Κινηματογραφος

Ο Τάσος Μπουλμέτης ανοίγει πανιά με «Νοτιά»

41550-195045.jpg
Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 552
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
317124-625279.jpg

Ακόμη και όσοι άνθρωποι δεν πάνε σινεμά παρά μια φορά στα δέκα χρόνια, έχουν δει την «Πολίτικη κουζίνα». Είναι μία από εκείνες τις κινηματογραφικές επιτυχίες που μεταμορφώνονται σε φαινόμενο, που «γράφουν ιστορία». Πέρασαν δεκατρία χρόνια από τότε, αλλά ο «Νοτιάς» είναι πλέον εδώ και μοιάζει να έχει τα φόντα να επαναλάβει εκείνη την επιτυχία. Όχι μόνο γιατί είναι μια εξαιρετική ταινία, ένα εντυπωσιακά καλοφτιαγμένο κομμάτι εμπορικού σινεμά με καρδιά και μυαλό, αλλά και γιατί με έναν απόλυτο προσωπικό τρόπο διατρέχει μερικά από τα πιο σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. «Είναι μια εποχή για την οποία δεν έχουν γίνει ταινίες. Που δεν έχει μιληθεί κινηματογραφικά» λέει ο Τάσος Μπουλμέτης κι έχει απόλυτα δίκιο. Τουλάχιστον όχι οι ταινίες που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει. Ο «Νοτιάς» είναι ως ένα σημείο η δική του ιστορία, η ιστορία ενός νεαρού που ενηλικιώνεται, που γνωρίζει κι αγαπά το σινεμά, που ανακαλύπτει τον έρωτα, το κάλεσμά του, τον τρόπο να προχωρά μπροστά. Και μέσα από το σινεμά γίνεται και δική μας ιστορία, χτίζει ένα μύθο που μας χωρά και μας ταξιδεύει. Με καπετάνιο τον Τάσο Μπουλμέτη ο οποίος μας εξηγεί στη συνέντευξη που ακολουθεί το δικό του ταξίδι ως την πραγμάτωση της ταινίας.

image

Πέρασαν πολλά χρόνια για την επόμενη ταινία σου μετά την «Πολίτικη κουζίνα». Ο απόηχός της ήταν για σένα ένα βάρος;

Ε, βέβαια, ήταν βάρος σε πολλά επίπεδα, πρώτα ήταν το βάρος της επιτυχίας. Πώς το διαχειρίζεσαι; Εγώ, αντί να βγω προς τα έξω, στράφηκα στον εαυτό μου. Την Παρασκευή δεν με ήξερε κανείς και τη Δευτέρα ήταν όλα τα κανάλια έξω από το σπίτι μου. Φαντάσου, βρέθηκα να με παίρνουν άνθρωποι που δεν είχα γνωρίσει ποτέ να με καλέσουν στην ονομαστική τους εορτή.

Σαν να ήσουν πολιτικός.

Ναι, σαν να ήμουν πολιτικός. Ή σαν να περίμεναν από μένα συμπεριφορά πολιτικού. Όλη εκείνη την περίοδο λοιπόν εγώ είχα κλειστεί σπίτι μου κι έβλεπα τις αγαπημένες μου ταινίες. Επίσης δεν ήθελα να κάνω μια βεβιασμένη κίνηση. Δεν ήθελα να εκμεταλλευτώ την επιτυχία της «Πολίτικης κουζίνας», ήθελα να καταλαγιάσει ο θόρυβος και προτίμησα να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική. Το οποίο μπορώ να σου πω ότι μου άλλαξε λίγο τη ζωή. Μου άνοιξε ορίζοντες καταπληκτικούς. Μετά έσπασα το πόδι μου χορεύοντας ταγκό το οποίο αγάπησα σε εκείνο το ταξίδι και με σπασμένο πόδι άρχισα να γράφω το καινούργιο μου σενάριο. Έγραψα πολλές ιστορίες, και μία από αυτές πήρε το δρόμο της κι έγινε ο «Νοτιάς» από το 2009 και μετά. Επενδύω πολύ στο σενάριο, αλλά δεν είμαι επαγγελματίας σεναριογράφος. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που γράφουν ένα σενάριο σε έξι μήνες.

Αν ο «Νοτιάς» γραφόταν σε έξι μήνες ίσως δεν ήταν καθόλου η ίδια ταινία.

Μπορεί, αλλά δεν παύει να είναι λίγο τραυματικό. Είμαι πενήντα εννιά χρονών κι έχω κάνει τρεις ταινίες. Κι ομολογώ ότι ζηλεύω τους ανθρώπους που μπορούν να κάνουν γρήγορα, συνέχεια ταινίες.

image

Οπότε όλα ξεκίνησαν από το νότο. Αλλά πέρα από εκείνο το ταξίδι, που ήταν η αφορμή, το φιλμ μοιάζει γεμάτο αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Είναι η προσωπική μου ιστορία στην πραγματικότητα. Υπάρχει μέσα στο φιλμ ο αυτοσαρκασμός ενός εφήβου εκείνης της εποχής που αναφέρεται σαφώς στον εαυτό του, υπάρχει ο νοτιάς κι ο νότος, ο καιρός κι ο προορισμός με τον οποίο είμαι συνδεδεμένος και κάπως έτσι είναι συνδεδεμένοι κι όλοι οι ήρωες της ταινίας. Στο μυαλό μου η ταινία έχει τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι η βασική γραμμή της αφήγησης, η πλοκή. Η ενηλικίωση ενός νέου τη δεκαετία του ’70. Το δεύτερο είναι πολιτικό, το τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, μια έμμεση αναφορά στην κρίση. Και το τρίτο επίπεδο, κι αν θες το βαθιά ψυχαναλυτικό κομμάτι, είναι το πώς γίνεται η διαχείριση της απώλειας. Όλοι οι ήρωές μου βιώνουν μια απώλεια και στη διάρκεια της ταινίας ο βασικός μου ήρωας εκπαιδεύεται στο πώς διαχειρίζεσαι κάτι τέτοιο. Το πώς να πας λίγο μπροστά, αφήνοντας πίσω αυτά που δεν κατάφερες.

Είπες τη λέξη ψυχαναλυτικό. Πώς ήταν για σένα να κοιτάξεις πίσω; Να κοιτάζεις τον εαυτό σου στο παρελθόν;

Κοίταξε, το παρελθόν στο σινεμά κοστίζει. (γέλια) Στάθηκα και κοίταξα τον εαυτό μου, κοίταξα τη φουρνιά μου, αλλά την είδα με αγάπη, γιατί μιλάω και για μια πάστα ανθρώπων που ενώ είναι η γενιά του Πολυτεχνείου δεν ανήκουν σε αυτή τη μερίδα που περιγράφουμε όταν λέμε «κοίτα πού μας έφερε η γενιά του πολυτεχνείου». Άνθρωποι που έγιναν όλοι αξιόλογοι επαγγελματίες, κάποιοι έγιναν δημόσιοι λειτουργοί, κάποιοι καλλιτέχνες. Όταν μιλάς για μια γενιά που γνωρίζεις, για ανθρώπους που γνωρίζεις, για σένα, πάντα υπάρχει κάτι το ψυχαναλυτικό. Αλλά τηρουμένων των αναλογιών, με τον τρόπο που κι ο Γούντι Άλεν αυτο-ψυχαναλύεται μέσα από το σινεμά του.

image

Το φιλμ έχει την πυκνότητα ενός βιβλίου σχεδόν. Θα μπορούσε να είναι ένα λογοτεχνικό έργο.

Ξέρεις κάτι, την ιδέα κάθε ταινίας μου, όταν τη γράφω για πρώτη φορά δεν τη γράφω σαν ένα σενάριο, πάντα τη γράφω μυθιστορηματικά. Κάποτε το συζήταγα με τον Κώστα Γαβρά και μου έλεγε ότι το κάνει κι εκείνος και νομίζω ότι ξέρω το γιατί. Γιατί γράφοντας μυθιστορηματικά έχεις μια συνέχεια, μια συνέπεια, ένα πέρασμα και των ηρώων και των καταστάσεων ώστε να δημιουργείται κάτι που να πείθει. Και μετά το μετατρέπω σε σενάριο.

Η ταινία μιλά πολύ για τους μύθους. Όντας ένας άνθρωπος που φτιάχνει μύθους μέσα από τις ταινίες υποθέτω ότι η μυθολογία, προσωπική ή συλλογική, είναι κάτι που σε αφορά.

Η αρχική ιδέα του «Νοτιά», το θέμα που είχα θέσει, ήταν τι συμβαίνει σε μια κοινωνία που ανατρέπει τους μύθους πάνω στους οποίους πάτησε για να αποκτήσει μια οντότητα. Στην πορεία έγινε μία από τις πολλές θεματικές του φιλμ, αλλά φυσικά οι μύθοι, ο τρόπος που τους κοιτάζουμε, το πώς τους διαχειριζόμαστε, είναι κάτι που έχει μεγάλη σημασία.

image

Είχες δουλέψει όντως σε φωτογραφείο, όπως ο ήρωας σου, όταν ήσουν μικρός;

Ναι, είχα δουλέψει σε ένα φωτογραφείο ενός Κωνσταντινουπολίτη, οπότε ό,τι βλέπεις εκεί συνέβη. Με εξαίρεση τα άσπρα γάντια. Δεν φορούσαμε γάντια τότε. Αυτό που είχε ενδιαφέρον ήταν ότι δεκαπέντε, είκοσι χρόνια μετά έμαθα ότι δεν με πλήρωνε το αφεντικό μου για τη δουλειά μου, με πλήρωνε ο πατέρας μου μέσω του αφεντικού μου. Σε έναν καβγά που είχαμε μετά από πολλά χρόνια μου είπε «αν θες να μάθεις... τότε... εγώ» (γελάει).

Φαντάζομαι δεν ήταν τόσο φιλοσοφημένος για να έχει μια θεωρία για το εύρος των φωτογραφικών φακών και τον τρόπο που μέσα από αυτούς βλέπεις τη ζωή, όπως ο Θέμης Πάνου στο φιλμ.

Όχι, αυτά στην πραγματικότητα είναι κάτι που διδάσκω εδώ και χρόνια στους μαθητές μου, για να τους δώσω να καταλάβουν ότι ο φακός δεν είναι απλά ένα τεχνικό πράγμα με το οποίο κοιτάς την πραγματικότητα, έχει να κάνει πως με τον τρόπο που κοιτάς, νοηματοδοτείς πράγματα. Και ναι, είναι κάτι που βρίσκει εφαρμογή και στη ζωή. Αυτό το μάθημα δίνει ο Θέμης λέγοντας στον ήρωα πως όταν βρεις ένα νόημα και μια ουσία στη ζωή σου πρέπει να μάθεις να κοιτάς τα πράγματα διαφορετικά, να βλέπεις τις μικρές λεπτομέρειες, αυτές που δεν θα σου αποκαλύψει ένας ευρυγώνιος φακός ή ένας «ευρυγώνιος» τρόπος να κοιτάς.

image

Πώς νομίζεις ότι θα έβλεπε ο τότε εαυτός σου τις ταινίες που κάνεις σήμερα; Ένα εμπορικό σινεμά στην καλύτερη μορφή του;

Υπήρχε μια εποχή όπου όλοι θέλαμε να κάνουμε πρωτοποριακό κινηματογράφο, χωρίς να μας έχει δοθεί η δυνατότητα να κάνουμε απενοχοποιημένα εμπορικό κινηματογράφο πριν. Όλοι θέλαμε να αναγνωριστούμε σαν δημιουργοί δίχως πριν να έχουμε γίνει σκηνοθέτες. Δίχως να υπάρχει μια ροή. Ο Λευτέρης Βογιατζής με τον οποίον θα συνεργαζόμασταν κάποια στιγμή στη «Βιοτεχνία Ονείρων», μου είχε πει μια ατάκα την οποία έχω βιώσει και τη λέω πάντα: Για να απογειωθείς πρέπει να πατάς γερά στα πόδια σου. Για να κάνεις πρωτοπορία πρέπει να ξέρεις πρώτα καλά τη σύμβαση.

Στην ταινία έχει γίνει θαυμάσια δουλειά στα ειδικά εφέ.

Η αλήθεια είναι ότι βασιστήκαμε πολύ σε αυτά, στο να αναπαραστήσουμε μια ολόκληρη εποχή σε ένα κόστος που θα μπορούσε να είναι εφικτό. Υπάρχουν περισσότερα από 200 πλάνα με ειδικά εφέ στο φιλμ, τα περισσότερα από τα οποία δεν αντιλαμβάνεσαι. Να φανταστείς ότι ένας παλιός παραγωγός ήταν σίγουρος ότι ένα πλάνο της Ομόνοιας ήταν κλεμμένο από μια δική του ταινία και χρειάστηκε να του τα δείξουμε δίπλα δίπλα για να πεισθεί ότι το δικό μας είναι ψηφιακό. Αλλά το να γυρίσουμε μια σκηνή που θα διαδραματίζεται στη δεκαετία του ’70, μια σκηνή σε ένα δρόμο της Αθήνας και να είναι πειστική, θα ήταν απαγορευτικό.

image

Πόσο εύκολο ήταν να βρεις τους κατάλληλους ηθοποιούς για τους ρόλους;

Με τους ηθοποιούς περνάω πάντα υπέροχα. Είναι το αποκούμπι μου. Οι ηθοποιοί είναι ανασφαλείς, αλλά μαζί αφήνουν τον ψυχισμό τους πάνω σου. Σε εμπιστεύονται, σου λένε «αφήνομαι σε σένα, κάνε με ό,τι θέλεις». Και μιλάω για ηθοποιούς του βεληνεκούς του Θέμη Πάνου ή της Ζωζώς Σαπουντζάκη. Βεβαίως οφείλω να πω πόσα χρωστάω στη Σωτηρία Μαρίνου με την οποία κάνουμε μαζί το casting. Είμαι πολύ περήφανος και για το casting αλλά και για την απόδοση των ηθοποιών.

image

Η αλήθεια είναι πως περιμένεις από τον Θέμη Πάνου ή από τη Μαρία Καλλιμάνη να δώσουν εξαιρετικές ερμηνείες, αλλά οι νέοι ηθοποιοί είναι επίσης όλοι ανεξαιρέτως εξαιρετικοί.

Είδα πάρα πολλούς ηθοποιούς. Κι όλοι ήταν καλοί. Έχουμε ένα εξαιρετικό δυναμικό. Και είναι διαφορετικοί από τους νέους ηθοποιούς της εποχής μου. Οι οποίοι έβγαιναν από τη σχολή με μανιέρες. Έβλεπες έναν ηθοποιό να παίζει και καταλάβαινες ότι ήταν από το Θέατρο Τέχνης ή από το Εθνικό. Οι νέοι δεν είναι πια έτσι. Τον Γιάννη τον είχα δει σε μια παράσταση στο Εθνικό κι όταν μου τον έφερε η Σωτηρία μού άρεσε πολύ, αλλά είχα την ανασφάλεια για το αν θα μπορούσε να βγάλει αυτό που ήθελα στο πανί. Μια αγωνία που την είχε κι εκείνος. Τον ταλαιπώρησα, οφείλω να το πω, τον φώναξα πολλές φορές για να τον δω και κάποια στιγμή του είπαμε ότι έχει το ρόλο. Και το ίδιο συμβαίνει με τις δύο κοπέλες, τη Μελισσάνθη Μάχουτ και τη Xαρά Μάτα Γιαννάτου, που ήταν επίσης εξαιρετικές ακριβώς με τον τρόπο που φανταζόμουν. Κάναμε πάρα πολλές πρόβες. Έβαλα επίσης τον Γιάννη Νιάρρο να κρατήσει ένα ημερολόγιο του ήρωα από την παιδική του ηλικία, τους έδωσα να διαβάσουν όλα όσα διαβάζαμε εκείνη την εποχή, από τα Cahier Du Cinema μέχρι τον Αλτουσέρ, είδαν ταινίες της εποχής. Κι όλα λειτούργησαν εξαιρετικά. Δημιουργήθηκε μια εξαιρετική χημεία ανάμεσα σε όλους τους ηθοποιούς που έδεσε σε κάτι που είναι απόλυτα δεμένο πάνω στην οθόνη.

image

Και η Ζωζώ Σαπουντζάκη;

Είχα μια υπέροχη συνεργασία με τη Ζωζώ. Ήταν ένα απωθημένο μου. Είχαμε γνωριστεί για πρώτη φορά σε ένα ταξί που μας πήγαινε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο αεροδρόμιο. Δεν χωρούσα να καθίσω πίσω δίπλα της γιατί είχε ανθοδέσμες από θαυμαστές. Όπως και στο πορτ μπαγκάζ. Μιλώντας λοιπόν της είπα ότι είμαι ο σκηνοθέτης της «Πολίτικης κουζίνας». Και ενθουσιάστηκε. «Τι ωραία που με αναφέρεις στην υπέροχη ταινία σου, πόσο θα ήθελα να δουλέψω μαζί σου». Και της απάντησα, «κι εγώ το ίδιο, κυρία Σαπουντζάκη και είμαι σίγουρος πως θα συμβεί». Και βεβαίως το ρόλο της καφετζούς, τον έγραψα πάνω της. Κι οφείλω να πω ότι είχα ενστάσεις από κάποιους στην αρχή, αλλά φυσικά ήταν υπέροχη. Όταν την πήρα τηλέφωνο δέχτηκε με χαρά και το ίδιο χάρηκα κι εγώ. Και φυσικά είπε την υπέροχη ατάκα «εγώ για τον Τάσο μέχρι και τη γριά θα δεχτώ να κάνω».

Γιατί «Νοτιάς» λοιπόν;

Πέρα από το νότο που με καλεί, είμαι άνθρωπος του νότου, ο νοτιάς συνδέεται με τη μελαγχολία για μένα, και η μελαγχολία συνδέεται με την απώλεια. Η οποία μπορεί να είναι φαντασιακή ή υπαρκτή. Κι αυτή είναι η δική μου θεματική. Θέλω να μιλήσω για το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να καθηλωθεί στα τραύματα. Στην «Πολίτικη κουζίνα» είναι ένας άνθρωπος καθηλωμένος στη μητρική τροφή και μιλάω για τη διαδικασία απογαλακτισμού του. Κάτι ανάλογο υπάρχει και στον «Νοτιά». Και υπάρχει σε όλους τους ήρωες του Νοτιά. Πώς να απογαλακτιστείς, να μην επαναλάβεις τα τραύματα, τα λάθη, όλα αυτά που σε κρατούν πίσω.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ