλέγουν να δώσουν στον κάθε ρόλο τη φωνή που ταιριάζει περισσότερο με τον χαρακτήρα και που αντιστοιχεί περίπου σε ένα συγκινησιακό πεδίο της ζωής μας. Συνήθως οι τενόροι είναι οι φλογεροί εραστές, ή οι γενναίοι πολεμιστές. Όταν όμως ο πολεμιστής είναι ο Μάκβεθ, ένας σεξπηρικός χαρακτήρας σκοτεινός, γεμάτος πάθη αλλά και διανοούμενος, έχει δηλαδή μεγαλύτερο βάθος, εκεί ο Βέρντι βάζει βαρύτονο. Το ίδιο και ο Ναμπούκο, που είναι πολεμιστής αλλά και πατέρας. Οι χαρακτήρες που είναι πιο γήινοι, είναι συνήθως βαρύτονοι γιατί ταιριάζουν με το φάσμα των συχνοτήτων αυτής της φωνής. Αντίστοιχα, στις γυναίκες, η γήινη, θηλυκή Κάρμεν είναι μέτζο, όχι σοπράνο. Κατεβαίνοντας τώρα πιο κάτω, μπαίνοντας πιο βαθιά στη γη, έχουμε τους μπάσους, φωνές που σου δημιουργούν ηρεμία και ασφάλεια, όπως ο Σαράστρο από τον Μαγικό Αυλό ή, στο άλλο άκρο, φόβο όπως ο Μεφιστοφελής. Ο τενόρος φαίνεται πιο πολύ, εξέχει και ο ακροατής ταυτίζεται με αυτόν που βγαίνει μπροστά. Με τον βαρύτονο αισθάνεται πιο οικεία, συμπάσχει μαζί του –ενώ κατά βάθος θα ήθελε να είναι ο τενόρος!– και με τον μπάσο ησυχάζει...

Πόση αποδόμηση αντέχει η όπερα; «Πολλές φορές είναι σωματικά ανυπόφορο να κάνεις αυτό που θέλει ο σκηνοθέτης. Εμείς κάνουμε μουσική με το σώμα μας, τραγουδάμε και παλλόμαστε από τη φωνή αλλά και από τον χαρακτήρα. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που ερμηνεύουμε, σαν ενέργεια, είναι πολύ μεγαλύτεροι από εμάς. Ο Ροντρίγκο σαν ρόλος υπάρχει και θα υπάρχει ανεξάρτητα από μένα. Απλώς τη δεδομένη στιγμή, για καλή μου τύχη, «επιλέγει» να περάσει και μέσα από μένα, για να σε πάει με τη μουσική του, κάπου. Αν ένας σκηνοθέτης έρθει και σου πει να πας από αλλού, το σώμα δύσκολα ακολουθεί. Μου έτυχε σε μια παραγωγή, ο σκηνοθέτης να θέλει τον Ιούλιο Καίσαρα (από την φερώνυμη όπερα του Χέντελ), να βγαίνει ντυμένος σαν τον Σαντάμ Χουσεΐν, και να πολυβολεί κρατώντας ένα μυδραλιοβόλο. Το προσπάθησα στις πρόβες αλλά δεν μου έβγαινε με τίποτα. Οι κολορατούρες που έχει ο ρόλος δεν είναι επιθετικές, είναι επιβλητικές και συνοδεύονται από ήχο εγχόρδων ο οποίος δεν έχει αυτή την οξεία, ξύλινη αίσθηση που εκείνος ζητούσε. Όταν το συζήτησα μαζί του ο σκηνοθέτης –ονομαστός στη Γερμανία– μου απάντησε ότι ο Χέντελ δεν τον ενδιέφερε καθόλου, εκείνος έκανε σύγχρονο θέατρο, το ζητούμενό του ήταν να χρησιμοποιήσει το έργο του Χέντελ για να το καταστρέψει! Αποτέλεσμα; Μετά από 2-3 εβδομάδες προβών, η σύγκρουση ήταν τέτοια που αρρώστησα –δεν το έκανα επίτηδες– και έφυγα από την παραγωγή. Έτσι εκείνος κατέστρεψε ανενόχλητος τον Χέντελ και εγώ αποχώρησα χωρίς να καταστρέψω τη φωνή μου…

Τα πάντα έχουν σημασία στην όπερα, ακόμα και το τι φοράς. Το ύφασμα, τα αντικείμενα, όλα, έχουν μια δόνηση, έχουν φωνή. Σε μια παραγωγή του Ντον Κάρλος που συμμετείχα πριν λίγο καιρό στη Γερμανία, ο σκηνοθέτης είχε μεταφέρει την υπόθεση σε μια σύγχρονη εποχή, με κοστούμια σημερινά και ουδέτερα. Αυτό που δεν μπορούσαν όμως ή δεν ήθελαν να καταλάβουν ήταν πως όταν τραγουδάμε φορώντας κοστούμια αγορασμένα από τα Zara, όσο ωραία και να είναι, δεν μπορούμε να γίνουμε ο ευγενής ή ο βασιλιάς της Ισπανίας. Υπάρχει σύγκρουση. Το πρόβλημα είναι στην ποιότητα, στη λεπτομέρεια, όχι στην εποχή. Για παράδειγμα, σε μια Τραβιάτα που ανέβηκε στο Γκλάιντμπορν με σύγχρονα κοστούμια, το κασμιρένιο παλτό του πατέρα Ζερμόν που αγοράσαμε με την ενδυματολόγο κόστιζε 3000 ευρώ! Την ώρα που φοράς όμως αυτό το ρούχο θα σταθείς και θα τραγουδήσεις διαφορετικά. Ο ήχος που θα παραχθεί από σένα θα είναι διαφορετικός.

Ευτυχώς, η παραγωγή του Ντον Κάρλος σε σκηνοθεσία Νίκολας Χάιτνερ, είναι κλασική, δεν διαπραγματεύεται τίποτα διφορούμενο, δεν προτείνει κάποια άλλη ανάγνωση, αλλά με μια πολύ ωραία αισθητική πρόταση με εξαιρετικά και πολύ προσεγμένα κοστούμια εποχής, επιτρέπει στη μουσική να ζωντανέψει από τους ανθρώπους που βρίσκονται επί σκηνής. Οι χαρακτήρες είναι αυτοί που βγαίνουν από τη μουσική. Προσωπικά, είναι κάτι που με συγκινεί, σαν θεατή και ακροατή.

a.simopoulos_2338.jpg

Ο δικός μου Βέρντι. «Με τον Βέρντι υπάρχει λατρεία, από πιτσιρίκι. Η Ναπολιτάνα γιαγιά μου, από την πλευρά της μάνας μου ήταν σοπράνο. Ο πατέρας μου ήταν διοικητικός διευθυντής της Λυρικής κι εγώ μεγάλωσα μέσα σ’ αυτή. Θυμάμαι μια Αΐντα στο Ηρώδειο, θα πρέπει να ήμουν πέντε χρονών, που βλέποντας να βγαίνουν στη σκηνή του θριάμβου οι Αιθίοπες αιχμάλωτοι είπα στον πατέρα μου «αφού είσαι διευθυντής, γιατί δεν τους ελευθερώνεις;»… Όταν έγινα 17 χρονών, ήξερα ότι το μόνο που ήθελα στη ζωή μου ήταν να γίνω τραγουδιστής για να τραγουδήσω Βέρντι και πιο συγκεκριμένα, Ριγκολέτο! Υπήρξε μεγάλη αντίδραση από την οικογένεια γιατί δεν το θεωρούσαν επάγγελμα που θα μπορούσε να με εξασφαλίσει οικονομικά. Το αστείο είναι ότι στα χρόνια της κρίσης ο μόνος που είχε τη δυνατότητα να έχει εισόδημα υποστηρικτικό και για τους υπόλοιπους, ήμουν εγώ, ο καλλιτέχνης!

Παρά το γεγονός ότι στην καριέρα μου είχα την τύχη να ερμηνεύσω σπουδαίους ρόλους από όπερες μεγάλων συνθετών- και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό- με τον Βέρντι υπάρχει μια εντελώς προσωπική σχέση. Στο πιάνο μου επάνω έχω τη φωτογραφία του βαρύτονου Άλντο Πρόττι, του δασκάλου μου, του Νίκου Μαμαγκάκη με τον οποίο ήμασταν πολύ δεμένοι, και τον Βέρντι. Αυτοί είναι οι γονείς μου, δεν θέλω κανέναν άλλο!

Πώς χτίζεται μια διεθνής καριέρα; «Στη δική μας τη δουλειά, πρέπει αναγκαστικά να πας στο εξωτερικό. Όταν στη Δυτική Ευρώπη η όπερα έχει μια τέτοια πολιτιστική παρουσία –μόνο η Γερμανία έχει 80 λυρικά θέατρα–και στην Ελλάδα έχουμε μόνο μια Λυρική Σκηνή, είναι σαφές πως όσο καλός και να είσαι, δεν έχεις δυνατότητα επαγγελματικής εξέλιξης. Για να υπάρξεις και να ανθίσεις, πρέπει να φύγεις. Ο τρόπος τώρα. Πολλοί μιλάνε για τύχη. Το καταλαβαίνω αλλά δεν το δέχομαι. Μπορεί η καριέρα να είναι και θέμα συγκυρίας αλλά κυρίως θέλει πολλή δουλειά. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν το φυσικό ταλέντο, τους δίνεται η δυνατότητα επαγγελματικής παρουσίας και καριέρας και έπειτα από 2-3 χρόνια έχουν πάψει να υπάρχουν. Χρειάζεται να δουλέψεις και σωματικά, με τη φωνή που έχεις, αλλά και με τον εαυτό σου, γιατί, ειδικά στο τραγούδι, ανοίγεις το στόμα σου και εμφανίζεται όλος ο συναισθηματικός σου κόσμος. Αν δεν είσαι καλά, αυτό ακούγεται. Αν τραγουδάς για να αποδείξεις στον μπαμπά σου ότι δικαίως έχεις διαλέξει αυτό το δρόμο, για να σε χειροκροτήσουν, ή γιατί χαίρεσαι τη μουσική και θέλεις να τη μοιράζεσαι, αυτό ακούγεται…

a.simopoulos_1x4a2330.jpg

Η Λυρική στον διεθνή χάρτη της όπερας. «Εφόσον σήμερα, με τη δυναμική και την οικονομική υποστήριξη που έχει η Λυρική μπορεί να συνδιαλέγεται με τα μεγάλα θέατρα και να κάνει συμπαραγωγές με αυτά, τότε ναι, μπορούμε να πούμε ότι μπαίνει στο διεθνή χάρτη της όπερας. Έχουμε ένα καινούργιο, πολύ ωραίο θέατρο, –αν και κατά τη γνώμη μου, ενώ έχει μια υπέροχη αίθουσα, το κτίσμα δεν θυμίζει θέατρο, δεν είναι ένας ζεστός χώρος– και οι παραγωγές της, είναι πραγματικά υψηλών αξιώσεων. Φοβάμαι όμως ότι η Ελλάδα δεν προλαβαίνει να κάνει πολλά στο χώρο της όπερας. Οι χώρες της Δύσης που ακόμα προτείνουν κάτι, έχουν παράδοση, μεγάλωσαν με την όπερα. Θα μπορούσαμε παρόλα αυτά, να έχουμε τη δική μας πρωτογενή πρόταση εάν υπήρχε η πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο. Η όπερα, ας μην το ξεχνάμε, δεν είναι παρά η εξέλιξη της αρχαίας τραγωδίας, ενός θεάτρου με αδόμενο λόγο. Η επικοινωνία μέσω του θεάτρου και της μουσικής είναι κάτι πολύ σύνηθες και οικείο στον Έλληνα, επομένως και η όπερα θα μπορούσε να του γίνει οικεία. Χρειάζεται όμως προεργασία, παιδεία, σπουδή και για καιρό, ώστε να διαμορφωθούν άλλοι τρόποι σκέψης. Γιατί η όπερα δεν είναι απλώς ένα «διασκεδαστικό» είδος τέχνης. Εκπαιδεύει την ανθρώπινη ψυχή».


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ